Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κάργια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κάργια
Ενήλικη κάργια
Ενήλικη κάργια
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Υποτάξη: Ωδικά (Passeri)
Οικογένεια: Κορακίδες (Corvidae)
Vigors, 1825
Γένος: Κόραξ (Corvus)
Linnaeus, 1758
Είδος: C. monedula
Διώνυμο
Corvus monedula (Κόραξ ο μοναδιαίος) [i]
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Corvus monedula cirtensis
Corvus monedula monedula
Corvus monedula soemmerringii
Corvus monedula spermologus

Η κάργια [ii] ή κάργα ή εσφαλμένα καλιακούδα (πρόκειται για διαφορετικά είδη) είναι πτηνό της οικογενείας των Κορακιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Corvus monedula και περιλαμβάνει 4 υποείδη.[2]

Στην Ελλάδα απαντά κυρίως το υποείδος Corvus monedula soemmerringii J. G. Fischer, 1811, με πιθανή την παρουσία του Corvus monedula spermologus Vieillot, 1817 στα δυτικά.[2]

Τόσο η επιστημονική ονομασία του είδους, όσο και οι λαϊκές ονομασίες του πτηνού στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Η λέξη monedula είναι λατινική (αναφέρεται αρκετές φορές σε έργα των Κικέρωνα και Οβιδίου) αλλά έχει ελληνική ρίζα: προέρχεται από την λέξη μοναδιαίος ([ΕΤΥΜ. < μτγν.μοναδιαίος < αρχ. μονάς, -άδος + παραγ. επίθημα -ιαΐος (πβ. κ. μην-ιαίος) [3]) και, έχει την κυριολεκτική σημασία του «νομίσματος» (=αρχ. μνα). Η αντίστοιχη λατινική mǒnēdŭla, δόθηκε από τον Λινναίο,[4] η ετυμολογία της είναι ομόρριζη και, έχει ακριβώς την ίδια σημασία.[5] Η αιτία που ο Λινναίος έδωσε τη συγκεκριμένη ονομασία στο είδος είναι άγνωστη, υπάρχουν όμως δύο εκδοχές:

Η πρώτη είναι η εκδοχή του ελληνικού μύθου της Άρνης: η Άρνη ήταν γυναίκα από τη Σίφνο, η οποία πρόδωσε την πατρίδα της στον Μίνωα για να πάρει χρήματα και, η τιμωρία της ήταν να μεταμορφωθεί σε κουρούνα.[6]

Σύμφωνα με τη δεύτερη -και πιθανότερη- εκδοχή, η ονομασία δόθηκε με αφορμή τη συνήθεια της κάργιας, να συλλέγει με το ράμφος της διάφορα αντικείμενα που της προξενούν εντύπωση, μεταξύ των οποίων και νομίσματα, κάτι που άλλωστε κάνουν όλα τα συγγενικά με αυτήν κορακοειδή (καρακάξα, κουρούνα κλπ).

Η λαϊκή ελληνική ονομασία κάργια έχει επίσης διφορούμενη προέλευση, αλλά το πιθανότερο είναι να προέρχεται από την τουρκική λέξη karga για το πτηνό,[7] εξ ου και η μεταμεσαιωνική φράση: «βοώ την κάργαν», κομπορρημονώ, και η μεταγενέστερη φράση «μάς κάνει τον κάργα», τον βαρύμαγκα,[8] σχετιζομένη πιθανώς με το όρθιο παράστημα του πτηνού όταν στέκεται ή περπατάει.

Η λαϊκή αγγλική ονομασία Jackdaw, εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον 16ο αιώνα, και πιστεύεται ότι είναι μια σύνθεση της λέξης jack, που χρησιμοποιείται στα ονόματα των ζώων ως υποκοριστικό για να δηλώσει μικρό μέγεθος (π.χ. jack snipe), και της αρχαϊκής αγγλικής λέξης daw. Άλλωστε, παλαιότερα, οι κάργιες ονομάζονταν απλά daws.[9]

Πορτραίτο ενήλικης κάργιας

Ο «μεταλλικός» ήχος chyak που αρθρώνει το πτηνό, μπορεί να αποτελεί την προέλευση του δεύτερου συνθετικού της ονομασίας του,[10] αλλά αυτό δεν υποστηρίζεται από το αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης.[11] Πιθανότατα, η λέξη Daw χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για το είδος, κατά τον 15ο αιώνα και, όπως αναφέρει το αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης, πρέπει να προέρχεται από την Παλαιά Αγγλική γλώσσα ως Dawe, συσχετιζομένη με τις ομόλογες λέξεις (cognates) στην Παλιά Γερμανική (Taha), Μέση Γερμανική (Tahe ή tāchele) και σύγχρονη Γερμανική (Dahle ή Dohle), και τις διαλεκτικού τύπου λέξεις Tach, Dahi, Dache και Dacha.

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ευρήματα από την πρώιμη και μέση Πλειστόκαινο Περίοδο, τα οποία αποδίδονται στο είδος, είναι κυρίως από τη νότια και τη νοτιοανατολική Ευρώπη και, περιορίζονται σε περιοχές με θερμά κλίματα ή θερμότερα μεσοπαγετωνικά διαστήματα. Μόνο στο τέλος του Πλειστόκαινου βρίσκονται και ίχνη απολιθωμάτων στη βορειοκεντρική Ευρώπη.[12][13] Στη βόρεια Ευρώπη, όμως, εγκαταστάθηκαν πιθανώς μόνο γύρω στο 1000 π.Χ. ως πτηνά αναπαραγωγής, εκεί όπου σήμερα βρίσκονται η Δανία και η Νορβηγία.[14] Κατά τους 18ο και 19ο αιώνες, το είδος επεκτάθηκε ακόμη βορειότερα μέσω του Κόλπου της Βοθνίας, όπου ενδέχεται να ευνοήθηκε από την αύξηση της θερμοκρασίας του τοπικού κλίματος και την αυξανόμενη αστικοποίηση. Στην Τυνησία, οι εκεί πληθυσμοί αναπαραγωγής, εξαφανίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, επίσης και στη Μάλτα, λόγω της εντατικής θήρας.

Από μελέτη του 2000 διαπιστώθηκε ότι η γενετική απόσταση μεταξύ του είδους και των άλλων ειδών του γένους Corvus ήταν μεγαλύτερη από ότι στα μέλη μέσα στο ίδιο το γένος.[15] Αυτό οδήγησε στην επαναφορά του γένους Coloeus το 2005,[16] το οποίο είχε «αδρανοποιηθεί» από παλαιότερη αναφορά του 1982.[17] Μεταγενέστερες μελέτες μιτοχονδριακού DNA, έδειξαν τη στενή συγγένεια του είδους με το C. dauuricus της Ανατολικής Ρωσίας και της Κίνας και, μάλιστα, ως βασικά taxa (ταξινομικές μονάδες) στον κλάδο Corvus.[18] Τα δύο αυτά είδη έχει αναφερθεί ότι υβριδίζονται στα Αλτάι, τη νότια Σιβηρία και τη Μογγολία. Η ανάλυση του μιτοχονδριακού DNA των δειγμάτων των δύο ειδών από τις περιοχές του πυρήνα τους δείχνει να είναι γενετικά διακριτή.[19] Προς το παρόν, το είδος τοποθετείται στο υπογένος (και όχι γένος) Coloeus.[20] Η ταξινομική του θεωρείται εν πολλοίς προβληματική, με κάποιους ερευνητές να υποστηρίζουν τα υπάρχοντα υποείδη, ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Η αιτία που το είδος δεν έχει ακόμη θεωρηθεί ως μονοτυπικό (δηλ. χωρίς υποείδη) είναι ότι, τα στοιχεία από τις χρωμοσωμικές μελέτες δεν είναι επαρκή.

