Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιωάννης Γεννατάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιωάννης Γεννατάς
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1777
Κέρκυρα
Θάνατος1847
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΥπουργός Δικαιοσύνης της Ελλάδας

Ο Ιωάννης Γεννατάς (1777-1847) διετέλεσε Υπουργός επί του Δικαίου (δικαιοσύνης) κατά την περίοδο 1829-1831.

Στα πρώτα χρόνια της σύστασης του Ελληνικού κράτους, αμέσως μετά την Ελληνική επανάσταση, επιλέχθηκε από τον ίδιο τον Ιωάννη Καποδίστρια για την οργάνωση και λειτουργία της Δικαιοσύνης. Είχε σπουδάσει στο εξωτερικό και ήταν δικηγόρος στην Κέρκυρα. Θεωρείται από τους θεμελιωτές του ελληνικού δικαίου, το οποίο αποτελεί σύζευξη του Βυζαντινού και του Εθιμικού Δικαίου, με ξένες επιρροές. Υπήρξε μέλος του «Πανελληνίου» (βουλευτικού σώματος) και υπουργός επί του Δικαίου.

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ή έπαυλις Γεννατά (τώρα, Ανιέλλι) στην Κουλούρα της βόρειας Κέρκυρας. Καρτ ποστάλ Ασπιώτη του 1910 περ.

Ο Ιωάννης Γεννατάς γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1777. Προέρχεται από την οικογένεια Γεννατά της Κέρκυρας , η οποία φέρει την καταγωγή της από τον οίκο Γεννατά της Κεφαλονιάς. Ο Ηλίας Τσιτσελής γράφει στα Κεφαλληνιακά Σύμμικτα : "... Η οικογένεια Γεννατά εις πολλούς κλάδους σήμερον χωριζομένη και εξ ης έλκει την καταγωγή του και ο εν Κερκύρα οίκος, μετηνάστευσεν εν Κεφαλλονία μετά την άλωσιν Μοθώνης και Κορώνης το 1498 ...".

Σπούδασε νομικά στην Πάδοβα της Ιταλίας, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Ασκήθηκε δίπλα στον Ιταλό νομομαθή Ιωάννη Βιτσίνι στη Φλωρεντία και κατόπιν επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου άσκησε τη δικηγορία. Ένας από τους αδελφούς του Ι. Καποδίστρια τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία. Στην Ελλάδα επέστρεψε το Μάιο του 1828 και διορίστηκε αμέσως μέλος του Πανελληνίου. Υπουργός Δικαιοσύνης διορίστηκε με το 14428 (12.9.1829) διάταγμα ("Γενικήν εφημερίδα" σελ. 63 της 18.9.1829).

Αποχώρησε από την πολιτική σκηνή το 1831 και επέστρεψε στην Κέρκυρα. Η νομική του αυθεντία αποκαλύπτεται και από το γεγονός ότι όταν επιθυμούσαν ν΄ αναζητήσουν νομικό υπόβαθρο σε ζητήματα κυβερνητικής πολιτικής απευθύνονταν σε αυτόν. Στη βιβλιογραφία ο Ι. Γεννατάς συναντάται κυρίως ως «Γεννατάς», μερικές φορές ως «Γενατάς» και σπανίως ως «Γιαννατάς». Προς τιμήν του έχει αποδοθεί το όνομά του σε διπλανό δρόμο του Δημαρχείου Κέρκυρας.

Το έργο του για τη Δικαιοσύνη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ενδεικτική εγκύκλιος που εξεδόθη επί υπουργίας Ιωάννη Γεννατά

