Καλύψο
Καταγωγή | gayap |
---|---|
Τόπος γέννησης | Τρινιντάντ |
Μουσικά όργανα | φωνή, κρουστά, κουάτρο |
Συναφή είδη | Τρινιντάντ και Τομπάγκο, Μέντο |
Μουσικοί | Λάιονελ Μπελάσκο (Lionel Belasco), Λάνσελοτ Πίναρντ (Sir Lancelot), Ρέιμοντ Κουεβέντο (Attila the Hun), Ρούπερτ Γκραντ (Lord Invader), Σεσίλ Άντερσον (Duke of Iron), Φρέντερικ Γουίλμοθ Χέντρικς (Wilmoth Houdini), Χάρι Μπελαφόντε, Χόλις Ούρμπαν Λέστερ Λίβερπουλ (Chalkdust), Χιούμπερτ Ράφαελ Τσαρλς (Roaring Lion) |
Είδη | |
Εν γένει δεν υπάρχουν ξεχωριστά είδη καλύψο, ωστόσο ορισμένοι αναφέρονται στη τζαζ καλύψο (calypso jazz) ως διακριτό είδος | |
Η καλύψο (calypso) είναι είδος μουσικής και χορού της νότιας και ανατολικής Καραϊβικής, που αναπτύχθηκε κυρίως στο Τρινιντάντ στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι ρίζες της εντοπίζονται στην Αφρικανική μουσική παράδοση, καθώς ως είδος ενσωμάτωσε στοιχεία που μετέφεραν δούλοι από τη δυτική Αφρική, όταν εγκαταστάθηκαν στο Τρινιντάντ.
Οι επιδράσεις που δέχθηκε
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σημαντικότερη επίδραση στη διαμόρφωση της καλύψο είχε το αφρικανικό μουσικό είδος gayup (ή gayap), ένας τύπος ομαδικού τραγουδιού που χαρακτηρίζεται από τις ερωταποκρίσεις των ερμηνευτών και ήταν συνήθης κατά την εργασία των δούλων στις φυτείες ζάχαρης του Τρινιντάντ. Κάθε ομάδα τραγουδιστών αποτελούνταν από ένα κύριο ερμηνευτή (chantwell) που τραγουδούσε ένα στίχο και στη συνέχεια ακολουθούσε η χορωδιακή απάντηση των υπολοίπων. Το είδος τραγουδιού του gayup ενίοτε περιλάμβανε δύο διαφορετικά μέρη όταν είχε συναγωνιστικό χαρακτήρα, το πρώτο εορταστικό, αποδίδοντας τιμές στους νικητές, και το δεύτερο σκωπτικό έναντι των ηττημένων. Σύμφωνα με το διακεκριμένο μουσικό της καλύψο Χόλις Ούρμπαν Λέστερ Λίβερπουλ — γνωστός περισσότερο ως Chalkdust — η καταγωγή, τα μελωδικά πρότυπα και η ρυθμική δομή της καλύψο προέρχονται από την Αφρική, ωστόσο είναι παράλληλα εμφανείς και ευρωπαϊκές ή αμερικανικές προσμίξεις, όπως το στοιχείο της Αγγλικής γλώσσας και η επίδραση της αμερικανικής τζαζ, σε συνδυασμό με άλλες ισπανικές και γαλλικές επιρροές[1]. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές υπήρξαν άρρηκτα συνδεδεμένες με την ιστορία του Τρινιντάντ, το οποίο υπήρξε αρχικά ισπανική αποικία, έχοντας ωστόσο ένα μεγάλο ποσοστό γαλλόφωνων κατοίκων και Αφρικανών δούλων που εγκαταστάθηκαν εκεί, ενώ από το 1882 περιήλθε υπό Βρετανική κυριαρχία. Οι Γάλλοι άποικοι μετέφεραν τις Ρωμαιοκαθολικές παραδόσεις, μεταξύ αυτών και τον εορτασμό των αποκριών. Αν και οι Αφρικανοί δούλοι δεν επιτρεπόταν να συμμετάσχουν σε αυτές, διοργάνωναν παράλληλες μουσικές παρελάσεις (canboulay[2]), οι οποίες συγχωνεύτηκαν με τις υπόλοιπες μετά την κατάργηση της δουλείας το 1834. Η καλύψο διαμορφώθηκε μέσα από το δρώμενο του καρναβαλιού, αφομοιώνοντας διαφορετικά μουσικά στοιχεία και παραδόσεις.