Γεωγραφική κατανομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Corvus monedula cirtensis ΒΑ Αλγερία (περιοχή πόλης Constantine) Ενδημικό, με τους μετακινούμενους πληθυσμούς προς την Τυνησία, πιθανότατα να μην υφίστανται πλέον [1][21][22]
2 Corvus monedula monedula Σκανδιναβία (Κ και ΝΑ Νορβηγία, Ν Σουηδία, Β και Α Δανία (πιθανοί αναπαρογόμενοι πληθυσμοί στις Δαλματικές ακτές) Μικρές μετακινήσεις των αναπαραγομένων πληθυσμών στη ΣκανδιναβίαΦινλανδία, ‘Εσμπιεργκ και Χάντερσλεβ στη Δανία) και μεταναστεύσεις προς Κ και Α ΕυρώπηΓερμανία, ΠολωνίαΚαρπάθια Όρη), ΒΔ Ρουμανία, νότια/νοτιοδυτικά μέχρι τις Άλπεις, Β Σερβία (περιοχή Βοϊβοντίνας) και Σλοβενία [21] Διασταύρωση με το 3 στις ζώνες μετάβασης και αλληλοεπικάλυψης (νότια της Φινλανδίας, Βαλτική, Α Πολωνία, Ρουμανία και Κροατία.[23] Πιθανή διαχείμαση κάποιων ατόμων σε Γαλλία και Αγγλία, τυχαίοι επισκέπτες στην Ισπανία.[24]
3 Corvus monedula soemmerringii ΝΑ και Α Ευρώπη (Σερβία, Ελλάδα, Ν Ρουμανία, Τουρκία, Κύπρος, ανατολικά προς Β Ισραήλ, Κ Ασία (Καύκασος, Καζακστάν), Κασμίρ, Κίνα (ΒΔ Σινκιάνγκ), Δ Μογγολία και ΝΚ Σιβηρία (μέχρι τη λίμνη Βαϊκάλη. Πιθανοί αναπαραγόμενοι πληθυσμοί στη Συρία [25] και στα όρη Ελμπούρτζ του Ιράν ΒΑ Αφρική, ΝΔ Ασία, Α Ευρώπη, Ιράκ, Ιράν, ΒΔ Ινδία και Πακιστάν (κοιλάδα Quetta) Κυρίως μεταναστευτικό, διασταυρώνεται με το 2 στις ζώνες μετάβασης και αλληλοεπικάλυψης (Βλ. 2). Τυχαίος χειμερινός επισκέπτης σε Λίβανο και Συρία,[26] επίσης περιπλανώμενος επισκέπτης στην Ιαπωνία (Χοκάιντο) [27] και στην Αίγυπτο.[28]
4 Corvus monedula spermologus Δ Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία, Ρηνανία και Ν Ευρώπη (Ιβηρική, Γαλλία), ανατολικά προς Ιταλία, Β Αφρική (Μαρόκο (περιοχές Άτλαντα), ΒΔ Αλγερία) Κυρίως Κανάριες Νήσοι, Κορσική Λείπει από τις ακτές του Ατλαντικού των Πυρηναίων και της Πορτογαλίας

Πηγές:[2][4][29]

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Corvus monedula. Πρασινοκίτρινο: Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής, Πράσινο: Mόνιμο (επιδημητικό), Μπλέ: Περιοχές διαχείμασης

Η κάργια είναι μερικώς μεταναστευτικό είδος (οι περισσότεροι πληθυσμοί είναι καθιστικοί) με ευρεία κατανομή σε όλες τις εύκρατες περιοχές του Παλαιού Κόσμου, από τις ακτές του Ατλαντικού (Μαρόκο, Πορτογαλία, Ιρλανδία, μέχρι ανατολικά στη Σιβηρία, Α Ιμαλάια και Βαϊκάλη. Στα Βόρεια φθάνουν μέχρι τη Λευκή Θάλασσα (ισοθερμική 12°, μηνός Ιουλίου). Είναι αρκετά κοινό πτηνό σε όλη την επικράτειά του, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι περιστασιακά μπορεί να βρεθεί σε πολύ απομακρυσμένες περιοχές, όπως στην Ιαπωνία [27] ή τη Βόρεια Αμερική.[30]

Παρά το γεγονός ότι οι κάργιες είναι στο μεγαλύτερο μέρος της επικρατείας τους επιδημητικές, πολλοί πληθυσμοί, ιδιαίτερα οι ασιατικοί, κατά τη διάρκεια του χειμώνα μετακινούνται μακριά από τις περιοχές αναπαραγωγής. Μάλιστα, σε πολλές περιοχές, επειδή οι πληθυσμοί αναπαραγωγής αντικαθίστανται από τους επισκέπτες του χειμώνα, η απουσία των πτηνών συχνά δεν γίνεται αισθητή. Οι μεταναστευτικές οδοί εκτείνονται στις ακτές του Ατλαντικού και στις παρακείμενες θάλασσες, για τους δυτικούς πληθυσμούς, ενώ οι βόρειοι αναπαραγωγικοί πληθυσμοί κινούνται μακρύτερα προς τα νότια: στις χώρες της κεντρικής Ασίας οι πληθυσμοί που αναπαράγονται στη Ρωσία, μεταναστεύουν έως και 700 χιλιόμετρα, ενώ στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, λίγο περισσότερο από 300 χμ. Ωστόσο, τα πτηνά που αναπαράγονται στην Ελβετία μετακινούνται μόνο λίγα χιλιόμετρα. Ο αριθμός των επιδημητικών πληθυσμών ποικίλλει από βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά, με το ποσοστό των πτηνών που μετακινούνται από την Πολωνία να φθάνει το 70%, αλλά μόνο το 23% των πληθυσμών στο Βέλγιο, να φεύγουν από εκεί. Τον χειμώνα, τα πουλιά αφήνουν τα μεγαλύτερα υψόμετρα και μετακινούνται στα πεδινά, ενώ πολλοί πληθυσμοί συγκεντρώνονται σε αστικές περιοχές, όπου αρκετά μέρη για κούρνιασμα και πηγές τροφίμων είναι διαθέσιμα. Γενικά, η φθινοπωρινή μετανάστευση αρχίζει από το Σεπτέμβριο στο βορρά, ενώ στο νότο μπορεί να αρχίσει το Νοέμβριο. Η εαρινή επιστροφή στα εδάφη αναπαραγωγής, ξεκινάει ήδη στις αρχές του έτους, το Φεβρουάριο και το Μάρτιο και ολοκληρώνεται συνήθως στα τέλη Μαρτίου.[31]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Γιβραλτάρ και την Ισλανδία, τη Μαυριτανία και την Ιαπωνία, αλλά υπάρχουν και εξαιρετικές περιπτώσεις από τον Καναδά και τις ΗΠΑ.[1]

