Θαλάσσια φανερόγαμα
Τα θαλάσσια φανερόγαμα ανήκουν στα θαλάσσια μακρόφυτα και συνιστούν λιγότερο του 0,02% της χλωρίδας των αγγειοσπέρμων. Ζουν σε θάλασσες και παράκτιες περιοχές σε όλες τις ηπείρους, πλην των ακτών της Ανταρκτικής (Hemminga & Duarte, 2000). Έχουν πραγματικά φύλλα, ριζώματα (οριζόντια και κατακόρυφα) και ρίζες, που και τα τρία είναι εφοδιασμένα με εξειδικευμένους ιστούς ώστε να γίνεται η μεταφορά των θρεπτικών συστατικών και των προϊόντων της φωτοσύνθεσης, καθώς και μεγάλους αεροφόρους χώρους, που συμμετέχουν στην μεταφορά οξυγόνου (Μαλέα, 2007).
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα θαλάσσια φανερόγαμα αναπτύσσουν άνθη με στήμονες, ύπερο και σπέρματα. Η αναπαραγωγή μπορεί να είναι είτε εγγενής, είτε αγενής. Η αγενής αναπαραγωγή επιτυγχάνεται με βλαστητική αναπαραγωγή, ενώ η εγγενής με επικονίαση, η οποία μπορεί να είναι υδρόφιλη (όπου η γύρη μεταφέρεται μέσα ή στην επιφάνεια του νερού) ή μη υδρόφιλη (όπου η γύρη ελευθερώνεται κατά την πλημμυρίδα και ταξιδεύει στην επιφάνεια του νερού για να συναντήσει το θηλυκό άνθος κατά την άμπωτη). Όλος ο κύκλος ζωής τους λαμβάνει χώρα μέσα στο νερό (Μαλέα, 2007).
Οικολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα θαλάσσια φανερόγαμα σχηματίζουν μεγάλα λιβάδια, τους λεγόμενους λειμώνες, σε παράκτια και μεταβατικά περιβάλλοντα σε εύκρατες και τροπικές περιοχές. Οι περισσότεροι λειμώνες, όπως για παράδειγμα αυτοί των εύκρατων περιοχών αποτελούνται από ένα είδος θαλάσσιου φανερόγαμου, ενώ στους τροπικούς λειμώνες συχνά συμμετέχουν περισσότερα του ενός είδη. Οι λειμώνες των θαλάσσιων φανερόγαμων είναι πολύ παραγωγικά οικοσυστήματα. Το 50% της παραγωγής τους εισέρχεται στα τροφικά πλέγματα ως οργανικά θρύμματα. Επιπλέον, αποτελούν καταφύγιο για ένα μεγάλο εύρος άλλων οργανισμών, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και η πλειονότητα των μεγάλης εμπορικής αξίας θαλάσσιων ειδών (Μαλέα, 2007). Αρκετοί οργανισμοί επίσης, τρέφονται με θαλάσσια φανερόγαμα, όπως για παράδειγμα οι θαλάσσιες χελώνες, διάφορα είδη ψαριών και καβουριών, καθώς και θαλάσσια θηλαστικά της τάξης Sirenia κ.α.
Οικοσυστημικές υπηρεσίες θαλάσσιων αγγειόσπερμων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα θαλάσσια αγγειόσπερμα ελέγχουν ασθένειες απομακρύνοντας τα παθογόνα από το νερό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα θαλάσσια αγγειόσπερμα έχουν την ικανότητα να απομακρύνουν την μικροβιολογική μόλυνση από το θαλάσσιο νερό, μειώνοντας έτσι την έκθεση σε παθογόνα βακτήρια, σε ψάρια, ανθρώπους και ασπόνδυλα. Επίσης, αυτά παράγουν ‘βιοενεργούς’ δευτερογενείς μεταβολίτες, με αντιβακτηριακή και αντιμυκητιακή δράση. Εκχυλίσματα από τρία τροπικά είδη θαλάσσιων αγγειόσπερμων, τα Halophila stipulacea, Cymodocea serrulata και Halodule pinifolia ήταν δραστικά έναντι του Staphylococcus aureus, που είναι βακτήριο που προκαλεί εύρος ασθενειών στον άνθρωπο [1].
