Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καμαρίνα Πρέβεζας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά τον σύγχρονο οικισμό της Ηπείρου. Για την αρχαιοελληνική αποικία της Σικελίας, δείτε: Καμάρινα.

Συντεταγμένες: 39°8′4″N 20°40′18″E / 39.13444°N 20.67167°E / 39.13444; 20.67167

Καμαρίνα
Άποψη της Καμαρίνας, από το ύψος της Κασσώπης.
Καμαρίνα is located in Greece
Καμαρίνα
Καμαρίνα
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΗπείρου
Περιφερειακή ΕνότηταΠρεβέζης
ΔήμοςΠρέβεζας
Δημοτική ΕνότηταΖαλόγγου
Γεωγραφία
Γεωγραφικό διαμέρισμαΉπειρος
ΝομόςΠρεβέζης
Έκταση15,923
Πληθυσμός
Μόνιμος201
Έτος απογραφής2021
Πληροφορίες
ΠολιούχοςΆγιος Βασίλειος
Ταχ. κώδικας481 00
Τηλ. κωδικός(+30) 26820
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Καμαρίνα είναι ιστορικό χωριό της Ηπείρου στον νομό Πρεβέζης, ανήκει ως τοπική κοινότητα στον ομώνυμο δήμο, με πληθυσμό 213 κατοίκους. Βρίσκεται σε υψόμετρο 390 μέτρα και απέχει 6,5 χλμ. από τη θάλασσα και 25 χλμ. από την Πρέβεζα. Φημίζεται για την υπέροχη θέα της και το καταπληκτικό της κλίμα. Στα όρια της βρίσκεται ο ηρωικός βράχος του Ζαλόγγου και η αρχαία πόλη της Κασσώπης.

Πανοραμική άποψη της Καμαρίνας από τον βράχο του μνημείου του Ζαλόγγου

Ιστορική διαδρομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ίδρυση του οικισμού και η ετυμολογία του ονόματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο οικισμός της Καμαρίνας κατά την περιγραφή περιηγητή του 1882

Η παράδοση αναφέρει ως πρώτους οικιστές του χωριού τις οικογένειες Σταύρου Κεράνα, Γεωργίου Στέργιου και Βασίλη Μελή. Χτίζοντας την εκκλησία έριξαν κλήρο για την ονομασία της και κέρδισε ο τρίτος και από το όνομα του είναι αφιερωμένη στον Άγιο Βασίλειο[1]. Η χρονολογία οικήσεως είναι περίπου στις αρχές του 1700 και στον τωρινό χώρο της κοινότητας υπήρχαν τα χωριά του Ζαλόγγου πλησίον της Μονής, του Λιμποχόβου οικούμενο από πρόσφυγες του ομώνυμου χωριού του Αργυροκάστρου για να αποφύγουν τον εξισλαμισμό, των Μαρτανιών από όπου ήταν ο αρματωλός Πούλιος Δράκος πού με τον Μαλάμο και τον Θεόδωρο Μπούα Γρίβα επαναστάτησαν εναντίον των Τούρκων το 1585 [2] και της Τροπέλας[3] των οποίων οι περισσότεροι κάτοικοι μετά την καταστροφή των από τους Τούρκους μετοίκησαν στην Καμαρίνα.

Η πιθανότερη εξήγηση του ονόματος του χωριού είναι να προέρχεται από τη λέξη καμάρι, καμαρώνω λόγω της θέσεώς του, καθώς δεσπόζει της πεδιάδας της Λάμαρης ώστε και σήμερα ακόμη να αποκαλείται το μπαλκόνι της Πρέβεζας. Οι περιγραφές διαφόρων ξένων περιηγητών που επισκέφτηκαν το χωριό είναι χαρακτηριστικές.

Το χωριό είναι κτισμένο ανάμεσα σε περιβόλια οπωροφόρων, με άφθονες πηγές, που σχηματίζουν ένα μικρό ρέμα, το οποίο ρέει προς την πεδιάδα της Λάμαρης. Δεσπόζει ωραίας θέας του Αμβρακικού κόλπου και της πεδιάδας της Άρτας με τα γύρω όρη, συμπεριλαμβανομένων του Μακρυνόρους, του Βάλτου και του Ξηρόμερου. Προς νότο φαίνεται η πόλη της Λευκάδας, το στενό της και ολόκληρο το νησί, που καταλήγει στο ακρωτήριο Δουκάτο. Στα δεξιά του ακρωτηρίου διακρίνεται η άκρη τού Φισκάρδου, στην Κεφαλονιά. Μέσα στο μεγαλοπρεπές αυτό αμφιθέατρο ξεπροβάλλει η πόλη της Πρέβεζας, οι χερσόνησοι του Ακτίου και της Νικόπολης και ακριβώς από κάτω μας μια κυματοειδής περιοχή και μια πεδιάδα με λιβάδια, χωράφια με καλαμπόκια και ελαιώνες, που αποτελούν την περιφέρεια της Λάμαρης αναφέρει ο Άγγλος στρατιωτικός Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ το 1805 [4].

Η Καμαρίνα είναι κτισμένη πάνω σε όμορφα υψώματα σε μια ωραία τοποθεσία, γεμάτη δέντρα, κήπους και αμπέλια και έχει μια θαυμάσια θέα του Αμβρακικού κόλπου, των Ακαρνανικών ορέων, του Ιονίου πελάγους και των νησιών του, καθώς και του ισθμού της Νικόπολης που βρίσκεται ακριβώς από κάτω... Η θέα που έχει ο επισκέπτης από το κοίλον του θεάτρου της Κασσώπης είναι η ομορφότερη που μπορεί να βρει κανείς στην Ελλάδα, γράφει ο Άγγλος θεολόγος Τόμας Χιούζ το 1813[5].

Υπάρχουν και άλλες δύο απόψεις λιγότερο πιθανές, η πρώτη ότι προέρχεται από τον Κόμαρο, έτσι ονομαζόταν ο κόλπος του Μύτικα και η δεύτερη να δόθηκε η ονομασία από τους Βενετούς λόγω της ομοιότητας με την αρχαία πόλη της Σικελίας Καμάρινα [1].

Ο καπετάν Χρηστάκης Καλόγερος
Το σεράγι φωτογραφημένο το 1912 από τον Etienne Labranche