Στην Ελλάδα, η κάργια απαντά τόσο ως αναπαραγόμενο επιδημητικό είδος, όσο και ως μερικώς μεταναστευτικό (διαβατικό και χειμερινός επισκέπτης), σε όλη τη χώρα.[32][33]

Οι κάργιες, στη μη αναπαραγωγική περίοδο, συχνάζουν σε δασώδεις στέπες, λιβάδια, καλλιεργούμενες εκτάσεις, παράκτια βράχια, και βέβαια στις πόλεις. Αφθονούν εκεί οπου οι δασικές εκτάσεις εκκαθαρίζονται και μετατρέπονται σε αγρούς ή ανοικτούς χώρους.[34] Αρέσκονται σε ενδιάμεσους οικοτόπους, που περιλαμβάνουν μεγάλα δέντρα, κτίρια και ανοιχτές εκτάσεις, «αφήνοντας» τα μεγάλα ανοικτά πεδία στα χαβαρόνια και, τις δασωμένες περιοχές στις κίσσες.[35] Όπως και άλλα κορακοειδή, όπως το κοράκι και η κουρούνα, κάποια άτομα προτιμούν να περάσουν το χειμώνα σε αστικά πάρκα. Μετρήσεις πληθυσμών σε τρία αστικά πάρκα της Βαρσοβίας, έδειξαν αύξηση από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο, πιθανώς λόγω της μετανάστευσης από τις βορειότερες περιοχές.[36] Τα ίδια στοιχεία από τη Βαρσοβία, μεταξύ 1977-2003, έδειξαν ότι η διαχείμαση των εκεί πληθυσμών είχε αυξηθεί τέσσερις φορές. Η αιτία της αύξησης είναι άγνωστη, αλλά κάποια μείωση του αριθμού των χαβαρονιών μπορεί να ωφέλησε τις κάργιες σε τοπικό επίπεδο, ή η διαχείμαση των χαβαρονιών στη γειτονική Λευκορωσία μπορεί να προκάλεσε τη μετακίνησή τους στη Βαρσοβία.[37]

Κατά την αναπαραγωγική περίοδο, τα ενδιαιτήματα του είδους εξαρτώνται άμεσα από την παροχή τροφής και τις πιθανές θέσεις φωλιάσματος. Επειδή, οι κάργιες στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην παρουσία κοιλοτήτων στο βιότοπό τους, αναζητούν παλαιά δάση με δένδρα γεμάτα τρύπες από δρυοκολάπτες, ή τρύπες σε βράχους και σε κτήρια. Λατομεία, ογκόλιθοι, παλαιοί οικισμοί, μεσαιωνικές εκκλησίες και πάρκα με μεγάλα, παλιά δέντρα χρησιμοποιούνται συχνά, που άλλωστε χρησιμεύουν και ως θέσεις κουρνιάσματος.[38]

Η κάργια είναι σχετικά ανθεκτική σε σκληρές καιρικές συνθήκες, αλλά τείνει να αποφεύγει τις ακραίες θερμοκρασίες. Απαντά περισσότερο σε πεδινές περιοχές κάτω από τα 500 μέτρα, ενώ μεταξύ 500 και 1000 μέτρων, βρίσκεται μόνο κατά τοπικές συναθροίσεις. Σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οικότοποι αναπαραγωγής εκτείνονται υψηλότερα των 1000 μέτρων, όπως στις Άλπεις, στον Άτλαντα ή στο Κασμίρ σε, περίπου 2000 μέτρα.[38] Εκτός περιόδου αναπαραγωγής, έχει καταγραφεί στα 3500 μ.[39]

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα πέντε πρώτα στατιστικώς προτιμώμενα οικοσυστήματα είναι τα εξής: χωριά, λιβάδια, πόλεις, δάση πλατυφύλλων και παράκτιες περιοχές.[40]

Στην Ελλάδα, η κάργια απαντά σε ανοικτές καλλιεργούμενες περιοχές με διάσπαρτα βράχια και μεγάλα δένδρα, παράκτιες περιοχές, πόλεις, χωριά και, τοποθεσίες γύρω από πύργους και παλαιά κτίσματα,[32] λιβάδια, πάρκα, κήπους και αλσύλλια.[41]

Ενήλικη κάργια

Η κάργια είναι εύκολα αναγνωρίσιμη και μόνο λόγω του μεγέθους της αφού, είναι το μικρότερο από τα συγγενικά κορακοειδή που συχνάζουν στα ίδια οικοσυστήματα. Παρά τις, ανά υποείδος, παραλλαγές στο πτέρωμα, όλα τα πουλιά έχουν το ίδιο βασικό μαυρόγκριζο μοτίβο. Τα φύλα είναι παρόμοια, με ελαφρώς ανοικτότερο χρωματισμό των αρσενικών κατά τη διάρκεια ορισμένων εποχών και, με το πέρασμα της ηλικίας.

Στο μεγαλύτερο μέρος του πτερώματος κυριαρχεί το γιαλιστερό μαύρο, με μία μωβ (στα υποείδη 2 και 4) ή μπλε (στα υποείδη 1 και 3) απόχρωση στην κορυφή του κεφαλιού (στέμμα), το μέτωπο, και στα δευτερεύοντα ερετικά φτερά και, μία πράσινο-μπλε απόχρωση στο λάρυγγα, στα (πρωτεύοντα ερετικά και την ουρά. Τα μάγουλα, ο αυχένας και ο λαιμός είναι ανοιχτά γκρι προς γκρι-ασημί, ενώ η κάτω επιφάνεια είναι γκρι στο χρώμα του σχιστόλιθου (slate grey). Τα πόδια είναι μαύρα, όπως και το σχετικά -για κορακοειδές- κοντό ράμφος, το μήκος του οποίου είναι περίπου το 75% του συνόλου της κεφαλής.[42] Υπάρχουν ρινικές σμήριγγες (σκληρές τρίχες) που καλύπτουν περίπου το 40% της άνω γνάθου (ρινοθήκης) και το 25 % της κάτω γνάθου (γναθοθήκης).[42] Οι ίριδες των ενηλίκων είναι γκριζωπές ή λευκές-ασημί.

Τα νεαρά πουλιά έχουν πιο θαμπό και λιγότερο «οριοθετημένο» πτέρωμα. Το κεφάλι έχει πιο μαύρη-ανθρακί απόχρωση, μερικές φορές με αμυδρή πρασινωπή λάμψη και καφέ βάσεις στα φτερά. Το πίσω μέρος και τα πλάγια του λαιμού είναι σκούρα γκρι, ενώ και η κάτω επιφάνεια είναι γκρι ή ανθρακί. Η ουρά έχει στενότερα φτερά και πρασινωπή απόχρωση. Κυρίως όμως, οι ίριδες των νεαρών πουλιών είναι χαρακτηριστικά γαλάζιες, και γίνονται καφετί πριν πάρουν το τελικό τους χρώμα στο 1ο έτος της ηλικίας τους.[43]