Επιπρόσθετα, σε τρία είδη των θαλάσσιων αγγειόσπερμων, αποδείχθηκε ότι εμφάνισαν σημαντική αντιβακτηριακή δράση έναντι των εξεταζόμενων παθογόνων. Το εκχύλισμα του Halophila ovalis βρέθηκε να έχει υψηλότερη ανασταλτική δράση έναντι του Staphylococcus aureus και του Pseudomonas aeruginosa. Τα εκχυλίσματα των Thalassia hemprichii και Enhalus acoroides εμφάνισαν επίσης αντιβακτηριακή δράση έναντι και των τριών παθογόνων [2]. Οι βιοενεργές ουσίες των τριών αυτών θαλάσσιων αγγειόσπερμων, που εμφάνισαν αντιβακτηριακή ενεργότητα ήταν το φυτόλιο, η β-σιτοστερόλη και το παλμιτικό οξύ. Αυτές οι χημικές ενώσεις είναι ήδη γνωστές για αυτήν τους την ικανότητα [2]. Στην παραπάνω μελέτη χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικές μέθοδοι, η μέθοδος μικροαραίωσης και η δοκιμασία διάχυσης φρεατίου άγαρ, για να δοκιμαστούν οι ανασταλτικές επιδράσεις των εκχυλισμάτων τους για μια σειρά ανθρώπινων παθογόνων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα είδη Staphylococcus aureus, του Escherechia coli και του Pseudomonas aeruginosa. Ωστόσο απαιτείται παραπάνω έρευνα για να προσδιοριστούν επιπλέον ενώσεις με αντιβακτηριακή δράση, αλλά και να προσδιοριστεί ο μηχανισμός δράσης τους. Επίσης, είναι σημαντικό να ληφθούν υπ’ όψιν διαχειριστικά σχέδια για τη μακροπρόθεσμη διατήρηση των πολύ σημαντικών οικοσυστημάτων τους, αλλά και προγράμματα για τη συγκομιδή μέρους των θαλάσσιων αγγειόσπερμων με το κατά το δυνατό ελάχιστες επιπτώσεις στα συστήματά τους, ώστε να χρησιμοποιηθούν ως πηγή φυσικών προϊόντων για τον άνθρωπο [2].
Σε μικρά νησιά στην κεντρική Ινδονησία, τα επίπεδα πιθανών παθογενών θαλάσσιων βακτηρίων, που προκάλεσαν ασθένειες σε ανθρώπους, ψάρια και ασπόνδυλα, μπορούν να μειωθούν κατά 50 τις εκατό, υπό την παρουσία λειμώνων θαλάσσιων αγγειόσπερμων, σε σύγκριση με θέσεις, χωρίς την παρουσία τους [3]. Οι κοραλλιογενείς ύφαλοι επωφελούνται επίσης από την παρουσία των θαλασσίων αγγειόσπερμων, με τα επίπεδα της νόσου των κοραλλιών να μειώνονται στο μισό, όταν αναπτύσσονται, δίπλα στους υφάλους, θαλάσσια αγγειόσπερμα [3].
Ταξινόμηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όσον αφορά την ταξινόμηση των θαλάσσιων φανερόγαμων, διαφορετικοί συγγραφείς προτείνουν και διαφορετικές κατατάξεις. Ακόμα, διαφωνίες υπάρχουν και για τον συνολικό αριθμό ειδών των θαλάσσιων φανερόγαμων, με τους επιστήμονες που χρησιμοποιούν μορφολογικά και ανατομικά χαρακτηριστικά για την ταξινόμηση να περιλαμβάνουν μεγαλύτερο αριθμό ειδών, εν αντιθέσει με αυτούς που χρησιμοποιούν τεχνικές μοριακής ταξονομίας, οι οποίοι όχι μόνο περιλαμβάνουν μικρότερο αριθμό ειδών, αλλά αμφισβητούν σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και το διαχωρισμό ορισμένων γενών (Μαλέα, 2007). Ανήκουν στο Βασίλειο: Plantae, Διαίρεση: Anthophyta (Magnoliophyta), Κλάση: Monocotyledoneae. Υπάρχουν περίπου 65 είδη θαλάσσιων φανερόγαμων που ανήκουν σε 12 γένη και κατατάσσονται σε 5 οικογένειες, τις Potamogetonaceae, Posidoniaceae, Cymodoceaceae, Zosteraceae (τάξη Potamogetonales) και την Hydrocharitaceae (τάξη Hydrocharitales). Η οικογένεια Hydrocharitaceae περιλαμβάνει 3 γένη (Enhalus, Thalassia, Halophila), ενώ τα υπόλοιπα 9 γένη (Zostera, Phyllospadix, Lepilaena, Posidonia, Halodule, Cymodocea, Syringodium, Thalassodendron, Amphibolis) ανήκουν στις τέσσερις προαναφερθείσες οικογένειες της τάξης Potamogetonales (http://www.algaebase.org). Τα γένη Halophila, Zostera και Posidonia είναι τα γένη με τα περισσότερα είδη καθώς περιλαμβάνουν το 55% των ειδών. Στη Μεσόγειο Θάλασσα απαντώνται τα είδη Cymodocea nodosa, Halophila stipulacea, Posidonia oceanica, Zostera marina και Zostera noltii (Hemminga & Duarte, 2000). Το είδος Posidonia oceanicα είναι ενδημικό είδος της Μεσογείου, ενώ το είδος Halophila stipulacea ανήκει στους Λεσσεψιανούς μετανάστες καθώς πέρασε από τον Ινδικό ωκεανό στην Μεσόγειο μετά το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ που έγινε το 1864 (Μαλέα, 2007).