Η ιστορία του όρου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο όρος καλύψο χρησιμοποιήθηκε πιθανώς για πρώτη φορά το 1882 από τον αββά Μασέ, στην προσπάθειά του να περιγράψει ένα είδος χορού, που χαρακτηριζόταν ως «αηδής» και «αιτία της διαστροφής των νέων ανδρών και γυναικών»[3], αν και σε ευρεία κλίμακα άρχισε να χρησιμοποιείται στις αρχές του 20ου αιώνα. Η ονομασία θεωρείται πως προέρχεται από την αφρικανική λέξη kaiso, που συνιστά ένα επιφώνημα ενθάρυνσης. Οι λέξεις cayso, cariso ή caliso χρησιμοποιήθηκαν επίσης για να περιγράψουν πρώιμες μορφές της καλύψο.
Οι πρώτες ηχογραφήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πρώτες ηχογραφήσεις του είδους χρονολογούνται στις αρχές της δεκαετίας του 1910. Άρχισαν να πραγματοποιούνται το 1912, από την ορχήστρα που διήυθυνε ο Τζορτζ Μπέιλι, όταν αυτή ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη ηχογραφώντας για τις δισκογραφικές εταιρίες Victor και Columbia. Δύο χρόνια αργότερα, στελέχη των ίδιων εταιριών κατέγραψαν τη μουσική τοπικών συγκροτημάτων του Τρινιντάντ, ενώ το 1914 ήταν το έτος κυκλοφορίας αυτών των πρώτων ηχογραφήσεων καλύψο, που μέχρι το 1930 συνέχισαν να πραγματοποιούνται αποκλειστικά στην πόλη της Νέας Υόρκης και από μουσικούς που είχαν ως έδρα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η καλύψο άρχισε να αποκτά ευρεία απήχηση στο αμερικανικό ακροατήριο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, όταν ορισμένοι από τους σπουδαιότερους μουσικούς του είδους, όπως οι Attila the Hun και Roaring Lion, ηχογράφησαν και ερμήνευσαν τα τραγούδια τους σε μουσικές σκηνές της Αμερικής. Το ενδιαφέρον για την καλύψο στην Αμερική, αλλά και διεθνώς, κορυφώθηκε το 1956-7, ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του άλμπουμ Calypso του δημοφιλούς τραγουδιστή Χάρι Μπελαφόντε. Την περίοδο αυτή, η καλύψο εμπορευματοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Αποτελούσε ένα από τα κυρίαρχα είδη μουσικής που προωθούνταν στη μουσική βιομηχανία, ενώ αντιπροσώπευε το ένα τέταρτο των πωλήσεων δίσκων στις Ηνωμένες Πολιτείες[4]. Ανάλογη προώθηση επιχειρήθηκε παράλληλα από τη βιομηχανία του κινηματογράφου, με κυκλοφορίες ταινιών στις οποίες διαδραμάτιζε πρωτεύοντα ρόλο η καλύψο.
Ομοιότητες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μουσικά, παρουσιάζει ομοιότητες με τη βραζιλιάνικη σάμπα. Οι συνθέσεις της γράφονται σε διπλό μέτρο, σε αρμονία με τις απαιτήσεις του χορού των παρελάσεων, ενώ οι μελωδίες της είναι κυρίως ευρωπαϊκής καταγωγής. Βασίζεται στο τραγούδι και ερμηνεύεται συνήθως με συνοδεία ορχηστρών κρουστών (steel bands), συνοδευόμενες επίσης από την τετράχορδη κιθάρα κουάτρο (cuatro). Στιχουργικά, βασικό χαρακτηριστικό της καλύψο αποτελεί το κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο που ενσωματώνει στα τραγούδια, όπως και η σάτιρα που ενίοτε ασκείται μέσα από αυτά. Ως είδος άσκησε μικρότερη επίδραση στη τζαζ, συγκριτικά με την Αφροκουβανική ή Βραζιλιάνικη μουσική, ωστόσο υπήρξαν ορισμένες επιτυχημένες προσπάθειες συγχώνευσης των δύο ειδών, από διακεκριμένους μουσικούς της τζαζ όπως ο Ντίζι Γκιλέσπι και ο Σόνι Ρόλινς.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Broughton, Ellingham, Trillo, 508
- ↑ Ο όρος αποτελεί παραφθορά των γαλλικών λέξεων cannes brûlées (μτφρ. καμμένα καλάμια) και αναφέρεται στην πρακτική της καύσης των καλαμιών της φυτείας πριν τo θερισμό.
- ↑ Cowley, 98
- ↑ "Calypso: A World Music" Αρχειοθετήθηκε 2007-09-28 στο Wayback Machine., Historical Museum of South Florida online exhibition, ανακτήθηκε 25 Απριλίου 2007
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Simon Broughton, Mark Ellingham, Richard Trillo, World music: The Rough Guide, Rough Guides, 2000
- John Cowley, Carnival, Canboulay and Calypso, Cambridge University Press, 1999
- Jan Fairley: 'Calypso', Grove Music Online ed. L. Macy (Ανακτήθηκε 24 Απριλίου 2007)
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Calypso: A World Music - Διαδικτυακή έκθεση από το Μουσείο Ιστορίας της Νότιας Φλόριντας