Υπάρχει πολύ μικρή γεωγραφική διακύμανση στο μέγεθος. Οι κύριες διαφορές στα υποείδη βρίσκονται στην παρουσία ή όχι ενός υπόλευκου «κολλάρου» στη βάση του αυχένα, στις αποχρώσεις του αυχένα και στο χρωματικό τόνο της κάτω επιφανείας του σώματος. Οι πληθυσμοί της κεντρικής Ασίας έχουν ελαφρώς μεγαλύτερες πτέρυγες, ενώ οι δυτικοί πληθυσμοί έχουν ελαφρώς ογκωδέστερο ράμφος. Το χρώμα του κυρίως σώματος γίνεται πιο σκούρο βορειότερα, στις ορεινές περιοχές και στα υγρά κλίματα, ενώ είναι πιο ανοικτό αλλού.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος : (33-) 34 έως 39 εκατοστά
  • Μήκος εκάστης πτέρυγας : Αρσενικό 23,8 ± 1,1 εκατοστά, Θηλυκό 22.8 ± 1,0 εκατοστά (μέσος όρος για δείγματα 274-308 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο).[40]
  • Μήκος ουράς: 12,2 έως 13,8 εκατοστά
  • Βάρος: Αρσενικό 240,5 ± 19,55 γραμμάρια, Θηλυκό 221,7 ± 17,73 γραμμάρια (μέσος όρος για δείγματα 195-211 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο).[40]

Η αναζήτηση τροφής λαμβάνει χώρα ως επί το πλείστον στο έδαφος, σε ανοικτούς χώρους και σε μικρότερο βαθμό στα δέντρα. Οι κάργιες επισκέπτονται επίσης σκουπιδότοπους, κάδους, δημοσίους δρόμους και κήπους, τις περισσότερες φορές νωρίς το πρωί, όταν ο κόσμος είναι λιγότερος.[44] Χρησιμοποιούνται διάφορες μέθοδοι αναζήτησης τροφής, όπως μικρά άλματα, ραμφίσματα, αναποδογύρισμα σβώλων χώματος και ανακάτεμα, βύθισμα του ράμφους στο έδαφος και, περιστασιακά, το σκάψιμο. Μπορεί να πετάει κοντά σε χώρους βόσκησης αγελάδων, ακολουθώντας τα βαθιά ίχνη τους και να πλησιάζει με μικρά άλματα από το έδαφος ή με "καταδύσεις" από μικρό ύψος. Οι γαιοσκώληκες συνήθως δεν εξάγονται από το έδαφος, αλλά συλλαμβάνονται από φρεσκοοργωμένο χώμα.[45]

Κάργια πάνω στη ράχη προβάτου στις Εβρίδες
  • Συχνά, κάνουν «βόλτα» στις πλάτες προβάτων και άλλων θηλαστικών, αναζητώντας τσιμπούρια, καθώς και μαλλί ή τρίχες για τις φωλιές τους, ενώ πιάνουν και ιπτάμενα μυρμήγκια.[46]

Σε σύγκριση με άλλα κορακοειδή, η κάργια ξοδεύει περισσότερο χρόνο για εξερεύνηση και αναποδογύρισμα αντικειμένων με το ράμφος της, το οποίο είναι πιο ίσιο και λιγότερο καμπυλωτό, που σε συνδυασμό με την οξεία διόφθαλμη όρασή της, τής δίνει πλεονέκτημα στο συγκεκριμένο τρόπο για την αναζήτηση τροφής.[47]

Η κάργια οφείλει την επιτυχία της ως κοινό πτηνό, στη μεγάλη ευελιξία της να τρέφεται με παντός είδους τροφή, ζωική ή φυτική (παμφάγο), ανάλογα με την περίσταση (opportunistic feeder). Τρέφεται κυρίως με μικρά ασπόνδυλα έως 18 χιλιοστά σε μήκος, που βρίσκονται πάνω στο έδαφος, συμπεριλαμβανομένων διαφόρων σκαθαριών (ιδιαίτερα μηλολόνθες αλλά και προνύμφες σκαθαριών, Δίπτερα, Λεπιδόπτερα, σαλιγκάρια και αράχνες. Επίσης τρώγονται και μικρά τρωκτικά, αυγά και νεοσσοί πουλιών, αλλά και θνησιμαία, κυρίως θύματα τροχαίων. Φυτικό υλικό που καταναλώνεται, περιλαμβάνει σπόρους δημητριακών (κριθάρι, σιτάρι και βρώμη), σπόρους ζιζανίων, καρπούς κουφοξυλιάς, βελανίδια, και διάφορα φρούτα.[45] Η εξέταση σε στομάχια νεκρών πουλιών στην Κύπρο, άνοιξη και καλοκαίρι, έδειξε υπολλείμματα δημητριακών (κυρίως σιτάρι) και εντόμων (κυρίως τζιτζίκια και σκαθάρια).[48] Η διατροφή κατά μέσο όρο, είναι 84% φυτικό υλικό, εκτός της περιόδου αναπαραγωγής, όταν η κύρια πηγή τροφής τους είναι τα έντομα.[46] Μελέτη στη νότια Ισπανία, σε περιττώματα κάργιας, έδειξε ότι περιείχαν σημαντικές ποσότητες πυριτικών και ασβεστούχων θρυμμάτων, για να υποβοηθηθεί η πέψη των τροφίμων φυτικής προέλευσης και, η παροχή διαιτητικού ασβεστίου.[49]

Έχουν καταγραφεί λεηλασίες φωλιών σιταρήθρας (Alauda arvensis), μύχου (Puffinus puffinus), κοινής άλκας (Alca torda), σταχτοτσικνιά (Ardea cinerea), περιστεριού (Columba livia) και δεκαοχτούρας (Streptopelia decaocto), στα αυγά και τους νεοσσούς.

  • Η κάργια συνηθίζει να κρύβει την περίσσεια της τροφής της, αλλά δεν το κάνει τόσο συχνά, όσο άλλα κορακοειδή.[50]
Ενήλικη κάργια εν πτήσει

Η κάργια είναι λόγω μικρού βάρους επιδέξια στον αέρα, ικανή να εκτελεί από συγκρατημένους ελιγμούς μέχρι στροφές γύρω από τον εαυτό της, διάφορα ακροβατικά και αερολισθήσεις (glides).[51] Αυτό τής δίνει σημαντικό πλεονέκτημα στην προτεραιότητα προσέγγισης στις θέσεις αναζήτησης τροφής και σίτισης. Τα φτεροκοπήματά της είναι γρήγορα και «νευρικά», όμως, όταν τα πτηνά μεταναστεύουν, γίνονται πιο αργά.[51][52] Πειράματα σε αεροσήραγγα (wind tunnel) έδειξαν ότι, η προτιμώμενη ταχύτητα αερολίσθησης είναι μεταξύ 6 και 11 μέτρων ανά δευτερόλεπτο και, ότι, το άνοιγμα των φτερών μειώνεται όταν το πουλί πετάει πιο γρήγορα.[53] Γενικότερα, με μέση ταχύτητα 60 χμ/ώρα, οι κάργιες είναι πιο γρήγορες από τις κουρούνες και τα χαβαρόνια.

