Επιστράτευση
Αυτό το λήμμα παρουσιάζει το θέμα από ελληνική οπτική γωνία ή δίνει δυσανάλογο βάρος στην ελληνική πτυχή ενός παγκόσμιου θέματος. Προσπαθήστε να το ανασκευάσετε ή και να προσθέσετε πληροφορίες έτσι ώστε να καλύπτει πληρέστερα και περισσότερο ουδέτερα το θέμα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος. |
Γενικά με τον όρο επιστράτευση χαρακτηρίζεται η μετάπτωση των στρατιωτικών δυνάμεων από ειρηνικής περιόδου σε εμπόλεμη κατάσταση.
Στην Ελλάδα, αρμόδια για την κήρυξη επιστράτευσης είναι η Προεδρία της Δημοκρατίας, με έκδοση προεδρικού διατάγματος.
Είδη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επιστράτευση μπορεί να είναι "γενική" ή "μερική", όπου η δεύτερη αφορά συγκεκριμένες εφεδρικές κλάσεις ή ορισμένες περιοχές, περιφέρειες ή διαμερίσματα της επικράτειας καθώς και ειδικές κατηγορίες ή ειδικότητες εφέδρων, (αξιωματικών, στρατιωτών). Στην προκειμένη περίπτωση τα λεγόμενα "στρατολογικά διαμερίσματα" είναι εκείνες οι στρατιωτικές υπηρεσίες στις οποίες προσέρχονται οι καλούμενοι έφεδροι ("επίστρατοι"), όπου και συγκροτούνται εξ αυτών 1 - 3 τάγματα πεζικού ή και μεγαλύτεροι σχηματισμοί. Η μετακίνηση αυτή των εφέδρων γίνεται δωρεάν με κάθε πρόσφορο μεταφορικό μέσον. Η επιστράτευση γίνεται με "πρόσκληση" είτε γενική (π.χ. με διάγγελμα), είτε προσωπική (μυστική), σε όλες όμως τις περιπτώσεις τυγχάνει να είναι απόλυτα υποχρεωτική.
Παράλληλα με την επιστράτευση που αφορά πρόσωπα γίνεται και η επίταξη των από καιρού ειρήνης προβλεπομένων αναγκαίων υλικών και μέσων για την επιτυχία αυτής αλλά και την κάλυψη των εκτάκτων αναγκών και οργάνωσης των ενόπλων δυνάμεων.
Επιμέλεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την επιμέλεια της προπαρασκευής για την ταχύτερη εκτέλεση της επιστράτευσης έχει το Αρχηγείο Στρατού ή Γενικό Επιτελείο Στρατού, στην Ελλάδα το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμύνης, που από τον καιρό της ειρήνης καθορίζονται τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν από τους μεγάλους στρατιωτικούς σχηματισμούς των Όπλων (Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας). Παράλληλα οι τελευταίοι καθορίζουν και κατανέμουν στις υπ΄ αυτών επιμέρους υπηρεσίες αντίστοιχες προπαρασκευές, όπως χώρους υποδοχής και ενδιαίτησης επιστράτων, χορήγησης αναγκαίου υλικού κ.λπ. έτσι ώστε ολόκληρη η στρατιωτική διάρθρωση των υπηρεσιών να συμβάλει καθεμία κατά αρμοδιότητα ευθύνης της.
Αναμφίβολα μια επιστράτευση δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση, η δε επιτυχία της εξαρτάται από τον καλό σχεδιασμό αλλά και από την ετοιμότητα των εμπλεκομένων φορέων και υπηρεσιών που για το λόγο αυτό θα πρέπει ν΄ ασκούνται τακτικά σε παρόμοιες ασκήσεις (είτε πραγματικές είτε εικονικές).