Διαταραχές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε παγκόσμια κλίμακα, οι πληθυσμοί των θαλάσσιων φανερόγαμων συρρικνώνονται, εξαιτίας ανθρωπογενών δραστηριοτήτων κυρίως, που προκαλούν ευτροφισμό, χημική ρύπανση, ενταφιασμό και ακόμη κλιματική αλλαγή (μεταβολή θερμοκρασίας και CO2). Απαιτείται βιοπαρακολούθηση και ορθολογική διαχείριση των λειμώνων των θαλάσσιων φανερόγαμων για να αποτραπεί η περαιτέρω συρρίκνωσή τους.
Τα μεταλλικά στοιχεία επηρεάζουν την υγεία των θαλάσσιων αγγειόσπερμων, καθώς μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές επιπτώσεις, όπως απώλεια χρωματισμού, διαταραχές στην ανάπτυξη και νέκρωση των ιστών και των κυττάρων.[4] Παράλληλα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επίδραση των μετάλλων στη λεπτή δομή των κυττάρων (π.χ. οργάνωση των μικροσωληνίσκων), πιθανά ποικίλει ανάλογα με το είδος του θαλάσσιου αγγειόσπερμου.[5][6][7] Επιπρόσθετα, δείχτηκε ότι διάφορα μέταλλα, όπως ο χαλκός, το νικέλιο, το χρώμιο, το κάδμιο και ο μόλυβδος επιδρούν, ανάλογα με τη συγκέντρωση και το χρονικό διάστημα έκθεσης στην οργάνωση των μικροσωληνίσκων των κυττάρων των φύλλων της Cymodocea nodosa.[5][6][7] Ταυτόχρονα, πρέπει να σημειωθεί ότι η διαταραχή των μικροσωληνίσκων στα μεριστωματικά κύτταρα του θαλάσσιου αγγειόσπερμου εμφανίζεται σε πιο σύντομο χρονικό διάστημα από ότι ο κυτταρικός θάνατος.[5][6][7]
Επίφυτα Θαλάσσιων αγγειόσπερμων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα παράκτια περιβάλλοντα, οι διαθέσιμες επιφάνειες καλύπτονται σε πολύ γρήγορους ρυθμούς από μια ποικιλία οργανισμών. Αν αυτοί οι οργανισμοί εποικίζουν φυτά τότε ονομάζονται επιφυτικοί. Τα θαλάσσια αγγειόσπερμα αποτελούν εξαιρετικό υπόστρωμα για τους επιφυτικούς οργανισμούς και οι οργανισμοί αυτοί αποτελούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι των οικοσυστημάτων των θαλάσσιων αγγειοσπέρμων.
