Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ελεφαντίνη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ελεφαντίνη
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Ελεφαντίνη
24°5′24″N 32°53′24″E
ΧώραΑίγυπτος
Διοικητική υπαγωγήΚυβερνείο Ασουάν
Υψόμετρο101 μέτρα[1]
Ζώνη ώραςUTC+01:00
Commons page Σχετικά πολυμέσα
E26
Aa2 O49

Αμπού
3bw
Ελεφαντίνη
AbbE26wxAst
niwt
σε ιερογλυφικά

Η Ελεφαντίνη[2] (αραβικά : الفنتين) είναι νησί του ποταμού Νείλου στη βόρεια Νουβία της Αιγύπτου. Αποτελεί μέρος της σύγχρονης πόλης του Ασουάν, στη νότια Αίγυπτο, υπάρχουν αρχαιολογικοί χώροι στο νησί.

Στο νησί βρίσκεται το Μουσείο του Ασουάν στο νότιο άκρο του[3]. Συνεχιζόμενες ανασκαφές από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο σε αρχαιολογικό χώρο της πόλης του νησιού έφεραν στο φως πολλά ευρήματα που σήμερα εκτίθενται στο μουσείο. Στην αρχαιότητα αρκετά μεγάλος πληθυσμός Νουβιανών ζούσαν σε τρία χωριά στο μεσαίο τμήμα του νησιού. Ένα μεγάλο πολυτελές ξενοδοχείο βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού.

Ο Βοτανικός Κήπος Ασουάν βρίσκεται δίπλα προς τα δυτικά στο νησί Κίτσενερ.

Η Ελεφαντίνη έχει μήκος 1.200 μέτρα από βορρά προς νότο, και πλάτος 400 μέτρα. Το νησί βρίσκεται κατάντη του πρώτου καταρράκτη στα νότια σύνορα της Άνω Αιγύπτου με τη Κάτω Νουβία. Αυτή η περιοχή αναφέρεται ιστορικά ως Άνω Αίγυπτος. Είναι κοντά στο Τροπικό του Καρκίνου, το βορινότερο γεωγραφικό πλάτος στο οποίο μπορεί να εμφανιστεί ο ήλιος κατευθείαν πάνω από το κεφάλι το μεσημέρι.

Το νησί πήρε το όνομά του από το σχήμα του, το οποίο από αέρος είναι παρόμοιο με εκείνο του χαυλιόδοντα ελέφαντα, ή από τα στρογγυλεμένα βράχια στις όχθες του που μοιάζουν με ελέφαντες. Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι το νησί πήρε το όνομά του επειδή ήταν σπουδαίο εμπορικό κέντρο ελεφαντόδοντου.

Ο Ναός του Κνουμ

Το νησί ήταν γνωστό στους αρχαίους Αιγυπτίους ως «Αμπού» ή «Γεμπού»[4] και βρισκόταν στα αρχαία σύνορα μεταξύ της Αιγύπτου και της Νουβίας. Ήταν εξαιρετική αμυντική θέση, επίσης μια πόλη που αποτελούσε εμπορικό κέντρο και πρωτεύουσα της Άνω Αιγύπτου[5].

Στην Ελεφαντίνη κατασκευάστηκε από τους αρχαίους Αιγύπτιους ένα φρούριο[5] που βρισκόταν λίγο πριν από το πρώτο καταρράκτη του Νείλου. Κατά τη διάρκεια της Δευτέρου ενδιάμεσης περιόδου (1650 - 1550 π.Χ.), το φρούριο σημειώνεται στα νότια σύνορα της Αιγύπτου[6].

Σύμφωνα με την αιγυπτιακή μυθολογία, εδώ ήταν ο τόπος κατοικίας του Κνουμ, θεού των καταρρακτών, που φρουρούσε και έλεγχε τα ύδατα του Νείλου, ενώ ζούσε σε σπηλιές κάτω από το νησί. Λατρευόταν εδώ ως μέρος μιας τριάδας μεταξύ του αιγυπτιακού πάνθεον θεοτήτων. Η τριάδα αυτή της Ελεφαντίνης περιλαμβάνει την Σατέτ και την Ανουκέτ[4]. Η Σατέτ σε πρώιμη περίοδο λατρευόταν ως θεά του πολέμου και προστάτιδα της στρατηγικής αυτής περιοχής της Αιγύπτου. Αργότερα λατρευόταν ως θεά της γονιμότητας που προσωποποιούσε την πλούσια ετήσια πλημμύρα του Νείλου, ο οποίος ταυτίστηκε με την κόρη της, Ανουκέτ. Αργότερα, όταν η τριάδα σχηματίστηκε, ο Κνουμ ταυτίστηκε ως σύζυγος της και, ως εκ τούτου, θεωρήθηκε ως ο πατέρας της Ανουκέτ.