Η Καμαρίνα στα χρόνια της σκλαβιάς παρέμεινε ελεύθερο κεφαλοχώρι χωρίς να ανήκει σε κανέναν πασά όπως συνέβαινε με τα περισσότερα χωριά. Αυτό οφείλεται κυρίως στην παρουσία στην περιοχή πολλών αρματωλών κυρίως δε του Γιαννάκη Γεώργη ή Γεωργίτσα ( καπετάν Γιαννάκης) από το Σακαρέτσι Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας. Ο πατέρας του καπετάν Γεωργίτσας ήταν αρματωλός στα Ζερέλια, νότια της Ζερμής (Βρυσούλας) και σκοτώθηκε σε συμπλοκή με Τουρκαλβανούς. Ο καπετάν Γιαννάκης ανέλαβε το αρματολίκι και εγκαταστάθηκε από τον Αλή πασάς στο χωριό αναλαμβάνοντας να εισπράττει τους φόρους της περιφέρειας και να επιλύει τις διαφορές μεταξύ των Χριστιανών. Το ετήσιο εισόδημα του ήταν 1000 περίπου πιάστρα. Για να κατανοήσουμε δε την αγοραστική αξία του ποσού αυτού τότε, ένα βόδι για όργωμα έκανε 100 πιάστρα, μία αγελάδα το μισό ενώ με 1 πιάστρα αγόραζες 6,150 κιλά σιτάρι ή 8,200 κιλά ρύζι ή 10 κιλά καλαμπόκι [4]. Το 1795 με δική του χορηγία ανακαινίστηκε η Ιερά Μονή της Αγίας Πελαγίας στην Καστροσυκιά[3]. Είχε στη δικαιοδοσία του όλη τη Λάμαρη μέχρι την Αμφιλοχία, για τις υπηρεσίες του οποίου ο Αλής του δώρισε ένα συγκρότημα οικημάτων, το περίφημο σεράγι, το οποίο ήταν η βάση τού γιου του, Βελή, στη μάχη κατά των Σουλιωτών στο Ζάλογγο, στις 23 Δεκεμβρίου 1803[6]. Κατά τον θεολόγο Τόμας Χιούζ που επισκέφθηκε το χωριό το 1813,ήταν ευγενικός, με επιβλητική αξιοπρέπεια, συνδυασμένη με υπερβολική αβρότητα τόσο στην εμφάνισή του όσο και στους τρόπους του κάτι που σπάνια συναντάς στους ανθρώπους. Ήταν ένας από τους παλαιότερους και πιο σεβαστούς φίλους του βεζύρη και ήταν γνωστός για την ανδρεία και τους καλούς του τρόπους. Η οικογένειά του ήταν χριστιανική, αλλά ως επικεφαλής της οικογένειας έχαιρε του ιδίου σεβασμού όπως οι μωαμεθανοί της ανώτερης τάξης. Κανένας άνδρας, γυναίκα ή παιδί δεν κάθισε, ούτε έφαγε ή ήπιε, μπροστά του.[5] Για να επιβληθεί στην περιοχή δολοφόνησε μεταξύ άλλων τον καπετάν Σπύρο Καλόγερο (Μπαρούτη), η σύζυγος του οποίου ήταν από τη φάρα των Δρακαίων από το Σούλι. Οι Σουλιώτες για να εκδικηθούν τον χαμό του, επιτέθηκαν το 1798 εναντίον του χωρίς αποτέλεσμα όμως, διότι ο Αλή Πασάς απέστειλε προς βοήθειά του στρατό υπό τον Μπεκήρ Τζογαδώρο. Ο γιος του δολοφονηθέντος, καπετάν Χρηστάκης Καλόγερος, υπηρέτησε ως λοχαγός του Γενικού Προβλεπτή της Βενετίας στην Πρέβεζα από το 1785 έως το 1797 και μετά από πολλές επιδρομές στα εδάφη τού πασά των Ιωαννίνων, κατασχέθηκε η περιουσία του κατ' απαίτηση των Τούρκων και αναγκάστηκε να βρει καταφύγιο στους Σουλιώτες. Αργότερα ως ταγματάρχης στο Ρωσικό στρατό (1800-1807) στάλθηκε το 1805 να βοηθήσει τον βασιλιά Φερδινάνδο της Σικελίας τιμηθείς με παράσημο ανδρείας. Πήρε μέρος με 60 άνδρες στην υπεράσπιση της ευρισκομένης υπό Γαλλική Διοίκηση Πρέβεζας, στις 12/10/1798 και διέφυγε στη Λευκάδα. Αναφέρονται επίσης να μετέχουν της μάχης και οι αδερφοί Απόστολος και Χρήστος Μπόντος, οι οποίοι στη συνέχεια τέθηκαν στην υπηρεσία του τακτικού στρατού της Επτανήσου Πολιτείας στη Λευκάδα με τον πρώτο να λαμβάνει τον βαθμό του Σημαιοφόρου[7]. Ο καπετάν Γιαννάκης συμμετείχε στην κατάκτηση της Πρέβεζας από τον Αλή πασά ως εις εκ των δύο αρχηγών του ιππικού και έλαβε ως αντάλλαγμα αρχοντικό στην πόλη και κτήματα, όπως και ο αδερφός του Πάνος, στην πεδιάδα της Λάμαρης ως φέουδο (τσιφλίκια)[8]. Ο καπετάν Χρηστάκης ήταν παρών και στην ιστορική συνάντηση των οπλαρχηγών στη Λευκάδα τον Ιούλιο του 1807, όπου για πρώτη φορά με πρόποση του Ιωάννη Καποδίστρια ορκίστηκαν για την απελευθέρωση της πατρίδος[9]. Με την εκχώρηση των Επτανήσων στους Γάλλους στις 7 Ιουλίου 1807, μπήκε στην υπηρεσία τους στο απαρτιζόμενο από 6 τάγματα ΄΄Αλβανικό Σύνταγμα΄΄ με το βαθμό του Ταγματάρχη, ως διοικητής δηλαδή του εδρεύοντος στη Λευκάδα 4ου τάγματος το οποίο αποτελείτο από 6 λόχους. Είχε λαμπερά όπλα και θώρακα καλυμμένο με χρυσό και είχε στην ακολουθία του πολυάριθμους Σουλιώτες, ντυμένους το ίδιο πλούσια. Ήταν άνδρας υψηλού αναστήματος, υγιής, αρρενωπός και εκφραστικός, χωρίς να στερείται αξιοπρέπειας. Σαν τους αρχαίους μας ιππότες κι εκείνος συνοδευόταν, όταν πήγαινε για περπάτημα, από τον ιπποκόμο του που έφερε τα όπλα του και τα εμβλήματα της εξουσίας του. Μιλούσε και Ιταλικά, η δε προσωπική του γοητεία επισκίαζε τις προκαταλήψεις που η συμπεριφορά του στο παρελθόν είχε δημιουργήσει αναφέρουν γι' αυτόν οι Γάλλοι στρατιωτικοί Μπελέρ και Ρισμόντ[10]. Αργότερα χάριν τού εθνικού συμφέροντος, οι Σουλιώτες συμφιλιώθηκαν με τον καπετάν Γιαννάκη δίνοντας ως σύζυγο στον γιο του Κωνσταντίνο Σαφάκα την αδερφή του Μάρκου Μπότσαρη Αγγελική, η οποία έζησε και πέθανε σε βαριά γεράματα στην Καμαρίνα συνταξιοδοτούμενη από το Ρωσικό Προξενείο. Ο Μάρκος Μπότσαρης είχε παντρευτεί την Χρυσούλα κόρη του Δημητρίου Καλογήρου, αδελφού του καπετάν Χρηστάκη. Με τον πόλεμο του σουλτάνου εναντίον του Αλή Πασά το 1821 για να διατηρήσει τα προνόμια του ο καπετάν Γιαννάκης, τέθηκε στο πλευρό του σουλτάνου εγκαταλείποντας τον Αλή. Έστειλε δε, όπως του ζητήθηκε, τον γιό του Δημήτριο όμηρο στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος με την ευκαιρία σπούδασε νομικά. Αυτός τον διαδέχθηκε στην αρχηγία του καπετανάτου και παντρεύτηκε την κόρη του εγκατεστημένου στην Πρέβεζα Ιταλού ευγενή Πέτρου Βαλεντίνι Ελένη, παίρνοντας ως προίκα τεράστια κτηματική περιουσία[8]. Πέθανε δολοφονημένος στις 30 Ιουλίου του 1830. Το 1845 για να αποφευχθεί η τσιφλικοποίηση του χωριού από τον Αχμέτ Ντίνο εστάλη στην Κωνσταντινούπολη ο Κίτσο-Πάνος, ανιψιός του καπετάν Γιαννάκη, μαζί με έναν επίτροπο της Μονής Ζαλόγγου και με αυτοκρατορικό φιρμάνι πέρασε στην ιδιοκτησία της. Αργότερα εστάλη ο Σούλας Κατσάνος ο οποίος κατόρθωσε και ακύρωσε απόφαση του Χουσεΐν Ντίνου, η οποία απαγόρευε στους Καμαρινιώτες να καλλιεργούν τα χωράφια στη Λάμαρη. Αυτό το πλήρωσε με τη ζωή του αφού δολοφονήθηκε από δύο Τούρκους σε καφενείο της Πρέβεζας. Ο Βεησέλ Ντίνος κατέστρεψε το χωριά του Λιμποχόβου (1873) και ο Χουσεΐν Ντίνος τους Μαρτανιούς(1896) μετατρέποντας τα σε λιβάδια,[1] ενώ ενοικιάσας το δάσος του Ζαλόγγου το κατέκοψε μην αφήνοντας δέντρο και σε απλή παρατήρηση βοσκού δεν δίστασαν οι υπηρέτες του να τον σκοτώσουν.[11] Γενικότερα όμως λόγω της προνομιούχας θέσης της και ως έδρα του καπετανάτου η Καμαρίνα στα χρόνια εκείνα αναπτύχθηκε και αποτελούσε το πρώτο χωριό της περιοχής. Με τις κατάλευκες και λιθόκτιστες οικίες, σε αντίθεση με τις μικρές και ρυπαρές των χωριών του κάμπου, εμφανίζεται στα μάτια του ταξιδιώτη ως συνοικισμός ευπορούντων ανθρώπων. Οι άνδρες ευσταλείς και αρειμάνιοι ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία αλλά και με την τέχνη των όπλων, οι δε γυναίκες τους είναι ωραίες σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδος Αγών[12]. Διέθετε δημοδιδασκαλείο με δαπάνες της Μονής Ζαλόγγου και οι κάτοικοι εκκλησιάζονταν με τρεις λειτουργούντες ιερείς[3].

Οι Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο

Μετά την πτώση του Σουλίου οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες. Χωρίστηκαν σε δύο ομάδες από τις οποίες η μεγαλύτερη, πάνω από 2000, με τις φάρες των Τζαβέλλα, Δράκου, Δαγκλή, Ζέρβα και άλλους κατέφυγε στην Πάργα. Η άλλη με 900 περίπου και αρχηγούς τους Κίτσο Μπότσαρη, Νίκο Κουτσονίκα, Φωτομάρα, Παλάσκα και Πήλιο Γούση [13] κατευθύνθηκε στο Ζάλογγο. Εκεί στον Αη-Ταξιάρχη παρέμειναν 300 περίπου για να μετοικήσουν, έχοντας πιστέψει τις ένορκες υποσχέσεις του Αλή πασά για παραχώρηση καπετανάτου στην Λάμαρη. Οι φάρες που παρέμειναν ήταν των Κουτσονίκα, Γούση, Μπούσμπου, Μαλάμπου, Καραμπίνη, Τζώρτζη και Μπότζη ενώ οι υπόλοιποι με αρχηγό τον Κίτσο Μπότσαρη πήγαν στο Βουλγαρέλι των Τζουμέρκων. Όμως στις 22 Δεκεμβρίου του 1803 ο δόλιος Αλής αθετώντας τον λόγο του επιτέθηκε εναντίον τους με πολυάριθμο στρατό, επικεφαλής του οποίου ήταν ο γιος του Βελής και στρατηγοί ο Μπεκήρ Τζογαδώρος, Άγο Μουχουρδάρης και Μέτζιο Μπόνος[14]. Ο πρώτος βοηθούμενος από τον καπετάν Γκαγκιούζη (αρματωλό του Σεσόβου) επιτέθηκε από την πλευρά του Παλαιορόφορου και οι άλλοι δύο συνεπικουρούμενοι από τον καπετάν Γιαννάκη και τον αδερφό του Πάνο από την πλευρά του μοναστηριού και από τη νότια πλευρά του βουνού ( Τουρκογιάννη)[15]. Οι Σουλιώτες την άλλη μέρα (23/12/1803) για να μην ξεκληριστεί καμία οικογένεια τοποθέτησαν τους μισούς από κάθε φάρα στην εμπροσθοφυλακή, στη μέση τα γυναικόπαιδα και τους άλλους μισούς στην οπισθοφυλακή και επιχείρησαν έξοδο ὀπου μετά από λυσσώδη μάχη σκοτώθηκαν 50 άνδρες, ενώ οι επιζήσαντες κατέφυγαν οι περισσότεροι στην Πάργα[16]. Τότε γράφτηκε μια ακόμη ηρωική σελίδα στην ιστορία της πατρίδος μας, 60 περίπου γυναίκες εγκλωβίστηκαν από τους Τουρκαλβανούς στη άκρη του γκρεμού και για να αποφύγουν την ατίμωση και την αιχμαλωσία πήραν τα παιδιά τους αγκαλιά και έπεσαν στον βάραθρο επιλέγοντας ένα ένδοξο θάνατο. Επέζησαν της πτώσεως πέντε παιδιά τα οποία μεγάλωσαν στην Καμαρίνα, εκ των οποίων το ένα ονόματι Λάμπρω έγινε μοναχή στη Μονή Ζαλόγγου[6]. Ελάχιστοι ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, όπως οι γερο-Κουτσονίκας, γερο-Γούσης, Μπούσμπος, αφέθηκαν αργότερα από τον Αλή να μεταβούν στο Βουλγαρέλι.

Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και η καταστροφή του χωριού[17]

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κωνσταντίνος Τζώρτζης ή Καπετάν Ζαχαράκης

Με την κήρυξη του πολέμου οι κάτοικοι του χωριού μας εξοπλίστηκαν έχοντας αρχηγό τον Κωνσταντίνο Τζώρτζη (καπετάν Ζαχαράκη) ο οποίος καταγόταν από ονομαστή οικογένεια οπλαρχηγών. Ο παππούς του Ζώης Ζαχαράκης πολέμησε στη μάχη της Νικοπόλεως στην Πρέβεζα (1798), πέρασε στον Βάλτο ως αρχηγός σώματος κλεφτών και διετέλεσε αρματωλός Υπάτης. Ο πατέρας του Γεώργιος Ζαχαράκης συμμετείχε στο κίνημα του Γκιών Λέκα το 1847[8]. Οι Καμαρινιώτες δημιούργησαν ένα αντάρτικο σώμα 150 ανδρών (σύν 20 περίπου εθελοντών κυρίως Λευκαδιτών) και ξεκίνησαν τον αγώνα για την ελευθερία. Αρχικά εσκότωσαν στην Καστροσυκιά 8 Τουρκαλβανούς και κατόπιν κατέλαβαν τον πύργο του Ιμάμ Τσαούση για να βοηθήσουν την προέλαση του Ελληνικού στρατού στην Πρέβεζα. Οι Τούρκοι απέστειλαν εναντίον τους δύο λόχους και τριάντα έφιππους χωροφύλακες οι οποίοι αποδεκατίστηκαν[18]. Κατόπιν εστάλη ισχυρή δύναμη αποτελούμενη από ένα τάγμα τακτικού Τουρκικού στρατού και 300 εθελοντές Τουρκαλβανούς η οποία ανάγκασε τους αντάρτες να αποσυρθούν στον Καντζά (Στεφάνη) όπου εδόθει σκληρή μάχη με τραγικό αποτέλεσμα την κατάληψη και πυρπόληση του χωριού[19]. Οι συγχωριανοί μας επέστρεψαν στην Καμαρίνα όπου πήραν την απόφαση να συνεχίσουν τον αγώνα αρνούμενοι τη μεσολάβηση του μητροπολίτη Νικοπόλεως Γαβριήλ για να παραδώσουν τα όπλα. Οι Τούρκοι με επικεφαλής τον Τουρκαλβανό εκ Τιράνων, Γκανίμπεη (ο οποίος σκοτώθηκε ένα περίπου χρόνο αργότερα σε καφενείο της Κωνσταντινούπολης)[20] και με δύναμη δύο ταγμάτων και 700 περίπου εθελοντών Τσάμηδων επιτέθηκαν στο χωριό και το κατέλαβαν έχοντας μεγάλες απώλειες. Ανήμερα του Αγίου Γεωργίου στίς 23 Απριλίου πυρπόλησαν την Καμαρίνα, αφήνοντας από τις 120 οικίες 4 τις οποίες χρησιμοποίησαν για τη διαμονή τους οι αξιωματικοί. Ακόμη και την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου κατέκαψαν βεβηλώνοντας και καταστρέφοντας τις άγιες εικόνες. Οι Τούρκοι και οι σύμμαχοι τους Τσάμηδες επιδόθηκαν σε φρικαλεότητες, όπως τη δολοφονία των διετών τέκνων του Νάσου Μπαλάφα και Νάκου Γκοράτσα [21], τη σφαγή του Γεωργίου Κ. Πήλιου μπροστά στα μάτια της οχτάχρονης κόρης του, ο οποίος ασθενών είχε παραμείνει στην οικία του, τον απαγχονισμό του Ζώη Τζώρτζη (αδερφού του οπλαρχηγού), του Κώστα Βάση και του Κώστα Κοσλή αφού προηγουμένως τους έβγαλαν τα μάτια. Επίσης επιδόθηκαν στο γνώριμο τους πλιάτσικο αρπάζοντας ζώα, ρουχισμό και ότι άλλο εύρισκαν και οι Τσάμηδες τα μετέφεραν στα χωριά τους. Οι Καμαρινιώτες, μαζί με τα γυναικόπαιδα, κατέφυγαν στον ιερό βράχο του Ζαλόγγου όπου εκεί, στον Αη Ταξιάρχη, εδόθη ή ύστατη μάχη η οποία διήρκησε ολόκληρη ημέρα.[12] Αφού διεσπάσθη η πρώτη γραμμή αμύνης, μέρος των ανταρτών μαζί με τα γυναικόπαιδα κατέφυγε μαχόμενο στο Σέσοβο (Πολύβρυσο) ενώ παρέμεινε μία δύναμη οπισθοφυλακής 40 αντρών με αρχηγό τον ιερέα Μιχαήλ Παπαμιχαήλ, οι οποίοι πλήν 5 που εσώθησαν και 4 που τραυματισμένοι αιχμαλωτίστηκαν έπεσαν ηρωικώς. Κατά τη φυγάδευση των γυναικοπαίδων εγκλωβίστηκαν στον γκρεμό από την πλευρά του Σεσόβου και η Ανθούλα συζ. Βασιλείου Ανωγιάτη ως νέα Σουλιώτισσα έπεσε στο κενό, προτιμώντας τον θάνατο από την ατίμωση[1]. Η ενέργεια αυτή έσωσε τους υπολοίπους αφού οι Τούρκοι σαστισμένοι σταμάτησαν τους πυροβολισμούς και παρότρυναν τις γυναίκες να φύγουν και να μην πράξουν το ίδιο. Διεσώθησαν 448 Καμαρινιώτες και μαζί με άλλους πρόσφυγες, από τα κατεστραμμένα χωριά, περισυνελέχθησαν από το πολεμικό σκάφος της Δυτικής Μοίρας του Ελληνικού Ναυτικού Άκτιον και οδηγήθηκαν στη Λευκάδα[22]. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν πλησίον της Βόνιτσας, στη θέση Μερτάρι, όπου ίδρυσαν τον οικισμό της Νέας Καμαρίνας[23] που υφίσταται ως σήμερα. Νέες κακουχίες περίμεναν τους συγχωριανούς μας στα βαλτοτόπια της Βόνιτσας όπου πέθαναν αρκετοί, έρμαιοι της πείνας και τον διαφόρων νόσων, αναγκάζοντας τους περισσοτέρους να επιστρέφουν σταδιακά στο πυρπολημένο χωριό ακόμα και πριν την απελευθέρωση του. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους 500 και πλέον πρόσφυγες πού κατέφυγαν εκεί, στην απογραφή του 1907 η Νέα Καμαρίνα είχε 373 κατοίκους και το 1920 μόνο 155. Αξιοσημείωτη ήταν η δωρεά προς αυτούς της κόμησας Λουίζας Ριανκούρ η οποία προσέφερε δύο φορές χρηματική βοήθεια συνολικού ύψους 8000 δραχμών[24]. Στο τέλος μετά από δυναμικές διαμαρτυρίες, ακόμα και έφοδο στην Ελληνική Βουλή επιχείρησαν[25], τους παραχωρήθηκαν καλλιεργήσιμες γαίες και τα απαραίτητα εφόδια.

