Μετάβαση στο περιεχόμενο

Επιτάφιος (Χριστιανισμός)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κειμήλια Μικρασιατών: Κεντητός με χρυσή κλωστή και ενεπίγραφος Επιτάφιος του 17ου αιώνα, της ελληνικής κοινότητας στην Άγκυρα της Μικράς Ασίας (Μουσείο Μπενάκη).
Επιτάφιος στολισμένος τη Μεγάλη Παρασκευή στον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ιπποδρομίου Θεσσαλονίκης (2022).
Ο επιτάφιος στο Άργος κατά την περιφορά (2023).

Ο Επιτάφιος στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό είναι λειτουργικό ύφασμα[1] που στην κανονική μορφή του αποτελείται από ένα μεγάλο, κεντημένο και συχνά με πλούσια διακόσμημενο ύφασμα, το οποίο φέρει επάνω του μια εικόνα του νεκρού σώματος του Ιησού Χριστού, συχνά με απεικονίσεις της μητέρας του και άλλων μορφών, κατά την περιγραφή των Ευαγγελίων. Η χρήση του περιορίζεται στις ακολουθίες της Μεγάλης Παρασκευής και του Μεγάλου Σαββάτου, τόσο στις Ορθόδοξες, όσο και στις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες (Ουνίτες). Η Αρμενική Αποστολική Εκκλησία έχει επίσης την παράδοση του Επιταφίου, με τον σχετικό εορτασμό να ονομάζεται T'aghman Kark («Τελετουργία της Ταφής»).

Στον όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου, που τελείται το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, γίνεται σε κάθε ενορία η περιφορά του Επιταφίου εντός «προηυτρεπισμένου κουβουκλίου»[2], όπου έχει εναποτεθεί κατά τον Εσπερινό της Αποκαθηλώσεως, που τελείται το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής. Συνεκδοχικά, και το ίδιο το κουβούκλιο με τον Επιτάφιο αποκαλείται «Επιτάφιος», ο ακριβής όμως λειτουργικός όρος αφορά μόνο το ύφασμα, το οποίο εντάσσεται στην κατηγορία των ιερών εικόνων, δηλαδή των απεικονίσεων αγίων προσώπων.

Με τον όρο Επιτάφιος θρήνος ή απλώς «Επιτάφιος» αναφέρεται και το κυρίως μέρος της ακολουθίας του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου.

Η λέξη επιτάφιος είναι σύνθετη. Προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις ἐπί, που σημαίνει «επάνω σε», και τάφος. Στην αρχαία ελληνική η λέξη έφερε και άλλες σημασίες, όπως του επιτάφιου επιγράμματος (η σημασία του αγγλικού epitaph), του επιτάφιου λόγου (π.χ. επιτάφιος του Περικλέους). Η παρούσα έννοια, που αποτελεί ουσιαστικοποιημένο επίθετο, αποκτήθηκε κατά τους χριστιανικούς χρόνους.[3]

Ως εικόνα, ο Επιτάφιος αναπαριστά το σώμα του Ιησού Χριστού μετά την Αποκαθήλωση από τον Σταυρό, σε στάση προετοιμασίας για την ταφή του. Η σκηνή αυτή προέρχεται από το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον (ιθ΄ 38-42). Σε μερικούς επιταφίους απεικονίζονται γύρω από το σώμα να θρηνούν η Παναγία μητέρα του και άλλες μορφές, όπως ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και η Μαρία Μαγδαληνή, καθώς και άγγελοι. Σπανιότερα εικονίζονται ο Νικόδημος και άλλα πρόσωπα.[1] Συχνά στις γωνίες εμφανίζονται οι 4 Ευαγγελιστές, ενώ σε άλλες περιπτώσεις το σώμα του Χριστού εμφανίζεται μόνο του με αγγέλους.[2] Η αρχαιότερη σωζόμενη κεντητή εικόνα Επιταφίου (περ. 1200), που φυλάσσεται στη Βενετία, είναι αυτής της μορφής. Τα ισοδύναμα εικονογραφικά θέματα στη Δύση αποκαλούνται «Άλειμμα του Σώματος του Χριστού» (με έλαια ταφής) ή «Θρήνος του Χριστού» (με ομάδα προσώπων παρούσα), με κάπως ξεχωριστή παραλλαγή την Πιετά, όπου υπάρχει μόνο η Παναγία που κρατά το σώμα του Χριστού.

