Κατακόμβες της Ρώμης
Οι Κατακόμβες της Ρώμης (ιταλ. Catacombe di Roma) είναι αρχαίες κατακόμβες, δηλαδή υπόγειοι τόποι ταφής, κάτω από τη Ρώμη. Υπάρχουν τουλάχιστον σαράντα από αυτές και μερικές ανακαλύφθηκαν μόλις τις τελευταίες δεκαετίες. Αν και είναι περίφημες για τις χριστιανικές ταφές τους, σε αυτές βρίσκουμε τάφους ανθρώπων από όλες τις θρησκείες που υπήρξαν στην πόλη από τον 2ο αιώνα μ.Χ. και μετά[1], κυρίως ως απόκριση στον υπερπληθυσμό και την έλλειψη γης για νέα κοιμητήρια. Οι Ετρούσκοι, όπως και αρκετοί άλλοι ευρωπαικοί λαοί, συνήθιζαν να θάβουν τους νεκρούς τους σε υπόγειους θαλάμους. Η αρχική ρωμαϊκή συνήθεια ήταν η καύση των νεκρών, μετά την οποία τα υπολείμματα φυλάσσονταν σε μία τεφροδόχο, συχνά μέσα σε ένα κολουμβάριο. Από τον 2ο αιώνα μ.Χ. και μετά, η ταφή χωρίς να προηγηθεί καύση έγινε ο κανόνας. Οι Χριστιανοί από τότε προτιμούσαν την ταφή έναντι της καύσεως, εξαιτίας της πίστεως στην «εν σώματι» ανάσταση των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία.
Οι χριστιανικές κατακόμβες, και ιδίως αυτές της Ρώμης, είναι εξαιρετικά σημαντικές για τη μελέτη της ιστορίας της Πρωτοχριστιανικής τέχνης, καθώς περιέχουν την πλειονότητα των σωζόμενων δειγμάτων των προ του 400 μ.Χ. νωπογραφιών και γλυπτικής, αλλά και εγχρυσωμένων γυάλινων μενταγιόν (τα περισσότερα από αυτά έχουν λεηλατηθεί, όπως έχουν αφαιρεθεί και οι περισσότερες σοροί των νεκρών). Οι εβραϊκές κατακόμβες είναι παρομοίως σημαντικές για τη μελέτη του κοσμικού εβραϊκού πολιτισμού της ίδιας περιόδου.
Ανακαλύψεις από τις κατακόμβες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από έρευνες στις κατακόμβες της Ρώμης έχει βρεθεί ότι η δίαιτα του πληθυσμού αποτελείτο κυρίως από ψάρια του γλυκού νερού. Το δείγμα D9-W-XVI-8, που θεωρείται πως προέρχεται από ένα νήπιο δύο ετών, δείχνει ότι ο θηλασμός ήταν ο κανόνας στην αρχαία Ρώμη και αυτό το παιδί δεν είχε απογαλακτισθεί ακόμη από τη μητέρα του.[2]
Το ψάρι στην πρωτοχριστιανική ζωή δεν ήταν απλώς ένα θρησκευτικό σύμβολο, αλλά καταναλωνόταν ως γεύμα σε ανάμνηση των νεκρών (αντίστοιχο με τα κόλλυβα σήμερα), όπως φαίνεται από την εύρεση υπολειμμάτων του σε κατακόμβες.[3][2]
Οι χριστιανικές κατακόμβες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πρώτες μεγάλης κλίμακας κατακόμβες στην περιοχή της Ρώμης διωρύχθηκαν από τον 2ο αιώνα μ.Χ. και ύστερα, σε μαλακό ηφαιστειογενές πέτρωμα (τόφο)[4], έξω από τα τείχη της πόλεως, καθώς ο ρωμαϊκός νόμος απαγόρευε τις ταφές εντός των τειχών. Επειδή την εποχή εκείνη οι περισσότεροι Χριστιανοί και Ιουδαίοι ανήκαν στις κατώτερες οικονομικά τάξεις ή ήταν δούλοι, συνήθως δεν είχαν την οικονομική άνεση να αγοράσουν γη για τις ταφές των νεκρών τους. Για τον λόγο αυτόν, έσκαψαν δίκτυα στοών στα βαθιά στρώματα τόφου που υπήρχαν στα προάστια της Ρώμης. Αρχικώς αυτές οι στοές χρησίμευαν μόνο για την ταφή των νεκρών και αργότερα, σύμφωνα και με τα αρχαία ρωμαϊκά έθιμα, εκεί τελούνταν επίσης μνημόσυνα και εορτασμοί των επετείων θανάτου Χριστιανών μαρτύρων. Υπάρχουν εξήντα γνωστοί υπόγειοι ταφικοί τόποι στη Ρώμη. Κτίσθηκαν έξω από τα τείχη, κατά μήκος κύριων ρωμαϊκών οδών, όπως ήταν η Αππία οδός, η Οδός της Όστιας, η Λαβικανή οδός, η Τιβουρτίνη Οδός και η Νομεντανή οδός. Τα ονόματα αυτών των κατακομβών αναφέρονται σε μάρτυρες που έχουν ταφεί εκεί, π.χ. ο Άγιος Κάλλιστος ή ο Αγιος Σεβαστιανός. Περί το 80% των κατακομβών χρονολογούνται μετά την εποχή των διωγμών των Χριστιανών.[5]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Toynbee: 39–40.
- ↑ 2,0 2,1 Rutgers, L.V.; van Strydonck, M.; Boudin, M.; van der Linde, C. (2009). «Stable isotope data from the early Christian catacombs of ancient Rome: new insights into the dietary habits of Rome's early Christians». Journal of Archaeological Science 36 (5): 1127–1134. doi: . ISSN 0305-4403.
- ↑ Robertson, R. Reid (1933). «The Christian Catacombs of Rome». The Expository Times 45 (2): 90–94. doi: . ISSN 0014-5246.
- ↑ Heiken, Grant· Funiciello, Renato· de Rita, Donatella (2005). The Seven Hills of Rome: A Geological Tour of the Eternal City. Princeton University Press (δημοσιεύτηκε 2013). σελ. 42. ISBN 9781400849376. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2016.
- ↑ van der Meer, F.: Early Christian Art, Faber and Faber, 1967