Θάψος (φυτό)
- Για άλλες έννοιες της λέξης, δείτε Θάψος
Θάψος ή Θαψία ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες ένα φυτό που χρησίμευε για παρασκευή κίτρινης βαφής, προέλευσης από την πόλη Θάψο της Σικελίας[1][2].
Η θάψος αναφέρεται από τον σχολιαστή του Θεόκριτου[3][2]:
- Χρως ομοίος θάψω. Θάψος γάρ έστι ξύλον τι, ό καλείται Σκυθάριον, ήγουν Σκυθικόν ξύλον, ώς φησι καί Σαπφώ. Τούτω δέ τά έρια βάπτουσι, και ποιούσι μήλινα, και τας τρίχας ξανθίζουσιν. Έστι δε το παρ' ημίν λεγόμενον χρυσόξυλον κτλ
Ο Αδαμάντιος Κοραής, το 1832, καταγράφει ότι σύμφωνα με τον Spon[4] αναφέρεται από τους κατοίκους της Πελοποννήσου ως χρυσόξυλο, ενώ το συνδέει με το γαλλικό fustet και την επιστημονική ονομασία Thapsia asclepium.[2]
Από τον ίδιο αναφέρεται ότι η Thapsia asclepium αναφέρεται στα ελληνικά σε αγγλική έκδοση του Θεοφράστου ως αγλήγορα, ενώ σε κείμενο του 1999[5], αναφέρεται ότι το φυτό φύεται σε χώρες της Μεσογείου και στο νησί Μαδέρα, ενώ στην Ελλάδα οι δύο του ποικιλίες, η θαψία ή το Ασκληπιείο ονομάζεται κοινά αγλήγορα, ενώ η ποικιλία θαψία η γαργαρική (Thapsia gorganica) στη Ζάκυνθο ονομάζεται πολύκαρπος.
Αργότερα, στο Μέγα Λεξικό Όλης της Ελληνικής γλώσσης του Δημητράκου αναφέρεται και το όνομα του φυτού ρους ο κότινος (Rhus cotinus).[6]
Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ A Copious Greek-English Vocabulary: Compiled from the Best Authorities, σελ. 433, The University Press, 1850
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Άτακτα, Τόμος Τέταρτος, Μέρος πρώτον, Αλφάβητον Δεύτερον Α-Π, Εν Παρισίοις, εκ της τυπογραφίας Κ. Εβεράρτου, se trouve chez F. Didot, frères, 1832
- ↑ Θεόκριτος, 2, 88 (ο Κοραής αναφέρει ότι η θάψος αναφέρεται και στο «Νικ. Αλεξ. 570»)
- ↑ Voyage de la Grèce II, σελ. 43
- ↑ Προσεγγίσεις στον Αριστοτέλη, Παναγιώτης Κων. Μητροπέτρος, Δήμος Κερατσινίου, 1999, σελ. 339
- ↑ λήμμα Θάψος (η), Μέγα Λεξικό Όλης της Ελληνικής γλώσσης, Δημητράκου