Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εξέγερση των Σουάνων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η εξέγερση των Σουάνων
Η μάχη στη Ροσφόρ-αν-τερ, Alexandre Bloch, 1885
Χρονολογία1792-1800
ΤόποςΒρετάνη, Μαιν, Νορμανδία, Ανζού
ΈκβασηΔημοκρατική νίκη
Αντιμαχόμενοι

Η εξέγερση των Σουάνων ή Σουανερί (γαλλικά: Chouannerie) ήταν εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Γάλλων Δημοκρατικών και Βασιλοφρόνων στα δυτικά της Γαλλίας, στη Βρετάνη, το Μαιν, το Ανζού και τη Νορμανδία, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Συνδέεται στενά με τον πόλεμο της Βανδέας που έλαβε χώρα στην αριστερή όχθη του Λίγηρα.

Μια πρώτη απόπειρα εξέγερσης διεξήχθη το 1791 από τη Βρετονική Ένωση για την υπεράσπιση της μοναρχίας και την αποκατάσταση των ιδιαίτερων νόμων και τα εθίμων της Βρετάνης που καταργήθηκαν το 1789. Αλλά η εξέγερση ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού της Γαλλικής Δύσης και η εμπλοκή της στην αντεπανάσταση οφείλεται κυρίως στον κατατρεγμό του κλήρου και του Ρωμαιοκαθολικισμού, καθώς και στην επιστράτευση 300.000 ανδρών από την Εθνοσυνέλευση.

Οι πρώτες συγκρούσεις ξέσπασαν το 1792 αρχικά σαν εξέγερση των αγροτών και ανταρτοπόλεμος και εξελίχθηκαν σε πολεμικές συγκρούσεις. Έληξαν με τη νίκη των Δημοκρατικών το 1800.

Η εξέγερση στη Φουενάν, Ζυλ Ζιραρντέ, 19ος αιώνας

Το 1791, η υιοθέτηση του Πολιτικού Συντάγματος του Κλήρου προκάλεσε τους αγρότες γύρω από τη Βαν να υπερασπιστούν τον επίσκοπό τους εναντίον των Δημοκρατικών του Λοριάν, οι οποίοι τον πίεζαν να ορκιστεί πίστη στο Πολιτικό Σύνταγμα. Επίσης, με διάταγμα του Μαΐου 1792 προβλεπόταν ο εκπατρισμός των ιερωμένων που είχαν αρνηθεί να δώσουν όρκο πίστης στον Πολιτικό χάρτη του Κλήρου. Τότε, στην περιοχή γύρω από το Καμπέρ, αρκετές ενορίες εξεγέρθηκαν στο όνομα του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ' ενάντια στις τοπικές αρχές.[1]

Τον Ιανουάριο 1793 καρατομήθηκε ο βασιλιάς, γεγονός που συγκλόνισε βαθιά την κοινωνία αυτών των επαρχιών που είχαν μείνει πιστές στον Ρωμαιοκαθολικισμό και τη Μοναρχία.

Το διάταγμα της 24ης Φεβρουαρίου 1793 που προέβλεπε την επιστράτευση 300.000 ανδρών επέφερε στις εμπλεκόμενες περιοχές Βρετάνη, Μαιν, Ανζού και Νορμανδία μεγάλη αναστάτωση.

Ωστόσο, την εξέγερση δεν την προκάλεσε τόσο η αφοσίωση στη μοναρχία όσο η δυσαρέσκεια της παρέμβασης της νέας δημοκρατικής κυβέρνησης στις παλιές συνήθειες της περιοχής, η καταστροφή του λαθρεμπορίου τους στο αλάτι με την κατάργηση του φόρου (φόρος αιώνων), τα κυβερνητικά μέτρα εναντίον των κληρικών, και η επιβολή της στρατολόγησης.

