Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γκαμπριέλε Γιουντίκα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γκαμπριέλε Γιουντίκα
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση9  Αυγούστου 1760
Παλατσόλο Ακρέιντε
Θάνατος3  Μαΐου 1835
Παλατσόλο Ακρέιντε
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΙταλικά
Εκπαίδευσηlaurea
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααρχαιολόγος
κτηματίας
μαικήνας
συγγραφέας
Αξιοσημείωτο έργοd:Q67323440
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο βαρώνος Γκαμπριέλε Γιουντίκα (Παλατσόλο Ακρεΐντε, 9 Αυγούστου 1760 – Παλατσόλο Ακρεΐντε, 3 Μαίου 1835) ήταν ιταλός αρχαιοδίφης, αρχαιολόγος και ευεργέτης από τη Σικελία.

Ήταν γιος του Μιχαήλ Γιουντίκα και της Καρμέλας Ντανιέλι. Με τον θάνατο του πατέρα του το 1797 κληρονόμησε τον ευγενικό του τίτλο, ως βαρώνος του Μπαουλί. Σπούδασε Νομική και εργάστηκε ως δικαστής. Αναμείχθηκε έντονα στην πολιτική ζωή του χωριού του και για πολλά χρόνια, εκλέχθη ανάμεσα στους Άρχοντες (Decurioni). Το 1821 μέλος της Επιτροπής των Σικελών στη Βουλή της Νεάπολης και εξελέγη νομαρχιακός εκπρόσωπος. Η πολιτική του σταδιοδρομία όμως, του επέτρεψε παρόλα αυτά, να ασχοληθεί με τα οικογενειακά ζητήματα και το πάθος του με την Αρχαιολογία, υπό την επιρροή μάλλον των ξένων ταξιδιωτών, όπως τον Ζαν Ουέλ, ο οποίος επισκεπτόταν τη Σικελία. Η αρχαιολογική του σκαπάνη έφερε στο φως την πόλη των Ακρών, στην οποία άρχισε να εργάζεται το 1809 δίχως βασιλική άδεια, αλλά με την εύνοια του τότε Επιτρόπου Αρχαιοτήτων, του Σαβέριο Λαντολίνα.

Ο διάδοχός του όμως του ζήτησε να επιδείξει τη βασιλική άδεια ανασκαφής, την οποία απέκτησε τον Αύγουστο του 1811. Το 1813 συνέχισε τις ανασκαφές σε διάφορα σημεία των νεκροπόλεων. Στις 1 Σεπτεμβρίου 1815 ονομάστηκε βασιλικός φύλακας των αρχαιοτήτων για την επαρχία του Νηαίτου (Νότο στα ιταλικά). Το 1817 του ανατέθηκε η επιμέλεια των ανασκαφών που διεξήχθησαν στο Καλτατζιρόνε και στη Μύτικα (Μόντικα). Δημοσίευσε το 1819 τη μονογραφία Le Antichità di Acre (Η αρχαία πόλη των Ακρών) όπου περιέγραψε τα αποτελέσματα των ανασκαφών του στις Άκρες. Το 1820 ανακάλυψε ένα δημόσιο κτίριο για το οποίο θεώρησε ότι ήταν ωδείο, αλλά στη πραγματικότητα ήταν το τοπικό βουλευτήριο. Σε επιστολή που δημοσιεύθηκε το 1824 στο Giornale di scienze, lettere ed arti per la Sicilia (Επιθεώρηση Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών της Σικελίας) ανακοίνωσε την ανακάλυψη του θεάτρου της πόλης.

Ο ίδιος χρηματοδότησε τις ανασκαφές των Ακρών με πόρους από την περιουσία του. Αγόρασε τα οικόπεδα που ανέσκαψε και ετοίμασε στο αστικό του ανάκτορο ένα δωμάτιο για να εκθέσει την αρχαιολογική συλλογή του, ως Μουσείο. Έως το 1828 ήταν ο πλουσιότερος κάτοικος του χωριού, με ετήσια έσοδα 1563 ουγγιών. Η οικονομική του κατάσταση χειροτέρεψε λόγω της διαμάχης με την Εφορεία Αρχαιοτήτων με θέμα την άδεια ανασκαφής του Γιουντίκα και εξ αιτίας των δαπανηρών δικαστικών αγώνων με τη Μονή της Παναγίας της Αψίδας για τα εμφυτευτικά δικαιώματα που χρωστούσε στη μονή. Η δικαστική διαμάχη συνέχισε και μετά τον θάνατό του το 1835, σε βαθμό που ο ανιψιός και κληρονόμος του Τσεζάρε πρότεινε την πώληση της αρχαιολογικής συλλογής του στο κράτος. Όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη, ετάφη στη Βασιλική του Αγίου Σεβαστιανού.

  • Judica, Gabriele (1819). G. Pappalardo, επιμ. Le antichità di Acre scoperte, descritte ed illustrate (στα Ιταλικά).