Επισκοπή Ρέοντος - Πραστού
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η Επισκοπή Ρέοντος & Πραστού, ήταν επισκοπή η οποία ιδρύθηκε κατά τη Φραγκοκρατία και εκκλησιαστικά υπαγόταν στη Μητρόπολη Μονεμβασίας. Έδρα της ήταν ο Πραστός Κυνουρίας και καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Κυνουρίας, την Τσακωνιά, καθώς και μέρος της Λακωνίας.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ίδρυση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το έτος ίδρυσης της Επισκοπής Ρέοντος & Πραστού[1] είναι άγνωστο, αλλά πιθανόν ιδρύθηκε λίγο πριν τη Φραγκική κατάκτηση, περί το 1200, όπως και άλλες Επισκοπές της Πελοποννήσου. Το αρχικό της όνομα, ήταν Επισκοπή Ρέοντος και πήρε το όνομά της από τη μεσαιωνική πόλη του Οριόντα ή Ρέοντα, που ήταν η αρχική έδρα της Επισκοπής. Ο Οριόντας (Orjondas), άκμασε κατά τη Βυζαντινή περίοδο μέχρι και τον 14ο αιώνα, οπότε και εγκαταλείφθηκε, με αποτέλεσμα να ακμάσει ο Πραστός. Η Επισκοπή, αναφέρεται για πρώτη φορά σε Χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου το 1293 ή 1314, σύμφωνα με το οποίο προστίθεται με άλλες 4 επισκοπές ως υποκείμενη στη Μητρόπολη Μονεμβασίας στην οποία απονέμοντα ειδικά προνόμια.
Όρια της Επισκοπής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με το Χρυσόβουλλο του 1293, τα όρια της επισκοπής ήταν τα εξής: «...εἶτα ναός τοῦ Ἀγίου Λεωνίδου, μετά δέ τό τοῦ ἀγίου θείον τέμενος, τό καλούμενον Ἂστρος· ἐπαναβάντι δέ κώμη ἡ καλουμένη Κωνστάντζα· μετά δέ τούτην ἀπέρχεται εἰς ἐτέραν κώμην λεγόμενη Ζήτζινα· εἶτα εἰς ναόν τῷν Ἀγίων Ἀναργύρων...». Σύμφωνα με αυτά, τα σύνορα της Επισκοπής ξεκινούσαν από τον ναό του Αγίου Λεωνίδα (στην παραλία του Λεωνιδίου) και κατέληγαν στο Άστρος, ύστερα προς τα δυτικά περιλάμβανε την Κωνστάντζα (Καστάνιτσα Κυνουρίας) και έφτανε στο χωριό Τσίντζινα (Πολύδροσο Λακωνίας) και στη μονή των Αγίων Αναργύρων. Έτσι, η Επισκοπή καταλάμβανε μέρος της Βόρειας Κυνουρίας, την Τσακωνιά, τη Νότια Κυνουρία και μέρος της Λακωνίας.
Επί Μητροπολίτου Διονυσίου Παρδάλη, η επισκοπή είχε βόρειο όριο το έλος του Μουστού και το ποτάμι του Αγίου Ανδρέα (Βρασιάτης). Περιλάμβανε δε τους εξής οικισμούς: τον Πραστό, το Λεωνίδιο, τον Τυρό, τα Μέλανα (Πραγματευτή και Πέρα Μέλανα σήμερα) και τον Άγιο Ανδρέα, το Κορακοβούνι και τα καλύβια του, την Καστάνιτσα και τη Σίταινα, τα Τσίντζινα, τα Ολυμποχώρια (Αγ. Βασίλη, Πλατανάκι και Παλιοχώρι), τον Κοσμά, το ερειπωμένο σήμερα χωριό Άγ. Γεώργιος (κοντά στον Κοσμά),τα Κουνουποχώρια (Κουνουπιά, Μαρί, Γκιότσαλη, Πελετά, Πούλιθρα κλπ), την Κρεμαστή με τα "εξαρτήματά" της (στη Λακωνία σήμερα), και κατέληγε πάλι στη θάλασσα αφού περιελάμβανε και το χωριό Χάρακας μαζί με το Μονύδριο των Αγ. Θεοδώρων [βλ. έγγραφο του Μητρ. Διονυσίου προς την Ι. Σύνοδο (ΓΑΚ/Φ.Μοναστηριακών)].