Στο έδαφος, οι κάργιες υιοθετούν όρθια στάση που, σε συνδυασμό με τα κοντά πόδια και τις κινήσεις του κεφαλιού μπρος-πίσω (bobbing),[51] τούς δίνει ένα ταχύ, ωστόσο «αλαζονικό» βηματισμό. Σπάνια τρέχουν ή εκτελούν πηδήματα και, τότε, εν μέρει με τη βοήθεια των πτερύγων τους.[43] Είναι ικανές να αναρριχώνται σε κάθετους τοίχους, όταν αυτοί διαθέτουν κάποιες προεξοχές, με τη βοήθεια της ουράς τους που λειτουργεί στηρικτικά.[54]

Ενώ, σε γενικές γραμμές, είναι επιφυλακτικές με τους ανθρώπους στο δάσος ή στην ύπαιθρο, οι κάργιες είναι πολύ πιο ήμερες σε αστικές περιοχές, ιδιαίτερα στις βορειοευρωπαϊκές πόλεις, όπου δεν διώκονται.[55] Είναι ιδιαίτερα κοινωνικό είδος, σχηματίζοντας σμήνη διαφόρων μεγεθών, με τα αρσενικά και τα θηλυκά να ζευγαρώνουν για μια ζωή και, τα ζευγάρια να παραμένουν μαζί μέσα στο κοπάδι.[56] Κατά την αναπαραγωγική περίοδο, παρατηρούνται συγκεντρώσεις των 20-50 ατόμων, αλλά τα σμήνη αυξάνονται σε μέγεθος το φθινόπωρο και, τα πουλιά συγκεντρώνονται το σούρουπο για ομαδικό κούρνιασμα,[57] έως και αρκετές χιλιάδες άτομα σε ένα μεγάλο χώρο. Στην Ουψάλα, μέχρι 40.000 άτομα έχουν καταγραφεί σε ένα κούρνιασμα το χειμώνα, με τα ζευγάρια να παίρνουν θέση από κοινού για τη νύχτα.[55] Συχνά συγχρωτίζονται με κουρούνες ή χαβαρόνια,[52] με τα τελευταία ιδιαίτερα κατά το κούρνιασμα ή τη μετανάστευση.[58] Φαίνεται ότι οι μεγάλες συγκεντρώσεις, ευνοούν τόσο την αναζήτηση τροφής, όσο και την υπεράσπισή της από τους άλλους θηρευτές.

Έχουν καταγραφεί κατά την αναζήτηση τροφής μαζί με ψαρόνια, καλημάνες και θυελλόγλαρους στη βορειοδυτική Αγγλία.[58] Τα κοπάδια τους συχνά γίνονται στόχοι συντονισμένης επίθεσης από ζεύγη χρυσογεράκων, αν και οι μεγαλύτερες ομάδες, είναι ικανές να ξεφεύγουν από τα αρπακτικά.[59] Αντίθετα, μερικές φορές σμήνη από κάργιες εκδιώκουν μεγαλύτερα πουλιά όπως καρακάξες, κοράκια ή ασπροπάρηδες.[60]

Τυπικό κοπάδι από κάργιες

Στο βιβλίο του «Το Δαχτυλίδι του Βασιλιά Σολομώντα», ο Κόνραντ Λόρεντς (Konrad Lorenz) περιγράφει και αναλύει τις σύνθετες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις σε ένα σμήνος από κάργιες που ζούσαν γύρω από το σπίτι του στο Altenberg, της Αυστρίας. Τις δακτυλίωσε για να τις την αναγνωρίζει και τις περιόρισε σε μεγάλους κλωβούς το χειμώνα για να αποτρέψει την ετήσια μετανάστευσή τους, βγάζοντας πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα: Τα πουλιά ακολουθούν μία γραμμική ιεραρχική δομή στην ομάδα, με τα άτομα στην υψηλότερη θέση να κυριαρχούν πάνω σε εκείνα της χαμηλότερης, ενώ τα μέλη ενός ζευγαριού, ανήκουν στον ίδιο ιεραρχικό βαθμό.[61] Τα νεαρά αρσενικά κατοχυρώνουν την ατομική θέση τους πριν από το ζευγάρωμα με τα θηλυκά. Μετά το ζευγάρωμα, το θηλυκό καταλαμβάνει την ίδια κοινωνική θέση με το σύντροφό της. Τα αζευγάρωτα θηλυκά είναι τα κατώτερα μέλη στην ιεραρχία ενώ έχουν τον τελευταίο λόγο στις θέσεις σίτισης και κουρνιάσματος. Ο Λόρεντς κατέγραψε μία περίπτωση κατά την οποία ένα αρσενικό, απουσίαζε κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ζευγαρώματος, επέστρεψε στο κοπάδι, έγινε το κυρίαρχο αρσενικό και, επέλεξε ένα από δύο θηλυκά που δεν είχαν βρει ακόμη σύντροφο. Το συγκεκριμένο θηλυκό ανέλαβε αμέσως δεσπόζουσα θέση στην κοινωνική ιεραρχία, δείχνοντάς το, ραμφίζοντας (pecking) τα κατώτερα μέλη. Σύμφωνα με τον Λόρεντς, ο πιο σημαντικός παράγοντας στην κοινωνική συμπεριφορά, ήταν η άμεση και διαισθητική κατανόηση της νέας ιεραρχίας από κάθε ξεχωριστό άτομο στο σμήνος.[61]

  • Οι κάργιες συνηθίζουν να μοιράζονται ενεργά την τροφή τους -όταν η πρωτοβουλία για τη μεταφορά ανήκει στον δωρητή- ανεξάρτητα από το φύλο ή τη συγγένεια. Μάλιστα, τείνουν να μοιράζονται περισσότερο, μία περισσότερο προτιμώμενη τροφή από μία λιγότερο προτιμώμενη.[62] Η συγκεκριμένη πρακτική στα περισσότερα πουλιά βρίσκεται κυρίως στο πλαίσιο της γονικής μέριμνας και ερωτοτροπίας. Όμως, στην κάργια, φαίνεται ότι είναι ένα στοιχείο πιο σύνθετο και, παρουσιάζει πολύ υψηλότερα επίπεδα συμπεριφοράς, κάτι που έχει τεκμηριωθεί σε ανώτερα είδη, συμπεριλαμβανομένων των χιμπατζήδων. Η λειτουργία αυτής της συμπεριφοράς δεν είναι πλήρως κατανοητή, αν και έχει βρεθεί αποστασιοποιημένη από το καθαρά διατροφικό επίπεδο και, συμβατή με θεωρίες αλληλοβοήθειας, αμοιβαιότητας και αποφυγή παρενόχλησης στις θέσεις σίτισης. Έχει επίσης προταθεί ότι η «δωρεά» τροφής μπορεί να υποκινείται από την ενίσχυση του γοήτρου του προσφέροντος μέλους, μέσα στην ομάδα.[63]
  • Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις καρακάξες ή άλλα κορακοειδή, οι κάργιες είναι γνωστές για τη συνήθεια που έχουν να μαζεύουν αντικείμενα που τους προκαλούν εντύπωση, ιδιαίτερα τα λαμπερά, όπως κοσμήματα ή νομίσματα (βλ. και Ονοματολογία) και να τα μεταφέρουν στις φωλιές τους.[64]
Φωλιά σε τείχος στην Ουαλία
Uovo di Coloeus monedula