Τα θαλάσσια αγγειόσπερμα παρουσιάζουν ποικιλία στην μορφολογία τους, παρέχοντας ένα ευρύ φάσμα από ενδιαιτήματα προς εποίκιση από επιφυτικούς οργανισμούς. Τα υπέργεια μέρη τους αποτελούν προσωρινό, αλλά διαρκώς ανανεούμενο υπόστρωμα, ενώ ο χρόνος ζωής των φύλλων και των ριζωμάτων που εποικίζονται διαφέρει αναλόγως του είδους, του ενδιαιτήματος και της εποχής, κυμαινόμενος μεταξύ 11 ημερών για το είδος Halophila ovalis έως και 2 χρόνια για το είδος Amphibolis antarctica. Επιπλέον, καθώς τα φύλλα των αγγειοσπέρμων μεγαλώνουν, το φορτίο και η ποικιλότητα των επιφύτων διαφέρουν ως προς την θέση τους πάνω στα φύλλα, με τα γηραιότερα φύλλα να έχουν την μεγαλύτερη βιομάζα και ποικιλότητα.[8]
Ρόλος επιφυτικών οργανισμών
Οι επιφυτικοί οργανισμοί είναι σημαντικοί πρωτογενείς παραγωγοί και συνεισφέρουν σημαντικά στα τροφικά πλέγματα. Η κάλυψη της επιφάνειας των φύλλων από την επιφυτική βιομάζα μπορεί να είναι σημαντική, ενώ η παραγωγικότητα των επιφύτων, ενδεχομένως, αγγίζει το 50% της παραγωγικότητας του ίδιου του αγγειόσπερμου. Τα επίφυτα μπορεί να είναι μικρότερα σε μέγεθος από τα θαλάσσια αγγειόσπερμα, αλλά ο ταχύτατος ρυθμός πραγματοποίησης των μεταβολικών τους αντιδράσεων οδηγεί σε δυσανάλογα υψηλή-σε σχέση με το μέγεθος τους-συνεισφορά στην παραγωγικότητα.
Η εποίκιση θαλάσσιων αγγειόσπερμων από ασβεστολιθικά επίφυτα όπως είναι ορισμένα Ροδοφύκη, έχει δειχθεί ότι μπορεί να αλλάξει την σύσταση του ιζήματος, λόγω της χρόνιας εναπόθεσης ασβεστίου.
Τα οικοσυστήματα των θαλάσσιων αγγειοσπέρμων εμφανίζουν υψηλά επίπεδα αζωτοδέσμευσης, κάτι που οφείλεται στην ύπαρξη αζωτοδεσμευτικών βακτηρίων στη ριζόσφαιρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις η συνεισφορά των επιφυτικών κυανοβακτηρίων στην αζωτοδέσμευση είναι εξίσου σημαντική. Το άζωτο γίνεται διαθέσιμο για τις ανάγκες των θαλάσσιων αγγειοσπέρμων, μέσω της κατανάλωσης των βακτηρίων αυτών από οργανισμούς-βοσκητές, και μετέπειτα απελευθέρωσή του στο περιβάλλον.
Τα οικοσυστήματα των θαλάσσιων αγγειοσπέρμων συνεισφέρουν επίσης στην ανακύκλωση, δηλαδή στην μετακίνηση και ανταλλαγή οργανικών και ανόργανων ουσιών προς παραγωγή ζωντανής ύλης. Έχει υπολογιστεί τα επίφυτα του αγγειόσπερμου Thalassia testudinum συμβάλλουν στην αφαίρεση περίπου του 17% του συνολικού ΝΗ4+ από την στήλη του νερού που βρίσκεται πάνω από τον λειμώνα του θαλάσσιου αγγειόσπερμου .
Ποικιλότητα επιφυτικών οργανισμών
Τα βακτήρια, τα πρωτόζωα και οι μύκητες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της επιφυτικής κοινότητας των θαλάσσιων αγγειοσπέρμων, ωστόσο η σχετική έρευνα θεωρείται ανεπαρκής. Έχει δειχθεί ότι τα βακτήρια των γενών Vibrio, Alteromonas, Moraxella, Pseudomonas, Marinobacter και Brochothrix, καθώς και μια σειρά από αζωτοδεσμευτικά βακτήρια ζουν στην επιφάνεια των φύλλων των θαλάσσιων αγγειοσπέρμων. Η χρήση μοριακών μεθόδων μπορεί να εμπλουτίσει τη γνώση σχετικά με την ποικιλότητα αυτών των οργανισμών.