Ο εμφύλιος πόλεμος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Επεισόδιο της Σουανερί, πίνακας του Jules Girardet, 19ος αι.
Ζαν Σουάν

Κατά τη διάρκεια του πολέμου της Βανδέας, οι εξεγερμένοι, μετά την καταστροφή του Καθολικού Στρατού τους κατά την πορεία προς την Γκρανβίλ όπου ανέμεναν αγγλική βοήθεια, περί τον Ιανουάριο 1794, προσπάθησαν να αντισταθούν στις λεγόμενες «φάλαγγες της κολάσεως» της αντεπίθεσης του δημοκρατικού στρατηγού Τυρώ, που έσπειραν τον θάνατο και την καταστροφή σε ολόκληρη την εξεγερμένη περιοχή. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ομάδες Σουάνων βόρεια του Λίγηρα πήραν τα όπλα και πάλι στις περιοχές που διέσχιζε ο Καθολικός στρατός και συνενώθηκαν μαζί του.

Η εξέγερση των Σουάνων άρχισε στα σύνορα των νομών Μαγιέν και Ιλ-ε-Βιλαίν, κοντά στις κοινότητες Φουζέρ, Βιτρέ και Λαβάλ.[2] Μικρές ομάδες με επικεφαλής τον Ζαν Σουάν, τον Αιμέ ντυ Μπουαγκί και τον Ζαν-Λουί Τρετόν, ανασύνταξαν τους Σουάνους και τους εξεγερμένους της Βανδέας που επιβίωσαν από την πορεία του Καθολικού Στρατού. Καταδικασμένοι να ζουν με σχεδόν απόλυτη μυστικότητα, οι Σουάνοι γνώριζαν ότι η σύλληψη από τους Δημοκρατικούς θα σήμαινε σίγουρο θάνατο. Πολλοί από αυτούς κινούνταν από επιθυμία να εκδικηθούν τους συγγενείς τους που είχαν εξαφανιστεί στην πορεία προς την Γκρανβίλ.[3]

Η εξέγερση εξαπλώθηκε γρήγορα στη Βρετάνη και έφθασε στην Κοτ-ντ'Αρμόρ, όπου κυριαρχούσε ο Αματέρ ντε Μπουαζαρντί. Στις 15 Μαρτίου 1794 έφτασε στο Μορμπιάν, όπου προκλήθηκε εξέγερση των χωρικών και τεχνιτών, που υπέφεραν επί πλέον και από την οικονομική κρίση, με στόχο τη Βαν. Οι επιτιθέμενοι αντιμετωπίστηκαν εύκολα από τους Δημοκρατικούς. Ωστόσο, η Φινιστέρ και τα δυτικά της Κοτ-ντ-Αρμόρ δεν έλαβαν μέρος στην εξέγερση. Γενικά, στη Βρετάνη δεν διεξήχθησαν μεγάλες μάχες.

Στις εχθροπραξίες, οι Σουάνοι, συνήθως σε ομάδες λίγων ανδρών, καθοδηγούμενες από μοναρχικούς ευγενείς, πρώην αξιωματικούς του στρατού στην πλειοψηφία τους, κινούνταν αιφνιδιαστικά και έστηναν ενέδρες, χρησιμοποιώντας κυρίως τακτικές ανταρτοπόλεμου. Επιτίθεντο σε στρατιωτικά αποσπάσματα, ταχυμεταφορές και σταθμούς που κρατούσαν κυβερνητικές προμήθειες. Έκαναν επίθεση σε δημοκρατικές πόλεις, εκτέλεσαν πληροφοριοδότες, συνταγματικούς ιερείς και δημοκράτες.

Για να αντιταχθούν στους Σουάνους, οι Δημοκρατικοί έχτισαν οχυρά ή οχύρωσαν πόλεις, που τις υπερασπίζονταν οι τοπικές περιφερειακές φρουρές. Ένας νόμος που εκδόθηκε στις 23 Μαρτίου 1793 διέταξε ότι οι αιχμάλωτοι εξεγερμένοι θα εκτελούνταν εντός 24 ωρών. Επικεφαλής διοικητής του Στρατού των ακτών της Βρέστης ήταν ο στρατηγός Ζαν Αντουάν Ροσινιόλ. Ο Ροσινιόλ συγκρότησε επίσης ομάδες ψευδοσουάνων, προκειμένου να δυσφημήσει τους πραγματικούς Σουάνους.