Οι κάργιες ωριμάζουν σεξουαλικά στο δεύτερο έτος της ηλικίας τους και, είναι αυστηρά μονογαμικές. Γενετική ανάλυση των ζευγαριών και των απογόνων τους δεν δείχνει στοιχεία επί πλέον «συμμετοχής» στο ζευγάρωμα,[56] ενώ υπάρχουν λίγες πιθανότητες για τον χωρισμό του ζευγαριού, ακόμη και μετά από πολλαπλές αναπαραγωγικές αποτυχίες.[65] Ορισμένα ζευγάρια μπορεί να χωρίσουν στους πρώτους μήνες, αλλά σχεδόν όλα εκείνα με διάρκεια που υπερβαίνει τους έξι μήνες, παραμένουν διά βίου και, μόνον όταν ο ένας εταίρος πεθάνει, αντικαθίσταται. Είναι αξιοσημείωτο ότι, τα «χηρευμένα» ή μοναχικά μέλη ενός σμήνους, υφίστανται δυσμενή αντιμετώπιση από τα υπόλοιπα, συχνά εκδιωκόμενα από τις φωλιές.[58]

Οι κάργιες συνήθως αναπαράγονται σε αποικίες, με τα ζεύγη να συνεργάζονται για να βρουν μια φωλιά, την οποία στη συνέχεια υπερασπίζονται από άλλα ζεύγη και αρπακτικά, κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους.[65] Στις περιοχές όπου φωλιάζουν (βλ. Βιότοπος), κατασκευάζουν τη φωλιά τους, όπου υπάρχει τρύπα, στην κυριολεξία, σε δένδρα ή βράχια, σε ερειπωμένα ή και χρησιμοποιούμενα κτίρια και καμινάδες, ακόμη και στο έδαφος, αρκεί η θέση να είναι προστατευμένη.[66] Η διαθεσιμότητα των κατάλληλων χώρων επηρεάζει την παρουσία τους σε μια περιοχή.[52] Μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν καμπαναριά για φώλιασμα, γεγονός που περιγράφεται σε ποίημα του 18ου αιώνα, από τον Άγγλο ποιητή William Cowper.[67] Το ζεύγος «βελτιώνει» την τρύπα ή την σχισμή τοποθετώντας μέσα, μικρά κλαδάκια, που στη συνέχεια επιστρώνεται με μαλλί που έχει συλλεγεί από τις ράχες των προβάτων (βλ. Τροφή), τρίχες ή φυτικό υλικό. Η φωλιά αργότερα κερδίζει ύψος και γίνεται μια μεγαλύτερη πλατφόρμα, κάποιες φορές με μεγάλο όγκο.[68] Αυτή η τεχνική προκαλεί «μπούκωμα» των καπνοδόχων που, μάλιστα αρκετές φορές οδηγεί σε κατάρρευση κάτω στα τζάκια, με τα πουλιά ακόμα πάνω τους! [69] Υπάρχει αναφορά για κατασκευή φωλιάς ακόμη και στους ογκολίθους του Στόουνχετζ, όπου είχε χρησιμοποιηθεί μια παλαιότερη φωλιά από αγριοκούνελα.[70] Το είδος έχει καταγραφεί να ανταγωνίζεται τους χουχουριστές (Strix aluco) για φωλιές στην Ολλανδία,[71] ή να χρησιμοποιεί παλιές φωλιές μαύρου δρυοκολάπτη ή φασσοπερίστερου.

Η περίοδος αναπαραγωγής αρχίζει στα τέλη Απριλίου και η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ. Η γέννα αποτελείται από 4-6, κάποιες φορές από 2-9 αυγά, των οποίων το μέγεθος και το βάρος διαφέρει ελαφρώς μεταξύ των διαφόρων υποειδών (μέσο βάρος 11,1 γραμμάρια, εκ των οποίων το 7% είναι κέλυφος), με την εναπόθεσή τους να γίνεται μέρα παρά μέρα.[40][66]

Νεαρή κάργια

Η επώαση αρχίζει με την εναπόθεση του πρώτου αυγού και, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό για 17-18 ημέρες, ενώ το αρσενικό εφοδιάζει με τροφή.[66] Επειδή τα αυγά επωάζονται και εκκολάπτονται ασύγχρονα, οι τελευταίοι νεοσσοί συχνά οδηγούνται στο θάνατο. Εάν η προμήθεια τροφίμων είναι χαμηλή, η γονική «επένδυση» στους γόνους διατηρείται στο ελάχιστο, για εξοικονόμηση ενέργειας.[72]

Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και, εξαρτώνται πλήρως από τους ενήλικες για τη διατροφή τους. Αφήνουν τη φωλιά τους στις 28-32 ημέρες, ενώ είναι ικανοί προς πτήση στις 35-36 ημέρες.[66]

Η κάργια της Ανατολής (Corvus monedula soemmerringii) στο Επταπύργιο στη Θεσσαλονίκη

Στην Ελλάδα, οι κάργιες φωλιάζουν σε όλη τη χώρα ως επιδημητικά πτηνά, αλλά απαντούν και ως μερικώς αποδημητικά.[32][33]

Ο κισσόκουκος (Clamator glandarius) έχει καταγραφεί να παρασιτεί τη φωλιά της κάργιας στην Ισπανία και το Ισραήλ.[73][74] Την φωλιά της λεηλατούν το κοράκι στην Ισπανία, ο χουχουριστής και η νυφίτσα (Mustela nivalis) στην Αγγλία και, ο αρουραίος (Rattus norvegicus) στη Φινλανδία. Το κουνάβι (Martes martes) κάνει επιδρομές σε απομονωμένες φωλιές στη Σουηδία, αλλά είναι λιγότερο επιτυχές, όταν οι φωλιές είναι μέρος μιας αποικίας. Άλλοι σημαντικοί θηρευτές είναι το διπλοσάινο και ο πετρίτης.

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο παγκόσμιος πληθυσμός του είδους εκτιμάται ότι θα αυξάνεται, καθώς το γεωγραφικό φάσμα κατανομής επεκτείνεται (Madge και Burn 1993), αν και στην Ευρώπη, οι τάσεις από το 1980 δείχνουν ότι οι πληθυσμοί έχουν υποστεί μια μέτρια μείωση (p <0,01), με βάση τα προσωρινά στοιχεία για 21 χώρες, του Πανευρωπαϊκού Προγράμματος Παρακολούθησης Κοινών Πουλιών (EBCC / RSPB / BirdLife / Στατιστική Ολλανδίας, Voříšek, 2008).

Γενικά πρόκειται για ένα «επιτυχημένο» πτηνό και, αυτός είναι και ο λόγος που η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[1]

Στον ελλαδικό χώρο η Κάργια απαντά και με τις ονομασίες Κάργα, Κάρια, Σιταροκοράκι, Κατσικατούλα και Κατσικορώνα (Κύπρος).[75][76]

i. ^ Άλλες λόγιες ονομασίες είναι Κολοιός ο κοινός και Κολοιός ο βωμολόχος [75]

