Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καρναβαλικά θεατρικά έργα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εξώφυλλο καρναβαλικού θεατρικού έργου του Χανς Ζαξ, 1555

Καρναβαλικά θεατρικά έργα (γερμανικά: Fastnachtsspiele) ήταν λαϊκές κωμικές παραστάσεις, μέρος των αποκριάτικων διασκεδάσεων, που προέρχονται από τις γερμανόφωνες χώρες του 15ου και 16ου αιώνα και αντιπροσωπεύουν τις απαρχές της κοσμικής θεατρικής σκηνής.[1]

Κατά την περίοδο του καρναβαλιού πριν τη Σαρακοστή, παρέες νέων περπατούσαν στους δρόμους και επισκέπτονταν σπίτια μεταμφιεσμένοι για να διασκεδάσουν τους γνωστούς τους αυτοσχεδιάζοντας σύντομες σκηνές με καθημερινά θέματα, που χαρακτηρίζονταν από χονδροειδές χιούμορ, συνοδευόμενες από μουσική και χορό. Κατά τον 16ο αιώνα, αυτές οι αυτοσχέδιες παραστάσεις απέκτησαν πιο οργανωμένο χαρακτήρα και τα θέματα διευρύνθηκαν, εισήχθησαν διάλογοι με αρκετούς χαρακτήρες και επεισόδια, ακόμη και σκηνικά, έτσι ενσωμάτωσαν και ανέπτυξαν περαιτέρω το κοσμικό και κωμικό στοιχείο που είχε ήδη αναπτυχθεί στις διασκεδαστικές φάρσες που παρεμβάλλονταν στα Μυστήρια του μεσαιωνικού θεάτρου και τις μωρίες.

Σε ένα τυπικό καρναβαλικό έργο, ένας από τους συμμετέχοντες διακόπτει τη γενική φασαρία του καρναβαλιού, χαιρετίζει τους επισκέπτες και τον οικοδεσπότη και ζητά από το κοινό την προσοχή του. Μετά αρχίζει το θέμα του έργου. Στο τέλος, ανακοινώνει την αναχώρηση, καθώς το έργο πρέπει να παιχτεί κάπου αλλού. Ευχαριστεί τον οικοδεσπότη και περιστασιακά καλεί όλους να χορέψουν και να πιούν. Αρχικά, δεν υπήρχε σκηνή, ούτε σκηνικά ή σκηνοθετικές οδηγίες. Τα έργα ήταν μέρος της γενικότερης αποκριάτικης διασκέδασης, με εύθυμο και άσεμνο περιεχόμενο με χυδαία γλώσσα και πρόστυχες χειρονομίες.[2]

Χανς Ζαξ (1545)

Η πλειοψηφία των πρώιμων κειμένων προέρχεται από ανώνυμους συγγραφείς. Ένα μεγάλο μέρος έργων που σώθηκαν προέρχεται από τη Νυρεμβέργη. Ο Χανς Ρόζενπλουτ και ο Χανς Φολτς ήταν οι πιο αξιόλογοι καρναβαλιστές δραματουργοί του 15ου αιώνα. Στις κωμωδίες τους, ο παραδοσιακός χαρακτήρας του ανόητου έπαιζε συνήθως τον κύριο ρόλο. Τον 16ο αιώνα, τα έργα έφτασαν σε επίπεδο μεγαλύτερης σοβαρότητας - κάτι που ήταν απαραίτητο γιατί η έννοια του καρναβαλιού χάθηκε με την έλευση της Μεταρρύθμισης - με κύριο εκπρόσωπο τον κορυφαίο αρχιτραγουδιστή Χανς Ζαξ, ο οποίος πρόσθεσε διαλόγους που σχετίζονταν με τη δράση και δημιούργησε συνεκτική πλοκή, έγραψε περίπου 85 έργα και έπαιζε συχνά ο ίδιος. Ο Γιάκομπ Άιερ, τα έργα του οποίου επηρεάστηκαν από το ύφος των Άγγλων κωμικών, ήταν ένας από τους τελευταίους εξέχοντες θεατρικούς συγγραφείς αυτής της μορφής αναπαράστασης. Άλλοι συγγραφείς καρναβαλικών θεατρικών έργων του 16ου αιώνα περιλαμβάνουν τον Γιοργκ Βίκραμ από την Αλσατία, τον Πάμφιλους Γκένγκενμπαχ από τη Βασιλεία και τον Νίκλαους Μανουέλ από τη Βέρνη. [3]

Αρχικά, το κύριο θέμα των έργων ήταν η καθημερινή ζωή: οικογενειακοί καυγάδες, άπιστοι σύζυγοι, ανόητοι αγρότες, διεφθαρμένοι κληρικοί, πομπώδεις γιατροί ή νομικοί, άπληστοι Εβραίοι και διαβόητοι ληστές απεικονίζονταν με σατιρικό τρόπο. Με τον καιρό άρχισαν να αγγίζουν θέματα πολιτικά και θρησκευτικά και να εξελίσσονται σε κοινωνική σάτιρα. Η αιχμηρή σάτιρα και ο αντικληρικός χαρακτήρας του είδους προκάλεσαν διαμαρτυρίες από τους φεουδάρχες και την εκκλησία. Με την έλευση της Μεταρρύθμισης, οι καρναβαλικές εκδηλώσεις γύρω στο 1539 απαγορεύτηκαν. [4]

Τα έργα ωστόσο επιβίωσαν με νέα μορφή διαχωρισμένα από τις Απόκριες, με θέματα από τη Βίβλο - με ηθικά διδακτικά μηνύματα στην υπηρεσία της Μεταρρύθμισης - αλλά και λογοτεχνικές πηγές, τους κλασικούς και τους Ιταλούς μυθιστοριογράφους. Παρουσιάζονταν πλέον σε ταβέρνες και σε εξέδρες σε πλατείες και πανηγύρια από ερασιτέχνες ηθοποιούς.

Γύρω στο 1600, στη Γερμανία εμφανίστηκαν όλο και περισσότεροι επαγγελματίες ηθοποιοί, όπως Άγγλοι κωμικοί ή Ολλανδοί με περιοδεύοντες θιάσους, με αποτέλεσμα τα καρναβαλικά έργα να γίνουν λιγότερο σημαντικά[5].