Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καλαμόκιρκος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καλαμόκιρκος
Αρσενικός καλαμόκιρκος
Αρσενικός καλαμόκιρκος
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae)
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae) [1]
Γένος: Κίρκος (Circus) Lacépède, 1799 Μ
Είδος: C. aeruginosus
Διώνυμο
Circus aeruginosus (Κίρκος ο χαλκόχρωμος)
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Circus aeruginosus aeruginosus
Circus aeruginosus harterti

Ο Καλαμόκιρκος είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους κίρκους που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο, ένα από τα μέλη της ομάδας των κίρκων. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Circus aeruginosus και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[2]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος C. a. aeruginosus, που είναι επιδημητικό στη χώρα. [3]

Η λατινική λέξη aeruginosus είναι αρκετά σπάνια και, σημαίνει επακριβώς: «γεμάτος με σκουριά από χαλκό».[4][5] Επειδή, ωστόσο, το χρώμα αυτό παραμένει εκείνο του υποκείμενου χαλκού (verdigris), κατ' επέκτασιν σημαίνει «χαλκόχρωμος».

Τόσο η αγγλική ονομασία του είδους (marsh harrier), όσο και η ελληνική σχετίζονται με τα κυριότερα ενδιαιτήματα του πτηνού (βάλτοι, καλαμώνες).

Γεωγραφική κατανομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Circus aeruginosus. Πράσινο σκούρο: μόνιμος κάτοικος (επιδημητικός), Πράσινο ανοικτό: Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής, Μπλε: Περιοχές διαχείμασης

Ο καλαμόκιρκος έχει μία ευρεία περιοχή εξάπλωσης στον Παλαιό Κόσμο, συγκεκριμένα στην Παλαιαρκτική. Στην Ευρώπη απαντά σχεδόν σε όλες τις χώρες, με εξαίρεση τη Νορβηγία, την Ισλανδία, και την Ιρλανδία. Στην Ασία απαντά κυρίως στη Μέση Ανατολή, Τουρκία, Ιράκ και Ιράν, ενώ η περιοχή εξάπλωσης εκτείνεται προς τα ανατολικά ως τη βορειοδυτική Κίνα, τη Μογγολία και τη λίμνη Βαϊκάλη της Σιβηρίας, και νότια στην ινδική υποήπειρο. Στην Αφρική, βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της και σε μία μεγάλη ζώνη γύρω από τον ισημερινό, από τον Ατλαντικό μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και τον Ινδικό.

Περιοχές αναπαραγωγής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καλαμόκιρκος αναπαράγεται σχεδόν σε κάθε χώρα της Ευρώπης, είτε ως μόνιμος κάτοικος, είτε ως καλοκαιρινός επισκέπτης, αλλά απουσιάζει από τις ορεινές περιοχές και την υποαρκτική Σκανδιναβία. Είναι σπάνιος, αλλά αυξάνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου έχει εξαπλωθεί μέχρι την ανατολική Σκωτία.[6] Οι περιοχές αναπαραγωγής στην Ασία, βρίσκονται κυρίως στη Μικρά Ασία και τη μεσογειακή Μέση Ανατολή, στις ακτές της Κασπίας και τις παραθαλασσιες περιοχές του Ιράκ και του Ιράν, το Καζακστάν, το βόρειο Αφγανιστάν και το βόρειο Πακιστάν.

Τέλος στην Αφρική, αναπαράγεται μόνιμα στις βόρειες περιοχές του Μαρόκου, της Αλγερίας και της Τυνησίας.

Περιοχές διαχείμασης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι περιοχές διαχείμασης βρίσκονται νότια των περιοχών αναπαραγωγής. Μερικά πουλιά μεταναστεύουν σε περιοχές της νότιας και δυτικής Ευρώπης με ηπιότερο κλίμα, ενώ άλλοι πληθυσμοί μεταναστεύουν στο Σαχέλ, στη λεκάνη του Νείλου και την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών της Αφρικής (Ζάμπια, Ζιμπάμπουε), στην Αραβική Χερσόνησο, στην ινδική υποήπειρο, στη Μιανμάρ και τη Σρι Λάνκα.