ii. ^ Προτιμάται η ονομασία αυτή από την ισότιμη ονομασία Κάργα [77] λόγω της αποδοχής της από την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία (ΕΟΕ),[78] και για να μη γίνεται σύγχυση με το επίρρημα «κάργα» (=πλήρως, γεμάτος ως τα χείλη).
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 BirdLife International (2012). Corvus monedula στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Howard and Moore, p. 512
  3. Μπαμπινιώτης, σ. 1114
  4. 4,0 4,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2013. 
  5. http://books.google.gr/books?id=m2QSAAAAIAAJ&pg=PA268&redir_esc=y#v=onepage&q&f=false
  6. Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 11, σ. 152
  7. http://www.turkishdictionary.net/?word=karga
  8. Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 32, σ. 400
  9. Goodwin, p. 78
  10. Gains, David (1 July 2010). "British Garden Birds: Jackdaw". self. Retrieved 27 April 2012
  11. Jackdaw, n.". Oxford English Dictionary (2nd ed.). 1989
  12. Tyrberg, 1998, p. 579-580
  13. Tyrberg, 2008
  14. Jon Fjeldså
  15. Kryukov & Suzuki
  16. Rasmussen & Anderton
  17. Wolters, Hans E. (1982). Die Vogelarten der Erde (in German). Hamburg & Berlin, Germany: Paul Parey. ISBN 3-490-09118-3.
  18. Haring et al
  19. Gill & Donsker
  20. Goodwin 1986, S. 72
  21. 21,0 21,1 Cramp & Stanley, p. 120
  22. Rothschild & Hartert
  23. Offereins
  24. Dies et al
  25. Ramadan et al
  26. Murdoch & Betton
  27. 27,0 27,1 Brazil
  28. Goodwin 1986, S. 75
  29. BirdLife International and NatureServe (2012). «Corvus monedula: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2014. 
  30. Dunn & Alderfer
  31. Cramp & Perrins, 1994
  32. 32,0 32,1 32,2 Όντρια, σ. 153
  33. 33,0 33,1 Κόκκινο Βιβλίο, σ. 161
  34. Goodwin, p. 75
  35. Cramp, σ. 121
  36. Żmihorski et al
  37. Mazgajski et al
  38. 38,0 38,1 Glutz von Blotzheim & Bauer 1993, σ. 1680-6
  39. del Hoyo et al, 2009
  40. 40,0 40,1 40,2 40,3 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob15600.htm
  41. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2019. 
  42. 42,0 42,1 Cramp, p. 139
  43. 43,0 43,1 Goodwin, σ. 74
  44. Goodwin, σ. 75
  45. 45,0 45,1 Lockie
  46. 46,0 46,1 Madge & Burn
  47. Kulemeyer et al
  48. Hadjisterkotis, E. (2003). "The Effect of Corvid Shooting on the Populations of Owls, Kestrels and Cuckoos in Cyprus, with Notes on Corvid Diet". Zeitschrift für Jagdwissenschaft 49 (1): 50–60. doi:10.1007/BF02192013
  49. Soler et al
  50. Glutz von Blotzheim & Bauer 1993, S. 1696–1701
  51. 51,0 51,1 51,2 Bruun, p. 216
  52. 52,0 52,1 52,2 Cramp, p. 121
  53. Rosen, Mikael; Hedenstrom, Anders (2001). "Gliding Flight in a Jackdaw: A Wind Tunnel Study". Journal of Experimental Biology 204 (6): 1153–66
  54. Glutz von Blotzheim & Bauer 1993, S. 1661–6
  55. 55,0 55,1 Cramp, p. 129
  56. 56,0 56,1 Henderson et al
  57. Mullarney et al
  58. 58,0 58,1 58,2 Cramp, p. 128
  59. Leonardi, Giovanni (1999). "Cooperative Hunting of Jackdaws by the Lanner Falcon (Falco biarmicus)". Journal of Raptor Research 33 (2): 123–27
  60. BirdLife International (2012) Species factsheet: Corvus monedula". Downloaded from http://www.birdlife.org. Retrieved 2012-05-01
  61. 61,0 61,1 Lorenz
  62. de Kort et al
  63. von Bayern et al
  64. Magpie". Nature Wildlife. BBC. Retrieved 19 April 2012. ,"Jackdaw". Nature Wildlife. BBC. Retrieved 19 April 2012
  65. 65,0 65,1 Emery et al
  66. 66,0 66,1 66,2 66,3 Harrison, p. 318
  67. The Poetical Works of William Cowper 2. London, United Kingdom: William Pickering. 1853. p. 336.
  68. Wilmore
  69. Greenoak, F. (1979). All the Birds of the Air; the Names, Lore and Literature of British Birds. London, United Kingdom: Book Club Associates. ISBN 0-233-97037-1.
  70. White, Gilbert (1833). The Natural History of Selborne. London, United Kingdom: N. Hailes. p. 163
  71. Koning et al
  72. Gibbons, David Wingfield (June 1987). "Hatching Asynchrony Reduces Parental Investment in the Jackdaw". Journal of Animal Ecology 53 (2): 403–14. doi:10.2307/5056. JSTOR 5056
  73. Arias-de-Reyna, Luis (1998). "Coevolution of the Great Spotted Cuckoo and its Hosts". In Rothstein, Stephen I.; Robinson, Scott Kuehner. Parasitic Birds and their Hosts: Studies in Coevolution. Oxford, United Kingdom: Oxford University Press. pp. 129–42. ISBN 0-19-509976-1
  74. Charter, M.; Bouskila, A.; Aviel, S.; Leshem, Y. (2005). "First Record of Eurasian Jackdaw (Corvus monedula) Parasitism by the Great Spotted Cuckoo (Clamator glandarius) in Israel". The Wilson Bulletin 117 (2): 201–204. doi:10.1676/04-065. JSTOR 20060085
  75. 75,0 75,1 Απαλοδήμος, σ. 35
  76. Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 32, σ. 115
  77. Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 32, σ 115
  78. http://www.ornithologiki.gr/page_list.php?lID=3&sp=yes&st=no&sf=yes&ss=yes
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 32, λήμμα «Κάργα»
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • Josep Alcover, Bartomeu Seguí, Pere Bover: Extinctions and Local Disappearances of Vertebrates in the Western Mediterranean Islands. In: Ross D. E. MacPhee (Hrsg.): Extinctions in Near Time. Causes, Contexts, and Consequences. Kluwer Academic/Plenum, New York 1999, ISBN 0-306-46092-0.
  • Bauer, Hans-Günther, Einhard Bezzel, Wolfgang Fiedler: Das Kompendium der Vögel Mitteleuropas. Alles über Biologie, Gefährdung und Schutz. Band 2: Passeriformes – Sperlingsvögel. Aula-Verlag Wiebelsheim, Wiesbaden 2005, ISBN 3-89104-648-0.
  • von Bayern, A.M.P.; de Kort, S.R.; Clayton, N.S.; Emery, N.J. "Frequent food- and Object-sharing during Jackdaw (Corvus monedula) Socialisation". Ethological Conference, Budapest, Hungary, 2005.
  • Brazil, Mark (2009). The Birds of East Asia. London, United Kingdom: A&C Black. p. 308. ISBN 0-7136-7040-1.
  • Cramp (ed), Stanley, ed. (1994). Handbook of the Birds of Europe the Middle East and North Africa, the Birds of the Western Palearctic, Volume VIII: Crows to Finches. Oxford, United Kingdom: Oxford: Oxford University Press. ISBN 0-19-854679-3.
