Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιτρακοναζόλη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιτρακοναζόλη
INN: 5387 [1]
Η δισδιάστατη χημική δομή της ιτρακοναζόλης
Η τρισδιάστατη χημική δομή της ιτρακοναζόλης
Ονομασία IUPAC
(±)-1-[(RS)-sec-butyl]-4-[p-[4-[p-[[(2R,4S)-rel-2-(2,4-dichlorophenyl)-2-(1H-1,2,4-triazol-1-ylmethyl)-1,3-dioxolan-4-yl]methoxy]phenyl]-1-piperazinyl]phenyl]-Δ2-1,2,4-triazolin-5-one
Κλινικά δεδομένα
Εμπορικές ονομασίεςSporizole, Sporanox, Mesmor, Itrazol, Isoflon, Itrabest, Ilpez, Micronazol, Fungospor, άλλες [4]
AHFS/Drugs.commonograph
MedlinePlusa692049
Δεδομένα άδειας
Κατηγορία ασφαλείας κύησης
Οδοί
χορήγησης
Δια του στόματος, παρεντερικά, ενδοφλέβια [3]
Κυκλοφορία
Κυκλοφορία
  • AU: S4 (Μόνο με συνταγή)
  • CA: -only
  • UK: POM (Μόνο με συνταγή) [5]
  • US: Warning [6],Rx-only
Φαρμακοκινητική
Βιοδιαθεσιμότητα~55%, μέγιστο όταν λαμβάνεται με γεύμα.
Πρωτεϊνική σύνδεση99.8%
ΜεταβολισμόςΉπαρ, με κύριο ένζυμο το CYP3A4
ΜεταβολίτεςΥδρόξυιτρακοναζόλη, κετοιτρακοναζόλη, Ν- δεαλκυλιτρακοναζόλη [7]
Έναρξη δράση2-5 ώρες
Βιολογικός χρόνος ημιζωής21 ώρες
ΑπέκκρισηΝεφρά (35%), Κόπρανα (54%) [8]
Κωδικοί
Αριθμός CAS84625-61-6
Κωδικός ATCJ02AC02
PubChemCID 55283
IUPHAR/BPS11426
DrugBankDB01167
ChemSpider49927
UNII304NUG5GF4
KEGGD00350
ChEBICHEBI:6076
ChEMBLCHEMBL22587
ΣυνώνυμαOriconazole, Orungal, Itrizole, Itrizole (TN), Sporanox, ITZ, άλλα [3], [9], [10], [1]
Χημικά στοιχεία
Χημικός τύποςC35H38Cl2N8O4
Μοριακή μάζα705.6 g/mol
CCC(C)N1N=CN(C1=O)C1=CC=C(C=C1)N1CCN(CC1)C1=CC=C(OC[C@H]2CO[C@@](CN3C=NC=N3)(O2)C2=C(Cl)C=C(Cl)C=C2)C=C1

InChI=InChI=1S/C35H38Cl2N8O4/c1-3-25(2)45-34(46)44(24-40-45)29-7-5-27(6-8-29)41-14-16-42(17-15-41)28-9-11-30(12-10-28)47-19-31-20-48-35(49-31,21-43-23-38-22-39-43)32-13-4-26(36)18-33(32)37/h4-13,18,22-25,31H,3,14-17,19-21H2,1-2H3/t25?,31-,35-/m0/s1
Φυσικά στοιχεία
Πυκνότητα1.27 [10] g/cm3
Σημείο τήξης168–170[3] °C (334–338 °F)
Υδροδιαλυτότητα0.00964[3] mg/mL (20 °C)