Αρχαιολογικοί χώροι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Μουσείο του Ασουάν και ο Νειλομέτρης

Στην Ελεφαντίνη από ανασκαφές από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο στην αρχαία πόλη έφεραν στο φως πολλά ευρήματα όπου εκτίθενται στο Μουσείο του Ασουάν που βρίσκεται στο νησί συμπεριλαμβανομένου ενός μουμιοποιημένου κριού του Κνουμ. Αντικείμενα που χρονολογούνται από την προδυναστική περίοδο έχουν βρεθεί στην Ελεφαντίνη. Ένα σπάνιο ημερολόγιο, γνωστό ως Ημερολόγιο των πραγμάτων της Ελεφαντίνης, που χρονολογείται από την εποχή της Τούθμοση Γ΄, βρέθηκε σε θραύσματα στο νησί.

Στην αρχαιότητα, το νησί ήταν σημαντικό λατομείο που παρείχε γρανίτη που μεταφερόταν σε μεγάλο βαθμό στην Αίγυπτο για μνημεία και κτίρια.

Στο νησί υπήρχαν οι ναοί του Τούθμωση Γ΄και Αμενχοτέπ Γ΄που καταστράφηκαν το 1922 από τους Οθωμανούς. Διασώζεται ναός της τελευταίας δυναστείας των Πτολεμαίων, αγάλματα αφιερώσεις διαφόρων αξιωματούχων και άλλα μικρότερα μνημεία.

Σε ακτή του νησιού υπάρχουν δύο νειλομέτρες[5] για την μέτρηση της στάθμης του ποταμού που χρησιμοποιούνταν στη αρχαιότητα.

Στην Ελεφαντίνη έχουν βρεθεί πάπυροι στα Αραμαϊκά[5], τα οποία τεκμηριώνουν την εβραϊκή παρουσία εκεί, ίσως αποτελούσαν μισθοφόρους, που χρονολογείται κάπου στον 6ο αι. π.Χ.[7][8]. Διατήρησαν τον δικό τους ναό, στον οποίο πρόσφεραν θυσίες, που λειτούργησε παράλληλα με αυτή της λατρείας του Κνουμ στην Ελεφαντίνη[9]. Ο ναός ίσως κατασκευάστηκε σε αντίδραση προς τον Μανασσή και την επανέναρξη της παγανιστικής λατρείας ή απλώς για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της εβραϊκής κοινότητας[7].

  1. 1,0 1,1 (Αγγλικά) GeoNames. 2005. 359790.
  2. Merriam-Webster's Geographical Dictionary, Third Edition (Merriam-Webster, 1997; ISBN 0877795460), σελ. 351
  3. «Ιστοσελίδα του Μουσείου». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Δεκεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2019. 
  4. 4,0 4,1 Edda Bresciani, Grande enciclopedia illustrata dell'antico Egitto, σελ. 126
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Margaret Bunson, Enciclopedia dell'antico Egitto, pag. 95
  6. Ian Shaw, Ed, Oxford History of Ancient Egypt, New York, 2000, σελ. 206
  7. 7,0 7,1 Botta, Alejandro (2009). The Aramaic and Egyptian Legal Traditions at Elephantine: An Egyptological Approach. T&T Clark. σελ. 15-116. ISBN 978-0567045331. 
  8. Grabbe, Lester L. (2011). A History of the Jews and Judaism in the Second Temple Period (vol. 2). Bloomsbury T&T Clark. σελ. 103. ISBN 978-0567541192. 
  9. A. van Hoonacker, Une Communité Judéo-Araméenne à Éléphantine, en Egypte, aux vi et v siècles avant J.-C, London 1915 cited, Arnold Toynbee, A Study of History, vol.5, (1939) 1964 σελ. 125 n.1
  • Margaret Bunson, Enciclopedia dell'antico Egitto, Fratelli Melita Editori, ISBN 88-403-7360-8
  • Maurizio Damiano-Appia, Dizionario enciclopedico dell'antico Egitto e delle civiltà nubiane, Mondadori, ISBN 88-7813-611-5
  • Edda Bresciani, Grande enciclopedia illustrata dell'antico Egitto, De Agostini, ISBN 88-418-2005-5