Έδρες της Επισκοπής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αρχική έδρα της επισκοπής ήταν ο Οριόντας (προφ. Ορjόντας). Ο Οριόντας, αναφέρεται το 1293 και το 1431. Μετά την εγκατάλειψη της πόλης, ο Πραστός έγινε έδρα της Επισκοπής. Δεν είναι γνωστό πότε έγινε η μεταφορά, σίγουρα όμως πριν το 1431, οπότε και αναφέρεται για πρώτη φορά ως Επισκοπή Ρέοντος και Πραστού. Στον Πραστό, υπήρχε Επισκοπείο, μαζί με ναό της Αγίας Κυριακής [?]. Ερείπια του σώζονται μέχρι σήμερα, ανατολικά του ναού του Αγίου Δημητρίου, καθώς και τάφοι αρχιερέων. Χειμερινή έδρα της Επισκοπής υπήρξε το Λεωνίδι. Σύμφωνα με έγγραφο του 1634, υπήρχε τοπωνύμιο "Στην Επισκοπή", στο Λεωνίδι, άσχετο όμως με το Επισκοπείο του Λεωνιδίου το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα (και διαμένει σ' αυτό ο Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας όταν επισκέπτεται το Λεωνίδι).
Προαγωγές της Επισκοπής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Επισκοπή, για κάποιο χρονικό διάστημα προήχθη σε Αρχιεπισκοπή (κατά πάσα πιθανότητα στις αρχές του ΙΗ΄ αιώνα). Στα τέλη της δεκαετίας του 1720, η Αρχιεπισκοπή, υποβιβάζεται πάλι σε Επισκοπή υπό τη Μητρόπολη Μονεμβασίας.Τέλος, το 1812, η Επισκοπή προάγεται σε Μητρόπολη, και ο Μητροπολίτης φέρει τον τίτλο του "υπερτίμου και εξάρχου πάσης Λακωνικής", άνευ υποκειμένων Επισκοπών.
Μοναστήρια της Επισκοπής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με έγγραφα του 1628 & 1792, υπήρξαν τα εξής σταυροπηγιακά μοναστήρια: της Έλωνας, της Αρτοκωστάς, της Σίντζας, της Καρυάς, του Ρεοντινού, της Κοντολινάς και της Εδύσσενας, υπαγόμενα απ' ευθείας στο Οικ. Πατριαρχείο. Σύμφωνα με τη διαθήκη του Επισκόπου Ιακώβου του Χλωμού το 1812, και άλλες "πηγές" στην περιοχή της Επισκοπής υπήρχαν τα εξής μοναστήρια[2]:
- Παναγία Αρτοκωστά ή Ορθοκοστά,
- Άγιος Νικόλαος Σίντζας,
- Άγιος Νικόλαος Καρυάς,
- Άγιος Δημήτριος Ρεοντινού,
- Άγιος Γεώργιος Εδύσσενας,
- Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος (Εγκλειστούρι),
- Παναγία Έλωνα (τότε Ζωοδόχος Πηγή),
- Παλαιοπαναγιά η Καστριώτισσα,
- Άγιοι Ταξιάρχες Μουράς,
- Άγιος Γεώργιος Δρομέας (κοντά στον Κοσμά),
- Παναγία Νεοφανερωμένη του Μαριού (ή του Διδασκάλου),
- Άγιοι Θεόδωροι του Χάρακα,
- Άγ. Νικόλαος & Παντελεήμων Κοντολινάς,
- Άγ. Παντελεήμων Καστάνιτσας,
- Άγιος Νικόλαος Φούσκας, μετόχι της Μονής Βροντοχίου του Μυστρά,
- Προφήτης Ηλίας Πραστού,
- Αγία Άννα Πραστού, και
- Γενεσίου Θεοτόκου ή Κελλί των Τσιντζίνων.
Από τα παραπάνω Μοναστήρια σήμερα είναι "εν ενεργεία" τα υπ' αριθ. 1,2,3 και 7. και το υπ. αριθ. 9 τελεί υπό αναστήλωση. Τα υπόλοιπα ή είναι τελείως ερειπωμένα, η απομένει μόνο το "καθολικό" τους σαν εξωκκλήσι, στον δε περίβολο του Χάρακα βρίσκεται το κοιμητήριο του χωριού.