Η ιτρακοναζόλη είναι ένα αντιμυκητιασικό φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία λοιμώξεων που προκαλούνται από μύκητες. Βοηθάει στην αντιμετώπιση λοιμώξεων σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος, συμπεριλαμβανομένων των πνευμόνων, του στόματος ή του λαιμού, των νυχιών των ποδιών ή των νυχιών των χεριών.[11] Ανήκει στη φαρμακευτική κατηγορία των τριαζολών και δρα μέσω της αναστολής της σύνθεσης εργοστερόλης, ενός βασικού συστατικού της κυτταρικής μεμβράνης των μυκήτων.[12] Ενδείκνυται για τη θεραπεία σοβαρών λοιμώξεων όπως η ασπεργίλλωση, ενώ χρησιμοποιείται και για τη θεραπεία λιγότερο σοβαρών καταστάσεων όπως η ονυχομυκητίαση.[13] Διατίθεται κυρίως σε μορφή καψουλών και πόσιμου διαλύματος [14] ενώ εγκρίθηκε για πρώτη φορά το 1992 στις Ηνωμένες Πολιτείες.[15]

Η ιτρακοναζόλη χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ποικίλων μυκητιασικών λοιμώξεων. Ενδείκνυται για τη θεραπεία της πνευμονικής και εξωπνευμονικής ασπεργίλλωσης σε ασθενείς που δεν είναι "ανεκτικοί" ή των οποίων η νόσος δεν ανταποκρίνεται, στη θεραπεία με ενδοφλέβια αμφοτερικίνη Β, αν και δεν αποτελεί φάρμακο πρώτης επιλογής. Επιπλέον, χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της βλαστομύκωσης (πνευμονικής και εξωπνευμονικής) από Blastomyces dermatitidis, όπου προτιμάται για ήπια έως μέτρια περιστατικά. Είναι επίσης επιλογή για τη θεραπεία της καντινταιμίας και άλλων διεισδυτικών λοιμώξεων από Candida σε ουδετεροπενικούς ασθενείς, καθώς και για την αντιμετώπιση στοματικής ή οισοφαγικής καντιντίασης, ειδικά σε περιπτώσεις ανθεκτικές στη φλουκοναζόλη. Έπειτα, χρησιμοποιείται για την κρυπτοκοκκίαση ως εναλλακτική, σε περιπτώσεις πνευμονικής ή ήπιας διάχυτης λοίμωξης, ενώ για τη θεραπεία της κοκκιδιοειδομύκωσης από Coccidioides immitis και C. posadasii, της ιστοπλάσμωσης από Histoplasma capsulatum και της παρακοκκιδιοειδομύκωσης από Paracoccidioides brasiliensis θεωρείται φάρμακο εκλογής για ήπιες ή μη σοβαρές λοιμώξεις. Παράλληλα, ενδείκνυται για τη θεραπεία της ονυχομυκητίασης από δερματόφυτα και της σποροτρίχωσης που προκαλείται από Sporothrix schenckii, ιδιαίτερα στις ήπιες μορφές τους. Εκτός από τις παραπάνω περιπτώσεις, η ιτρακοναζόλη αξιοποιείται για προφύλαξη ή θεραπεία συντήρησης σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς που βρίσκονται σε κίνδυνο υποτροπών, όπως σε καταστάσεις ιστοπλάσμωσης, κοκκιδιοειδομύκωσης ή λοιμώξεων από Penicillium marneffei. Τέλος, έχει χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες σπάνιες μυκητιασικές λοιμώξεις, όπως μικροσποριδίωση ή και η βασιδιομυκοβλάστωση, ενώ έχει αναφερθεί ως εμπειρική θεραπεία εικαζόμενων μηκυτιασικών λοιμώξεων σε εμπύρετους ουδετεροπενικούς ασθενείς. [13]

Διαθέσιμες Μορφές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιτρακοναζόλη διατίθεται κυρίως σε κάψουλες και πόσιμο διάλυμα. Οι κάψουλες πρέπει να λαμβάνονται μετά από ένα πλήρες γεύμα για την μέγιστη απορρόφηση και να καταπίνονται ολόκληρες. Επίσης δεν πρέπει ταυτόχρονα να λαμβάνονται αντιόξινα, αναστολείς Η2 υποδοχέων ή αναστολείς της αντλίας πρωτονίων καθώς μειώνουν την απορρόφηση της.[14]

