Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εντόλωμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εντόλωμα
Εντόλωμα το κολπωτό Entoloma sinuatum
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Μύκητες (Fungi)
Συνομοταξία: Βασιδιομύκητες (Basidiomycota)
Ομοταξία: Αγαρικομύκητες (Agaricomycetes)
Τάξη: Αγαρικώδη (Agaricales)
Οικογένεια: Εντολωματοειδή (Entolomataceae)
Γένος: Εντόλωμα (Entoloma) (Φρις) Πωλ Κούμερ (1871)
Συνώνυμα

Agaricus trib. Entoloma Fr. (1838) Alboleptonia Largent & R.G.Benedict (1970) Arenicola Velen. (1947) Calliderma (Romagn.) Largent (1994) Claudopus Gillet (1876) Clitopiloides (Romagn.) Largent (1994) Eccilia (Fr.) P.Kumm. (1871) Fibropilus (Noordel.) Largent (1994) Inocephalus (Noordel.) P.D.Orton (1991) Leptonia (Fr.) P.Kumm. (1871) Leptoniella Earle (1909) Nigropogon Coker & Couch (1928) Nolanea (Fr.) P.Kumm. (1871) Omphaliopsis (Noordel.) P.D.Orton (1991) Paraeccilia Largent (1994) Paraleptonia (Romagn. ex Noordel.) P.D.Orton (1991) Pouzarella Mazzer (1976) Richoniella Costantin & L.M.Dufour (1900) Rhodocybella T.J.Baroni & R.H.Petersen (1987) Rhodogaster E.Horak (1964) Rhodophyllus Quél. (1886) (nom. illegit.) Trichopilus (Romagn.) P.D.Orton (1991)

Το Εντόλωμα είναι ένα γένος μυκήτων της τάξης των Αγαρικωδών. Τυπικά περιλαμβάνουν τα μανιτάρια με τα ροζ ελάσματα. Τα βασιδιοκάρπια είναι τυπικά αγαρικόμορφα (μανιτάρια με ελάσματα), αν και μια μειονότητα είναι γαστεροειδή. Όλα πάντως έχουν ροζ βασιδιοσπόρια, τα οποία χρωματίζουν τα ελάσματα κατά την ωριμότητα - ή εσωκλείονται μέσα στον ασκό αντίστοιχα- και στο μικροσκόπιο φαίνονται γωνιώδη και πολύεδρα. Το γένος είναι μεγάλο με περίπου 2000 είδη παγκοσμίως[1]. Τα περισσότερα είδη είναι σαπροτροφικά, αν και μερικά ζουν σε συμβίωση με ρίζες φυτών (εκτομυκοριζικά), και μερικά παρασιτούν σε βάρος άλλων μυκήτων. Το τυπικό είδος, Εντόλωμα το κολπωτό, είναι ένα από τα πολλά είδη Εντολωμάτων, τα οποία είναι δηλητηριώδη, προκαλώντας συνήθως ήπια έως σοβαρά γαστροεντερικά συμπτώματα.

Το 1838 ο Σουηδός μυκητολόγος Ηλίας Μάγκνους Φρις ταξινόμησε όλους τους μύκητες με ελάσματα και με ροζ σπόρια σε "φυλές" ή "υποφυλές", τοποθετώντας αυτά τα οποία έμοιαζαν στο σχήμα με το Τριχόλωμα και ολοστυπικά ελάσματα στη "φυλή" Εντόλωμα. Η μικρότερη "υποφυλή" Λεπτόνια είχε κυρτά σαρκώδη και μεμβρανώδη πηλίδια, η "υποφυλή" Νολανέα είχε πιο λεπτά μανιτάρια με καμπανόμορφα πηλίδια και κούφιους στύπους, και η "υποφυλή" Εκκίλια είχε ομφαλοειδή πηλίδια και ολοστυπικά ελάσματα[2]. Το 1871 ο Γερμανός μυκητολόγος Πωλ Κούμερ προήγαγε αυτές τις "φυλές" και "υποφυλές" σε γένη[3]. Άλλοι ερευνητές προσέθεσαν αργότερα περισσότερα γένη[4][5][6]. Ακολουθώντας αυτόν τον τρόπο ταξινόμησης, το Εντόλωμα είχε περιορισμένο ορισμό και αυτή η περιγραφή συχνά αναφέρεται ως Entoloma sensu stricto (Εντόλωμα με την "αυστηρή έννοια").[6]