Η συστηματική οργάνωση της Διοικητικής Δικαιοσύνης αρχίζει κατά τη δεύτερη περίοδο καποδιστριακής διακυβέρνησης, επί υπουργού Δικαιοσύνης Ι. Γεννατά. Για τον Ι. Γεννατά γράφει ο Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος "... των πλέον ευπαίδευτων νομικών της εποχής του". Στον Γεννατά οφείλουμε τον πρώτο σαφή εννοιολογικό προσδιορισμό των διοικητικών διαφορών. Οι απόψεις του Ι. Γεννατά για τις διοικητικές διαφορές διατυπώθηκαν προς τον Καποδίστρια σε σχετική αναφορά του και σε σχέδιο ψηφίσματος. Παρόλο που το σχέδιο ψηφίσματος δεν εγκρίθηκε από τον Καποδίστρια, οι γενικές του διατάξεις εφαρμόστηκαν σε μια σειρά από εγκυκλίους. Στη δε αναφορά του, εισηγείται την εφαρμογή ολοκληρωμένου συστήματος διοικητικής δικαιοσύνης. Έχει την πεποίθηση ότι χωρίς ισχυρή εκτελεστική εξουσία και αυστηρή εφαρμογή του νόμου δεν μπορεί να συγκροτηθεί σύγχρονο κράτος. Οπαδός του πεφωτισμένου δεσποτισμού, επιδιώκει την επιβολή του κράτους του νόμου και την υποταγή της δικαιοσύνης στην εκτελεστική εξουσία. Υποστηρίζει ότι υπάρχουν διαφορές που δεν μπορούν να αφεθούν στα πολιτικά δικαστήρια και επιμένει σε αυτές να προτιμηθεί η διοικητική εξουσία από τη δικαστική. Παρόλο που κάτι τέτοιο φαίνεται δεσποτικό για μια σημερινή δημοκρατία και ένα κράτος δικαίου, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και τις συνθήκες της εποχής.

Βασική πολιτική του Καποδίστρια ήταν η διάσωση των "Εθνικών Κτημάτων", με στόχο να τα αναδιανείμει στους ακτήμονες. Τα κίνητρα βέβαια δεν ήταν ηθικού χαρακτήρα ή η επιθυμία ν΄ αποδοθεί κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά η πεποίθηση ότι η οικονομική ανόρθωση ενός κατεστραμμένου και καταλεηλατημένου νεοσύστατου φτωχού κράτους, θα ξεκινούσε με το να υπάρξει αγροτική παραγωγή και μεταποίηση, που να μην τις λυμαίνονται οι μέχρι τότε τοπικοί άρχοντες αλλά αντίθετα, να δημιουργούν εισοδήματα στο λαό και σαφώς στο κράτος δια της φορολογίας. Αυτή την πολιτική υποστήριζε ο Ι. Γεννατάς. Γράφει χαρακτηριστικά:" ... το μείζον των κατοίκων είναι σφετερισταί..." της εθνικής γης. Όπως υποστηρίζει, τα πάντα αποδεικνύονται με ιδιωτικά έγγραφα, των οποίων η γνησιότητα του περιεχομένου δεν μπορεί να εξακριβωθεί, και από τούρκικους τίτλους ιδιοκτησίας, οι περισσότεροι των οποίων είναι πλαστοί (αναφέρει μάλιστα ότι στην Κωνσταντινούπολη, στο Ναύπλιο και στη Σμύρνη, σύμφωνα με πληροφορίες της κυβέρνησης κατασκευάζονται σωρηδόν τέτοιοι τίτλοι). Έτσι επιδιώκει τη διοικητική κρίση όλων αυτών των υποθέσεων και όχι τη δικαστική. Ο Καποδίστριας, μην επιθυμώντας την άμεση ρήξη με την επικρατούσα νοοτροπία δεν το ενέκρινε, αλλά υιοθέτησε τα περισσότερα σε μετέπειτα εγκυκλίους. Επί υπουργίας του ο Ι. Γεννατάς καθόρισε την έννοια και το περιεχόμενο των διοικητικών διαφορών, εξέδωσε το νέο κανονισμό των δικαστηρίων και την πολιτική διαδικασία.

Απεριόριστη άδεια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Ιούλιο του 1831 ο Ι. Γεννατάς ζητάει και παίρνει απεριόριστη άδεια, προβάλλοντας οικογενειακούς λόγους ως δικαιολογία. Προσωρινός αντικαταστάτης του επιλέγεται ο Μιχ. Σικελιανός. Στην πραγματικότητα τόσο ο Ι. Γεννατάς , όσο και ο Βιάρος Καποδίστριας ήταν εισηγητές πολύ αυστηρών μέτρων και έπρεπε να εκτονωθεί το φορτισμένο κλίμα με την αντιπολίτευση. Τους θεωρούσαν ως κακούς σύμβουλους της κυβέρνησης, καθώς και οργανωτές δικτύου καταδοτών. Κατά τον Ν.Ι. Πανταζόπουλο ο Καποδίστριας είχε αναθέσει στον Ι. Γεννατά τη διενέργεια ανακρίσεων για τα γεγονότα του Πόρου και της Ύδρας (Ιούλιος 1831), αλλά ο Γεννατάς αρνήθηκε να αναλάβει το βαρύ αυτό έργο και προτίμησε να επιστρέψει στην Κέρκυρα. Το Μάρτιο του 1832 η Εθνοσυνέλευση επικυρώνει ψήφισμα που καταργεί τα διοικητικά δικαστήρια του Γεννατά. Οι διαφορές πλέον, υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια.