Κατά την περίοδο της Τρομοκρατίας (Σεπτέμβριος 1793 - Ιούλιος 1794) εντάθηκαν οι διωγμοί του Κλήρου, απαγορεύτηκε η τέλεση οποιασδήποτε θρησκευτικής λειτουργίας και ο Καθολικός κλήρος αποσχηματίστηκε. Επίσης, κάθε άτομο που είχε ταυτιστεί, με οποιοδήποτε τρόπο, με το παλαιό καθεστώς, ήταν ύποπτο και κανείς ύποπτος δεν ήταν ασφαλής. Αυτά τα γεγονότα επέφεραν την αναζωπύρωση των εξεγέρσεων.

Σουάνοι σε ενέδρα

Οι αρχηγοί των κατά τόπους οργανώσεων, που έβαλαν την προσωπική τους σφραγίδα στα γεγονότα της εποχής εκείνης, ήταν ο Αιμέ ντυ Μπουαγκύ στη Φουζέρ, ο Αματέρ ντε Μπουαζαρντί στο Μονκοντούρ, ο Γκιγμό, επονομαζόμενος «βασιλιάς του Μπινιάν», στο Μπινιάν, ο Ζωρζ Καντουντάλ στην περιοχή του Ωραί και ο ο Ζαν Κοτερώ, γνωστός ως Ζαν Σουάν. Ο τελευταίος, είχε επικηρυχθεί από τη δημοκρατική κυβέρνηση, που τον θεωρούσε αυτόν και τον αδελφό του έναν από τους ηγέτες της εξέγερσης. Το ψευδώνυμό του πιθανότατα προήλθε από τη μίμηση της φωνής της κουκουβάγιας (chouette) σαν αναγνωριστικό σήμα.[1]

Με το θάνατο πολλών αρχηγών, οι διασκορπισμένες ομάδες των εξεγερμένων έμειναν χωρίς αρχηγό. Τον Ιανουάριο 1793, εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο κόμης Ζοζέφ Ζενεβιέβ Πυϊζέ, Νορμανδός στην καταγωγή, πρώην αξιωματικός, αντιπρόσωπος των ευγενών στη Συνέλευση των Τάξεων, ο οποίος είχε τρομοκρατηθεί από τη θριαμβευτική επικράτηση των Ορεινών το 1792 και κρυβόταν στη Βρετάνη. Συνειδητοποίησε την αναγκαιότητα της κεντρικής διοίκησης και επιβλήθηκε γρήγορα στους Σουάνους, ανακηρύχθηκε στρατηγός τους και ανέλαβε να συντονίσει την εξέγερση. Η εξουσία του επεκτάθηκε σε όλες τις εξεγερμένες περιοχές βόρεια του Λίγηρα, συμπεριλαμβανομένου του Μαιν και του Ανζού.

Μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου στις 28 Ιουλίου 1794 και το τέλος της Τρομοκρατίας, η Συμβατική Εθνοσυνέλευση χορήγησε γενική αμνηστία στους εξεγερμένους τον Δεκέμβριο του 1794, υπό τον όρο της κατάθεσης των όπλων. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν πιο ευέλικτες. Υπό την πίεση του στρατηγού Λαζάρ Ος, η Συμβατική αποκατέστησε την ελευθερία λατρείας με νόμο τον Φεβρουάριο 1795. Τον Απρίλιο 1795 στη Ρεν υπογράφηκε η συνθήκη του Μαμπιλαί, που παραχωρούσε πλήρη και γενική αμνηστία στους Σουάνους και ο πόλεμος προσωρινά τελείωσε.