Ο Μακεδονομάχος Απόστολος Σακκάς

Στον αγώνα για την εκπλήρωση του ιερού χρέους, της διατηρήσεως της Ελληνικότητας και της απελευθερώσεως της Μακεδονίας, οι Καμαρινιώτες εδήλωσαν παρόντες. Δύο Καμαρινιώτες, ο Νικόλαος Κατσάνος και ο Απόστολος Σακκάς[26] πολέμησαν στο πλευρό των ανταρτικών σωμάτων. Ο δεύτερος ήταν ψυχογιός του καπετάν Φούφα και συμμετείχε στις 11 Μαΐου του 1907 στη μάχη εναντίον Βουλγάρων κομιτατζήδων στο Παλαιοχώρι Εορδαίας, όπου σκοτώθηκε ο καπετάνιος με 4 συντρόφους. Ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά στη κάτω σιαγώνα και παρέμεινε κρυμμένος επί οκταήμερο και σώθηκε χάριν της βοήθειας ντόπιου κτηνοτρόφου. Έπειτα διεκομίσθη στο νοσοκομείο Τρικάλων όπου έλαβε ιατρική περίθαλψη και επέζησε.[1]

Ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος του 1912 και η απελευθέρωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε ένα ακόμη πόλεμο οι συγχωριανοί μας άκουσαν τη φωνή της πατρίδας και πήραν εθελοντικώς μέρος στον υπέρ ελευθερίας αγώνα. Ο Καμαρινιώτης οπλαρχηγός Κωνσταντίνος Τζώρτζης-Ζαχαράκης[8] (1863-1919) επέστρεψε από τη Νέα Καμαρίνα για να συνεχίσει τον απελευθερωτικό αγώνα και τίθεται επικεφαλής αντάρτικου σώματος 250 Ηπειρωτών (από την Καμαρίνα και τα γύρω χωριά) που συγκροτεί και εξοπλίζει στους Αγίους Αποστόλους έχοντας ως σημαιοφόρο τον Σπύρο Βασίλη ή Παππά[1]. Από την Αθήνα, που είχε καταφύγει μετά την καταστροφή του χωριού το 1897, ο Αριστείδης Παπαδιάς εξόπλισε 100 περίπου εθελοντές και προσέτρεξε κι αυτός στο κάλεσμα της πατρίδος. Εντάσσονται υπό την ηγεσία του υπολοχαγού του Μηχανικού Δημητρίου Τιμ. Νότη Μπότσαρη στο συσταθέν (15 Οκτωβρίου 1912) Μικτό Ηπειρωτικό Στράτευμα. Στις 18 Οκτωβρίου 1912 τοποθετήθηκαν στη γραμμή Καμαρίνας-Καστροσυκιάς για να παρεμποδίσουν την κάθοδο Τουρκαλβανών. Στις 19 Οκτωβρίου ανέβηκαν στον ηρωικό βράχο του Ζαλόγγου και ετέλεσαν δοξολογία και μνημόσυνο των Σουλιωτισσών. Ο Δ. Μπότσαρης τοποθέτησε σταυρό και μεταλλική σημαία στο μέρος πού είχαν πέσει και εκεί εδόθει το εγερτήριον σάλπισμα της Ελευθερίας[27]. Τήν άλλη μέρα μεταβαίνουν στο Κανάλι συμμετέχοντας στο απόσπασμα Ταγματάρχη Σπηλιάδη και παίρνουν μέρος στη μάχη στη Νικόπολη που η νικηφόρα έκβασή της οδήγησε στην απελευθέρωση της Πρέβεζας. Εκεί οι άνδρες του καπετάν Τζώρτζη-Ζαχαράκη καλύπτουν την περιοχή μεταξύ Κούκου και Μονιλιθίου, απωθούν τις Τουρκικές προφυλακές και καταλαμβάνουν το πολυβολείο στο Μύτικα όπου και τραυματίστηκε ο Δημήτριος Παπαμιχαήλ γιος του φονευθέντος στη μάχη του Ζαλόγγου το 1897 Παπαμιχάλη. Στη συνέχεια μεταβαίνουν στον Αχέρωντα για ενισχύσουν τις άλλες αντάρτικες ομάδες. Στη μάχη στη Γλυκή παίρνει μέρος το σώμα του οπλαρχηγού Παπαδιά καλύπτοντας το δεξιό μέρος ενώ στη συνέχεια προελαύνοντας στο Σούλι, το φυλάκιο που είχε παραμείνει δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση 600 Τσάμηδων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 30 από τους 40 άνδρες. Τα αντάρτικα σώματα διατηρούν στη συνέχεια τις θέσεις τους στην αριστερή όχθη του ποταμού αναλαμβάνοντας την άμυνα του Φαναρίου καλύπτοντας τις γραμμές μέχρι τη θάλασσα και εμπλεκόμενα αρκετές φορές σε συμπλοκές με ένοπλους Τσάμηδες ( Χόικα, Γαρδίκι, Καστρί κτλ). Μετά τον τραυματισμό του Δημητρίου Τιμ. Νότη Μπότσαρη τον αντικαθιστά ο αντισυνταγματάρχης Μηχανικού Χρήστος Μαλάμος[28] και μαζί με άλλες μονάδες συμμετέχουν στο Μικτό Ανεξάρτητο Απόσπασμα με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Αντώνιο Ηπίτη με τον οποίον συνεχίζουν τον αγώνα εναντίον των Τσάμηδων και των Τούρκων. Στις 3 Δεκεμβρίου έγινε η μάχη στον Ασπρόμυλο της Γλυκής όπου ανδραγάθησε ο γραμματεύς του Κώστα Τζώρτζη Γεώργιος Κ. Καραλής ο οποίος διέσωσε την σημαίαν σώματος Κρητών από τα χέρια του εχθρού. Στις 29 Δεκεμβρίου απελευθερώνουν τη Γλυκή με τους άνδρες του καπετάν Τζώρτζη να συμμετέχουν στην κατάληψη του υψώματος Προφήτη Ηλία και την άλλη μέρα προήλασαν στη Χόικα. Στις 2 Ιανουαρίου 1913 το απόσπασμα καταλαμβάνει το Γαρδίκι, αντιμετωπίζει νικηφόρα τακτικό Τουρκικό στρατό στο Καστρί εκδιώκοντάς τον από όλη την περιοχή Φαναρίου. Στις 11 Ιανουαρίου οπισθοχωρεί στην αριστερή όχθη του Αχέροντα με αποστολή την προστασία των γραμμών συγκοινωνιών της Στρατιάς της Ηπείρου μεταξύ Πρεβέζης και Φιλιππιάδος άνευ προκλήσεως του εχθρού[29]. Το σώμα Ζαχαράκη παραμένει στο Καστρί και στη συνέχεια καλύπτει την περιοχή Τσουκνίδας-Βαλανιδορράχης-Αμμουδιάς εμποδίζοντας επιδρομές του εχθρού μέχρι της πτώσεως των Ιωαννίνων και στις 23 Φεβρουαρίου απελευθερώνεται η Παραμυθιά όπου παρουσιάζονται στις 26 οι μπέηδες και αγάδες της Θεσπρωτίας δηλώνοντας υποταγή[30]. Από εκείνον τον Οκτώβριο λοιπόν του 1912 αναπνέουμε τον αέρα της ελευθερίας ένεκα των αγώνων των συγχωριανών μας, πατώντας στα ποτισμένα με το αίμα τους χώματα και έχοντας χρέος την αιώνια διατήρηση της μνήμης των.

Στα χρόνια του Μεσοπολέμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Καμαρίνα αναγνωρίστηκε ως κοινότητα στις 14 Αυγούστου 1919[31] περιλαμβάνοντας και το χωριό του Σεσόβου το οποίο και αποσπάστηκε στις 13 Ιουνίου 1924[32]. Μετά την απελευθέρωση ξεκίνησε ο αγώνας για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών τού κάμπου καθώς επίσης και μέρους της μοναστηριακής περιουσίας ή οποία είχε παραχωρηθεί από τους κατοίκους του χωριού το 1845. Με βασιλικό διάταγμα στις 19 Νοεμβρίου 1921 [33] κηρύχθηκαν απαλλοτριωτέα και στις 20 Δεκεμβρίου 1924 με την υπ' αριθμ. 4 απόφαση της επιτροπής απαλλοτριώσεων Νομού Πρεβέζης, αποκαταστάθηκαν γεωργικώς οι κάτοικοι και απαλλάχθηκαν οι καλλιεργητές από το φόρο της δεκάτης. Το 1917 κτίστηκε στο κέντρο του χωριού, από την εκκλησιαστική επιτροπή, ελαιοτριβείο ιπποκίνητο που βελτίωσε τα μέγιστα την παραγωγή του λαδιού στο χωριό μας. Την επόμενη χρονιά την άνοιξη του 1918 το χωριό μας πλήρωσε κι αυτό με 30 περίπου νεκρούς βαρύτατο τίμημα στην πανδημία της ισπανικής γρίπης πού έπληξε την Ευρώπη και οδήγησε στο θἀνατο 6.000.000 ανθρώπους. Στη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 ο συγχωριανός μας Νικόλαος Σπυρ. Τσουράς σκοτώθηκε κατά τη διἀρκεια της εκστρατείας στη Μικρά Ασία[1]. Στίς 30 Ιουνίου 1924 αποφασίστηκε η ίδρυση τηλεφωνικού γραφείου[34]. Αξιοσημείωτος ήταν ο εορτασμός της εκατονταετηρίδος του Ελληνικού κράτους που εορτάστηκε το 1930 σε όλη την Ελλάδα και στις 20 Μαρτίου στο Ζάλογγο πραγματοποιήθηκε λαμπρή εκδήλωση με την παρουσία όλης της πολιτικής, εκκλησιαστικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Ηπείρου και 10000 κόσμου[35]. Το 1930 ξεκίνησε η κατασκευή του Δημοτικού Σχολείου και το 1935 αποπερατώθη έχοντας δύο τάξεις, γραφείο και τα δωμάτια των διδασκάλων όπισθεν του κτηρίου. Στο σχολείο δέσποσε η μορφή του συμπατριώτη μας Γεωργίου Χρ. Σακκά ο οποίος υπηρέτησε συνεχώς από το έτος 1925 έως το 1960 αποδίδοντας στην κοινωνία ενάρετους ανθρώπους και διαπρεπείς επιστήμονες.