Επίσκοποι Ρέοντος - Πραστού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι γνωστοί Επίσκοποι Ρέοντος και Πραστού είναι οι εξής[3] :
- Ιωαννίκιος Μαρκόπουλος : από τη Ζάκυνθο. Διατελούσε Επίσκοπος το 1540, και μετά την οθωμανική κατάληψη της Μονεμβασιάς και της Τσακωνιάς κατέφυγε στη Ζάκυνθο, όπου "ζούσε ακόμη στα 1563".
- Ιωάσαφ ο «Λογιώτατος»: διετέλεσε Επίσκοπος το 1604 και την ίδια χρονιά εξελέγη Μητροπολίτης Μονεμβασίας μέχρι το 1607 οπότε και καθαιρέθηκε.
- Ιγνάτιος : πρέπει να θεωρείται διάδοχος του Ιωάσαφ.
- Διονύσιος "εκ χώρας Πραστού" : ήταν επίσκοπος από το 1621 [?] μέχρι το 1641 οπότε καθαιρέθηκε και αυτός.
- Δανιήλ: διετέλεσε επίσκοπος από το 1641 και ύστερα. Κατ' άλλη πηγή υπογράφει πατριαρχικά γράμματα τα έτη 1622 και 1624.
- Κύριλλος: αναφέρεται ως επίσκοπος μέχρι το 1650. [Το 1650, (ˏαχν΄), τίθεται ο πρώην Ρέοντος Κύριλλος, 2ος υποψήφιος στο τριπρόσωπο για την εκλογή μητροπολίτου Παλ. Πατρών. Φαίνεται ότι εν τω μεταξύ είχε παραιτηθεί.]
- Παρθένιος: επίσκοπος κατά το 1657 οπότε και παραιτήθηκε. [Το 1652 (ˏαχνβ') τίθεται ο πρώην Ρέοντος Παρθένιος, 3ος υποψήφιος στο τριπρόσωπο για την εκλογή μητροπολίτου Θηβών. Άρα φαίνεται ότι εν τω μεταξύ αποκαταστάθηκε ως Επίσκ. Ρέοντος και Πραστού, και παραιτήθηκε τελικά το 1657].
- Ιωακείμ: πιθανότατα κατά το 1660 - 1667.
- Ιάκωβος Σαλούφης [ή Σαλούφας] : καταγόταν από τη Γιάννιτσα (σήμερα Ελαιοχώρι) της Καλαμάτας, ή κατά τον Δουκάκη από τα Πηγάδια του μετέπειτα Δήμου Αβίας (δυτ. Μάνης σήμερα), πρώην αδελφός και δωρητής της Μονής Δημιόβης. Αναφέρεται ως Αρχιεπίσκοπος πριν από το 1680 έως το 1715 ή 1717. Υπήρξε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Φαινομενικά φίλος των Βενετών που κατείχαν τότε το Μοριά, εργαζόταν "υπογείως" υπέρ των δικαίων του Οικ. Πατριαρχείου[4] στο οποίο απέστειλε ποσόν 200 γροσίων το 1797, παρά τη σχετική απαγόρευση.
- Θεοδώρητος Σαλούφης [ή Σαλούφας]: από τη Γιάννιτσα της Καλαμάτας επίσης, ανιψιός του ανωτέρω Ιακώβου, τον οποίο και διαδέχθηκε, διατελέσας Πρωτοσύγκελλός του. [1717-1727 ή 1730]. Παραιτηθείς διέμενε στο Μοναστήρι της Δήμιοβας, κοντά στο χωριό του. Απόγονοι της οικογενείας Σαλούφα υπάρχουν σήμερα στο χωριό Γιαννιτσάνικα του Δήμου Καλαμάτας.
- Παρθένιος Β΄ ο Επιδαύριος : διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος από το 1727 έως το 1734 [?], παραιτηθείς.
- Νεκτάριος : εξελέγη το 1751 από τη Σύνοδο του Οικ. Πατριαρχείου, αλλά απεβίωσε λίγες εβδομάδες αργότερα στην Κων/πολη λόγω επιδημίας, χωρίς να μεταβή στην έδρα του.