Στην Ελλάδα απαντά τόσο ως μόνιμος αναπαραγόμενος κάτοικος, όσο και ως χειμερινός επισκέπτης.[7]

Μεταναστευτικές οδοί

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αρσενικός καλαμόκιρκος (κοιλιακή όψη)

Ο καλαμόκιρκος θεωρείται, γενικότερα, αποδημητικό πτηνό σε μεγάλη έκταση της περιοχής εξάπλωσής του. Η φθινοπωρινή αποδημία πραγματοποιείται από τα τέλη Ιουλίου μέχρι τις αρχές Αυγούστου, περίπου, ενώ η εαρινή από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τα μέσα Απριλίου.

Τυχαία, περιπλανώμενα άτομα έχουν φθάσει μέχρι την Ισλανδία, τις Αζόρες, τη Μαλαισία και τη Σουμάτρα. Η πρώτη αναφορά -αλλά ανεπιβεβαίωτη- για τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν για ένα άτομο, που φέρεται να φωτογραφήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1994 στο Chincoteague Εθνικό Καταφύγιο Άγριας Ζωής της Βιρτζίνια. Στη συνέχεια, υπήρχε επιβεβαιωμένη καταγραφή από τη Γουαδελούπη (χειμώνας του 2002/2003) και από το Laguna Cartagena Εθνικό Καταφύγιο Άγριας Ζωής στο Πουέρτο Ρίκο (αρχές του 2004 και τον Ιανουάριο / Φεβρουάριο του 2006).[εκκρεμεί παραπομπή]

Ο καλαμόκιρκος εξαρτάται στενά από υγροτόπους, ιδίως εκείνους που είναι πλούσιοι σε καλαμώνες (Phragmites australis). Μπορεί επίσης να συναντηθεί σε πολλά άλλα ανοιχτά ενδιαιτήματα, όπως γεωργικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις ή αμμοθίνες, δέλτα ποταμών και λιμνοθάλασσες, ιδίως όταν αυτές οι περιοχές γειτνιάζουν με έλη.[7][8]. Επίσης απαντά και σε ορυζώνες [9]<

Είναι εδαφικό είδος κατά την περίοδο αναπαραγωγής και, ακόμα και το χειμώνα, φαίνεται ότι είναι λιγότερο κοινωνικό πτηνό από άλλους κίρκους που, συχνά, συγκεντρώνονται σε μεγάλα σμήνη.[10]. Παρόλ’αυτά, στο Εθνικό Πάρκο Keoladeo του Rajasthan (Ινδία) περίπου 100 καλαμόκιρκοι παρατηρούνται να κουρνιάζουν μαζί κάθε Νοέμβριο / Δεκέμβριο.

Θηλυκός καλαμόκιρκος

Ο καλαμόκιρκος είναι ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός κίρκος, στο μέγεθος περίπου μιας γερακίνας, αλλά έχει φαρδύτερες, πιο στρογγυλεμένες φτερούγες και «βαρύτερο» πέταγμα από τα άλλα είδη.[11]