Οι οργανισμοί που εμφανίζουν την μεγαλύτερη αφθονία και ποικιλότητα στην επιφυτική κοινότητα είναι τα Φύκη. Η παρουσία τους κυμαίνεται από μονοκύτταρα δινομαστιγωτά και διάτομα έως και μεγάλα μακροφύκη (Laurencia spp., Metagoniolithon stelliferum, Hypnea spp). Τα τελευταία μπορεί να φέρουν τα ίδια στην επιφάνειά τους επιφυτικά μικροφύκη. Κατά κανόνα το μεγαλύτερο μέρος της επιφυτικής βιομάζας εντοπίζεται στα φύλλα των αγγειόσπερμών. Η σύνθεση των επιφυτικών φυκών περιλαμβάνει αντιπροσώπους από όλα τα κύρια φύλα τους. Γενικά, τα Ροδοφύκη κυριαρχούν σε αριθμούς και σε βιομάζα, ενώ τα διάτομα εμφανίζονται σε όλες τις επιφυτικές κοινότητες. Φαίνεται ότι τα αγγειόσπερμα με μεγαλύτερη δομική πολυπλοκότητα και με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής συγκεντρώνουν μεγαλύτερο αριθμό και ποικιλία επιφύτων.
Υπάρχουν αναφορές για ασπόνδυλα που συναντώνται αποκλειστικά σε λειμώνες θαλάσσιων αγγειοσπέρμων. Αυτά εντοπίζονται συνήθως στα κατώτερα μέρη τους και συνήθως ανήκουν στα Βρυόζωα, τα Ασκίδια και τα Υδρόζωα.
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στα στους ασπόνδυλους οργανισμούς που αναφέρονται και ως «βοσκητές», οι οποίοι όπως υποδηλώνει και το όνομα τους τρέφονται με άλλα επίφυτα της επιφάνειας των θαλάσσιων αγγειόσπερμων.
Μείωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από τα πιο μελετημένα είδη θαλάσσιων φανερόγαμων στη Μεσόγειο Θάλασσα είναι τα είδη Posidonia oceanica (L.) Delile και Cymodocea nodosa (Ucria) Aschers. Το P. oceanica είναι ενδημικό της Μεσογείου Θάλασσας, ενώ το C. nodosa βρίσκεται επίσης στο βορειοανατολικό Ατλαντικό Ωκεανό. Η οικολογική σημασία των λειμώνων του P. oceanica έχει αναγνωριστεί και μέτρα για τη διαχείρισή τους περιλαμβάνονται στην ευρωπαϊκή οδηγία για τους οικοτόπους (92/43 / CEE). Αυτό σημαίνει ότι η μελέτη της οπισθοχώρησής τους και η εύρεση των ανθρωπογενών παραγόντων στους οποίους οφείλεται μπορεί να είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστική.
Υπάρχουν ανθρωπογενείς δραστηριότητες οι οποίες προκαλούν μεταβολές σε διάφορες παραμέτρους που σχετίζονται με τη μείωση του πληθυσμού των θαλάσσιων φανερόγαμων. Η επίδρασή τους μπορεί να είναι η αλλοίωση της ποιότητας του νερού, μηχανική διάβρωση ή και ενταφιασμός του P. οceanica. Ωστόσο, ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν ότι συμβαίνει μια παγκόσμια διαδικασία υποβάθμισης των οικοσυστημάτων αυτών, ενώ άλλη ομάδα υποστηρίζει ότι η μείωση οφείλεται σε αιτιολογικούς παράγοντες που υφίστανται σε τοπικό επίπεδο.
Στην έρευνα των Fernandez-Torquemada et al. (2005) αναφέρεται ότι η επέκταση των μεγάλων λιμένων δημιουργεί προβλήματα στα θαλάσσια οικοσυστήματα και ιδιαίτερα στους λειμώνες των θαλάσσιων αγγειόσπερμων. Μια τέτοια κατασκευή επηρεάζει ποικιλοτρόπως τους θαλάσσιους λειμώνες. Εκτός από την άμεση καταστροφή των υπόγειων τμημάτων τους, λόγω ενταφιασμού, άλλα έμμεσα προβλήματα είναι η αλλοίωση της μορφολογίας και σύστασης των ιζημάτων, μείωση του διαθέσιμου φωτός, λόγω αύξησης της θολότητας του νερού, αύξηση θρεπτικών στοιχείων, καθώς και διαρροές τοξικών ουσιών από πλοία, δημιουργούν προβλήματα. Η συσσώρευση θρεπτικών ουσιών σε ιζήματα μπορεί να προκαλέσουν ανοξικές καταστάσεις και να επηρεάσουν τις ρίζες των φυτών και την ικανότητά τους να απορροφούν θρεπτικά συστατικά.
