Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κατακόμβες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Κατακόμβη)
Λιτανεία στις κατακόμβες του Αγίου Καλλίστου στη Ρώμη

Οι Κατακόμβες ήταν υπόγεια νεκροταφεία και οστεοθήκες των Χριστιανών δηλαδή ήταν βαθύς και σκοτεινός υπόγειος χώρος.

Η προέλευση της ονομασίας.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος «κατακόμβη» παράγεται από την ελληνική πρόθεση κατά και τη λατινική λέξη cumba, η οποία είναι δάνειο από την ελληνική κύμβη, που σημαίνει 1. κοιλότητα αγγείου, κύπελλο, αγγείο. 2.είδος βάρκας από σκαμμένο κόρμο δέντρου. [1][2]. Η αρχική έννοια της λέξεως δεν σχετιζόταν με τους τόπους ταφής, αλλά αποτελούσε ονομασία συγκεκριμένης περιοχής στη Ρώμη: στον ποταμό Τίβερη συγκεκριμένα, υπήρχε τοποθεσία με πολλές κοιλότητες στο έδαφος που χρησίμευε ως σταθμός πλοίων[3].

Η ονομασία αυτή χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για το υπόγειο κοιμητήριο του Αγίου Σεβαστιανού της στη Ρώμη:«cimeterium catacumbas ad Sanctum Sebastianum Via Appia»[4]. Σ' αυτό απ' ό,τι πιστεύεται, φύλαξαν και τα λείψανα των αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Κατ' επέκταση χρησιμοποιήθηκε για όλα τα υπόγεια κοιμητήρια γύρω από τη Ρώμη.

Οι υπόγειοι τάφοι δεν είναι χριστιανική εφεύρεση, αλλά εντοπίζονται στην Ετρουρία και στο Λάτιο, αλλά και στην Παλαιστίνη φτιαγμένοι από τους Φοίνικες. Οι Ιουδαίοι είχαν κατακόμβες πριν από τους Χριστιανούς στη Ρώμη[5].

Άποψη πολλών αρχαιολόγων στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν πως οι κατακόμβες χρησιμοποιήθηκαν τα υπόγεια λατομεία που είχαν κατασκευάσει οι Εθνικοί γύρω από τη Ρώμη[6]. Η άποψη όμως πως οι πρώτες κατακόμβες ήταν πρώην λατομεία αμφισβητείται για τους εξής λόγους: α) διαφέρουν στο εδαφικό στρώμα στο οποίο βρίσκονται τα μεν από τις δε: τα λατομεία σκάβονταν σε λιθοειδή στρώματα, ενώ οι κατακόμβες σε κοκκοειδή στρώματα, ακατάλληλα για οικοδομική χρήση. β)διαφέρουν ως προς την κατασκευή μεταξύ τους: οι διάδρομοι των λατομείων ήταν ευρύχωροι, ενώ των κατακομβών πολύ στενότεροι. Επίσης οι διάδρομοι στα λατομεία ήταν δημιουργημένοι όχι βάσει κάποιου σχεδίου αλλά ακανόνιστα, κάτι που δεν ίσχυε για τις κατακόμβες. Τέλος, η μετατροπή ορυχείου σε κατακόμβη απαιτούσε επιπλέον εργασίες[7][8]. Οι κατακόμβες χρησιμοποιούνταν ως τόποι ταφής των κατώτερων τάξεων που δεν ήταν σε θέση να αγοράσουν γη για το σκοπό αυτό - και αποτελούν από αυτήν την άποψη φαινόμενο οικονομικό: συγκέντρωσαν έναν μεγάλο αριθμό τάφων σε μικρό χώρο[9].