Όπως και οι άλλοι κίρκοι εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό. Το πτέρωμα του αρσενικού είναι ως επί το πλείστον κοκκινωπό-καφέ με ανοικτότερες κιτρινωπές ραβδώσεις, οι οποίες είναι ιδιαίτερα εμφανείς στο στήθος. Το κεφάλι, ο λαιμός και οι ώμοι έχουν ως επί το πλείστον κρεμ-γκριζοκίτρινη απόχρωση. Τα δευτερεύοντα και τα τριτεύοντα ερετικά φτερά είναι καθαρά γκρι-σταχτιά, το τελευταία ερχόμενα σε αντίθεση με το καφέ εμπρός τμήμα της πτέρυγας και τα μαύρα πρωτεύοντα στα ακροπτερύγια. Η άνω και η κάτω πλευρά της πτέρυγας είναι παρόμοιες, αν και το καφέ είναι ανοικτότερο στο κάτω μέρος. Η ουρά είναι μονόχρωμη και τα υπουραία φτερά ουδέποτε λευκά (διαφορά από τους άλλους κίρκους).[12] Γενικά, τρία χρώματα κυριαρχούν στο αρσενικό, από όποια πλευρά και να το δει κανείς: καφέ-γκρι-μαύρο.

Το θηλυκό είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου καφέ-σοκολατί, με την κορυφή του κεφαλιού, του λαιμού και των ώμων να έχουν ένα εμφανώς ανοικτότερο κιτρινωπό χρώμα. Όμως, αυτό το φτέρωμα μπορεί να είναι, είτε σαφώς οριοθετημένο με έντονες αντιθέσεις, είτε -ιδιαίτερα σε φθαρμένα φτερά- να είναι αρκετά «ξεπλυμένο» και να μοιάζει με τα χρώματα του κεφαλιού του αρσενικού. Πάντως, η οφθαλμική περιοχή του θηλυκού είναι πάντα πιο σκούρα, κάνοντας τα μάτια να ξεχωρίζουν.

Τα πόδια, τα δάκτυλα, η ίριδα και το κήρωμα είναι κίτρινα, ενώ το ράμφος είναι μαύρο.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (43-)48 έως 54(-56) εκατοστά.
  • Άνοιγμα πτερύγων: 115 έως 130 εκατοστά.
  • Βάρος: Αρσενικό: 400-650 γραμμάρια, θηλυκό: 740-1100 γραμμάρια, κατά μέσον όρο.
Αρσενικός Καλαμόκιρκος (κοιλιακή όψη)

Ο καλαμόκιρκος, κατά την πτήση, μοιάζει αρκετά με τη γερακίνα ή τον τσίφτη, αλλά έχει το χαρακτηριστικό πέταγμα των κίρκων, πετάει δηλαδή με τις πτέρυγες ανορθωμένες σε σχήμα V. Τα φτερουγίσματά του είναι «ελαστικά» και κάνει συχνά απότομα σταματήματα ή μικρές βουτιές. Συνήθως πετάει χαμηλά πάνω από τις καλαμιές αναζητώντας θηράματα.[7]. Τα πόδια του, κατά την πτήση, τα διατηρεί συνήθως κρεμασμένα. Την ίδια στάση διατηρεί και όταν κυνηγάει, προσπαθώντας να αιφνιδιάσει τη λεία του από χαμηλό ύψος. Το θήραμα, τις περισσότερες φορές συλλαμβάνεται στο έδαφος, σπάνια στον αέρα ή στην επιφάνεια του νερού.

Θηλυκός καλαμόκιρκος (κοιλιακή όψη)

Η κύρια τροφή του καλαμόκιρκου αποτελείται κατά 70-80% από στρουθιόμορφα και από -κυρίως νεαρά- υδρόβια πουλιά, όπως πάπιες και πουλάδες. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, επιτίθεται σε όλους τους νεοσσούς, ενώ τρώει ακόμη και αυγά άλλων πουλιών. Με την κατάλληλη δαιθέσιμη περιοχή, το κύριο μέρος της διατροφής μπορεί επίσης να αποτελείται από χωραφοπόντικες, αρουραίους, σκίουρους εδάφους, μικρά κουνέλια, λαγούς, και μοσχόμυες.[8] Επιπλέον, σε μικρότερο βαθμό, ψάρια, βάτραχοι, σαύρες, μικρά φίδια και μεγάλα έντομα, περιλαμβάνονται στη γκάμα θηραμάτων. Τέλος, μπορεί να στραφεί και σε θνησιμαία ή να κλέψει τη λεία άλλων πουλιών.[13]

