Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιβάν Ράντοβιτς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιβάν Ράντοβιτς
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση22  Ιουνίου 1894[1][2][3]
Βρσατς[4]
Θάνατος14  Αυγούστου 1973[3]
Βελιγράδι[4]
Τόπος ταφήςΝέο Κοιμητήριο Βελιγραδίου
Χώρα πολιτογράφησηςΣοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας
Αυστροουγγαρία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΣερβικά[5]
ΣπουδέςΟυγγρικό Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών (1917–1919)
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακριτικός τέχνης
αντισφαιριστής[3]
ζωγράφος[3]
ΕργοδότηςRoyal Art School in Belgrade
Οικογένεια
ΑδέλφιαΜίλοραντ Ράντοβιτς
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ιβάν Ράντοβιτς, (κυριλλικό αλφάβητο: Иван Радовић), (22 Ιουνίου 1894, Βρσατς – 14 Αυγούστου 1973, Βελιγράδι) ήταν Γιουγκοσλάβος πρωταθλητής της αντισφαίρισης και ζωγράφος Σερβικής καταγωγής[6][7].

Ο Ράντοβιτς αποφοίτησε από το κολέγιο δασκάλων στο Σόμπορ, όπου τελείωσε ως δάσκαλος σχεδίου. Πήγε στη Βουδαπέστη για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Ουγγρικό πανεπιστήμιο καλών τεχνών. Παρακολούθησε την τάξη του Ούγγρου ζωγράφου Ίστβαν Ρέτι (István Réti)[7]. Πέρασε τα φοιτητικά του χρόνια στην Ουγγαρία μεταξύ 1917 και 1920[8]. Στη συνέχεια πέρασε το σχολικό έτος 1921 κάνοντας επισκέψεις στο Μόναχο, την Πράγα και τη Βενετία, τέλος παρέμεινε στην Πράγα και στο Παρίσι. Μετακόμισε στο Βελιγράδι το 1927. Δίδαξε σε σχολείο στο Στάνισιτς. Στη συνέχεια δίδαξε στο γυμνάσιο Θηλέων του Σόμπορ. Το 1929 οργάνωσε την τρίτη του έκθεση στο Pavilion of Arts του Βελιγραδίου, με την ονομασία "Cvijeta Zuzorić"[7].

Ο Ραντόβιτς στρατολογήθηκε στον Βασιλικό Γιουγκοσλαβικό στρατό τον Απρίλιο του 1941, κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου πολέμου. Αιχμαλωτίστηκε, κρατήθηκε φυλακισμένος και μεταφέρθηκε σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Απελευθερώθηκε λίγο πριν το τέλος του πολέμου. Ο Ράντοβιτς έγινε μέλος της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών το 1970. Πέθανε το 1973 και θάφτηκε στο νεκροταφείο Novo Groblje του Βελιγραδίου[7].

Καριέρα στην αντισφαίριση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1929 συμμετείχε στο Εθνικό Πρωτάθλημα που έγινε στο Ζάγκρεμπ. Την ίδια χρονιά κατατάχθηκε τρίτος πίσω από τον Φράνιο Σέφερ και τον Κρεσιμίρ Φρίντριχ. Έτσι προσκλήθηκε στην ομάδα του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας για το κύπελλο Ντέιβις και ταξίδεψε στην Αθήνα για να αντιμετωπίσει την Ελλάδα. Η ομάδα της Γιουγκοσλαβίας έχασε και ο Ραντόβιτς ήταν στους αγώνες εφεδρικός παίκτης[7]. Το 1930 η γιουγκοσλαβική ομάδα έπαιξε εντός έδρας με τη Σουηδία και γιόρτασε την πρώτη της νίκη στο Κύπελλο. Ο Ραντόβιτς κέρδισε και στο διπλό, με συνεργάτη τον Σέφερ. Αποσύρθηκε από την ομάδα μετά τον επόμενο αγώνα με την Ισπανία, στην οποία νικήθηκε στο διπλό[7].

Ο Ραντόβιτς εκπροσώπησε τη χώρα του για άλλη μια φορά σε φιλικό αγώνα με την Ουγγαρία στο Σέγκεντ τον Ιούνιο του 1930. Η ομάδα απαρτιζόταν από τον ίδιο και τον Σέφερ όπου έχασαε και στους δύο αγώνες που έδωσε. Τον Οκτώβριο έγινε πρωταθλητής Γιουγκοσλαβίας στο διπλό με συμπαίκτη τον Σέφερ[9]. Ο ίδιος και ο Σέφερ συναντήθηκαν και στον τελικό του μικτού, όπου ο τελευταίος συνεργάστηκε με την Lili Schräger και νίκησε το δίδυμο Ράντοβιτς και Magda Baumgarten[9]. Το 1931 ο Ράντοβιτς έφτασε στο διπλό στον ημιτελικό του διεθνούς τουρνουά του Βαλκανικού κυπέλλου που έγινε στο στο Βελιγράδι[10].

Η τέχνη του Ράντοβιτς περιγράφεται ως «επινοητική των έργων του Ανρί Ρουσσώ, του Γκωγκέν και του Σαγκάλ όπου πέρασε από διάφορα στάδια, τα οποία επικαλύπτονταν συχνά ως παράλληλη έρευνα, από τον στοχαστικό ορθολογισμό μέχρι το συναισθηματικό, ενστικτώδες και παράλογο»[6]. Οι δύο κύριες εποχές του είναι το νεοκλασικό στυλ το 1922-1926 και το αφηρημένο στυλ μεταξύ 1923-1924[6]. Έχει επηρεαστεί έντονα από την ενετική αναγέννηση και τον γερμανικό εξπρεσιονισμό. Η ζωγραφική του Ράντοβιτς χαρακτηρίζεται από "ιώδη και πρασινοκίτρινα χρώματα, με βαθμιαίο αποχρωματισμό, με την εισαγωγή νέων και παλαιών θεμάτων με διαφορετικό τρόπο: πορτρέτα, εσωτερικούς χώρους, γυμνά, νεκρή φύση και τοπία" [6].