Εκτός από κεντητή, η εικόνα του Επιταφίου μπορεί να είναι ζωγραφισμένη πάνω σε ύφασμα ή πάνω σε άλλο υπόστρωμα, το οποίο στη συνέχεια ενσωματώνεται σε ευρύτερο υφασμάτινο πλαίσιο. Το βαθύ βυσσινί είναι το συνηθέστερο χρώμα του υφάσματος, συχνά με χρυσαφί περιθώριο. Συνήθως το τροπάριο της ημέρας είναι κεντημένο με χρυσά γράμματα γύρω από την εικόνα:

«Ο ευσχήμων Ιωσήφ από του ξύλου καθελών το άχραντόν σου Σώμα, σινδόνι καθαρά ειλήσας και αρώμασιν, εν μνήματι καινώ κηδεύσας απέθετο.»

Στην υστεροβυζαντινή περίοδο η εικόνα της ταφής του Χριστού ζωγραφιζόταν συνήθως κάτω από εικόνα του Χριστού Παντοκράτορος στην αψίδα της προθέσεως του ναού.

Λειτουργική χρήση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Επιτάφιος χρησιμοποιείται κατά τις δύο τελευταίες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας στο βυζαντινό τελετουργικό, στις τελετές που σχετίζονται με τον ταφή και την Ανάσταση του Χριστού.

Στον εσπερινό της Μεγάλης Παρασκευής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κύριο λήμμα: Μεγάλη Παρασκευή

Πριν από την τελετή της Αποκαθηλώσεως στον εσπερινό, ο οποίος τελείται το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής, ο ιερέας (και ο διάκονος εάν υπάρχει) τοποθετούν τον Επιτάφιο επάνω στην Αγία Τράπεζα. Επάνω στον Επιτάφιο τοποθετούνται ένα κάλυμμα του Αγίου Ποτηρίου («αήρ») και το Ευαγγέλιο (είτε αυτό που χρησιμοποιούν στη Θεία Λειτουργία, είτε κάποιο μικρότερο).

Κατά την ανάγνωση του Ευαγγελίου (μιας συρραφής περικοπών και από τα τέσσερα Ευαγγέλια), που διηγείται τα του θανάτου και της ταφής του Χριστού, μια ξύλινη ζωγραφισμένη εικόνα του σώματος του Κυρίου ως Εσταυρωμένου αποσπάται από τον Σταυρό, ο οποίος έχει τοποθετηθεί στο κέντρο του ναού. Το σώμα τυλίγεται σε λευκό ύφασμα και μεταφέρεται στο Ιερό.

Προς το τέλος της ακολουθίας, ο ιερέας ή ιερείς (ή ο ιερέας και ο διάκονος), συνοδευόμενοι από ιερόπαιδες με κεριά και θυμίαμα, μεταφέρουν τον Επιτάφιο πάνω από τα κεφάλια τους με πομπή από την Αγία Τράπεζα στο κέντρο του ναού και τον τοποθετούν πάνω σε ένα τραπέζι ή συνηθέστερα μέσα σε ξύλινο κουβούκλιο διακοσμημένο για τον σκοπό αυτό.[3] Αρχειοθετήθηκε 2007-09-27 στο Wayback Machine. Το Ευαγγέλιο τοποθετείται και πάλι επάνω στον Επιτάφιο. Στην Ελλάδα συνήθως ένα ξυλόγλυπτο κουβούκλιο (θόλος) στεγάζει την τράπεζα με τον Επιτάφιο, ο οποίος βρίσκεται στο δάπεδο του κουβουκλίου, που επιπλέον έχει λαβές για τη μεταφορά του. Το κουβούκλιο αναπαριστά τον τόπο όπου εναπέθεσαν το Σώμα του Χριστού μετά την αποκαθήλωση. Συγκεκριμένα αναπαριστά τον λίθο όπου εναπέθεσαν το Σώμα του Κυρίου προκειμένου να εκτελέσουν τα νεκρικά έθιμα (μύρα, σάβανο κ.λπ.) προ της ταφής. Από το απόγευμα της προηγούμενης ημέρας ο επιτάφιος έχει διακοσμηθεί με ανοιξιάτικα λουλούδια. Επιπλέον, ο Επιτάφιος ραντίζεται συχνά με πέταλα λουλουδιών και ροδόνερο, ενώ θυμιάζεται τελετουργικά ως ένδειξη σεβασμού. Οι καμπάνες του ναού κτυπούν πένθιμα και στις Ορθόδοξες χώρες οι σημαίες κυματίζουν μεσίστιες. Ο ιερέας και οι πιστοί προσκυνούν τον Επιτάφιο, καθώς οι ψάλτες άδουν ύμνους. Στις σλαβικές χώρες τελείται αμέσως μετά και η ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου, κατά την οποία ψέλνεται ένας ειδικός κανόνας των θρήνων της Θεοτόκου.