- Παρθένιος Γ΄ ο Σινωπεύς : διετέλεσε επίσκοπος από το 1751 έως τον θάνατό του το 1758, ως πρώην Ρέοντος (?) [υπάρχει ασάφεια στις πηγές περί των δύο αυτών Παρθενίων, καθώς και για τη σειρά των αρχιερέων κατά τη δεκαετία 1750-1760].
- Μακάριος: αναφέρεται το 1751.
- Ιερεμίας: αναφέρεται σε έγγραφο του 1753.
- Θεοδώρητος Β΄ Κανικλής: από τον Πραστό. Διετέλεσε επίσκοπος μετά το 1751 [άδηλος αρχιερεύς, βλ. μόνον στο Παπα-Θεόδ. Οικονόμου : "Λάκαινα", στα Χρονικά των Τσακώνων τ. Α΄& Β΄].
- Νικόδημος: αναφέρεται σε επιγραφή της κατεστραμμένης Παναγίας του Πραστού το 1750, το 1762 και το 1768.
- Νεκτάριος Β΄: θεωρείται από τους υποκινητές της Ορλωφικής Επανάστασης στην Τσακωνιά. Μετά την αποτυχία της, κατέφυγε μαζί με άλλους αρχιερείς στή Ζάκυνθο, και μετά στη Ρωσία [5], όπου τελικά διέμεινε στο Ταϊγάνι (Taganrog).
- Ιερεμίας Β΄: διετέλεσε επίσκοπος από το 1771 και παραιτήθηκε το 1774
- Νεκτάριος Γ΄: αρχιεράτευε το 1779 [άδηλος αρχιερεύς].
- Μακάριος Στάης, ο επιλεγόμενος "Πραστός": Ο κατά κόσμον Μεθόδιος Στάης καταγόταν από τα Κύθηρα, και υπηρέτησε σαν εφημέριος του Πατριαρχικού Ναού στο Φανάρι. Εκλέχθηκε Αρχιεπίσκοπος τον Ιούλιο του 1774, μετονομασθείς Μακάριος. Τον Ιούλιο το 1780 παραιτήθηκε και εγκαταστάθηκε στη Βλαχία. Το 1782 επέστρεψε στα Κύθηρα για να διεκδικήσει τον επισκοπικό θρόνο του νησιού, αλλά αργοπόρησε και εν τω μεταξύ είχε ήδη εκλεγεί ο Άνθιμος Λεβούνης. Κατόπιν διέμενε στο νησί όπου και εκοιμήθη περί το 1803. Κατ' άλλη εκδοχή επανήλθε στη Βλαχία, όπου και έζησε μέχρι το 1800. Φαίνεται ότι από το επώνυμό του πήρε τ' όνομά της η συνοικία «Στάη» του Λεωνιδίου.
- Ιωσήφ: διαδέχτηκε τον άνωθεν Μακάριο και διετέλεσε επίσκοπος μέχρι τον Ιούνιο του 1784 οπότε και παραιτήθηκε.Το 1780 υπέγραψε έγγραφο με το οποίο γινόταν "κοινή" η εκκλησία της Αγίας Κυριακής "του Λενιδίου" και συνυπέγραψαν όλοι οι ιερείς του Πραστού και ο πρωτοσύγκελλος Νικόδημος [Χρονικά των Τσακώνων, τόμος Δ΄, σελ. 26-27].
- Ιγνάτιος: Μοναχός της Ι. Μονής Αγ. Ιωάννου Θεολόγου Πάτμου ών, χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος τον Ιούνιο του 1784 και αφού παραιτήθηκε στις 5/10/1786 εγκαταστάθηκε στην Ρωσία. Εκοιμήθη στη Σεβαστούπολη της Κριμαίας στις 9/11/1807. Κατ' άλλη εκδοχή μετά την παραίτησή του επανήλθε στην Ιερά Μονή Πάτμου όπου έζησε ως το 1848.
- Θεοδώρητος Γ΄ Χλωμός: από τα Τζίντζινα (Πολύδροσο Λακωνίας). Διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος από το 1790 μέχρι τον θάνατό του τον Απρίλιο του 1803.