Η κατασκευή των κατακομβών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κατακόμβες λαξεύονταν σε πορώδες έδαφος περιέχοντας περίπλοκα συμπλέγματα διαδρόμων και κεντρικών θαλάμων στα τοιχώματα των οποίων ανοίγονται τάφοι σε επάλληλες σειρές και σε διάφορα σχήματα. Οι “κοπιάτες” (fessores) ήταν αυτοί οι οποίοι είχαν την επιμέλεια (εκσκαφή, συντήρηση, διαφύλαξη) των κατακομβών και ήταν ειδικευμένοι τεχνίτες που με το πέρασμα του χρόνου αποτέλεσαν και συντεχνίες[10]. Επρόκειτο για λαβύρινθο υπόγειων διαδρόμων και αλλεπάλληλων επιπέδων αποτελώντας διάφορα πατώματα ή ορόφους (piani) (έχουμε πέντε, έξι ή ακόμα και επτά ορόφους) Η μετάβαση από τον ένα στον άλλο όροφο γινόταν με εσωτερική κλίμακα κι όχι με βαθμιαία κλίση των διαδρόμων. Τα κατώτερα πατώματα είναι και τα μεταγενέστερα, χωρίς να αποκλείεται οι ανώτεροι όροφοι να είναι μεταγενέστεροι. Συχνά οι κοπιάτες, από φόβο μήπως καταρρεύσει το έδαφος, άφηναν αρκετά συμπαγές έδαφος ενδιάμεσα από δύο ορόφους, αλλά διαπιστώνοντας στη συνέχεια τη στερεότητα του εδάφους, διάνοιγαν εκ των υστέρων εκεί άλλο διάδρομο.

Οι διάδρομοι (ambulacra) δεν διανοίγονταν βάσει κάποιου συστήματος. Οι διάδρομοι αποτελούσαν αυτό το ίδιο το κοιμητήριο και δεν οδηγούσαν σε κάποιο υπόγειο κοιμητήριο: εκατέρωθεν οι κατακόρυφοι τοίχοι ήταν τάφοι (loculi). Αυτοί διανοίγονταν στο βάθος του βράχου σε σχήμα μικρών παραθύρων , σε σειρές επάλληλες που έφταναν τους 5, 6 μέχρι και 12 (παρομοιάζονται με κουκέτες καμπινών πλοίων. Το βάθος κάθε τέτοιου τάφου και κατ' επέκταση η χωρητικότητά του ποικίλε: από ένα νεκρό, μέχρι δύο (bisomi),τρεις (trisomi), ή τέσσερις (quadrisomi). Το σχήμα τους ήταν ορθογώνιο παραλληλόγραμμο ή τραπέζιο. Μετά την τοποθέτηση του νεκρού ο τάφος έκλεινε με πλάκα μαρμάρινη (tabula) με επίχρισμα ασβέστη[11].

Είδος μεταγενέστερων τάφων είναι οι σε σχήμα τραπεζιού τάφοι (Spolcro a mensa)και τα αρκοσόλια (arcosolium): τα τελευταία ήταν αψιδωτοί τάφοι όπου τοποθετούνταν κατά κύριο λόγο οι μάρτυρες ή οι διακριθέντες ή οι επίσημοι χριστιανοί. Οι τάφοι αυτοί ανοίγονταν σαν σαρκοφάγοι και σκάβονταν κάθετα προς τα κάτω. Πολλές αψίδες καταστράφηκαν επειδή αργότερα διάφοροι χριστιανοί επιθυμώντας να ταφούν κοντά σε μάρτυρες, άνοιγαν τάφους (loculi) στα τοιχώματα των αψίδων. Αρκοσόλια βρίσκονται κυρίως όχι τόσο στους διαδρόμους αλλά στους νεκρικούς θαλάμους (cubiculum): οι θάλαμοι αυτοί ήταν προορισμένοι για οικογενειακούς τάφους κατ' επίδραση των εθνικών. Το σχήμα τους ήταν τετράγωνο ή τριγωνικό, ή πεντάγωνο ή εξάγωνο ή οκτάγωνο, κυκλικό ή ημικυκλικό[12]. Ως προς τον αερισμό τους κατά διάφορες αποστάσεις υπήρχαν αεραγωγοί που επικοινωνούσαν με την επιφάνεια, ενώ για το φωτισμό υπήρχαν λυχνίες από αργυρό ή ορείχαλκο: μάλιστα με τη χρήση αυτών των λυχνιών συνδέεται η συνήθεια καύσης καντηλιών ή ανάματος κεριών στις εκκλησίες σε ανάμνηση των δοκιμασιών των πρώτων χριστιανών[13].