Το πόσιμο διάλυμα ενδείκνυται για τη θεραπεία της στοματοφαρυγγικής και οισοφαγικής καντιντίασης. Το διάλυμα πρέπει πρώτα να ανακινείται έντομα μέσα στο στόμα για αρκετά δευτερόλεπτα (10mL τη φορά) και έπειτα να καταπίνεται. Συστήνεται να μην λαμβάνεται με άδειο στομάχι εφόσον είναι δυνατόν.[16]

Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή αν λαμβάνεται ιτρακοναζόλη με χυμό γκρέιπφρουτ. Επειδή υπάρχουν αδιευκρίνιστες ενδείξεις για την επίδραση των προϊόντων γκρέιπφρουτ στη συστηματική έκθεση με την ιτρακοναζόλη και μπορεί να επηρεάσουν την απορρόφηση του φαρμάκου.[17]

Ανεπιθύμητες Ενέργειες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιτρακοναζόλη είναι ένα σχετικά καλά ανεκτό φάρμακο, οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου είναι:[18]

  • Ζαλάδα
  • Αύξηση ηπατικών ενζύμων (πάνω από το διπλάσιο του ανώτατου ορίου του φυσιολογικού)
  • Μυαλγία

Πιο σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου είναι[18][19]:

  • Κιτρίνισμα του δέρματος ή των ματιών
  • Ωχρά κόπρανα
  • Σκούρα ούρα
  • Ηπατικές επιδράσεις όπως σοβαρή ηπατοτοξικότητα, συμπεριλαμβανομένης της ηπατικής ανεπάρκειας και του θανάτου.

Λόγω του μηχανισμού δράσης της ιτρακοναζόλης, αναστέλλει το CYP3Α4, μπορεί να προκαλέσει αλληλεπιδράσεις με φάρμακα. Μερικά από αυτά είναι[16]:

Τα φάρμακα αυτά μπορεί να χρειάζονται προσαρμογή της δόσης ή διακοπή κατά τη διάρκεια της χορήγησης ιτρακοναζόλης.

Αντενδείκνυται η συγχορήγηση με κολχικίνη, φεσοτεροδίνη και σολιφενασίνη σε άτομα με διάφορους βαθμούς νεφρικής ή ηπατικής ανεπάρκεια.

Ο μηχανισμός δράσης της ιτρακοναζόλης είναι ο ίδιος με τα άλλα αζολικά αντιμυκητιακά: αναστέλλει τη σύνθεση εργοστερόλης που προκαλείται από μύκητες, μέσω αναστολής της λανοστερόλης 14α-δεμεθυλάσης. Λόγω της ικανότητάς του να αναστέλλει το κυτόχρωμα P450 3A4 CC-3, θα πρέπει να δίνεται προσοχή όταν εξετάζονται οι αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα.[12]

Η ιτρακοναζόλη διαφέρει φαρμακολογικά από άλλους αζολικούς αντιμυκητιασικούς παράγοντες καθώς είναι ο μόνος αναστολέας αυτής της κατηγορίας που έχει αποδειχθεί ότι αναστέλλει τόσο το σηματοδοτικό μονοπάτι Hedgehog [20] [21]όσο και την αγγειογένεση.[22][23]

Αυτές οι διακριτές δραστηριότητες δεν σχετίζονται με την αναστολή της άλφα-δεμεθυλάσης της λανοστερόλης 14 του κυτοχρώματος P450 και οι ακριβείς μοριακοί στόχοι που ευθύνονται παραμένουν άγνωστοι. Λειτουργικά, η αντιαγγειογενετική δράση της ιτρακοναζόλης έχει αποδειχθεί ότι συνδέεται με την αναστολή της γλυκοζυλίωσης, της φωσφορυλίωσης του VEGFR2,[22] διακίνησης[24] και των μονοπατιών βιοσύνθεσης χοληστερόλης.[25] Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι δομικοί καθοριστικοί παράγοντες για την αναστολή του σηματοδοτικού μονοπατιού Hedgehog από την ιτρακοναζόλη είναι αναγνωρίσιμα διαφορετικοί από εκείνους που σχετίζονται με την αντιαγγειογενετική δράση.[26]