Το πρόταγμα της πολιτικής του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πέρα από τα ζητήματα των Εθνικών Κτημάτων και την προσπάθεια διαμόρφωσης «διοικητικών υποθέσεων», εισάγοντας και την έννοια του «αμφισβητούμενου διοικητικόν», το πρόταγμα της πολιτικής του ήταν η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Γενικότερα η θέση του ήταν πολιτειοκρατική, και εκτός από τη Δικαιοσύνη, ήθελε και την υπαγωγή της Εκκλησίας στην πολιτική εξουσία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αντιμετώπιση της ακόλουθης περίπτωσης. Με αφορμή την κλήση δύο κληρικών από το Νεόκαστρο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τής Άνω Μεσσηνίας ως μάρτυρες σε κάποια υπόθεση, και τηυ υποβολή της κατάθεσής τους στη διαδικασία της ορκωμοσίας, ο επίσκοπος Ελαίας Παΐσιος ήγειρε θέμα αν επιτρέπεται να ορκίζονται οι κληρικοί. Κατά την εκκλησία απαγορευόταν η ορκωμοσία των κληρικών και γι΄ αυτό τούς έθεσε σε αργία και απέστειλε στην «επί τής παιδείας και των εκκλησιαστικών υποθέσεων γραμματείαν» το έγγραφο της ποινής τους ζητώντας οδηγίες για το τί να πράξει. Ο Γεννατάς αφού πρώτα εξέτασε το ζήτημα του όρκου από θρησκευτική και νομική άποψη, ανατρέχοντας μέχρι και στο Βυζαντινό Δίκαιο, γνωμοδότησε υπέρ της ορκωμοσίας των κληρικών. Θεώρησε όμως εκ του πονηρού την κίνηση του επισκόπου Παΐσιου και ζήτησε την απομάκρυνσή του και την παραδειγματική τιμωρία του, προβάλλοντας τη συμπεριφορά του ως αντίσταση κατά της πολιτικής εξουσίας. Από τα παραπάνω φαίνεται ότι επεδίωκε την αναχαίτιση παπικών τακτικών στην Εκκλησία και τον περιορισμό της μόνο σε ζητήματα δόγματος και εκκλησιαστικά, και όχι την επέκτασή της σε θέματα της πολιτείας. Κάτι τέτοιο, αν λάβουμε υπόψη τον ρόλο της Εκκλησίας κατά την προηγούμενη περίοδο (Τουρκοκρατία), τον καθιστούσε ιδιαίτερα αντιπαθή. (Ο Παΐσιος βέβαια, μετά τη δολοφονία Καποδίστρια διετέλεσε μέλος της επιτροπής για εκκλησιαστικά ζητήματα).

Οι θέσεις του ως υπουργού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι θέσεις του Ι. Γεννατά φαίνονται με το υπόμνημά του, ως υπουργού επί του Δικαίου, στις αρχές του 1830. Οι προτάσεις του σημαντικού αυτού υπομνήματος είχαν σαφώς πολιτειοκρατικό χαρακτήρα, εκφράζοντας μια ριζικά αντίθετη προσέγγιση του ζητήματος από την αντίστοιχη του Ιωσήφ και του Άνθιμου. Η εκάστοτε κυβέρνηση επρόκειτο να αποφασίζει όχι μόνο για τα διοικητικού χαρακτήρα θέματα της εκκλησίας, αλλά θα είχε λόγο και για το γάμο, το διαζύγιο και τον καθορισμό των εορτάσιμων ημερών. Η προτεινόμενη «Αρχιεπισκοπική Επιτροπή», στης οποίας τις συνεδριάσεις θα συμμετείχε κυβερνητικός επίτροπος, θα είχε ως αρμοδιότητα μόνο την επαφή με το Οικουμενικό Πατριαρχείο για πνευματικά ζητήματα. Με άλλα λόγια, αντί για Σύνοδο ο Γεννατάς προωθούσε τη σύσταση μιας απλής υπηρεσίας, η οποία θα αναλάμβανε να διεκπεραιώσει ένα μόνο μέρος της εκκλησιαστικής πολιτικής, που θα είχε διαμορφώσει η πολιτική εξουσία.

  • Πανταζόπουλος, Ν. Ι.,«Ο Ιωάννης Γενατάς και η Οργάνωσις της δικαιοσύνης επί Καποδιστρίου» Αθηνά 53,(1949),σελ. 297-318.