Μετάβαση στο περιεχόμενο

Επαμεινώνδας Πενθερουδάκης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Επαμεινώνδας Πενθερουδάκης
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1926
Επισκοπή Λαππαίων Ρεθύμνης
Θάνατος1996
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΑρχηγός Γενικού Επιτελείου Στρατού της Ελλάδας (1984–1986)

Ο Επαμεινώνδας Πενθερουδάκης του Γεωργίου (1926 - 1996) ήταν στρατηγός του ελληνικού Στρατού Ξηράς. Διετέλεσε αρχηγός ΓΕΣ την περίοδο 1984 - 1986.

Υπήρξε στενός συνεργάτης του Αντώνη Δροσογιάννη.

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε το 1926 στην Επισκοπή Λαππαίων Ρεθύμνου. Αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ) τον Μάρτιο του 1949 ως ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού. Ως αξιωματικός συμπλήρωσε τη στρατιωτική του εκπαίδευση στη Σχολή Πυροβολικού, το Κέντρο Συνεργασίας Αεροπορίας Στρατού, τη Σχολή Πεζικού, τη Σχολή Γενικής Μορφώσεως του ΓΕΣ, τη Στρατιωτική Σχολή Ξένων Γλωσσών και τη Σχολή Αξιωματικών Ψυχολογικού Πολέμου ΗΠΑ.[1] Επίσης, αποφοίτησε από τη Σχολή Πολέμου και τη Σχολή Εθνικής Άμυνας και ήταν πτυχιούχος Νομικής και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών.[1]

Είχε πολεμική δράση στις τελικές μάχες του εμφυλίου πολέμου (Γράμμος - Βίτσι), ως διμοιρίτης τυφεκιοφόρων.[1]

Στη συνέχεια υπηρέτησε σε πολλές επιτελικές θέσεις και διετέλεσε διοικητής Μοίρας Βαρέος Πυροβολικού, εκπαιδευτής στη Σχολή Πυροβολικού, καθηγητής στην Έδρα Ειδικών Επιχειρήσεων και Γενικής Τακτικής της Ανωτέρας Σχολής Πολέμου και ακόλουθος Άμυνας στην ελληνική πρεσβεία στη Σόφια.[1]

Στη συνέχεια διετέλεσε διευθυντής της Διεύθυνσης Πυροβολικού και επιτελάρχης του Δ΄ Σώματος Στρατού, διοικητής της ΧΙ Μεραρχίας Πεζικού, Α΄ υπαρχηγός ΓΕΣ και διοικητής του Β΄ και του Δ΄ Σώματος Στρατού.

Έγινε αρχηγός ΓΕΣ στις 19 Δεκεμβρίου 1984, παραμένοντας μέχρι τις 23 Δεκεμβρίου 1986.[1]

Πέθανε σε ηλικία 70 ετών το 1996. Ήταν έγγαμος και είχε δύο παιδιά

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Συνοπτική Ιστορία Γενικού Επιτελείου Στρατού, σελίδα 190