Η μάχη του Κιμπερόν, Paul-Emile Boutigny, 19ος αιώνας
Ο στρατηγός Λαζάρ Ος

Επειδή καμία πλευρά δεν είχε διαπραγματευτεί με καλή πίστη, σημειώθηκε αύξηση της έντασης μετά το θάνατο του Λουδοβίκου ΙΖ' τον Ιούνιο 1795. Η ειρήνη διαλύθηκε τον Αύγουστο 1795 όταν ο στρατηγός Λαζάρ Ος, ο οποίος διαδέχτηκε τον Ζαν Αντουάν Ροσινιόλ ως επικεφαλής της στρατιάς των ακτών της Βρέστης, διέταξε τη σύλληψη εκείνων που αρνήθηκαν να υπογράψουν τη συνθήκη του Μαμπιλαί.

Τον Ιούνιο 1795 οι Σουάνοι εισέδυσαν στη Φινιστέρ και αφαίρεσαν σημαντικές ποσότητες πολεμοφοδίων από το πυριτιδοποιείο κοντά στο Σατωλέν.[4] Συγχρόνως, η Αγγλία είχε αποφασίσει να υποστηρίξει τους εξεγερμένους. Στη χερσόνησο Κιμπερόν αποβιβάστηκε αγγλικός στόλος αποτελούμενος από 3.500 άνδρες, κυρίως εκπατρισμένους Γάλλους ευγενείς (εμιγκρέ) και πολλούς εθελοντές που συνενώθηκαν με 15.000 Σουάνους. Ωστόσο, οι διαφωνίες μεταξύ των ηγετών τους κόστισαν πολύτιμο χρόνο στους Βασιλόφρονες.

Το παρεκκλήσι της Μαντλέν στο Μορμπιάν, Alexandre Bloch 1886

Την αδράνειά τους εκμεταλλεύτηκε ο στρατηγός Λαζάρ Ος, που είχε πληροφορηθεί για την κατάσταση και με μια αντεπίθεση τους ανάγκασε να επιστρέψουν στη χερσόνησο Κιμπερόν. Στις μάχες που ακολούθησαν ο στρατός των Σουάνων και των εκπατρισμένων υπέστη συντριπτική ήττα τον Ιούλιο 1795 και ακολούθησαν 748 θανατικές καταδίκες και 6.000 αιχμάλωτοι.

Μετά την αποτυχία της αγγλικής εκστρατείας, οι επιθέσεις των Σουάνων συνεχίστηκαν με μορφή ανταρτοπόλεμου και εξαπλώθηκαν στη Νορμανδία όπου ο Λουί ντε Φροτέ, πρόσφατα αφιχθείς στη Γαλλία το 1795, διοργάνωσε την εξέγερση.

Για να πολεμήσουν τους Σουάνους, οι Δημοκρατικές δυνάμεις οργανώθηκαν σε τρεις στρατούς.

Τον Δεκέμβριο του 1795, το Διευθυντήριο ονόμασε τον στρατηγό Λαζάρ Ος γενικό επικεφαλής όλων των Δημοκρατικών δυνάμεων που έδρευαν στη δυτική Γαλλία και του έδωσε πλήρη εξουσία. Οι στρατοί της Δύσης, των ακτών της Βρέστης και των ακτών του Σερμπούρ συγχωνεύθηκαν στον Στρατό των ακτών του Ωκεανού.

Παρά την καταστροφή του Κιμπερόν, οι Σουάνοι κέρδισαν μερικές νίκες τους επόμενους μήνες. Ωστόσο, ο στρατηγός Ος άλλαξε τακτική στις αρχές του 1796 και δημιούργησε κινητές μονάδες, υποσχέθηκε αμνηστία στους Σουάνους που θα παραδίδονταν, εξασφάλισε την θρησκευτική ελευθερία και προσπάθησε να πειθαρχήσει τον στρατό. Πολλοί Σουάνοι και εξεγερμένοι της Βανδέας ανταποκρίθηκαν σ' αυτά τα μέτρα και κατέθεσαν τα όπλα τους.

