Καζιμίρ ΣΤ΄ της Πομερανίας
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Καζιμίρ ΣΤ΄ της Πομερανίας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 22 Μαρτίου 1557[1][2] Βόλγκαστ[3] |
Θάνατος | 10 Μαΐου 1605[4][2] Νταρουόβο |
Τόπος ταφής | Στσέτσιν |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία |
Θρησκεία | Λουθηρανισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Γκράιφσβαλντ |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | elected bishop |
Οικογένεια | |
Γονείς | Φίλιππος Α΄ της Πομερανίας και Μαρία της Σαξονίας, δούκισσα της Πομερανίας |
Αδέλφια | Αμέλια της Πομερανίας Μαργαρίτα της Πομερανίας-Βόλγκαστ Άννα της Πομερανίας Μπόγκισλαβ ΙΓ΄ της Πομερανίας Ερνέστος Λουδοβίκος της Πομερανίας Μπάρνιμ Ι΄ της Πομερανίας Ιωάννης Φρειδερίκος της Πομερανίας |
Οικογένεια | Οίκος της Πομερανίας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | επίσκοπος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Καζιμίρ ΣΤ΄, γερμαν. Casimir VΙ (22 Μαρτίου 1557 - 10 Μαΐου 1605) από τον Οίκο των Γκρίφφινς ήταν Λουθηρανός διοικητής τού πριγκιπάτου-επισκοπής τού Καμμίν της Πομερανίας (νυν Καμιέν Πομόρσκι) το διάστημα 1574-1602.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ήταν ο πέμπτος γιος τού Φιλίππου Α΄ δούκα της Πομερανίας και της Μαρίας των Βέττιν, κόρης τού Ιωάννη εκλέκτορα της Σαξονίας.
Το 1560 απεβίωσε ο Φίλιππος Α΄ και τον διαδέχθηκαν οι πέντε γιοί του. Ήταν ανήλικοι και επίτροπος ανέλαβε ο Ούλριχ φον Σβερίν, υποστηριζόμενος με ένδεκα συμβούλους.
Το 1569 οι αδελφοί με τη συνθήκη τού Γιάζενιτς διαίρεσαν την Πομερανία: ο Καζιμίρ ΣΤ΄ θα γινόταν διοικητής της επισκοπής τού Καμμίν. Πράγματι το 1574 ο πρωτότοκος Ιωάννης-Φρειδερίκος παραιτήθηκε και ανέλαβε ο Καζιμίρ ΣΤ΄. Το 1578 έκανε τη Μεγάλη Περιήγηση από την Ιταλία ως τις Κάτω Χώρες.
Ως επίσκοπος τού Καμμίν είχε διαφωνίες με την πόλη τού Κόλμπερκ (νυν Κοουόμπζεκ), που ήταν πρωτεύουσά του. Άφησε τη διοίκηση στους συμβούλους του κυρίως, όπως τον Γιοακίμ Ντάμνιτς. Τού άρεσαν το ψάρεμα, τα συμπόσια και οι περιηγήσεις. Το 1600 απεβίωσε ο αδελφός του Ιωάννης-Φρειδερίκος δούκας τού Στεττίν και την περιοχή του ανέλαβε ο Μπάρνιμ Ι΄, που άφησε το Ρύγκενβλντε. Το ανέλαβε ο Καζιμίρ ΣΤ΄ το 1602, αφού παραιτήθηκε από τη διοίκηση της επισκοπής τού Καμμίν υπέρ τού ανιψιού του Φραγκίσκου. Μετά ο Καζιμίρ ΣΤ΄ έλαβε και το Μπύτοβ. Το 1603 απεβίωσε και ο Μπάρνιμ Ι΄, έτσι ήταν η σειρά τού Καζιμίρ ΣΤ΄ να λάβει το Στεττίν. Ωστόσο ήταν σοβαρά ασθενής και δεν το έλαβε. To 1605 ασθένησε από ευλογιά και απεβίωσε στο ανάκτορο Νόιχαουζεν, κοντά στο Ρύγκενβάλντε. Σαράντα ημέρες μετά η σορός του μεταφέρθηκε στο Στεττίν (νυν Τσέτσιν) και ετάφη στο ναό τού δουκικού κάστρου. Ήταν άγαμος.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 137808453. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2015.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage. p35498.htm#i354976. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2014.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Martin Wehrmann, Genealogie des pommerschen Herzogshauses, Stettin: Leon Sauniers Buchhandlung, 1937, p. 124.
- Martin Wehrmann, Geschichte von Pommern, second edition, Gotha: Friedrich Andreas Perthes, 1921, vol. 2, (reprint: Augsburg: 1992, ISBN 3-89350-112-6)