Η ιτρακοναζόλη, όπως η κυκλοσπορίνη, η κινιδίνη και η κλαριθρομυκίνη, μπορεί να αναστείλει την P-γλυκοπρωτεΐνη, προκαλώντας αλληλεπιδράσεις φαρμάκων μειώνοντας την αποβολή και αυξάνοντας την απορρόφηση των οργανικών κατιόντων φαρμάκων. Με τα συμβατικά σκευάσματα ιτρακοναζόλης, τα επίπεδα ορού μπορεί να διαφέρουν πολύ μεταξύ των ασθενών, με αποτέλεσμα συχνά συγκεντρώσεις στον ορό να είναι χαμηλότερες από τον θεραπευτικό δείκτη.[27]

Ως εκ τούτου, έχει συμβατικά συμβουλευτεί οι ασθενείς να λαμβάνουν ιτρακοναζόλη μετά από ένα λιπαρό γεύμα και όχι πριν από το φαγητό.[28][29] Ένα προϊόν (Lozanoc) που έχει λάβει άδεια μέσω της αποκεντρωμένης διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αυξημένη βιοδιαθεσιμότητα, μειωμένη ευαισθησία στην ταυτόχρονη λήψη τροφής και ως εκ τούτου μειωμένη μεταβλητότητα των επιπέδων στον ορό.[30]

Το μόριο ιτρακοναζόλης έχει τρεις χειρόμορφους άνθρακες. Τα δύο χειρόμορφα κέντρα στον δακτύλιο διοξολάνης είναι σταθερά το ένα σε σχέση με το άλλο και οι υποκαταστάτες τριαζολομεθυλενίου και αρυλοξυμεθυλενικού δακτυλίου διοξολάνης είναι πάντα cis μεταξύ τους. Το κλινικό σκεύασμα είναι ένα μείγμα 1:1:1:1 τεσσάρων στερεοϊσομερών (δύο ζεύγη εναντιομερών).[31][32]

Η ιτρακοναζόλη συντέθηκε για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και εγκρίθηκε για ιατρική χρήση στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1992.[15] Χαρακτηρίστηκε ως ορφανό φάρμακο τόσο από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) όσο και από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA).[33][34][35][36][37][38]