Το 1886 ο Γάλλος μυκητιολόγος Λουσιέν Κελέτ ενοποίησε όλους τους μύκητες με ροζ-κόκκινα ολοστυπικά ή μεροστυπικά ελάσματα και γωνιώδη σπόρια σε ένα νέος γένος, το οποίο ονόμασε Ροδόφυλλος (από τα ροζ ελάσματα)[7]. Επειδή το νέο αυτό γένος περιλαμβάνει το παλαιότερο Εντόλωμα, η ονομασία Ροδόφυλλος είναι παράτυπη, όπως σημειώνει ο Ντονκ[8], και το Εντόλωμα χρησιμοποιήθηκε τελικά για να καλύψει όλα τα αγαρικόμορφα με ροζ γωνιώδη σπόρια.[9] Χρησιμοποιώντας αυτό τον τρόπο ταξινόμησης το Εντόλωμα έχει πιο διευρυμένο ορισμό και αναφέρεται μερικές φορές ως Entoloma sensu lato (Εντόλωμα με την "ευρεία έννοια")[4][9]. Τα συνώνυμα που αναφέρονται εδώ αναφέρονται στην ευρεία έννοια του Εντολώματος.

Αυτά τα δύο συστήματα ταξινόμησης συνεχίζουν να συνυπάρχουν, με όσους ταξινομολόγους να ευνοούν μια ευρεία γενική έννοια να ακολουθούν τον Κελέτ, και όσους μια στενή έννοια τον Κούμερ.

Τρέχουσα κατάσταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρόσφατη μοριακή ανάλυση των ακολουθιών DNA, έχει δείξει ότι ο ευρύς ορισμός του Εντολώματος είναι ο φυσικός, ενώ ο στενός ορισμός, όπως οριζόταν παλαιότερα, είναι τεχνητός. Οι υποφυλές όπως οριζόνταν παλαιότερα (Λεπτόνια, Νολανέα κλπ) ήταν εξίσου τεχνητές.[10]

Κατά συνέπεια, η κατάταξη στο Εντόλωμα εφαρμόζεται με την ευρεία έννοια από τους περισσότερους μυκητιολόγους, σε αναμονή περισσότερης έρευνας. Ορισμένα από τα υπογένη όμως επαναπροσδιορίζονται έπειτα από την έρευνα της αλληλουχίας DNA. Έτσι το Νολανέα, για παράδειγμα, έχει επαναπροσδιοριστεί (εξαιρώντας ορισμένα είδη και προσθέτοντας άλλα) σαν μια φυσική ομαδοποίηση μέσα στο Εντόλωμα κατά την ευρεία έννοια και αντιμετωπίζεται είτε σαν υπογένος[11], είτε σαν ξεχωριστό γένος[12]. Μία βασική ομάδα ειδών μετακινήθηκε στο γένος Εντοκύβη έπειτα από τα αποτελέσματα της έρευνας του DNA.[13]

Το όνομα του γένους Εντόλωμα προέρχεται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις ἐντός και λῶμα,[14] (άκρη ρούχου, στρίφωμα) από την άκρη του πηλιδίου που περιστρέφεται προς τα μέσα

Γωνιακά (πολυεδρικά) βασιδιοσπόρια του Entoloma chloropolium

Τα βασιδιοκάρπια είναι τυπικά αγαρικόμορφα (δηλαδή τα τυπικά μανιτάρια με τα ελάσματα), κατά περιπτώσεις γαστεροειδή ή ενδιάμεσες μορφές. Τα αγαρικόμορφα είδη ποικίλουν από μεγάλα και εύσωμα σε μικρά και λεπτεπίλεπτα, αλλά όλα έχουν ελάσματα, τα οποία προσφύονται στον στύπο (δεν είναι ελεύθερα) και γίνονται ροζ με την ωριμότητα από τα ροζ βασιδιοσπόρια. Ο στύπος δεν διαθέτει δακτύλιο. Κάποια είδη μοιάζουν με τα πλευρώτους, διαθέτοντας ένα μικρό πλευρικό στύπο. Οι γαστεροειδείς και οι ενδιάμεσες μορφές (παλαιότερα κατατάσσονταν στα γένη Rhodogaster και Richionella αντίστοιχα) έχουν ανώμαλα σφαιροειδή καρποσώματα, καφετιά με στύπο στις ενδιάμεσες μορφές (όπως το ευρωπαίκό Entoloma calongei) ή λευκωπά χωρίς στύπο στα είδη που μοιάζουν με τις τρούφες (όπως το Entoloma gasteromycetoides από τη Νέα Ζηλανδία). Όλα εσωτερικά είναι ροζ από τα σπόρια κατά την ωριμότητα. Στο μικροσκόπιο, όλα τα είδη Εντολωμάτων έχουν γωνιώδη βασιδιοσπόρια.