Επίσης, οι τοξικές επιδράσεις χημικών ουσιών, όπως απορρυπαντικά, αντιρρυπαντικά χρώματα, βαρέα μέταλλα και υδρογονάνθρακες θα μπορούσαν να τροποποιήσουν το μεταβολισμό και την ανάπτυξη των θαλάσσιων αγγειόσπερμων.
Επίσης, απειλές για τους λειμώνες των θαλάσσιων αγγειόσπερμων αποτελούν η κλιματική αλλαγή, που περιλαμβάνει αύξηση της θερμοκρασίας, αύξηση της στάθμης της θάλασσας και της συχνότητας και της έντασης των καταιγίδων.
Τοξικότητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επιπτώσεις της Δισφαινόλης (BPA) στα θαλάσσια αγγειόσπερμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολλές ανθρωπογενείς χημικές ουσίες που απελευθερώνονται στο περιβάλλον είναι ενώσεις που προκαλούν ενδοκρινικές διαταραχές (EDCs). Μια από τις ουσίες αυτές είναι και η Bisphenol A (BPA) (2,2-δις-(4-υδροξυφαίνυλο)προπάνιο). Είναι ένα σύνθετο υλικό που χρησιμοποιείται στην κατασκευή πλαστικών προϊόντων καθημερινής χρήσης, όπως συσκευασίες τροφίμων και ποτών, επιβραδυντικά φλόγας, κόλλες, οικοδομικά υλικά, ηλεκτρονικά εξαρτήματα, επιστρώσεις χαρτιού, θεραπευτικό εξοπλισμό, υλικά κατασκευής, εποξειδικών ρητινών, πολυανθρακικών πλαστικών επικαλύψεων, πλαστικά δοχεία και καλύμματα χαρτιού. Καθώς η ζήτηση για αυτά τα προϊόντα έχει αυξηθεί, αυξάνεται και η παγκόσμια παραγωγή τους (3,7 εκατομμύρια τόνοι ετησίως) .Τα απόβλητα από εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων (0,087–5,625 μg L− 1), από απόβλητα υγειονομικής ταφής, εγκαταστάσεις επεξεργασίας βιομηχανικών λυμάτων (1,50 μg L− 1) και πολτοί λυμάτων (10 ≥ 100.000 μg kg− 1 ξηρό βάρος), θεωρούνται ότι είναι οι κύριες εισροές του BPA στο θαλάσσιο περιβάλλον. Είσοδος στο περιβάλλον του BPA γίνεται από εκβολές ποταμών, παράκτιων συστημάτων, από απόβλητα υγειονομικής ταφής και εγκαταστάσεων επεξεργασίας λυμάτων.[9]
Το BPA αποτελεί έναν αναδυόμενο οργανικό ρύπο έντονης περιβαλλοντική ανησυχίας, καθώς χαρακτηρίζεται ως «μέτρια τοξική» και «τοξική» ρυπογόνος ουσία, προκαλώντας δυσμενείς επιπτώσεις στους υδρόβιους οργανισμούς.[10] Οι περισσότερες μελέτες για τις επιπτώσεις του BPA σε οργανισμούς αφορούν κυρίως ασπόνδυλα, όπως είναι τα καρκινοειδή και τα εχινόδερμα. Όσον αφορά την έρευνα σχετικά με την τοξικότητα του BPA σε υδρόβιους πρωτογενείς παραγωγούς περιορίστηκε στο αγγειόσπερμο γλυκών νερών Lemna gibba και σε ορισμένα είδη μικροφυκών (π.χ. Chlorella fusca, Stephanodiscus hantzschii, Chlamydomonas mexicana, Chlorella vulgaris) στα οποία προκάλεσε αναστολή της αύξησης, ανάπτυξη αντιοξειδωτικού μηχανισμού και επιπτώσεις στις φωτοσυνθετικές χρωστικές ουσίες, αντίστοιχα.[5]
Δεδομένα για επιπτώσεις του BPA στα θαλάσσια μακρόφυτα είναι ελάχιστα και αυτές αφορούν κυρίως το θαλάσσιο αγγειόσπερμο C. nodosa.[5][6][11] Συγκεκριμένα, στην C. nodosa, κάτω από περιβαλλοντικά σχετικές συγκεντρώσεις του BPA (0,03, 0,1, 0,3, 0,5, 1, και 3 μg L−), προκλήθηκε αναστολή της αύξησης των νεαρών φύλλων, αναστολή σε διάφορα μέρη του και διαταραχή του κυτταροσκελετού του (των νηματίων ακτίνης (AF) και των μικροσωληνίσκων MT) [5][6]. Η επιμήκυνση των νεαρών φύλλων παρεμποδίστηκε σε συγκέντρωση BPA (0,3 μg L − 1), ενώ στα πλαγιότροπα ριζώματα και στα ενήλικα φύλλα σε συγκέντρωση ( 3 μg L − 1). Φαίνεται ότι όλα τα μέρη του C. nodosa, εκτός από τις ρίζες, ήταν πιο ευαίσθητα στο BPA από πολλούς άλλους υδρόβιους οργανισμούς, καθώς οι τιμές LOEC (ελάχιστη συγκέντρωση στην οποία παρατηρήθηκε επίπτωση) και NOEC ( συγκέντρωση στην οποία δεν προκαλεί επιπτώσεις) ήταν χαμηλότερες ή μεταξύ των χαμηλότερων.