Η έναρξη της περιόδου αναπαραγωγής κυμαίνεται από τα μέσα Μαρτίου έως τα μέσα Μαΐου, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος,συνήθως όμως είναι κατά τον Απρίλιο ή αρχές Μαΐου. Στην κεντρική Ευρώπη μπορεί να παραταθεί μέχρι και τον Ιούνιο. Οι καλαμόκιρκοι συνήθως δεν είναι μονογαμικοί, με τα αρσενικά να ζευγαρώνουν με δύο ή, μερικές φορές, με τρία θηλυκά, αλλά κάποια ζευγάρια παραμένουν μαζί για πολλά χρόνια.

Θηλυκός καλαμόκιρκος

Η φωλιά κατασκευάζεται στην επιφάνεια του εδάφους μέσα στις καλαμιές, αλλά κάποιες φορές πάνω στην επιφάνεια πολύ ρηχού νερού. Κατασκευάζεται σχεδόν αποκλειστικά από το θηλυκό, αποτελείται από καλάμια και μεγάλα ξερόκλαδα και, επιστρώνεται με πρασινάδες. Είναι μεγαλύτερη από τη φωλιά που φτιάχνουν οι άλλοι κίρκοι και, μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί, ιδιαίτερα μετά από ένα επιτυχημένο φώλιασμα.[14] Σπανιότερα, η φωλιά μπορεί να κατασκευαστεί σε χωράφια ή καλλιεργημένους αγρούς.

Η γέννα αποτελείται από 4-5 αυγά, κάποιες φορές 3-8. Η επώαση -που ξεκινάει είτε από το πρώτο αυγό είτε από το δεύτερο ή και το τρίτο-, πραγματοποιείται αποκλειστικά από το θηλυκό, με το αρσενικό να την εφοδιάζει με τροφή και διαρκεί 33-38 ημέρες.[14]

Μετά την εκκόλαψη, τη σίτιση των νεοσσών αναλαμβάνει το θηλυκό, για 7-10 ημέρες, ενώ το αρσενικό προμηθεύει την τροφή. Κατόπιν, κυνηγούν και οι δύο γονείς ταυτόχρονα. Οι νεοσσοί αποκτούν το πρώτο τους φτέρωμα στις 21-28 ημέρες και παραμένουν κοντά στη φωλιά για τις επόμενες 14 ημέρες, ενώ είναι ικανά για πτήση στις 35-40 ημέρες περίπου. Μένουν κοντά στους γονείς τους για 2-3 εβδομάδες ακόμη.[14][15]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πληθυσμοί του καλαμόκιρκου είχαν μειωθεί σε πολλές περιοχές μεταξύ του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα εξαιτίας της δίωξης, της καταστροφής των οικοτόπων και της υπερβολικής χρήσης φυτοφαρμάκων, κυρίως DDT. Tώρα, αποτελεί ένα προστατευόμενο είδος σε πολλές χώρες, με τους αριθμούς του να ανεβαίνουν και πάλι, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου (1) ένα και μοναδικό θηλυκό αναπαραγωγής υπήρχε το 1971, ενώ σήμερα υπάρχουν πάνω από 200 ζεύγη. Στην κεντρική Ευρώπη, εμφανίστηκε σε υψόμετρο μέχρι και 750, όπου παλαιότερα δεν υπήρχε.[16]

Βέβαια, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μια σειρά από απειλές, συμπεριλαμβανομένου του παράνομου κυνηγιού, ιδιαίτερα κατά τη μετανάστευση στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Τα πτηνά είναι εκτεθειμένα σε παρενοχλήσεις της φωλιάς κατά την περίοδο αναπαραγωγής και, ενδέχεται επίσης να δηλητηριάζονται από κατάποση σκαγίων, μέσω της λείας τους. Παρόλα αυτά, ο καλαμόκιρκος σήμερα κατατάσσεται ως είδος Ελαχίστης ανησυχίας από την IUCN.[17]