  1. 1,0 1,1 «Itraconazole». Guide to Pharmacology. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2024. 
  2. «Itraconazole Pregnancy and Breastfeeding Warnings». Drugs.com. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2024. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 «Itraconazole». DrugBank. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2024. 
  4. «Itraconazole Marketing». Galinos.gr. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2024. 
  5. «Sporanox 10 mg/ml Oral Solution - Summary of Product Characteristics(SmPC)». https://www.medicines.org. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2024. 
  6. «FDA Label Summary for Product 343802». nctr-crs.fda.gov. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2024. 
  7. «Role of itraconazole metabolites in CYP3A4 inhibition». Drug Metabolism and Disposition 32 (10): 1121–1131. October 2004. doi:10.1124/dmd.104.000315. PMID 15242978. 
  8. «Sporanox (itraconazole) Capsules. Full Prescribing Information» (PDF). Janssen Pharmaceuticals, Inc. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 17 Μαΐου 2018. Ανακτήθηκε στις 28 Αυγούστου 2016. 
  9. «Itraconazole». PubChem. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2024. 
  10. 10,0 10,1 «Itraconazole». ChemicalBook. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2024. 
  11. «Itraconazole». Drugs.com. 4 Αυγούστου 2023. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2024. 
  12. 12,0 12,1 Trevor, Anthony J.· Katzung, Bertram G. (2015). Katzung & Trevor's Pharmacology: examination & board review (11th edition έκδοση). New York Chicago San Francisco Athens London Madrid Mexico City Milan New Delhi Singapore Sydney Toronto: McGraw-Hill Medical, Lange. ISBN 978-0-07-182635-8. CS1 maint: Extra text (link)
  13. 13,0 13,1 «Itraconazole (Monograph)». Drugs.com. 22 Ιανουαρίου 2024. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2024. 
  14. 14,0 14,1 «DailyMed - ITRACONAZOLE capsule». dailymed.nlm.nih.gov. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2024. 
  15. 15,0 15,1 «Itraconazole». go.drugbank.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2024. 
  16. 16,0 16,1 «DailyMed - SPORANOX- itraconazole solution». dailymed.nlm.nih.gov. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2024. 
  17. «Itraconazole». go.drugbank.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2024. 
  18. 18,0 18,1 «DailyMed - ITRACONAZOLE capsule, coated pellets». dailymed.nlm.nih.gov. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2024. 
  19. «Itraconazole». www.aocd.org. American Osteopathic College of Dermatology. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2024. 
  20. Kim, James; Aftab, Blake T.; Tang, Jean Y.; Kim, Daniel; Lee, Alex H.; Rezaee, Melika; Kim, Jynho; Chen, Baozhi και άλλοι. (2013-01-03). «Itraconazole and arsenic trioxide inhibit hedgehog pathway activation and tumor growth associated with acquired resistance to smoothened antagonists» (στα αγγλικά). Cancer cell 23 (1): 23. doi:10.1016/j.ccr.2012.11.017. PMID 23291299. PMC PMC3548977. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC3548977/. 
  21. Kim, James; Tang, Jean Y.; Gong, Ruoyu; Kim, Jynho; Lee, John J.; Clemons, Karl V.; Chong, Curtis R.; Chang, Kris S. και άλλοι. (2010-04-13). «Itraconazole, a commonly used anti-fungal that inhibits Hedgehog pathway activity and cancer growth» (στα αγγλικά). Cancer cell 17 (4): 388. doi:10.1016/j.ccr.2010.02.027. PMID 20385363. PMC PMC4039177. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC4039177/. 
  22. 22,0 22,1 Aftab, Blake T.; Dobromilskaya, Irina; Liu, Jun O.; Rudin, Charles M. (2011-09-06). «Itraconazole inhibits angiogenesis and tumor growth in non-small cell lung cancer» (στα αγγλικά). Cancer Research 71 (21): 6764. doi:10.1158/0008-5472.CAN-11-0691. PMID 21896639. PMC PMC3206167. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC3206167/. 
  23. Chong, Curtis R.; Xu, Jing; Lu, Jun; Bhat, Shridhar; Sullivan, David J.; Liu, Jun O. (2007-04). «Inhibition of Angiogenesis by the Antifungal Drug Itraconazole» (στα αγγλικά). ACS Chemical Biology 2 (4): 263–270. doi:10.1021/cb600362d. ISSN 1554-8929. https://pubs.acs.org/doi/abs/10.1021/cb600362d. 