Οι κατακόμβες δεν ήταν τόπoι μυστικής σύναξης των χριστιανών, λατρείας ή τόποι καταφυγής σε περιόδους διωγμών, αλλά αποτελούσαν αποκλειστικά τόπους ταφής. Οι εσφαλμένες αντιλήψεις σχετικά με τη χρήση τους καλλιεργήθηκαν από λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα όπως Φαβιόλα, Κβό Βάντις και Χιτώνας. Λόγω της κατασκευής τους ήταν ακατάλληλοι χώροι για απόκρυψη και συγκέντρωση μεγάλου αρ ιθμού Χριστιανών. Οι λόγοι ήταν οι εξής: στενότητα χώρου, έλλειψη αερισμού και ανεπαρκής φωτισμός, ενώ η μαζική προσφυγή χριστιανών σε αυτές αυτομάτως θα κινούσε την περιέργεια των Ρωμαϊκών διωκτικών αρχών[14]. Ως προς την εποπτεία τους αυτή είχε ανατεθεί σε επτά διακόνους και ισάριθμους υποδιακόνους (liber pontificalis), καθώς όμως αυξάνονταν αυτές, αρμόδιοι ήταν οι εντεταλμένοι για τις ιεραπραξίες εφημέριοι. Στην Ρώμη υπήρχαν τόσες ενορίες όσες και οι κατακόμβες[15]. Στα χρόνια μετά τους διωγμούς οι κατακόμβες απετέλεσαν τόπους προσκυνήματος για τους Χριστιανούς, ενώ τα οστά των κατακομβών μεταφέρονται στις ανεγειρόμενες εκκλησίες και τα Μαρτύρια[α]. Ο Πάπας Μιλτιάδης ήταν ο τελευταίος που ετάφη σε κατακόμβη[17]. Λόγω των εισβολών των Ούνων και Βησιγότθων, στην Ιταλική χερσόνησο οι κατακόμβες υπέστησαν καταστροφές και απογυμνώθηκαν από λείψανα νεκρών και αφιερώματα. Ο Πάπας Γρηγόριος Γ΄ προσπάθησε να αναθερμάνει το ενδιαφέρον των Χριστιανών γι' αυτές με την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας κατά την επέτειο του μαρτυρίου των εκεί θαμμένων μαρτύρων. Οι εισβολές των Λογγοβάρδων επίσης συνέβαλαν στην ενίσχυση της άποψης πως έπρεπε να μεταφερθούν τα οστά των μαρτύρων σε νεοανειγειρόμενες εκκλησίες[18]. Στον Μεσαίωνα μετατρέπονται σε κρησφύγετα ληστών και εγκληματιών. Μόλις το 1578 ανακαλύφθηκε η κατακόμβη της Αγίας Πρίσκιλλας από εργάτες που έψαχναν πορσελάνη γη[19].

Η χριστιανική τέχνη στις κατακόμβες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Χριστός και οι 12 Απόστολοι, τοιχογραφία σε κατακόμβη της Ρώμης