Τα περισσότερα είδη είναι σαπροτροφικά, μεγαλώνοντας σε φυτικό υλικό που σαπίζει ή λιγότερο συχνά σε νεκρό ξύλο. Μερικά είδη είναι εκτομυκοριζικά. Το Εντόλωμα το κολπωτό, για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί να συσχετίζεται με τη ιτιά[15] και το Entoloma nitidum με τα δέντρα του είδος Καρπίνος (γάβροι)[16]. Για μια παρόμοια συσχέτιση του Entoloma sepium με τα Ροδοειδή (φρουτόδεντρα) εκτιμήθηκε ότι πρόκειται για παρασιτισμό επί των ριζών[17], αν και άλλες έρευνες έχουν προτείνει ότι μπορεί να υπάρχει μια μυκοριζική συνεργασία.[18] Ένας μικρός αριθμός ειδών παρασιτούν σε άλλους μύκητες, όπως το Entoloma abortivum στα είδη Armillaria[19] και το Entoloma parasiticum, το οποίο συχνά μεγαλώνει πάνω στα καρποσώματα των ειδών της Κανθαρέλας.[9]

Τα είδη Εντολώματος μπορούν να εντοπιστούν σε ένα μεγάλο εύρος οικοσυστημάτων, συμπεριλαμβανομένων χορτολιβαδικών εκτάσεων και αμμοθινών, εύκρατων και τροπικών δασών και δασικών περιοχών, σε έλη και βάλτους.[9]

Μερικά ευρωπαϊκά είδη περιορίζονται σε λιβάδια φτωχά σε θρεπτικά συστατικά, ένα φθίνον οικοσύστημα, το οποίο προκύπτει εξαιτίας των αλλαγών στις αγροτικές πρακτικές. Αυτή η πτώση έχει οδηγήσει ώστε 4 ευρωπαϊκά είδη Εντολώματος Entoloma bloxamii, Entoloma griseocyaneum, Entoloma porphyrophaeum, και Entoloma prunuloides, να κατατάσσονται παγκοσμίως ως "ευάλωτα είδη" στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της Διεθνής Ένωσης Προστασίας της Φύσης.[20]

Σε άλλα μέρη, αρκετά σπάνια και τοπικά ενδημικά είδη χαρακτηρίζονται ως παγκοσμίως "απειλούμενα" στην ίδια λίστα. Αυτά συμπεριλαμβάνουν το Entoloma chilense στην Χιλή, το Entoloma eugenei στην Ιαπωνία, Κορέα και Ανατολική Ρωσία και το Entoloma ravinense στην Αυστραλία. To Entoloma necopinatum στη Χιλή χαρακτηρίζεται παγκοσμίως ως "ευάλωτο". Το ευρωπαϊκό είδος Entoloma excentricum χαρακτηρίζεται ως φθίνον.[20]

Πολλά είδη Εντολώματος είναι γνωστό ότι είναι δηλητηριώδη, προκαλώντας γαστροεντερικά συμπτώματα (εμετό, διάρροια, ναυτία και πόνο στην κοιλιά)[21]. Τουλάχιστον ένα από τα δηλητηριώδη είδη, το Entoloma rhodopolium έχει βρεθεί να περιέχει σημαντικές ποσότητες της μυκοτοξίνης μουσκαρίνης[21]. Το τυπικό είδος του γένους Εντόλωμα το κολπωτό είναι δηλητηριώδες. Άλλα δηλητηριώδη είδη συμπεριλαμβάνουν το Entoloma mammosum, Entoloma pascuum, Entoloma strictius, Entoloma vernum, [21] Entoloma abortivum Entoloma aprile, Entoloma bahusiense, Entoloma grande, Entoloma luridum [22], Entoloma omiense και Entoloma quantratum.[23]