Πόλεμος, κατοχή, αντίσταση και εμφύλιος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την κήρυξη του πολέμου οι συγχωριανοί μας συμμετείχαν (Γεώργιος Λώλης, Κωνσταντίνος Γερ. Σακκάς, Κωνσταντίνος Τσουμάνης, Γεώργιος Γιαννακάκης, Κωνσταντίνος Παππάς, Γεώργιος Παππάς κ.α.) στο πανεθνικό προσκλητήριο και κάναν πράξη με τον ηρωισμό τους στα Βορειοηπειρωτικά βουνά το ιστορικό ΟΧΙ. Με τη Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941 σκοτώνεται στη μάχη των οχυρών του όρους Μπέλες, στην τοποθεσία «Ποποτλίβιτσα» ο Θεόδωρος Κ. Παπαγεωργίου, στρατιώτης του 91ου Συντάγματος Πεζικού. Στην κατοχή που ακολούθησε και λόγω της μεγάλης πείνας, είχαν εγκατασταθεί αρκετές οικογένειες από την Πρέβεζα, το Αγρίνιο και αλλού στο χωριό μας στο οποίο επικρατούσαν λιγότερο άθλιες συνθήκες από ὀτι στις πόλεις. Τον Μάρτιο του 1942 στάθμευσαν στο χωριό 2 Τάγματα του Ιταλικού Στρατού, ένα Πεζικού στου Τζώρτζη και ένα Πυροβολικού στην Αγία Βαρβάρα, τα οποία παρέμειναν μέχρι τέλους του έτους. Μετά από λίγους μήνες απεχώρησε και η Καραμπιναρία στην Καστροσυκιά και στις 15 Φεβρουαρίου 1943 η Υποδιοίκηση Χωροφυλακής συνεπτύχθει στην Πρέβεζα, την οποία ακολούθησαν μέρος των ανδρών της διότι οι υπόλοιποι κατετάγησαν στις ανταρτικές ομάδες. Μετέπειτα Ιταλοί στρατιώτες προέβαιναν σε καθημερινές επιδρομές για λεηλασίες και διαρπαγές τροφίμων[1]. Η δημιουργία των ανταρτικών οργανώσεων ΕΑΜ και ΕΔΕΣ έδωσε τη δυνατότητα στους συγχωριανούς μας να ενταχθούν σ' αυτές για να αγωνιστούν για την απελευθέρωση της πατρίδος. Όμως η Έρις δεν άργησε να εμφανιστεί και στις 28 Ιουνίου του 1944 είχαμε την πρώτη μεταξύ τους σύγκρουση στο Ζάλογγο, όπου σκοτώθηκε ο ΕΑΜίτης Σπύρος Δράκος[36]. Ο ΕΔΕΣ, ο οποίος και ξεκίνησε την επίθεση, κυριάρχησε αναγκάζοντας τους αντιπάλους του να υποχωρήσουν και να μεταβούν με πλοιάρια στο Ξηρόμερο. Στην Καμαρίνα παρέμειναν μόνο οι συμπαθούντες τον ΕΔΕΣ κάτοικοι, ενώ οι υπόλοιποι κατέβηκαν στον κάμπο, ο οποίος και επιχείρησε σαμποτάζ εναντίον των Γερμανών της Λάμαρης στις 6 Ιουλίου του 1944. Οι Γερμανοί βομβάρδισαν, ευτυχώς χωρίς θύματα, το χωριό από το οποίο υποχωρούσαν οι αντάρτες και το κατέλαβαν τοποθετώντας φυλάκια στην κορυφογραμμή Ζαλόγγου, συνέλαβαν δε και εκτέλεσαν επί τόπου στο Σχινάρι δύο νεαρούς Πρεβεζάνους (Λέανδρο Θέμα και Κώστα αγνώστου επωνύμου)[1]. Οι Καμαρινιώτες, πλην ελαχίστων, είχαν εγκαταλείψει το χωριό έως της αποχωρήσεως των Γερμανών στα τέλη Αυγούστου, το οποίο και λεηλατήθηκε. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1944 οι Γερμανοί ανατίναξαν τα πυρομαχικά και τα καύσιμα στον Ελαιώνα στην Πρέβεζα και αποχώρησαν στις 14 του ιδίου μήνα προς τα Ιωάννινα. Αμέσως οι αντιμαχόμενες ανταρτικές οργανώσεις ξεκίνησαν τις συγκρούσεις στην κατάληψη της Πρέβεζας, με τραγικό επακόλουθο την εκτέλεση στην Παργινόσκαλα στις 22 Σεπτεμβρίου μεταξύ άλλων και δύο συγχωριανών μας, των ΕΠΟΝιτων Δημητρίου Καλδάνη και Γεωργίου Πανάγου από τον συνταγματάρχη του ΕΔΕΣ Δημήτριο Γαλάνη. Μετά την ήττα των δυνάμεων του ΕΔΕΣ στην Άρτα από τον ΕΛΑΣ, αποχώρησαν στις 27 Δεκεμβρίου με πλοία στην Κέρκυρα, μαζί με τον αρχηγό τους Ναπολέοντα Ζέρβα και με πολίτες φιλικά προσκείμενους. Την ημέρα εκείνη το αντιτορπιλικό Πάνθηρ πλέοντας στο Ιόνιο βομβάρδισε και την Καμαρίνα με αποτέλεσμα να σκοτωθεί η Αθηνά Κατσάνου. Στην περιοχή μας επικράτησε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και εγκατέστησε στο χωριό ένα Τάγμα Πολιτοφυλακής το οποίο προέβει σε αφοπλισμό των κατοίκων, τρομοκράτηση των αντιφρονούντων και στη σύλληψη και εκτέλεση, πιθανόν στη Φιλιππιάδα, του επί σειρά ετών προέδρου της Κοινότητος Αρίστιππου Νούσια, του Χαρίλαου Παπαγεωργίου και του Δημητρίου Νούσια.[36] Με τη Συμφωνία της Βάρκιζας εγκατεστάθη αρχικώς τον Μἀρτιο του 1945 Εθνοφυλακή στο χωριό και στη συνέχεια τον Αύγουστο Χωροφυλακή, η οποία με τη σειρά της προέβη σε αντίστοιχες ενέργειες (ξυλοδαρμούς, τρομοκρατία κτλ ) προς τους οπαδούς και συμπαθούντες το ΕΑΜ αυτή τη φορά. Το δράμα ολοκληρώθηκε με ανοιχτή σύγκρουση που διήρκησε τρία χρόνια (30 Μαρτίου 1946-30 Αυγούστου 1949) μεταξύ του Εθνικού και του Δημοκρατικού Στρατού με καταστροφικές συνέπειες για τον τόπο και την Καμαρίνα να πληρώνει τον αναλογούντα φόρο αίματος. Ο υπενωμοτάρχης Σωτήριος Ντούσκος σκοτώνεται στις 21 Μαΐου 1946 στο Καταφύγιο Κοζάνης όπου υπηρετούσε ως σταθμάρχης του Σταθμού Χωροφυλακής[37] και ο στρατιώτης Σπυρίδων Μπαρούτης στο Γράμμο ήταν τα θύματα της μιας πλευράς, ενώ ο Γαβριήλ Πανάγος στη Μουργκάνα και ο Γιώργος Κιτσοπάνος που εκτελέστηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 1948 στις φυλακές Κερκύρας της άλλης.

Μνημείο Ζαλόγγου

Το μνημείο των Σουλιωτισσών, σύμβολο μνήμης και θυσίας, βρίσκεται στην κορυφή του ιστορικού βουνού του Ζαλόγγου στην άκρη του γκρεμού όπου έπεσαν 63 ηρωικές Σουλιώτισσες μαζί με τα παιδιά τους το 1803. Έχει μήκος 18 μέτρα και ύψος 13 μέτρα και είναι κατασκευασμένο από οπλισμένο σκυρόδεμα επενδυμένο με περίπου 4.300 ασβεστολιθικούς όγκους διαστάσεων 50Χ30 εκ. χρώματος λευκο-μπεζ. Εδράζεται σε λιθόχτιστη βάση πάνω στην οποία είναι τοποθετημένες οι έξι γιγαντόσωμες αφαιρετικές μορφές των Σουλιωτισσών. Η προσπέλαση στην τοποθεσία γίνεται από λιθόστρωτο μονοπάτι 410 περίπου σκαλοπατιών που ξεκινά από τη Μονή του Αγίου Δημητρίου. Είναι έργο του γλύπτη Γεωργίου Ζογγολόπουλου με αρχιτέκτονα τον Πάτροκλο Καραντινό και τεχνική επιμέλεια του μαρμαροτεχνίτη Ελευθερίου Γυφτόπουλου.