Οι πιστοί συνεχίζουν να προσκυνούν τον Επιτάφιο όλο το απόγευμα μέχρι το βράδυ, μέχρι την τέλεση του όρθρου. Σε αυτή την προσκύνηση ο πιστός ασπάζεται την εικόνα του Χριστού πάνω στον Επιτάφιο και το Ευαγγέλιο, συχνά με τρεις μετάνοιες, ενώ πολλοί περνούν κάτω από το τραπέζι του Επιταφίου. Στις Ελληνοκαθολικές Εκκλησίες της Ουκρανίας οι πιστοί ψέλνουν ύμνους όπως τον Stradal'na maty (страдальна мати), το περιεχόμενο του οποίου είναι παρόμοιο με του Stabat mater («Και ίστατο η Μήτηρ...»).

Ο όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου και η περιφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Επιτάφιος τοποθετείται σε ανθοστόλιστο κουβούκλιο και περιφέρεται στην ενορία (ναός της Θεοτόκου Οδηγήτριας στον Πέλεκα της Κέρκυρας).
Ο Επιτάφιος τοποθετείται σε εξέδρα μετά το τέλος της περιφοράς, στον Ελληνορθόδοξο Ναό του Αγίου Γεωργίου, στην Αδελαΐδα.

Ο όρθρος του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου είναι αφιερωμένος στην ταφή του Χριστού. Αρχικώς γινόταν τα μεσάνυκτα, αλλά πλέον τελείται την ίδια ώρα με τους όρθρους των Νυμφίων, δηλαδή αρχίζει γύρω στις 7 μ.μ. της Αγίας Παρασκευής.[4]. Σε αυτόν θρηνητικά άσματα ψέλνονται ενώπιον του Επιταφίου, με χαρακτηριστικότερα τα «Ἐγκώμια», ενώ όλοι οι πιστοί κρατούν αναμμένα κεριά. Στην Ελλάδα, κατά την τρίτη και τελευταία στάσιν των «Εγκωμίων» ο ιερέας ραντίζει με ανθόνερο τον Επιτάφιο και τους πιστούς, συμβολίζοντας έτσι το άλειμμα του σώματος του Χριστού με αρώματα.