  1. «Entoloma». Catalogue of Life. 
  2. Fries, EM (1836). Epicrisis Systematis Mycologici: Seu Synopsis Hymenomycetum (στα Λατινικά). 1–2. Ουψάλα. σελ. 143. 
  3. Kummer, Paul (1871). Der Führer in die Pilzkunde (στα Γερμανικά). Zerbst: Verlag von E. Luppe's Buchhandlung. σελίδες 94 – 97. 
  4. 4,0 4,1 Orton, PD (1991). «A revised list of British species of Entoloma sensu lato». The Mycologist 5 (3): 123–138. doi:10.1016/S0269-915X(09)80307-8. 
  5. Orton, PD (1991). «A revised list of British species of Entoloma sensu lato (part 2)». The Mycologist 5 (4): 172-176. doi:10.1016/S0269-915X(09)80478-3. 
  6. 6,0 6,1 Largent, DL (1994). Entolomatoid fungi of the western United States and Alaska. [ΗΠΑ]: Mad River Press. 
  7. Quélet, L. (1886). Enchiridion fungorum in Europa media et praesertim in Gallia vigentium. Ελβετία: O. Doin. σελ. 155. 
  8. Donk, M.A. (1962). «The generic names proposed for Agaricaceae». Beihefte zur Nova Hedwigia. 5: 1-320. ISSN 0078-2238. 
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 Noordeloos, ME (1992). Fungi Europaei:Entoloma sensu lato. Saronno, Ιταλία. σελ. 760. 
  10. Co-David, D; Langeveld, D; Noordeloos, ΜΕ (2009). «Molecular phylogeny and spore evolution of Entolomataceae». Persoonia 23: 147–76. doi:10.3767/003158509X480944. PMID 20198166. 
  11. Reschke, Κ; Morozova, OV; Dima, B; Cooper, JA; Corriol, G; Biketova, AY; Piepenbring, M; Noordeloos, M (2022). «Phylogeny, taxonomy, and character evolution in Entoloma subgenus Nolanea». Persoonia 49: 136-170. doi:10.3767/persoonia.2022.49.04. PMID 38234382. 
  12. Karstedt, F; Bergemann, SE; Capelari, M (2020). «Five Nolanea spp. nov. from Brazi». Mycotaxon 135 (3): 589–612. doi:10.5248/135.589. https://www.ingentaconnect.com/content/mtax/mt/2020/00000135/00000003/art00011. 
  13. Baroni, TJ; Hofstetter, V; Largent, DL; Vilgalys, R (2011). «Entocybe is proposed as a new genus in the Entolomataceae (Agaricomycetes, Basidiomycota) based on morphological and molecular evidence». North American Fungi 6 (12): 1-19. doi:10.2509/naf2011.006.012. 
  14. «λῶμα». Liddell, Scott, Jones Ancient Greek Lexicon. 
  15. Agerer, R (1997). «Entoloma sinuatum (Bull.: Fr.) Kummer + Salix spec». Descriptions of Ectomycorrhizae 2: 13–18. 
  16. Montecchio, L; Rossi, S; County, P; Garbaye, J (2006). «Descriptions of Ectomycorrhizae. Entoloma nitidum Quel. plus Carpinus betulus L». Descriptions of Ectomycorrhizae (9/10): 31–36. https://hal.inrae.fr/hal-02820776/document. 
  17. Agerer, R; Waller, K (1993). «Mycorrhizae of Entoloma saepium: parasitism or symbiosis?». Mycorrhiza 3 (4): 145–154. doi:10.1007/BF00203608. Bibcode1993Mycor...3..145A. 
  18. Shishikura, M; Takemura, Y (2021). «Four mycelial strains of Entoloma clypeatum species complex form ectomycorrhiza-like roots with Pyrus betulifolia seedlings in vitro, and one develops fruiting bodies 2 months after inoculation». Mycorrhiza 31 (1): 31-42. doi:10.1007/s00572-020-00994-4. PMID 33105488 PMID 33105488. Bibcode2021Mycor..31...31S. 
  19. Koch, RA; Herr, JR (2021). «Transcriptomics Reveals the Putative Mycoparasitic Strategy of the Mushroom Entoloma abortivum on Species of the Mushroom Genus Armillaria». mSystems 6 (5). PMID 34636668. 
  20. 20,0 20,1 «Entoloma». IUCN Red List. Ανακτήθηκε στις 3 Μαρτίου 2025. 
  21. 21,0 21,1 21,2 Benjamin, Denis R (1995). Mushrooms: Poisons and Panaceas—A Handbook for Naturalists, Mycologists and Physicians. Νέα Υόρκη: WH Freeman and Company. ISBN 0-7167-2600-9. 
  22. Beug, MW; Shaw, M; Cochran, K. (2006). «Thirty-Plus Years of Mushroom Poisoning: Summary of the Approximately 2,000 Reports in the NAMA Case Registry». McIlvainea 16 (2): 47–68. Αρχειοθετήθηκε στις 30 Μαΐου 2023. Error: Αν ορίσετε |archiveurl=, πρέπει πρώτα να ορίσετε |url=. https://web.archive.org/web/20230530011452/https://namyco.org/docs/Poisonings30year.pdf. 
  23. Li, H; Zhang, H; Zhang, Y (2020). «Mushroom Poisoning Outbreaks — China, 2019». China CDC Weekly 2 (2): 19-24. doi:10.46234/ccdcw2020.005. PMID 34594654. PMC 8392910. https://weekly.chinacdc.cn/fileCCDCW/journal/article/ccdcw/2020/2/PDF/190051.pdf.