Η ιστορία της ανέγερσης του μνημείου αρχίζει στις 10 Ιουνίου 1950 όταν σε εκπαιδευτική συγκέντρωση των διδασκάλων του νομού Πρεβέζης στην Καμαρίνα ο διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου Γεώργιος Σακκάς, το πρότεινε κατά τη διάρκεια του γεύματος. Την 1η Σεπτεμβρίου του 1950 ο Νομάρχης Πρέβεζας Σπυρίδων Καφεντζής απευθυνόμενος προς τους δημάρχους και κοινοτάρχες κάνει έκκληση για έρανο για την ανέγερση του μνημείου του Ζαλόγγου. Στις 29 Οκτωβρίου 1950 πραγματοποιήθηκε η συμβολική θεμελίωση του μνημείου με παρουσία όλων των αρχών της Ηπείρου, ενώ ο έρανος συνεχιζόταν σε πανελλήνια κλίμακα και στις 6 Νοεμβρίου 1950 ο επιθεωρητής δημοτικών σχολείων Πρεβέζης αποφασίζει τη διενέργεια εράνου στα σχολεία της περιφέρειας[1]. Έχοντας συγκεντρωθεί κάποιο χρηματικό ποσό για την κατασκευή του, την 1η Μαΐου 1953 το Υπουργείο Παιδείας προκηρύσσει Πανελλήνιο διαγωνισμό μεταξύ γλυπτών και αρχιτεκτόνων και αποφασίζεται να βραβευθεί η μελέτη του Πάτροκλου Καραντινού και του Γιώργου Ζογγολόπουλου. Οι εργασίες κατασκευής ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1954 αλλά διεκόπησαν διότι οι λίθοι ήταν ακατάλληλοι. Ύστερα από έρευνα επιλέχθηκε νέο πέτρωμα και άρχισε η μεταφορά του (μεγάλοι όγκοι ομοιόμορφης σύστασης υπόλευκης πέτρας χωρίς νερά και κομμούς ) από τοποθεσία που βρίσκονταν 16 χλμ. βορείως των Ιωαννίνων. Η μεταφορά των υλικών (άμμος, χαλίκι, τσιμέντο, νερό, ξυλεία κλπ) έγινε στην αρχή με τα χέρια αλλά αργότερα κατασκευάστηκε εναέριος μηχανισμός μήκους 270 μέτρων. Οι εργασίες ανέγερσης του μνημείου διακόπηκαν λόγω οικονομικών δυσχερειών αλλά στις 30 Απριλίου 1955 ο Γενικός Διοικητής Ηπείρου απηύθυνε έκκληση προς τους δημάρχους, κοινοτάρχες, και διευθυντές των σχολείων για νέο έρανο για την αποπεράτωση του μνημείου. Τον Μάρτιο του 1957, εγκρίθηκε η συνέχιση των εργασιών και αποφασίστηκε να δοθεί βοήθεια από τον στρατό για να προχωρήσουν τα σχέδια εφαρμογής του έργου. Η αποπεράτωση του μνημείου και τα αποκαλυπτήριά του έγιναν στις 10 Ιουνίου 1961[38] παρουσία του τότε βασιλικού ζεύγους Παύλου και Φρειδερίκης. Με τη πάροδο του χρόνου και εξ αιτίας κυρίως των κεραυνών, του παγετού, του νερού, της οξείδωσης του χάλυβα στον φέροντα οργανισμό, το μνημείο είχε υποστεί σοβαρές φθορές και ζημιές. Ο Δήμος Ζαλόγγου προκήρυξε στις 16/10/2007, βάσει μελέτης του Ιδρύματος Γεωργίου Ζογγολόπουλου, ανοιχτό διαγωνισμό για τη συντήρηση του μνημείου και στις 21/01/2008 υπεγράφη η σύμβαση με τον ανάδοχο εργολάβο ο οποίος το 2012 ολοκλήρωσε τις εργασίες.

Αρχαία Κασσώπη

Η Κασσώπη, πρωτεύουσα της Κασσωπαίας, κτίστηκε πριν τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. (340 π.Χ.) σε φυσικά οχυρή θέση, σε ένα ευρύχωρο οροπέδιο με υψόμετρο 550-650 μ., στις πλαγιές του Ζαλόγγου. Στη θέση της πόλης προϋπήρχε κάποιος μικρότερος οικισμός κτισμένος τον 8ο – 7ο αιώνα π.Χ. από Αρκάδες και Ηλείους εποίκους. Η ίδρυση της πόλης ενδέχεται να ήταν το αποτέλεσμα ενός συνοικισμού των διάσπαρτων οικισμών της περιοχής. Η μεγάλη ακμή της πόλης σημειώνεται τον 3ο αι. π.Χ., όταν κτίζονται τα μεγάλα δημόσια κτήρια και ανοικοδομούνται πολλά σπίτια. Η Κασσώπη απέκτησε οικονομική δύναμη με το εμπόριο, την κτηνοτροφία και τα προϊόντα της εύφορης πεδιάδας του Αχέροντα. Η πόλη είχε δικό της νομισματοκοπείο. Το νόμισμα της απεικόνιζε τον Δία και αετό σε κεραυνό. Η πόλη διατηρούσε πολιτική αγορά, πρυτανεία, δύο θέατρα, ξενώνα, ναούς λατρείας της Αφροδίτης και του Δία Σωτήρα. Η ευημερία της διήρκεσε μέχρι το 168 π.Χ. Το 167 π.Χ. καταστράφηκε από τους Ρωμαίους με επικεφαλής τον Αιμίλιο Παύλο και εγκαταλείφτηκε οριστικά με την υποχρεωτική συνοίκηση των κατοίκων της στη Νικόπολη, στο τέλος του 1ου αι. π.Χ. Ο καθηγητής Σωτήριος Δάκαρης διεξήγαγε ανασκαφή στην Κασσώπη για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας, στο διάστημα 1952-55. Στις 2 Φεβρουαρίου 1962 χαρακτηρίστηκε αρχαιολογικός χώρος[39]. Αργότερα οι ανασκαφές συνεχίστηκαν από το 1977-78 έως το 1983, με συνεργασία του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο.[40]

Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Ζαλόγγου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Ζαλόγγου

Βρίσκεται κάτω από τον περίφημο βράχο του Ζαλόγγου με το επιβλητικό μνημείο των Σουλιωτισσών που χορεύουν και δίπλα στην Αρχαία Κασσώπη. Απέχει τρία χιλιόμετρα βορειοανατολικά του χωριού και ανήκει στη δικαιοδοσία της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης. Το σημερινό καθολικό της μονής είναι περιορισμένων διαστάσεων, μονόχωρο, με πολυγωνικό τρούλο. Ο νάρθηκας, σήμερα, είναι γκρεμισμένος.

Μετά την εγκατάλειψη της Μονής Ταξιαρχών που βρισκόταν πάνω στο Ζάλογγο λόγω κυρίως των κτιριακών καταστροφών πού είχε υποστεί, η Μονή μετεφέρθει στους πρόποδες του όρους σε μετόχι της που αποτελείτο από μικρό Ναό αφιερωμένο στον Άγιο Δημήτριο και μερικά κελιά. Η ανακαίνιση του Ναού και η ανοικοδόμηση περισσοτέρων κελιών έγινε στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνος ηγουμενεύοντος του ιερομονάχου Διονυσίου (μέσα του 17ου-1810). Επί των ημερών του ξεκίνησε και η αγιογράφηση του Ναού από τους Χριστόδουλο και τον Ιερέα Ιωάννη από την Κορίτιανη Ιωαννίνων, η οποία και ολοκληρώθηκε το 1816 επί ηγουμένου Χριστοφόρου (1810-1825). Αργότερα το 1831, επί ηγουμένου Ανανία (1825-1840), ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τους Τούρκους, κτίστηκε περιμετρικά της τείχος ενώ το 1868 επί Αγαθαγγέλου (1850-1886) το Ηγουμενείο. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας διέθετε μεγάλη κτηματική περιουσία με πολλά μετόχια και έκανε πολλές αγαθοεργίες συντηρώντας τα περισσότερα διδασκαλεία της περιοχής, μέχρι και το σχολείο στο Σκαφιδάκι της Πρέβεζας.[41] Στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821 ο αρχιμανδρίτης Γεράσιμος Ζαλογγίτης αγωνίσθηκε στο πλευρό του θρυλικού επισκόπου Ρωγών και Κοζύλης Ιωσήφ, στο Μεσολόγγι το 1826 όπως και οι μοναχοί Ιωάννης και Δημήτριος που έπεσαν κατά την έξοδο. Επίσης οι μοναχοί Ντουραχάνης Αθανάσιος και Κατσούπης Νικόλαος σκοτώθηκαν πολεμώντας μαζί με τους Καμαρινιώτες στη μάχη του Ζαλόγγου το 1897. Η Μονή υπέστη καταστροφές από τους Τούρκους με σημαντικότερη αυτήν του 1897 όπου και πυρπολήθηκε. Η επισκευή των κελιών ολοκληρώθηκε το 1912 από τον τεχνίτη Σωτήρη Παπά από τα Γρατσανά, νυν Ασπροχώρι Ιωαννίνων, επί Ιερέως Νικόλαου Ναστούλη (1909-1916) από το Σέσοβο, νυν Πολύβρυσο, ο οποίος είχε αναλάβει την επιστασία και επιμέλεια της. Το 1924 λόγω μεγάλου σεισμού που συνέβει στην περιοχή υπέστη σημαντικότατες ζημιές. Όμως ελλείψει πόρων λόγω της μεταβίβασης της Μοναστηριακής περιουσίας στις Σχολικές Εφορίες αλλά και της αδιαφορίας των αρχών η Μονή περιήλθε σε κατάσταση αξιοθρήνητη. Το 1956 ο τότε Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης Στυλιανός ανέλαβε το έργο της σωτηρίας της ιστορικής Μονής και με εισφορές, λαϊκών και κληρικών, ανοικοδομήθηκε και εξωραΐστηκε. Με την ανασυγκρότησή της έλαβε γυναικείο χαρακτήρα και στο χώρο της λειτούργησε Ορφανοτροφείο θηλέων.[42]. Το 1962[43] και το 1965[44] χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και το 1997[45] τό ίδιο έγινε με τα κτήρια της Μονής, τα οποία αναφέρονται συγκεκριμένα.