Ακολουθεί η Μεγάλη Δοξολογία και αμέσως μετά γίνεται η περιφορά του Επιταφίου με τις καμπάνες του ναού να ηχούν πένθιμα, σε ανάμνηση της κηδείας του Χριστού. Στις σλαβικές χώρες περιφέρεται μόνο ο Επιτάφιος (βλ. φωτογραφία) πάνω σε κοντάρια ή και στα χέρια, ενώ στην Ελλάδα καθιερώθηκε να περιφέρεται πάντοτε μέσα στο κουβούκλιο. Στις κοινωνίες με έντονη τη βυζαντινή επίδραση η περιφορά μπορεί να ακολουθήσει αρκετά μακρινή διαδρομή στις οδούς της ενορίας και σε αρκετές περιπτώσεις οι Επιτάφιοι διαφορετικών ενοριών συναντώνται σε μία κεντρική τοποθεσία, όπως μια πλατεία. Εκεί σταματούν για λίγο και ψάλλεται κοινό Τρισάγιον. Αντιθέτως, σε χώρες όπου οι Ορθόδοξοι αποτελούν μειονότητα, η περιφορά είναι απλώς τρεις γύροι του κτιρίου του ναού. Κατά τη διάρκεια της περιφοράς ψέλνονται τα «Εγκώμια» και το Τρισάγιον, στη μελωδική μορφή που απαντάται στις νεκρώσιμες ακολουθίες. Οι πιστοί ακολουθούν κρατώντας αναμμένα κεριά. Όσοι δεν είναι σε θέση να λιτανεύσουν στέκονται συχνά στους εξώστες των σπιτιών τους ή στα πεζοδρόμια από όπου περνά η περιφορά, κρατώντας επίσης αναμμένα κεριά ή και θυμιατήρια, ενώ από τους εξώστες ραίνουν τον Επιτάφιο με ανθοπέταλα και ανθόνερο. Σε πολλά ελληνικά χωρία ο Επιτάφιος περιφέρεται και μέσα στο κοιμητήριο, ανάμεσα στους τάφους, ως υπενθύμιση της αιώνιας ζωής στους κεκοιμημένους. Στη νήσο Ύδρα, ο Επιτάφιος της ενορίας Καμίνι περιφέρεται και μέσα στη θάλασσα, ως ειδική ευλογία για όσους έχουν χαθεί στη θάλασσα. Σε μεγαλύτερες πόλεις εξάλλου, της πομπής προηγείται η μπάντα του δήμου παίζοντας πένθιμα εμβατήρια, ενώ αλλού συνοδεύεται από στρατιωτικά αποσπάσματα με τα όπλα τους σε θέση πένθους (με το στόμιο της κάννης προς το έδαφος).

Πιστοί περνάνε κάτω από τον Επιτάφιο σε Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία στο Τορόντο

Στο τέλος της περιφοράς, ο Επιτάφιος επιστρέφει στο εσωτερικό του ναού. Ωστόσο σε αρκετές περιπτώσεις, οι μεταφέροντες αυτόν θα σταθούν μόλις έξω ή μόλις μέσα από τη θύρα του ναού και θα τον κρατήσουν σε κάθετη θέση, ώστε όλοι όσοι εισέρχονται στον ναό να περάσουν από κάτω του (συμβολίζοντας ότι μπαίνουν στον τάφο μαζί με τον Χριστό). Στην Ελλάδα ο Επιτάφιος μεταφέρεται κατευθείαν μετά στο Ιερό, όπου παραμένει επάνω στην Αγία Τράπεζα μέχρι το τέλος της ημέρας της Αναλήψεως, ενώ στις σλαβικές χώρες αποτίθεται πάνω στo φορείο πάνω στο μέσο του ναού και παραμένει εκεί μέχρι την Ανάσταση.

Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Μικρές Ώρες του Μεγάλου Σαββάτου διαβάζονται δίπλα στον Επιτάφιο αντί στα ψαλτήρια, ενώ ορισμένα μέρη της Θείας Λειτουργίας που θα τελούνταν στην Ωραία Πύλη (όπως η ανάγνωση του Ευαγγελίου, η Μεγάλη Είσοδος, η εκτενής κ.ά.) γίνονται μπροστά από τον Επιτάφιο. Μόνον η μετάληψη των πιστών και η dismissal γίνονται από την Ωραία Πύλη.

Σε μερικά μέρη ολόκληρη η Θεία Λειτουργία τελείται πάνω και δίπλα στον Επιτάφιο, ο οποίος χρησιμεύει ως η Αγία Τράπεζα, και οι κληρικοί στέκονται ή κάθονται γύρω του αντί για μέσα στο Ιερό.