- Ιάκωβος Β΄ Χλωμός[6]: από τα Τζίντζινα. Ανιψιός του προηγούμενου. Υπήρξε αδελφός της Πατριαρχ. Σταυροπηγ. Μονής Αγ. Τεσσαράκοντα Πάρνωνος στην οποία με την περίφημη διαθήκη του (βλ. παραπομπή 5) κληροδότησε 500 γρόσια σαν "αντάλλαγμα" των όσων έδωσε η Μονή σαν λύτρα για την απελευθέρωσή του από " τοις Αλβανίταις" που τον είχαν απαγάγει μετά τα Ορλωφικά. Μετά την απελευθέρωσή του υπηρέτησε για 12 χρόνια στην Ύδρα και κατόπιν εφημέριος επί 16ετία στο χωριό Χαντζιλάρι της Μητροπόλεως Σμύρνης. Προ του 1797 επανήλθε στη Μονή της μετανοίας του και μαζί με τον ιερομόναχο Ιγνάτιο πήγαν στην ΚΠολη για να ανανεώσουν το πατριαρχικό σιγίλλιο της Σταυροπηγιακής αξίας κλπ της Μονής των Αγίων Σαράντα του Πάρνωνα. Υπηρέτησε ακόμη ως Μέγας Αρχιμανδρίτης του Οικ. Πατριαρχείου. Αρχιεπίσκοπος Ρέοντος & Πραστού διετέλεσε από το 1803 έως το 1812 (+). Κατά την περιοδεία του στην περιοχή το 1806, ο Άγγλος περιηγητής, αξκός-μηχανικός και συγγραφέας William. M. Leake συνάντησε τον Ιάκωβο και έλαβε από αυτόν πληροφορίες σχετικές με την Τσακώνικη διάλεκτο. Επί των ημερών του Ιακώβου Β΄ κτίσθηκε το καθολικό της Ι.Μονής Ελώνης.
- Διονύσιος Β΄ Παρδάλης ή Δημητρίου : με καταγωγή από τη Ζαγορά του Πηλίου (Θεσσαλία), ο γνωστός μορφωμένος Επίσκοπος των Επαναστατικών Χρόνων. Διετέλεσε Μέγας Πρωτοσύγκελλος του Οικ. Πατριαρχείου και εκλέχθηκε Μητροπολίτης Ρέοντος & Πραστού το 1812, όταν η Επίσκοπή προήχθη σε Μητρόπολη επί Πατριάρχου Ιερεμίου Δ΄, αρχιερατεύσας μέχρι το 1852 (+). Συνοδικός στις αρχές του 1821, επέστρεψε μετά από περιπετειώδες ταξείδι και ναυάγιο στην έδρα του το καλοκαίρι, γιαυτό και δεν φυλακίστηκε στην Τριπολιτσά. Έλαβε ενεργό μέρος στην Επανάσταση, και συμμετείχε σαν πληρεξούσιος στις Εθνικές Συνελεύσεις του Άστρους και της Τροιζήνας. Εστάλη στη Ζάκυνθο το 182... για να μάθει τις διαθέσεις του Άγγλου Αρμοστή .... Αντιτάχθηκε στα αντιεκκλησιαστικά μέτρα των Βαυαρών, και ήταν στενός φίλος κι αλληλογραφούσε με τον Ιεροκήρυκα Κωνσταντίνο Οικονόμο "τον εξ Οικονόμων". Ως μητροπολίτης Κυνουρίας πλέον, διετέλεσε Πρόεδρος της "Ιεράς Συνόδου του Βασιλείου της Ελλάδος" την πενταετία 1835-1840. Τιμήθηκε με Αργυρό Αριστείο Αγώνος, Αργυρό Σταυρό Ιπποτών και Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος από τον Όθωνα. Λόγω πλήρους ένδειας του απονεμήθηκε σύνταξη 300 δρχ. Εκοιμήθη τον Ιανουάριο του 1852 πτωχότατος και ετάφη στη Μονή Πετράκη της Αθήνας.