  24. Xu, Jing; Dang, Yongjun; Ren, Yunzhao R.; Liu, Jun O. (2010-02-22). «Cholesterol trafficking is required for mTOR activation in endothelial cells» (στα αγγλικά). Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America 107 (10): 4764. doi:10.1073/pnas.0910872107. PMID 20176935. PMC PMC2842052. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC2842052/. 
  25. Chong, Curtis R.; Xu, Jing; Lu, Jun; Bhat, Shridhar; Sullivan, David J.; Liu, Jun O. (2007-04-24). «Inhibition of angiogenesis by the antifungal drug itraconazole». ACS chemical biology 2 (4): 263–270. doi:10.1021/cb600362d. ISSN 1554-8937. PMID 17432820. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/17432820. 
  26. Shi, Wei; Nacev, Benjamin A.; Aftab, Blake T.; Head, Sarah; Rudin, Charles M.; Liu, Jun O. (2011-10-05). «Itraconazole Side Chain Analogues: Structure–Activity Relationship Studies for Inhibition of Endothelial Cell Proliferation, Vascular Endothelial Growth Factor Receptor 2 (VEGFR2) Glycosylation, and Hedgehog Signaling» (στα αγγλικά). Journal of Medicinal Chemistry 54 (20): 7363. doi:10.1021/jm200944b. PMID 21936514. PMC PMC3307530. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC3307530/. 
  27. Patterson, T. F.; Peters, J.; Levine, S. M.; Anzueto, A.; Bryan, C. L.; Sako, E. Y.; Miller, O. L.; Calhoon, J. H. και άλλοι. (1996 Sep). «Systemic availability of itraconazole in lung transplantation» (στα αγγλικά). Antimicrobial Agents and Chemotherapy 40 (9): 2217. doi:10.1128/aac.40.9.2217. PMID 8878612. PMC PMC163504. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC163504/. 
  28. Fraga Fuentes, M. D.; García Díaz, B.; de Juana Velasco, P.; Bermejo Vicedo, M. T. (1997). «[Influence of foods on the absorption of antimicrobial agents»]. Nutricion Hospitalaria 12 (6): 277–288. ISSN 0212-1611. PMID 9477653. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/9477653. 
  29. Barone, J. A.; Koh, J. G.; Bierman, R. H.; Colaizzi, J. L.; Swanson, K. A.; Gaffar, M. C.; Moskovitz, B. L.; Mechlinski, W. και άλλοι. (1993 Apr). «Food interaction and steady-state pharmacokinetics of itraconazole capsules in healthy male volunteers» (στα αγγλικά). Antimicrobial Agents and Chemotherapy 37 (4): 778. doi:10.1128/aac.37.4.778. PMID 8388198. PMC PMC187759. https://pmc.ncbi.nlm.nih.gov/articles/PMC187759/. 
  30. «Medicines and Healthcare Products Regulatory Agency (UK)». The SAGE Encyclopedia of Pharmacology and Society (2455 Teller Road, Thousand Oaks, California 91320: SAGE Publications, Inc.). 2016. ISBN 978-1-4833-5000-4. https://doi.org/10.4135/9781483349985.n252. 
  31. «Itraconazole Uses, Side Effects & Warnings». Drugs.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2024. 
  32. Kunze, Kent L.; Nelson, Wendel L.; Kharasch, Evan D.; Thummel, Kenneth E.; Isoherranen, Nina (2006-04). «Stereochemical aspects of itraconazole metabolism in vitro and in vivo». Drug Metabolism and Disposition: The Biological Fate of Chemicals 34 (4): 583–590. doi:10.1124/dmd.105.008508. ISSN 0090-9556. PMID 16415110. https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/16415110. 
  33. «Search Orphan Drug Designations and Approvals». www.accessdata.fda.gov. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2024. 
  34. «Search Orphan Drug Designations and Approvals». www.accessdata.fda.gov. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2024. 
  35. «Search Orphan Drug Designations and Approvals». www.accessdata.fda.gov. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2024. 
  36. «EU/3/17/1901 - orphan designation for treatment of naevoid basal-cell carcinoma syndrome (Gorlin syndrome) | European Medicines Agency (EMA)». www.ema.europa.eu (στα Αγγλικά). 17 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2024. 
  37. «EU/3/18/2024 - orphan designation for prevention of invasive aspergillosis | European Medicines Agency (EMA)». www.ema.europa.eu (στα Αγγλικά). 24 Ιουλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2024. 
  38. «Sporanox 10 mg/ml Oral Solution - Summary of Product Characteristics (SmPC)». https://www.medicines.org. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2024.