Μετάβαση στο περιεχόμενο

Θύμιος Γάκης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Θύμιος Γάκης ήταν Έλληνας λήσταρχος, ο οποίος έδρασε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα στους ορεινούς όγκους των Τζουμέρκων και των Αγράφων.

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι κι αμαρτία,
να είν΄ η Βασίλω σ΄ ερημιά σε κλέφτικα λημέρια,
να στρώνει πεύκα στρώματα κι οξιές για μαξιλάρια;
Κι ο Θυμιογάκης φώναξε, ο Θυμιογάκης λέει:
Σήκω Βασίλω μ΄ κι έφεξε, σήκω και πήρε γιόμα,
σήκω ν΄ ανάψεις τη φωτιά, να πάρεις τον καφέ σου.
Μία από τις πολλές παραλλαγές της Βασιλαρχόντισσας

Γεννήθηκε γύρω στα 1855 στο χωριό Μεσούντα της Άρτας, στα όρια των σημερινών περιφερειακών ενοτήτων Άρτας, Καρδίτσας και Τρικάλων). Το πραγματικό όνομά του ήταν Βασίλης Αδάμος.

Η απαγωγή της Βασιλαρχόντισσας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομά του συνδέθηκε το 1884 με την απαγωγή μιας Βλάχας αρχοντοπούλας, της Δούκως (Ευδοκίας) Αβέρωφ-Τζοανοπούλου. Η πράξη αυτή εξιστορείται στις διάφορες παραλλαγές του δημοτικού τραγουδιού Βασιλαρχόντισσα, όπου το όνομα της κοπέλας έχει αλλάξει σε Βασιλική, είτε για να υποδηλώσει την αρχοντική της καταγωγή, είτε για μετρικούς λόγους.

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, τα γεγονότα άρχισαν όταν κάποιος νεαρός Μεσολογγίτης με το όνομα Φλέγκας, που τότε εργαζόταν στο Μέτσοβο, πέρασε επιδεικτικά από το «κουλτούκι» της εκκλησίας, όπου μπορούσαν να περνούν μόνο οι προύχοντες του χωριού. Η ενέργειά του αυτή προκάλεσε τον τότε πλούσιο τσέλιγκα Νικολάκη Αβέρωφ, ο οποίος ήταν αδελφός του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ και τον χαστούκισε δημοσίως. Ο Φλέγκας μετά την χειροδικία, γύρευε να εκδικηθεί τον Αβέρωφ για την προσβολή και ήρθε σε επαφή με το Θύμιο Γάκη, λήσταρχο της περιοχής, με σκοπό για να «κλέψουν» την κόρη του Νικολάκη Δούκω. Ο Γάκης με τη δωδεκαμελή συμμορία του, πέρασαν τα ελληνοοθωμανικά σύνορα με σκοπό να μεταβούν στο Μέτσοβο, που ανήκε ακόμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εκεί απήγαγαν την κοπέλα μαζί με μία συγγενή της στις 27 ή στις 31 Ιουλίου και μετά τις φυλάκισαν στα λημέρια του. Έπειτα από σειρά διαπραγματεύσεων, οι δύο γυναίκες απελευθερώθηκαν λαμβάνοντας υπέρογκα λύτρα, που σύμφωνα με την παράδοση στοίχισαν το βάρος της Δούκως σε χρυσά νομίσματα και της άλλης γυναίκας σε ασημένια.

Εκτός από το παραδοσιακό τραγούδι της Βασιλαρχόντισσας, η οποία αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά δημοτικά τραγούδια της περιοχής, τα γεγονότα της απαγωγής επιβιώνουν μέσα από αρκετά τοπωνύμια, όπου σύμφωνα με την ανάμνηση ή τη φανταστική εξιστόρηση των ντόπιων κατοίκων ήταν το λημέρι που φυλακίστηκε η Δούκω. Έτσι υπάρχει τοπωνύμια όπως η Σπηλιά του Γάκη στην Καρίτσα Καρδίτσας, διάφορες σχετικές ονομασίες στον εθνικό δρυμό της Βάλια Κάλντα και άλλες τοποθεσίες.

Σύμφωνα με το θρύλο, αυτό ήταν το τελευταίο «μεγάλο κόλπο» του Γάκη. Αφού έκανε τη μοιρασιά, πήρε το μερίδιό του και ξαναπέρασε στα οθωμανικά εδάφη μεταμφιεσμένος σε χανούμισσα, για να φτάσει ως την περιοχή της Σμύρνης. Εκεί αγόρασε κτήματα και εγκαταστάθηκε μόνιμα.

Η πραγματικότητα όμως είναι λιγότερο μυθιστορηματική. Ο Γάκης έζησε για δέκα ακόμα χρόνια ως παράνομος, μέχρι το 1894 που συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δικαστήριο των Ιωαννίνων. Γλίτωσε τη θανατική ποινή χάρη στην ίδια τη Δούκω, η οποία κατέθεσε πως της είχε φερθεί άψογα κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας της. Τελικά καταδικάστηκε σε ισόβια, αλλά αργότερα αφέθηκε ελεύθερος όταν του δόθηκε χάρη.

Μετά την αποφυλάκισή του, εγκαταστάθηκε τελικώς στο χωριό Παπασλή της Μικράς Ασίας, όπου έζησε ως γαιοκτήμονας και παντρεύτηκε την κόρη του Έλληνα δημάρχου της περιοχής. Εκεί τον βρήκε το 1919 η Μικρασιατική Εκστρατεία, κατά την οποία συγκρότησε με δικά του έξοδα ένα παραστρατιωτικό σώμα προς ενίσχυση του ελληνικού στρατού.

Κατά μία εκδοχή, ο Γάκης τραυματίστηκε σε μάχη στις 17 Ιουλίου 1919 και εξέπνευσε λίγες μέρες αργότερα σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Κατά μια άλλη εκδοχή, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, επέστρεψε στην Ελλάδα και πέθανε πάμφτωχος στα Τρίκαλα.