Η εξαιρετική κατάσταση που βρίσκεται η Μονή σήμερα, οφείλεται στις ενέργειες του μακαριστού Μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελετίου και της ηγουμένης Μακρίνας (1983-2000) επί των ημερών των οποίων πραγματοποιήθηκαν τα απαραίτητα τεχνικά έργα ώστε η Μονή να αποτελεί πραγματικό κόσμημα. Η ηγουμένη Φεβρωνία συνεχίζει το έργο των προκατόχων της και μαζί με τις υπόλοιπες μοναχές επιτελούν με συνέπεια την αποστολή τους και η Μονή έχει καταστεί φάρος πνευματικότητας στην ταραγμένη περίοδο που διέρχεται η πατρίδα μας.

Λαογραφικό Μουσείο Ζαλόγγου

Ένα πραγματικό στολίδι για τον τόπο μας, βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του χωριού, στεγάζεται σε ένα διώροφο κτήριο 200 τ.μ. και ιδρύθηκε στις 31 Ιουλίου 2001. Τα εκθέματά του είναι προσφορά των κατοίκων της περιοχής και κυρίως της Φρειδερίκης Τζόκα – Ζήση, η οποία ευγενικά παραχώρησε την πλούσια σε λαογραφικό υλικό ιδιωτική συλλογή της, προς τιμήν της δε ειδική πτέρυγα φέρει το όνομα της. Αποτελείται από τρεις αίθουσες και είναι οργανωμένο σε πέντε τμήματα ανάλογα με τη θεματογραφία: Τμήμα ανδρικών και γυναικείων παραδοσιακών φορεσιών, τμήμα έργων κεντητικής-υφαντικής, τμήμα εργαλείων αστικών και γεωργοκτηνοτροφικών επαγγελμάτων, τμήμα οικιακών σκευών και τμήμα Ιστορικού Αρχείου. Ο επισκέπτης μπορεί να δει αντικείμενα (εργαλεία, σκεύη, έπιπλα, ρουχισμός, στολίδια του σπιτιού, νομίσματα, έγγραφα, παλιές φωτογραφίες και άλλα) που αποτελούν μέρος του λαϊκού μας πολιτισμού. Επεξηγηματικά κείμενα (λεζάντες), φωτογραφίες και όσο το δυνατόν πλουσιότερο εποπτικό υλικό διευκολύνουν τον επισκέπτη να ξεναγηθεί κατά τον καλύτερο τρόπο. Στο μουσείο ο επισκέπτης βρίσκει έντυπο υλικό με τη θεματογραφία του μουσείου. Η συλλογή αντικειμένων στο Μουσείο στοχεύει βέβαια καταρχήν στη διάσωση των αντικειμένων αυτών από τη φυσική φθορά και την εγκατάλειψη αλλά και στην ευαισθητοποίηση του επισκέπτη, ο οποίος καλείται να προσεγγίσει τον λαϊκό πολιτισμό του τόπου μας και να διδαχτεί με τρόπο όσο το δυνατόν πιο ευχάριστο.[46]

Οι εκκλησίες του χωριού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Αη-Ταξιάρχης
  • Ο Ιερός Ναός του Αγίου Βασιλείου ο οποίος είναι η κεντρική εκκλησία του χωριού και κτίστηκε στα μέσα του 18ου αιώνα. Σύμφωνα με δύο εντοιχιζόμενες επιγραφές, ο μαντρότοιχος που τον περιβάλει είναι δωρεά του καπετάν Γιαννάκη το 1809 ενώ μετά την καταστροφή του ναού το 1897 από τους Τούρκους ανοικοδομήθει στις 28 Μαΐου του 1902 με χρήματα του Ρωσικού Προξενείου Πρεβέζης, το οποίο εδώρησε και όλα τα απαραίτητα για τη λειτουργία του (ιερά σκεύη, άμφια, επιτάφιος κτλ). Όλο το οικοδόμημα έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.[47]
  • Ο Προφήτης Ηλίας κτίστηκε το 1954 λίγο έξω από το χωριό, σε ένα μικρό ύψωμα με υπέροχη θέα, στο δρόμο για το Ζάλογγο. Την ημέρα της εορτής του,20 Ιουλίου, διεξάγεται το πανηγύρι του χωριού.
  • Ο Άγιος Νικόλαοςβρίσκεται στη θέση Χαμιδιέ, σε απόσταση τριών χιλιομέτρων νότια του οικισμού, είναι μικρών διαστάσεων, μονόχωρος, δρομικός (επιμήκης τύπος ναού που υποδιαιρείται εσωτερικά), ξυλόστεγος ναός, κτίστηκε τον 18ο ή τον πρώιμο 19ο αιώνα και έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.[47]
  • Ο Άγιος Γεώργιος βρίσκεται στη θέση Μαρτανιοἰ, σε απόσταση 5 χιλιομέτρων νοτιοανατολικά του οικισμού, είναι μετρίων διαστάσεων, μονόχωρος, δρομικός, ξυλόστεγος ναός, και κτίστηκε τον 19ο αιώνα. Ο ναός σήμερα διατηρείται σε ερειπιώδη κατάσταση και έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.[47]
  • Ο Ιερός Ναός της Οδηγήτριας βρίσκεται στη θέση Λιμπόχοβο, σε απόσταση 6 χιλιομέτρων νότια του οικισμού, είναι μετρίων διαστάσεων, σταυρεπίστεγος και κτίστηκε το τρίτο τέταρτο του 18ου αιώνα. Στο εσωτερικό διασώζει τοιχογραφίες του 1875. Σήμερα σώζεται σε ερειπιώδη κατάσταση και έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.[47]
  • Η Αγία Βαρβάρα βρίσκεται στην ανατολική άκρη του οικισμού (Νικαίικα), είναι μετρίων διαστάσεων, μονόχωρος, δρομικός, ξυλόστεγος, κτίστηκε τον 19ο αιώνα από την οικογένεια των Νικαίων και έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.[47]
  • Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος βρίσκεται στη βόρεια άκρη του οικισμού (Νουσαίικα) χτίστηκε από τον καπετάν Γιαννάκη[1] και επιδιορθώθηκε το 1906. Ο ναός είναι μικρών διαστάσεων μονόχωρος, δρομικός, ξυλόστεγος και έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.[47]
  • Ο Ιερός Ναός των Αγίων Ταξιαρχών κτἰστηκε τον 8ο αιώνα και λειτούργησε ως μονή μέχρι το τέλος του 18ου περίπου. Η παράδοσις αναφέρει ότι κάποιος βοσκός επ΄ ονόματι Σάββας βρήκε πάνω στο Ζάλογγο εικόνα των Ταξιαρχών Γαβριήλ και Μιχαήλ, η οποία ανήκε σε ομώνυμο ναό ευρισκόμενο μεταξύ Λούρου και Παλαιοοροφόρου. Όμως μετά την παράδοση της εικόνας αυτή επέστρεψε με θαυματουργικό τρόπο στο Ζάλογγο. Ο ευσεβής αυτός βοσκός ανήγειρε στο σημείο αυτό, σε ένα μικρό οροπέδιο πάνω στο Ζάλογγο, μικρό ναό ο οποίος εξελίχθηκε σε μεγαλοπρεπή μονή με αυτόν πρώτο ηγούμενο.[42] Ο ναός υπέστη επανειλημμένες λεηλασίες και καταστροφές κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αλλά και κατά τη Γερμανική κατοχή όπου πυρπολήθη. Σήμερα λειτουργεί ως εξωκλήσι, είναι μεγάλων διαστάσεων μονόχωρος, δρομικός, ξυλόστεγος ναός με νάρθηκα στα δυτικά και έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.[48]

Για την καλύτερη αντιμετώπιση των ληστών που δρούσαν στην περιοχή μας (Πανουσαίοι, Ρετζαίοι, Κουμπαίοι κτλ) στις 13 Μαΐου 1919 ιδρύθηκε η Υπομοιραρχία Χωροφυλακής Ζαλόγγου με έδρα την Καμαρίνα η οποία και λειτούργησε ως υποδιοίκηση μέχρι της μεταφοράς της έδρας στο Καναλάκι στις 3 Μαΐου 1963.[49] Μετέπειτα ο Σταθμός Χωροφυλακής διατηρήθηκε έως την κατάργηση του σώματος στις 8 Οκτωβρίου 1984[50]. Αξιοσημείωτη ήταν η σύλληψη του επικηρυγμένου ληστή Ιωσήφ Παππά τον Ιούνιο του 1926, σε συμπλοκή με το απόσπασμα πλησίον του χωριού στην οποία έχασε τη ζωή του ο ληστής Ιωάννης Ντόσης[51]. Επίσης αναφέρεται επιδρομή ανήμερα των Χριστουγέννων του 1927, των διαβόητων Κώστα και Τάκη Κουμπή με τρεις άγνωστους συνεργούς τους, στις καλύβες του Κώστα Κάτσενου στο Λιμπόχοβο όπου τις πυρπόλησαν και δολοφόνησαν τη σύζυγό του[52]. Από τους υπηρετήσαντες στην Καμαρίνα ξεχωρίζει ο Κωνσταντίνος Μακρυνιώτης, ο οποίος έφτασε στον βαθμό τού Αρχηγού της Χωροφυλακής (1957-1960) τιμήθηκε δε με τον πολεμικό σταυρό Γ΄ Τάξεως και με τον Ταξιάρχη του Φοίνικος[53].