Σε γενικές γραμμές βλέπουμε ότι οι περισσότεροι αρχιερείς παραιτούνταν μετά από μικρό χρονικό διάστημα. Αιτία ήταν το μικρό "μέγεθος" της επαρχίας, ο ελάχιστος πληθυσμός (μόλις 5-6.000 άτομα) και "το άγονον αυτής", καθώς και η ύπαρξη αρκετών Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μοναστηριών στην περιοχή της, κατάσταση που περιόριζε τα εισοδήματα των επισκόπων. Γιαυτό, όσοι δεν ήταν πελοποννήσιοι γρήγορα υπέβαλαν παραίτηση, αφού αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις προς το Πατριαρχείο Κων/πόλεως. Κατά τη σύγχρονη εποχή, ο τίτλος του Μητροπολίτη Ρέοντος δόθηκε στον πρώην Θεσσαλονίκης Λεωνίδα Παρασκευόπουλο (1974-84).
Τελευταία χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την απελευθέρωση μέχρι το 1833, ο Μητροπολίτης Ρέοντος & Πραστού διατηρούσε τον τίτλο και τη δικαιοδοσία του. Το 1833, με τις αλλαγές που επέφεραν τα μέτρα της βαυαρικής αντιβασιλείας (Μάουρερ) με τα οποία διεφώνησε ο Μητροπ. Διονύσιος, η Επισκοπή καταργήθηκε και ιδρύθηκε η Επισκοπή Κυνουρίας, με περιορισμένα όρια. Το 1835 - 1836 πήρε την ονομασία Επισκοπή Πρασιών και από το 1836 - 1852, έλαβε και πάλι το όνομα Κυνουρίας. Η επισκοπή αυτή, είχε έδρα το Λεωνίδιο και περιλάμβανε την Επαρχία Κυνουρίας όπως την γνωρίσαμε ως τις μέρες μας. Καταργήθηκε το 1852, όταν (μετά το θάνατο του Μητροπ. Διονυσίου) συγχωνεύτηκε στην Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας, με έδρα την Τρίπολη Αρκαδίας.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Θάνου Κ. Βαγενά, Ιστορικά Τσακωνιάς και Λεωνιδίου, δαπάνη Δήμου Λεωνιδίου, Αθήνα 1971. [Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών].
- Τάσου Γριτσόπουλου, «Η Εκκλησία της Πελοποννήσου μετά την Άλωσιν» (σελ. 448-492), (υπάρχει πλουσιότατη βιβλιογραφία).
- Τάσου Γριτσόπουλου, «Η Επισκοπή Ρέοντος και Πραστού κατά τον ΙΖ΄ αιώνα», Χρονικά των Τσακώνων, τόμος Ζ΄ (1986), σελ. 35-55 (υπάρχει πλουσιότατη βιβλιογραφία).
- Συλλογικά: Χρονικά των Τσακώνων, τόμοι Α΄ (1956) έως ΚΓ΄ (2018), όπου μπορεί κανείς να βρει πολλά σχετικά άρθρα και πλουσιότατη επίσης βιβλιογραφία.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- ↑ Για την επισκοπή αυτή έγραψαν επίσης οι: Δημήτριος Δουκάκης και Χρυσόστομος Δημητρίου (περιοδικά Θεολογία και Κυνουριακά), όμως νεώτερες έρευνες κατέστησαν τα έργα τους παρωχημένα.
- ↑ Θάνου Κ. Βαγενά - Δώδεκα Τσακώνικα Μοναστήρια (Χρονικά των Τσακώνων), τόμος Γ΄, 1969, σελ. 129
- ↑ Για τους γνωστούς επισκόπους Ρέοντος - Πραστού, έγραψαν οι: Δημήτριος Δουκάκης, Τάσος Γριτσόπουλος, Χρυσόστομος Δημητρίου και ο Παραμυθίας & Φιλιατών Αθηναγόρας
- ↑ Κ. Δ. Μέρτζιου - Μικρός Ελληνομνήμων / Ηπειρωτ. Εστία/τόμ.Κ΄, τεύχ.225-6-7/Ιαν-Μαρ 1971/σελ.22-23..
- ↑ Κοντογιάννη, ΟΙ "Έλληνες κατά τον Α' έπΙ ΑΙκατερίνης Β' Ρωσσοτουρκίκόν πόλεμον. Έν 'Αθήναις 1903, σελ. 407.
- ↑ Θάνου Κ. Βαγενά - Ο Επίσκοπος Ρέοντος και Πραστού (1803 - 1812) Ιάκωβος (ο Χλωμός) εκ Τζιντζίνων (Χρονικά των Τσακώνων), τόμος Γ΄, 1969, σελ. 51 - 64