[6] Η αποδιοργάνωση της AF φάνηκε να είναι ο πιο ευαίσθητος «βιομάρτυρας» της τοξικότητας του BPA με τιμές LOEC (0,03 μg L– 1), ακολουθούμενη από τον αποπολυμερισμό των MTs (LOEC 0,1 μg L − 1) και τέλος από την επιμήκυνση των νεαρών φύλλων (LOEC 0,3 μg L −1) . Οι τιμές EC50 (συγκέντρωση ρύπου που προκαλεί αναστολή της αύξησης κατά 50%) ήταν χαμηλότερες για τα ριζώματα, ακολουθούμενες από τα ενήλικα φύλλα και υψηλότερες για τα νεαρά φύλλα.[5][6] Αξίζει να αναφερθεί ότι η αποδιοργάνωση τόσο των μικροσωληνίσκων, όσο και των μικρονηματίων σε κύτταρα φύλλων θαλάσσιων αγγειόσπερμων έχουν θεωρηθεί ως δείκτες έγκαιρής προειδοποίησης του στρες που προκαλείται από το BPA.[5][6]
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Hemminga MA, Duarte CM., 2000. Seagrass ecology. Cambridge University Press, Cambridge.
- Μαλέα Π., 2007. Σημειώσεις για το μάθημα Ωκεανογραφίας. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Έκδοση: Τμήμα Εκδόσεων, Α.Π.Θ.
- http://faculty.washington.edu/gayado/phyto.htm[νεκρός σύνδεσμος] (νεκρός σύνδεσμος)
- http://www.algaebase.org
- Larkum, A., Orth, R. and Duarte, C. (2011). Seagrasses. 1st ed. Dordrecht: Springer, pp. 446–461.
Seegras
- D’Angelo, S., & Fiorentino, A. (2012). Phanerogam Meadows. Seafloor Geomorphology as Benthic Habitat, 159–168. doi:10.1016/b978-0-12-385140-6.00007-4
- Ballesteros, E., Cebria, E. & Alcoverro, T. (2007). Mortality of shoots of Posidonia oceanoca following meadow invasion by the red alga Lophicladia lallemandii. Botanica Marina 50, 8-13
- Guillen, J.E., Lisazo, J.L.S., Jimenez, S., Martinez, J., Codina, A., Montero, M., Trivino, A., Soler, G., Zubcoff, J.J. (2013). Evolution of Posidonia oceanica seagrass meadows and its implication for management. Journal of sea research, 83, 65-71
- Fernandez-Torquemada, Y., Gonzalez-Correa, J.M., Martinez, J.E., & Sanchez-Lisazo, J.L. (2005). Evaluation of the effects produces by the construction and expansion of marinas on Posidonia oceanica (L.) Delide meadows. Journal of coastal research, 49, 94-99
- Pergent, G., Bazairi, H., Bianchi, C., Boudouresque, C., Buia, M., Calvo, S., Clabaut, P., Harmelin-Vivien, M., Mateo, M., Montefalcone, M., Morri, C., Orfanidis, S., Pergent-Martini, C., Semroud, R., Serrano, O., Thibaut, T., Tomasello, A., & Verlaque, M. (2014). Climate change and Mediterranean seagrass meadows: a synopsis for environmental managers. Mediterranean Marine Science, 15(2), 462-473. doi:https://doi.org/10.12681/mms.621
- Carmen B. de los Santos et al. 2020, SEAGRASS ECOSYSTEM SERVICES: ASSESSMENT AND SCALE OF BENEFITS, THE VALUE OF SEAGRASSES TO THE ENVIROMENT AND TO PEOPLE, OUT OF THE BLUE , UNEP
- Kannan et al. 2010, Antibacterial potential of three seagrasses against human pathogens, Asian Pacific Journal of Tropical Medicine, doi: https://doi.org/10.1016/S1995-7645(10)60214-3