Κατά την τελετή της Αναστάσεως

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις σλαβικές χώρες, κατά την Αναστάσιμη Τελετή, στην τελευταία ωδή του κανόνα Κύματι θαλάσσης, ενώ άδονται οι φράσεις «Μη εποδύρου μου, Μήτερ... Αναστήσομαι γαρ και δοξασθήσομαι», ο ιερέας και ο διάκονος υψώνουν με μεγαλόπρεπο τρόπο τον Επιτάφιο από το τραπέζι του και τον μεταφέρουν δια της Ωραίας Πύλης μέσα στο Ιερό, όπου τον εναποθέτουν πάνω στην Αγία Τράπεζα, με το περιθώριό του να κρέμεται από την εμπρόσθια πλευρά της και να είναι έτσι ορατός από την ανοικτή Ωραία Πύλη. Εκεί θα παραμείνει μέχρι και το τέλος της ημέρας της Αναλήψεως, ως υπενθύμιση του ταφικού ιματίου που παρέμεινε στον άδειο Τάφο (Ιωάν. κ΄ 5).

Κατά την πασχαλινή περίοδο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την Εβδομάδα της Διακαινησίμου η Ωραία Πύλη παραμένει ανοικτή, συμβολίζοντας τον κενό Τάφο του Χριστού, οπότε ο Επιτάφιος είναι εύκολα ορατός από τον κυρίως ναό πάνω στην Αγία Τράπεζα, συμβολίζοντας το σουδάριο που παρέμεινε στον άδειο Τάφο μετά την Ανάσταση.

Με το τέλος της Εβδομάδας της Διακαινησίμου η θύρα της Ωραίας Πύλης κλείνει, αλλά ο Επιτάφιος παραμένει πάνω στην Αγία Τράπεζα μέχρι την Ανάληψη, ως ανάμνηση των εμφανίσεων του Χριστού μετά την Ανάστασή Του και μέχρι την Ανάληψή Του στους ουρανούς.

Ο Επιτάφιος της Θεοτόκου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ψηφιδωτό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, 14ος αι., (Μονή της Χώρας, Κωνσταντινούπολη)
Επιτάφιος Της Θεοτόκου

Έκτος από τον Επιτάφιο του Χριστού υπάρχει και Επιτάφιος της Θεοτόκου. Είναι και αυτός ένα πλούσια κεντημένο ύφασμα-εικόνα, που απεικονίζει το σώμα της νεκρής Παναγιάς ξαπλωμένο στη νεκρική κλίνη της. Ο Επιτάφιος της Θεοτόκου χρησιμοποιείται κατά την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου, οπότε με αντίστοιχους θρηνητικούς ύμνους τοποθετείται σε φορείο ή κουβούκλιο και περιφέρεται επίσης σε πομπή, όπως ακριβώς ο Επιτάφιος του Χριστού. Απλώς δεν τοποθετείται ποτέ πάνω στην Αγία Τράπεζα.

Η τελετουργία της «Ταφής της Θεοτόκου» άρχισε στην Ιερουσαλήμ και από εκεί μεταφέρθηκε σε διάφορες ορθόδοξες χώρες. Στη Ρωσία λάβαινε αρχικώς χώρα μόνο στον Καθεδρικό Ναό Ουσπένσκυ της Μόσχας. Η τέλεσή του εξαπλώθηκε αργά ανάμεσα στους Ρωσοορθόδοξους, παρά το ότι δεν απαντάται σε όλες τις ενορίες, ούτε καν στους περισσότερους ναούς ή μοναστήρια. Στην Ιερουσαλήμ, η τελετουργία γίνεται κατά την Αγρυπνία της Κοιμήσεως. Σε μερικές ρωσικές ενορίες και μονές τελείται την τρίτη ημέρα μετά την Κοίμηση.

  1. Καρύδης, Χρήστος (2014). Οι βυζαντινοί επιτάφιοι του Αγίου Όρους: Ιστορική εξέλιξη, θεολογικοί συμβολισμοί, συντήρηση & πρ. συντήρηση των Ορθόδοξων λειτουργικών υφασμάτων. ΠΑΤΡΑ: Ε.Α.Π. σελ. 26-27. 
  2. Ιερά Σύνοψις και τα `Αγια Πάθη, εκδ. οίκος «Αστήρ», Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1997, σελ. 485
  3. «Dictionary of Standard Modern Greek, s.v. επιτάφιος». Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  4. Τυπικόν της Μεγάλης Εκκλησίας

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]