  • Dies, J. I.; Lorenzo, J. A.; Gutierrez, R.; García, E.; Gorospe, G.; Marti-Aledo, J.; Gutiérrez, P.; Vidal, C.; Sales, S.; López-Velasco, D. (2009). "Report on Rare Birds in Spain 2007". Ardeola 56 (2): 309–44.
  • Dunn, John L.; Alderfer, Jonathan (2006). National Geographic Field Guide to the Birds of North America (5th ed.). Washington, D.C.: National Geographic Society. p. 326.
  • Dwenger, Rolf: Die Dohle. Corvus monedula. Ziemsen, Wittenberg 1989, ISBN 3-7403-0156-2.
  • Emery, Nathan J.; Seed, Amanda M.; von Bayern, Auguste M.P.; Clayton, Nicola S. (29 April 2007). "Cognitive Adaptations of Social Bonding in Birds". Philosophical Transactions of the Royal Society of London: B Biological Sciences 362 (1480): 489–505. doi:10.1098/rstb.2006.1991.
  • Gill, F.; Donsker, D., ed. (30 March 2011). "Vireos, Crows & Allies". IOC World Bird List: Version 2.8.3. WorldBirdNames.org. Retrieved 29 June 2011
  • Goodwin D. (1983). Crows of the World. St Lucia, Queensland: Queensland University Press. ISBN 0-7022-1015-3.
  • Goodwin D: Crows of the World. 2. Auflage. The British Museum (Natural History), London 1986, ISBN 0-565-00979-6.
  • Kryukov, A.P.; Suzuki, H. (2000). "Phylogeography of Carrion, Hooded and Jungle crows (Aves, Corvidae) Inferred From Partial Sequencing of the Mitochondrial Cytochrome b Gene". Russian Journal of Genetics 36: 922–29.
  • Gotthelf Fischer: Notice sur le Choucas de la Russie. In: Mémoires de la Société Impériale des Naturalistes de Moscou. Band 1, 1811, S. 1–4 (Volltext).
  • Jon Fjeldså: Revision of the Systematic Position of Norwegian Jackdaws, Corvus monedula L. In: Norwegian Journal of Zoology. Band 20, 1971, S. 147–155.
  • Urs N. Glutz von Blotzheim, K. M. Bauer: Handbuch der Vögel Mitteleuropas. Band 13/III: Passeriformes (4. Teil). AULA-Verlag, Wiesbaden 1993, ISBN 3-89104-460-7.
  • E. Haring, A. Gamauf, A. Kryukov: Phylogeographic Patterns in Widespread Corvid Birds. In: Molecular Phylogenetics and Evolution. Band 45, 2007, doi:10.1016/j.ympev.2007.06.016, S. 840–862.
  • Henderson, I. G.; Hart, P. J. B.; Burke, T. (2000). "Strict Monogamy in a Semi-Colonial Passerine: The Jackdaw Corvus monedula". Journal of Avian Biology 31 (2): 177–182. doi:10.1034/j.1600-048X.2000.310209.x. JSTOR 3676991.
  • Joseph del Hoyo, Andrew Elliot, David Christie (Hrsg.): Handbook of the Birds of the World. Volume 14: Bush-shrikes To Old World Sparrows. Lynx Edicions, Barcelona 2009, ISBN 978-84-96553-50-7.
  • Koning, F. J.; Koning, H. J.; Baeyens, G. (2009). "Long-Term Study on Interactions between Tawny Owls (Strix aluco), Jackdaws (Corvus monedula) and Northern Goshawks (Accipiter gentilis)". Ardea 97 (4): 453–456. doi:10.5253/078.097.0408. edit
  • de Kort, Selvino R.; Emery, Nathan J.; Clayton, Nicola S. (2006). "Food Sharing in Jackdaws, Corvus monedula: What, Why and with Whom?". Animal Behaviour 72 (2): 297–304. doi:10.1016/j.anbehav.2005.10.016.
  • Kulemeyer, Christoph; Asbahr, Kolja; Gunz, Philipp; Frahnert, Sylke; Bairlein, Franz (2009). "Functional Morphology and Integration of Corvid Skulls – a 3D Geometric Morphometric Approach". Frontiers in Zoology 6 (2): 2. doi:10.1186/1742-9994-6-2.
  • Carl von Linné: Systema naturæ per regna tria naturæ, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Lars Salvi, Stockholm 1758 (Volltext).
  • Lockie, J. D. (November 1956). "The Food and Feeding Behaviour of the Jackdaw, Rook and Carrion Crow". The Journal of Animal Ecology 25 (2): 421–28. doi:10.2307/1935. JSTOR 1935.
  • Lorenz, Konrad (1964) [1952]. "11. The Perennial Retainers". King Solomon's Ring: New Light on Animal Ways. Translated by Marjorie Kerr Wilson. London, United Kingdom: Methuen.
  • Madge, Steve; Burn, Hilary (1994). Crows and Jays: A Guide to the Crows, Jays and Magpies of the World. London, United Kingdom: A & C Black. pp. 136–37. ISBN 0-7136-3999-7.
  • John M. Marzluff, Tony Angell: In the Company of Crows and Ravens. Yale University Press, New Haven und London 2005, ISBN 0-300-10076-0.
  • Mazgajski, Tomasz D.; Żmihorski, Michał; Halba, Ryszard; Wozniak, Agnieszka (2008). "Long-term Population Trends of Corvids Wintering in Urban Parks in Central Poland". Polish Journal of Ecology 56 (3): 521–26
  • Mullarney, Killian; Svensson, Lars; Zetterstrom, Dan; Grant, Peter (1999). Collins Bird Guide. Collins. p. 335. ISBN 0-00-219728-6.
  • Murdoch, D.A.; Betton, K.F. (2008). "A Checklist of the Birds of Syria". Sandgrouse (Supplement 2): 12.
  • K. Sara Myers: Ovid’s Causes. Cosmogony and Aetiology in the Metamorphoses. University of Michigan, Ann Arbor 1994, ISBN 0-472-10459-4.
  • Offereins, Rudy (2003). "Identification of eastern subspecies of Western Jackdaw and occurrence in the Netherlands". Dutch Birding (Dutch Birding Association) 25 (4): 209–220.
  • Ramadan-Jaradi, Ghassan; Bara, Thierry; Ramadan-Jaradi, Mona (2008). "Revised Checklist of the Birds of Lebanon". Sandgrouse 30 (1): 22–69.
  • Rasmussen, Pamela C.; Anderton, John C. (2005). Birds of South Asia: The Ripley Guide. Volume 2. Washington, D.C. and Barcelona, Spain: Smithsonian Institution and Lynx Edicions. p. 598. ISBN 84-87334-67-9.
  • Rothschild Walter, Hartert Ernst: Ornithological Explorations in Algeria. In: Novitates Zoologicae. Band 18, Nr. 3, 1912, S. 456–550 (Volltext).
  • Boria Sax: Crow. Reaktion Books, London 2003, ISBN 1-86189-194-6.
  • Soler, Juan José; Soler, Manuel; Martínez, Juan Gabriel (1993). "Grit Ingestion and Cereal Consumption in Five Corvid Species". Ardea 81 (2): 143–49.
  • Tommy Tyrberg: Pleistocene Birds of the Palaearctic. A Catalogue. Publications of the Nuttall Ornithological Club 27. Nuttall Ornithologican Club, Cambridge 1998.
  • Louis Jean Pierre Vieillot: Nouveau Dictionnaire d’Histoire Naturelle
  • Wilmore, S. Bruce (1977). Crows, Jays, Ravens and their Relatives. London, United Kingdom: David and Charles.
  • Żmihorski, Michał; Halba, Ryszard; Mazgajski, Tomasz D. (2010). "Long-term Spatio-temporal Dynamics of Corvids Wintering in Urban Parks of Warsaw, Poland". Ornis Fennica 87 (2): 61–68.