Σύντομη ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά την αρχαιότητα ο όρος αυτός με τον χαρακτήρα της απόλυτης υποχρέωσης δεν υπήρχε. Εκτός από τους στρατιώτες που βρίσκονταν πάντοτε σε μόνιμη επιστράτευση πρώτοι οι Ρωμαίοι επί Σερβιλίου Τιλίου εισήγαγαν την υποχρεωτική επιστράτευση "πολιτών εν πολέμω" από ηλικίας 17 μέχρι 45 ετών. Στη Γαλλία οι Φεουδάρχες μέχρι το 1439 παρείχαν στον Βασιλιά κάποιο αριθμό οπλιτών από τις περιοχές τους. Από το 1439 όπου ο στρατός ανήκε στο Βασίλειο, ο Βασιλεύς στρατολογούσε άνδρες "επ΄ αμοιβή" (επίστρατο μισθοφορικό στρατό). Το 1793 εφαρμόζεται για πρώτη φορά στη Γαλλία η υποχρεωτική επιστράτευση, άνευ ιδιαίτερης αμοιβής, θεωρουμένου του στρατού εθνικού. Μετά τον Αυστρο-πρωσσικό πόλεμο του 1866 και τον Γαλλο-γερμανικό του 1870 η έννοια της υποχρεωτικής επιστράτευσης γενικεύθηκε και συστηματοποιήθηκε απ΄ όλα τα τότε κράτη.
Στην νεότερη ελληνική ιστορία η πρώτη γενική επιστράτευση έγινε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 όπου η κατάσταση που επικράτησε τότε ήταν αποκαρδιωτική, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν ήταν ομοίως και εκείνη, ίσως και χειρότερη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που δεν φάνηκε όμως τόσο λόγω του πολυπληθέστερου στρατού της που μπορούσε να παρατάξει. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο η κατάσταση είχε σαφώς βελτιωθεί, χάρη στον προηγούμενο, και η επιστράτευση δεν άργησε να ολοκληρωθεί. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η επιστράτευση ξεκίνησε "μυστική" πριν την έναρξη του πολέμου και ολοκληρώθηκε κατ΄ αυτή με συνέπεια ο χρόνος ολοκλήρωσής της να περιοριστεί στο ελάχιστο.
Τελευταία γενική επιστράτευση διατάχθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Φ. Γκιζίκη το καλοκαίρι του 1974, μετά το πραξικόπημα του Σαμψών που επιχειρήθηκε στην Κύπρο. Η επιστράτευση εκείνη αν και ξεκίνησε σύμφωνα με τα υφιστάμενα σχέδια ταχύτατα, τελικά κατέληξε αξιοθρήνητη, λόγω διακοπής της ροής των προβλεπομένων διαταγών, με συνέπεια να δημιουργηθεί ένα χάος που έδωσε έδαφος για παράλογη μεν, κατευθυνόμενη δε, προπαγάνδα μείωσης του ηθικού και όχι μόνο των Ελλήνων επιστράτων. Μερική ολιγόωρη επιστράτευση έγινε στην παραμεθόριο κατά τις Ελληνοτουρκικές κρίσεις του 1987 και του 1996.
Το 2002 ήρθη πλήρως το καθεστώς παρατεταμένης επιστράτευσης στο οποίο είχε κηρυχτεί η Ελλάδα μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο.[1]
Άλλες χρήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σήμερα ο όρος επιστράτευση χρησιμοποιείται και ως μέτρο έκτακτης ανάγκης για ορισμένες περιοχές που κηρύσσονται ομοίως, λόγω εκτάκτων γεγονότων (καταστροφών, σεισμών κ.λπ.) καθώς και ως μέσον καταστολής συνεχιζόμενης απεργίας ιδιαίτερου επαγγελματικού κλάδου ή χώρου που προσβάλλει το δημόσιο συμφέρον. Στις μεμονωμένες αυτές περιπτώσεις η επιστράτευση διατάσσεται με απόφαση οικείου υπουργού ή νομάρχη.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ ΦΕΚ Α' 320 /18.12.2002. «Προεδρικό Διάταγμα 371/2002».
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Mobilization στο Wikimedia Commons