Η ζωγραφική των κατακομβών συνιστά την πρώτη μνημειακή ζωγραφική του Χριστιανισμού[20]. Τα θέματα της ζωγραφικής των κατακομβών είναι εθνικά και χριστιανικά. Εντοπίζονται στις οροφές των νεκρικών θαλάμων και στα μεταξύ των τάφων διαστήματα. Όλες οι απεικονίσεις είναι νωπογραφίες. Τα θέματα είναι συμβολικά και αντλούνται από την εθνική και χριστιανική παράδοση. Από την πρώτη έχουμε φυτικά και ζωικά θέματα: η ελιά (δηλώνει την ειρήνη), το αμπέλι (ο Χριστός, εγώ ειμί η άμπελος, Ιω.15, 1, αλλά και το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας), το πτηνό φοίνικας (νίκη κατά του θανάτου), το ελάφι (ο πόθος της ψυχής προς τον Χριστό). Αντικείμενα: ο φάρος (σωτηρία από το ναυάγιο της ζωής), το πλοίο (η Εκκλησία), η άγκυρα (σύμβολο ελπίδας). Άλλα πάλι ζωικά θέματα απλά έχουν διακοσμητικό χαρακτήρα (άλογα, κριάρια). Εξωβιβλικά σύμβολα είναι ακόμα: η Δεομένη Μορφή σε στάση προσευχής (πρβλ. Μινωική θεά με υψωμέα χέρια). Ο Ιχθύς, σύμβολο προϋπάρχων στη Συρία όπου και ιχθυολατρεία (στο Χριστιανισμό: η ακροστιχίδα Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ δηλώνει τη χριστιανική πίστη. Είναι σύμβολο ευχαριστίας και του Βαπτίσματος)[21][22].

Χριστιανικά θέματα διακρίνονται σε Παλαιοδιαθηκικά και Καινοδιαθηκικά: και στα μεν πρώτα ανήκουν τα :Αμάρτημα και πτώση των πρωτοπλάστων, ο Νώε στην Κιβωτό, η θυσία του Αβραάμ, ο Μωυσής και καιόμενη βάτος, ο Μωυσής που χτυπά το βράχο και βγάζει νερό, η διατροφή των Ιουδαίων στην Έρημο, η Ανάληψη του προφήτη Ηλία, ο Ιώβ, οι Τρεις Παίδες στην κάμινο, ο Δανιήλ στα λιοντάρια, η Σωσάννα και οι Κριτές, η ιστορία του Ιωνά (πάνω από 130 τοιχογραφίες, αφοί ο Ιωνάς συμβολίζει την προτύπωση της τριήμερης ταφής και ανάστασης του Ιησού). Στα δε δεύτερα, έχουμε: την Προσκύνηση των Μάγων, τη Βάπτιση του Ιησού, το Θαύμα της Κανά, τη διατροφή των Πεντακισχιλίων, ο Χριστός και η Σαμαρείτιδα, η παραβολή των Δέκα Παρθένων, η θεραπεία του Παραλυτικού, η ανάβλεψη του τυφλού, η αιμορροούσα, η Ανάσταση του Λαζάρου, η άρνηση του Πέτρου, ο Χριστός και οι Απόστολοι, ο Χριστός και οι Κορυφαίοι Πέτρος και Παύλος[23].

Οι κυριότερες κατακόμβες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν 36 μεγάλες στη Ρώμη. Επίσης στη Νάπολη, στη Σικελία (Συρακούσες, Παλέρμο), στην Αίγυπτο και Βόρειο Αφρική, στη Συρία, στη Μικρά Ασία και στα νησιά Μάλτα, Κύπρο και Μήλο[24] και στο Βατικανό.