Η προτεραιότητα του Λαζάρ Ος ήταν το τέλος του πολέμου της Βανδέας, το οποίο κατάφερε αφού συνέλαβε και εκτέλεσε και τους τελευταίους αρχηγούς τους. Αμέσως μετά, ο Ος στράφηκε προς τους Σουάνους, οι αρχηγοί των οποίων παραδόθηκαν σταδιακά και υπογράφηκε ειρηνευτική συνθήκη στις 19 Ιουνίου 1796.[5]

Ηττημένοι στρατιωτικά, οι Μοναρχικοί προσπάθησαν στη συνέχεια να ανέλθουν στην εξουσία μέσω των εκλογών. Τον Απρίλιο 1797, η φιλοβασιλική Δεξιά κέρδισε τις εκλογές για την ανανέωση του Συμβουλίου των Πεντακοσίων και του Συμβουλίου των Πρεσβυτέρων. Τα συμβούλια στη συνέχεια ανέστειλαν τους νόμους εναντίον των εκπατρισμένων ευγενών και των ιερέων. Αλλά στο Παρίσι, στις 4 Σεπτεμβρίου 1797, έγινε το πραξικόπημα της 18ης Φρουκτιντόρ του Έτους Ε΄, (σύμφωνα με το επαναστατικό ημερολόγιο) υποστηριζόμενο από τις στρατιές που διοικούσαν οι Ος και Ωζερώ, το οποίο ακύρωσε τα αποτελέσματα των εκλογών σε 49 τμήματα στη δυτική Γαλλία.

Μετά το πραξικόπημα άρχισε πάλι ο κατατρεγμός των φιλοβασιλικών και των κληρικών. Οι συμμορίες των Σουάνων ανασυγκροτήθηκαν. Για δυσφήμισή τους χρησιμοποιήθηκαν και πάλι ομάδες ψευδοσουάνων, οι «θερμαστές» όπως τους αποκαλούσαν γιατί έκαιγαν τα πόδια των θυμάτων τους, που λεηλατούσαν την περιοχή και προέβαιναν σε κάθε τύπου ανομίες, που παρέμεναν σχεδόν πάντοτε ατιμώρητες.

Η εξέγερση των Σουάνων έσβησε κατά την περίοδο της Υπατείας. Η συμφωνία για την οριστική διακοπή των εχθροπραξιών υπεγράφη κοντά στη Βαν, πρωτεύουσα του Μορμπιάν, τον Φεβρουάριο 1800. Μόνο ο Καντουνάλ συνέχισε τον αγώνα κατά του Βοναπάρτη. Συνελήφθη όμως κι αυτός και εκτελέστηκε το 1804.

Μια μικρή εξέγερση εξερράγη και πάλι το 1815 κατά τη διάρκεια των Εκατό Ημερών και μια τελική εξέγερση το 1832.

Εικονογράφηση από το μυθιστόρημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ Οι Σουάνοι.

Η εξέγερση των Σουάνων ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς και αποτελεί την κεντρική δράση μυθιστορημάτων, όπως:

Επίσης τα τραγικά αυτά γεγονότα αποτυπώθηκαν σε πολλούς πίνακες ζωγραφικής.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 Albert Soboul (dir.), Dictionnaire historique de la Révolution française, Quadrige/PUF, 1989, p. 218, entrée « Chouans/Chouannerie » par Roger Dupuy.
  2. Christian Le Boutellier, La Révolution dans le Pays de Fougères, Société archéologique et historique de l'arrondissement de Fougères, 1989, p.313
  3. Roger Dupuy, les Chouans, p.36.
  4. Πάπυρος Λαρούς, τομ.54, σελ.381
  5. Gabriel du Pontavice, les Armées catholiques et royale au nord de la Loire. Petite histoire de la Chouannerie, p.132.