Η Ιστορική εξέλιξη του πληθυσμού της Καμαρίνας [54]
Χρονολογία Πληθυσμός Μεταβολή Πυκνότητα(κατ/χλμ2) Παρατηρήσεις
1880[55] 774 - 49 150 εξ αυτών καταγεγραμμένοι στους Μαρτανιούς και 24 στο Λιμπόχοβο
1895[56] 508 -34,37% 32 50 εξ αυτών απογεγραμμένοι στους Μαρτανιούς
1913 466 -8,26% 29
1920 522 12,01 % 33 48 στη Βελανιδιά, 45 στο Λιμπόχοβο και 49 στους Μαρτανιούς
1928 490 -6,13 % 31
1940 610 24,48 % 38
1951 699 14,5 % 44
1961 663 -5,15 % 42 107 απογεγραμμένοι ως διεσπαρμένοι (στον κάμπο)
1971 417 -36,95 % 26 7 στον Προφήτη Ηλία (Μονή Ζαλόγγου)
1981 367 -11,99 % 23 1 στον Προφήτη Ηλία & 39 διεσπαρμένοι
1991 451 22,89 % 28 7 στον Προφήτη Ηλία
2001 344 -23,72 % 22 7 στον Προφήτη Ηλία
2011 255 -25,87 % 16 12 στον Προφήτη Ηλία
2021 213[57] -16,47 % 13

Γραφική παράσταση πληθυσμιακής εξέλιξης

  • Οι αριθμοί αναφέρονται στον πραγματικό πληθυσμό, σε αυτούς δηλαδή πού βρέθηκαν την ημέρα της απογραφής στο χωριό.
  • Η μεγάλη μείωση του πληθυσμού τη δεκαετία του 1960 οφείλεται στη μετανάστευση (εσωτερική και εξωτερική) ενώ η αύξηση που φαίνεται στην απογραφή του 1991 ήταν αποτέλεσμα κινητοποίησης των Καμαρινιωτών της Αθήνας κυρίως, για να απογραφούν στον τόπο τους.

Οπτικοακουστικό υλικό

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία-Πηγές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 Γεωργίου Σακκά: η ιστορία της Καμαρίνας και η τραγωδία του Ζαλόγγου, Πρέβεζα
  2. Κ. N. Σάθας: Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, Αθήνα 1869
  3. 3,0 3,1 3,2 Σεραφείμ Ξενόπουλου:Δοκίμιον ιστορικόν περί Άρτης και Πρεβέζης, εν Αθήναις 1884
  4. 4,0 4,1 William Martin Leake, Travels in Northern Greece, Vol. I, Λονδίνο 1835, σελίδες 244-253, μτφ. Νίκος Δ. Καράμπελας
  5. 5,0 5,1 Thomas Smart Hughes: Travels in Sicily, Greece & Albania, Τόμος 2, σελ. 337-341, μτφ. Νίκος Δ. Καράμπελας
  6. 6,0 6,1 Περικλής Ζερλέντης: Περί της εν Ζαλόγγω καταστροφής, Ηπειρωτικά μελετήματα, τεύχος Α΄, Αθήναι 1889
  7. Αναστασίου Γεωργαντζή: Πρεβεζάνοι Αγωνιστές στην υπηρεσία της Βενετικής και Γαλλικής Διοίκησης της Επτανήσου, Πρεβεζάνικα Χρονικά, Τεύχος 9, 1986, σελ. 8-12
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 Ηλία Βασιλά: Άπαντα (Επιμ. Νίκος Δ. Καράμπελας), Πρέβεζα 2012
  9. Πάνος Ροντογιάννης, Ιστορία της νήσου Λευκάδος, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, 2005.
  10. Boppe Auguste, Le régiment Albanais (1807-1814), Paris, 1902
  11. Εφημερίς Αγών, 3 Δεκεμβρίου 1899, σελ. 3.
  12. 12,0 12,1 Εφημερίς Αγών, 11 Ιουνίου 1899, σελίδα 2
  13. Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου: Ιστορία Αλή πασά του Τεπελενλή, Αθήναι, Εκδοτικόν Κατάστημα Π. Ζανουδάκη, 1896
  14. Χριστόφορου Περραιβού: Ιστορία του Σουλίου, Αθήναι, Τύποις και Αναλώμασι Π. Δ. Σακελλαρίου, 1889
  15. Σπύρου Ντούσια:Σουλιώτες-Ζάλογγο, Πρεβεζάνικα Χρονικά, Τεύχος 8, σελίδα 51
  16. Λάμπρου Κουτσονίκα: Γενική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τόμος Α΄, Αθήναι 1863
  17. Ἡ Καμαρίνα καὶ ὁ Ἓλληνοτουρκικὸς πόλεμος τοῦ 1897, Θεοδώρου Κων. Δράκου, ΝΕΑ ΘΕΣΙΣ, Ἀθήνα 2014
  18. Εφημερίς Εμπρός, 2 Μαΐου 1897, σελίδα 2
  19. Εφημερίς Ακρόπολις,11 Μαΐου 1897
  20. Νίκος Δ. Καράμπελας: Ο Ιταλός πολιτικός Francesco Guicciardini στην Πρέβεζα και τη γύρω περιοχή
  21. Εφημερίς Ακρόπολις,3 Μαΐου 1897
  22. Εφημερίς Εμπρός, 29 Ιουνίου 1897, σελίδα 2
  23. Φ.Ε.Κ. Α/128, 1 Ιουλίου 1899
  24. Εφημερίς Εμπρός,20 Δεκεμβρίου 1901
  25. Εφημερίς Εμπρός,22 Μαρτίου 1903
  26. Fatal Error[νεκρός σύνδεσμος]
  27. Εφημερίς Εμπρός, 10 Νοεμβρίου 1912, σελ. 3
  28. Κ.Δ.Στεργιόπουλου : «Τό Mικτόν Ηπειρωτικόν Στράτευμα» κατά την ελευθέρωσιν της Ηπείρου (Οκτώβριος - Νοέμβριος 1912), Αθήναι 1968
  29. Γερασίμου Βώκου: Ιστορία του βαλκανοτουρκικού πολέμου, Αθήναι 1914, εκδ. Δ. Δημητράκου, σελ. 968-970
  30. Γενικόν Επιτελείο Στρατού: Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913, Τόμος B΄, Επιχειρήσεις εν Ηπείρω, Παράρτημα
  31. Φ.Ε.Κ. Α/181,14 Αυγούστου 1919
  32. Φ.Ε.Κ. Α/133,13 Ιουνίου 1924
  33. Φ.Ε.Κ. Α/223,22 Νοεμβρίου 1921
  34. Φ.Ε.Κ. Α/148, 3 Ιουλίου 1924
  35. Εφημερίς Ηπειρωτικός Αγών, 20 Μαΐου 1930, σελίς 2
  36. 36,0 36,1 Μιχαήλ Ντούσια: ΕΑΜ Πρεβέζας, ΕΛΑΣ Ζαλόγγου-Σουλίου, Αθήνα 1987
  37. Αρχηγείον Βασ. Χωροφυλακής: Δράσις της Χωροφυλακής κατά την περίοδο 1941-1950, Αθήναι 1962
  38. «OFFICIAL SITE - GEORGE ZONGOLOPOULOS FOUNDATION - ΊΔΡΥΜΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΖΟΓΓΟΛΟΠΟΥΛΟΥ | Georgios Zongolopoulos, George Zongolopoulos, Georgios Zoggolopoulos, George Zoggolopoulos, Γ...». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2013. 
  39. ΦΕΚ, Β/35, 2 Φεβρουαρίου 1962
  40. «Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού | Κασσώπη». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2013. 
  41. Εφημερίς Αγών, 5 Μαΐου 1900
  42. 42,0 42,1 Φιλάρετος Βιτάλης: η Ιερά Μονή Ζαλόγγου, Αθήναι, 1959
  43. ΦΕΚ,Β/35, 2 Φεβρουαρίου 1962
  44. ΦΕΚ,Β/404, 6 Ιουλίου 1965
  45. ΦΕΚ,Β/701, 19 Αυγούστου 1997
  46. [1][νεκρός σύνδεσμος]
  47. 47,0 47,1 47,2 47,3 47,4 47,5 ΦΕΚ Β/702,19 Αυγούστου 1997
  48. ΦΕΚ Β/701,19 Αυγούστου 1997
  49. Φ.Ε.Κ. Α/54,3 Μαΐου 1963
  50. Φ.Ε.Κ. Α/152,8 Οκτωβρίου 1984
  51. Εφημερίς Σκρίπ, 20 Ιουνίου 1926, σελίδα 6
  52. Εφημερίς Εμπρός,28 Δεκεμβρίου 1927
  53. Εφημερίς Βλάση: έκδοση του συλλόγου απανταχού Βλασαίων, φύλλο 57, Δεκέμβριος 2011, σελίδα 2
  54. http://dlib.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/categoryyears?p_cat=10007862&p_topic=10007862
  55. Υπουργείον Στρατιωτικών, Επιτελικό Γραφείο: Οδοιπορικά Ηπείρου και Θεσσαλίας, Αθήναι 1880
  56. Μιχάλης Κοκολάκης:Η Τουρκική στατιστική της Ηπείρου στο σαλμανέ του 1895
  57. Ελληνική Στατιστική Αρχή (21 Απριλίου 2023). «Αποτελέσματα της Απογραφής Πληθυσμού-Κατοικιών έτους 2021 που αφορούν στο Μόνιμο Πληθυσμό της Χώρας» (PDF). Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος. https://w.wiki/A9K5.