Υποσημειώσεις και παραπομπές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Ο Άγιος Ιερώνυμος στα παιδικά του χρόνια, στα 354 μ.Χ., θυμάται: «Όταν ήμην παις και εσπόυδαζον εν Ρώμη, συνήθιζον κατά πάσαν Κυριακήν να επισκέπτομαι , εν συνοδεία και άλλων πάιδων της αυτής μ' εμέ ηλικίας τους τάφους των αποστόλων και μαρτύρων και να εισδύω εις τας κρύπτας τας εσκαμμένας εν τοις σπλάχνοις της γης. Οι τοίχοι ένθεν και και ένθεν τω εισερχομένω προβάλλουν πεπληρωμένοι νεκρικών λειψάνων. το δε σύνολον μέρος είναι τοσούτον ζοφώδες, ώστε οι λόγοι του Ψαλμωδού καταβήτωσαν εις Άδου ζώντες , νομίζει τις ότι εδώ εφαρμόζονται. Κάποτε αμυδρόν φως καταπίπτει εκ των άνω διά τινός φεγγίτη, αλλά μόλις κάνει τις δεύτερον βήμα και εις τα βάθη παχυλού ερέβους πάλι βυθίζεται»[16].
  1. Ρόκκος 1920, σελ. 628-629.
  2. Παλιούρας 1992, σελ. 226-227.
  3. Τρεμπέλας 1931, σελ. 438.
  4. Τρεμπέλας 1931, σελ. 439.
  5. Αρχιτζικάκης 1910, σελ. 454.
  6. Ρόκκος 1920, σελ. 627.
  7. Τρεμπέλας 1931, σελ. 440-442.
  8. Ρόκκος 1920, σελ. 628.
  9. Αρχιτζικάκης 1910, σελ. 460.
  10. Τρεμπέλας 1931, σελ. 442.
  11. Τρεμπέλας 1931, σελ. 443-444.
  12. Τρεμπέλας 1931, σελ. 446-447.
  13. Ρόκκος 1920, σελ. 711.
  14. Παπαευαγγέλου 1965, σελ. 438.
  15. Ρόκκος 1920, σελ. 714.
  16. Κ216-217
  17. Ρόκκος 1920, σελ. 719.
  18. Ρόκκος 1920, σελ. 719-720.
  19. Καλλίνικος 1912, σελ. 217.
  20. Καλοκύρης 1970, σελ. 123.
  21. Παλιούρας 1992, σελ. 228-229.
  22. Παπαευαγγέλου 1965, σελ. 441-442.
  23. Παλιούρας 2000, σελ. 22-23.
  24. Παλιούρας 2000, σελ. 17.
  • Τρεμπέλας, Παναγιώτης (1931). «Αι κατακόμβαι (επίμ. Γρηγόριος Παπαμιχαήλ)». Εναίσιμα επί τη τριακοστή πέμπτη επετηρίδι της επιστημονικής δράσεως του Μακαριωτάτου Χρυσόστομου Παπαδόπουλου (Εν Αθήναις). 
  • Παπαευαγγέλου, Παναγιώτης (1965). «Κατακόμβαι». Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια. 
  • Παλιούρας, Αθανάσιος (1992). «Κατακόμβες». Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Θρησκείες, Εκδοτική Αθηνών 21. 
  • Ρόκκος, Π. (1920). «Αρχή και γέννησις των κατακομβών». Γρηγόριος Παλαμάς (4). 
  • Αρχιτζικάκης, Ιάκωβος (1910). «Ο Χριστιανισμός και αι κατακόμβαι της Ρώμης». Νέα Σιών 10. http://www.jpnewzionmagazine.org/assets/books/%CE%9D%CE%95%CE%91_%CE%A3%CE%99%CE%A9%CE%9D_%CE%A3%CE%95%CE%A0%CE%A4%CE%95%CE%9C%CE%92%CE%A1%CE%99%CE%9F%CE%A3_-_%CE%9F%CE%9A%CE%A4%CE%A9%CE%92%CE%A1%CE%99%CE%9F%CE%A3_1910.pdf. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουλίου 2021. 
  • Καλλίνικος, Κωνσταντίνος (1912). «Αι κατακόμβαι των μαρτύρων». Εκκλησιαστικός Φάρος 10. 
  • Παλιούρας, Αθανάσιος (2000). Εισαγωγή στη Βυζαντινή Αρχαιολογία. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. 
  • Καλοκύρης, Κωνσταντίνος (1970). Εισαγωγή εις την Χριστιανικήν και Βυζαντινήν Αρχαιολογίαν. Θεσσαλονίκη: Π. Πουρναράς. 

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Λεκαπηνού, Αγγελική (1950). «Κατακόμβη, η στοά των ηρώων». Ακτίνες (13): 305-309, 348-352, 404-409. 
  • Μαρινάκης, Δημήτριος (1912). «Αι κατακόμβαι της Ρώμης». Πάνταινος 4: 358-361.