Αρσενικός καλαμόκιρκος (ραχιαία όψη)

Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ακριβή δεδομένα για την ιστορική του κατανομή, αλλά θα ήταν, πιθανότατα, ευρύτερη από τη σημερινή, λόγω της ύπαρξης περισσοτέρων υγροτόπων, κυρίως ελών, που έχουν έκτοτε αποξηρανθεί. Οι αποξηράνσεις, οι γενικότερες ανθρώπινες παρεμβάσεις στους υγροτόπους και η λαθροθηρία, είναι οι κυριότερες αιτίες μείωσης του πληθυσμού στην Ελλάδα, που συνεχίζεται ακόμη. Είναι αναγκαία η λεπτομερής καταγραφή των αναπαραγομένων ζευγαριών και η διατήρηση ικανών εκτάσεων με καλαμώνες, που είναι απαραίτητοι για την επιβίωση του είδους.

Ειδικά για τον ελλαδικό χώρο, ο καλαμόκιρκος εντάσσεται στην κατηγορία Τρωτά (Vulnerable, VU).[18]

Circus aeruginosus

Καθεστώς προστασίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ι. Συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο του Κόκκινου Βιβλίου για τα απειλούμενα σπονδυλόζωα της Ελλάδος, στην κατηγορία Τρωτά.

ΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στο παράρτημα Ι της Κοινοτικής Οδηγίας 79/409 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατήρηση των άγριων πουλιών.

ΙΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.[19]

Στον ελλαδικό χώρο, o Καλαμόκιρκος απαντά και με τις ονομασίες Λιμνογέρακο, Λιμνοκιρκινέζι, Λιμνόβιος Κίρκος [7][20][21]

  1. Thiollay, 1994
  2. Howard and Moore, p. 103
  3. Howard and Moore, p. 103
  4. http://artflx.uchicago.edu/cgi-bin/philologic/getobject.pl?c.0:1353.lewisandshort[νεκρός σύνδεσμος]
  5. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=aeruginosus[νεκρός σύνδεσμος]
  6. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 19 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 20 Απριλίου 2013. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 82
  8. 8,0 8,1 Bauer et al., S. 324
  9. Hermann Heinzel et al., p. 90
  10. Clarke et al. (1998)
  11. Heinzel et al, p. 90
  12. Όντρια, σ. 82
  13. http://www.rspb.org.uk/wildlife/birdguide/name/m/marshharrier/index.aspx
  14. 14,0 14,1 14,2 Harrison, p. 106
  15. Collin Harrison und Peter Castell
  16. Bauer et al., S. 323
  17. http://www.iucnredlist.org/details/106003399/0
  18. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 215
  19. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 20 Απριλίου 2013. 
  20. Απαλοδήμος, σ. 37
  21. Όντρια σ. 82
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 34 , λήμμα «Κίρκος»
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Γ. Χανδρινού-Α. Δημητρόπουλου, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδόσεις Ευσταθιάδη, Αθήνα, 1982.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • Clarke, R.; Prakash, V.; Clark, W.S.; Ramesh, N. & Scott, D. (1998): World record count of roosting harriers Circus in Blackbuck National Park, Velavadar, Gujarat, north-west India. Forktail 14: 70-71. PDF fulltext
  • Hans-Günther Bauer, Einhard Bezzel und Wolfgang Fiedler (Hrsg): Das Kompendium der Vögel Mitteleuropas: Alles über Biologie, Gefährdung und Schutz. Band 1: Nonpasseriformes – Nichtsperlingsvögel, Aula-Verlag Wiebelsheim, Wiesbaden 2005, ISBN 3-89104-647-2
  • Collin Harrison und Peter Castell: Field Guide Bird Nests, Eggs and Nestlings, HarperCollins Publisher, überarbeitete Auflage von 2002, ISBN 0007130392, S. 88