- Lamb et al. 2017, Seagrass ecosystems reduce exposure to bacterial pathogens of humans, fishes, and invertebrates, Science 355 (6326), 731-733, DOI:10.1126/science.aal1956
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Environment, U. N. (4 Ιουνίου 2020). «Out of the Blue: The Value of Seagrasses to the Environment and to People». UNEP - UN Environment Programme (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 4 Μαΐου 2023.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Kannan, Rengasamy Ragupathi Raja; Arumugam, Rajasekaran; Anantharaman, Perumal (2010-11-01). «Antibacterial potential of three seagrasses against human pathogens» (στα αγγλικά). Asian Pacific Journal of Tropical Medicine 3 (11): 890–893. doi: . ISSN 1995-7645. https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S1995764510602143.
- ↑ 3,0 3,1 Lamb, Joleah B.; van de Water, Jeroen A. J. M.; Bourne, David G.; Altier, Craig; Hein, Margaux Y.; Fiorenza, Evan A.; Abu, Nur; Jompa, Jamaluddin και άλλοι. (2017-02-17). «Seagrass ecosystems reduce exposure to bacterial pathogens of humans, fishes, and invertebrates» (στα αγγλικά). Science 355 (6326): 731–733. doi: . ISSN 0036-8075. https://www.science.org/doi/10.1126/science.aal1956.
- ↑ Malea, Paraskevi; Adamakis, Ioannis-Dimosthenis S.; Kevrekidis, Theodoros (2013-11). «Kinetics of cadmium accumulation and its effects on microtubule integrity and cell viability in the seagrass Cymodocea nodosa». Aquatic Toxicology 144-145: 257–264. doi: . ISSN 0166-445X. https://doi.org/10.1016/j.aquatox.2013.10.017.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 5,6 5,7 Adamakis, I. D. S., Malea, P., & Panteris, E. (2018). The effects of bisphenol A on the seagrass Cymodocea nodosa: Leaf elongation impairment and cytoskeleton disturbance. Ecotoxicology and Environmental Safety, 157, 431–440.
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 6,6 6,7 Malea, P., Kokkinidi, D., Kevrekidou, A., Adamakis, I.D.S., (2020). Environmentally relevant bisphenol A concentrations effects on the seagrass Cymodocea nodosa different parts elongation: perceptive assessors of toxicity. Environ. Sci. Pollut. Res. 27, 7267–7279. https://doi.org/10.1007/s11356-019-07443-6.
- ↑ 7,0 7,1 7,2 Malea, Paraskevi; Adamakis, Ioannis-Dimosthenis S.; Kevrekidis, Theodoros (2014-06). «Effects of lead uptake on microtubule cytoskeleton organization and cell viability in the seagrass Cymodocea nodosa». Ecotoxicology and Environmental Safety 104: 175–181. doi: . ISSN 0147-6513. https://doi.org/10.1016/j.ecoenv.2014.03.005.
- ↑ Peter, Hogarth (2015). The biology of mangroves and seagrasses. Oxford: Oxford university press. σελ. 139-141.
- ↑ Flint, S., Markle, T., Thompson, S., & Wallace, E. (2012). Bisphenol A exposure, effects, and policy: A wildlife perspective. Journal of Environmental Management, 104, 19–34.
- ↑ Alexander, H. C., Dill, D. C., Smith, L. W., Guiney, P. D., & Dorn, P. (1988). Bisphenol a: acute aquatic toxicity. Environmental Toxicology and Chemistry, 7, 19–26.
- ↑ Adamakis, I. D. S., Malea, P., Sperdouli, I., Panteris, E., Kokkinidi, D., Moustakas, M., (2021). Evaluation of the spatiotemporal effects of bisphenol A on the leaves of the seagrass Cymodocea nodosa. Journal of Hazardous Materials, 404, 124001.