Κοκκοθραύστης
Κοκκοθραύστης | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος αρσενικός κοκκοθραύστης
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Coccothraustes coccothraustes (Κοκκοθραύστης ο κοινός) Linnaeus, 1758 | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Coccothraustes coccothraustes buvryi |
Ο Κοκκοθραύστης είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Σπιζιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Coccothraustes coccothraustes και περιλαμβάνει 6 υποείδη.[2]
Στην Ελλάδα απαντά κυρίως το υποείδος Coccothraustes coccothraustes coccothraustes (Linnaeus, 1758),[2] αλλά υπάρχει υβριδισμός και με το Coccothraustes coccothraustes nigricans (Buturlin, 1908).[3]
Ο κοκκοθραύστης είναι το εντυπωσιακότερο και ογκωδέστερο από τα στρουθιόμορφα που, στην Ελλάδα, αποκαλούνται με τη γενικότερη ονομασία σπίζες.[4]
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επιστημονική ονομασία του γένους και του είδους Coccothraustes έχει ελληνική ρίζα και σημαίνει «αυτός που θραύει κόκκους (σπέρματα)», παραπέμποντας στο διαιτολόγιο του πτηνού.
Συστηματική ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1758, από τον Λινναίο στη Ν. Ευρώπη (πιθανόν στην Ιταλία) ως Loxia coccothraustes.[3] Απολιθώματα που σχετίζονται με το πτηνό έχουν βρεθεί στη Βουλγαρία, από το Ύστερο Πλειστόκαινο και έχουν καταχωρηθεί ως Coccothraustes balcanicus και Coccothraustes simeonovi.[5] Το γένος φαίνεται να συνδέεται στενά με τα γένη Eophona και Mycerobas.[6][7]
Γεωγραφική κατανομή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο κοκκοθραύστης είναι είδος του Παλαιού Κόσμου, με τους περισσότερους πληθυσμούς να ζουν μόνιμα ή/και να αναπαράγονται στην Ευρασία και σε κάποια μικρά τμήματα στη ΒΔ. Αφρική. Ωστόσο, είναι κοινό είδος μόνον τοπικά (localy common), που σημαίνει ότι είναι αρκετά δύσκολο να παρατηρηθεί. Η εξάπλωσή του στην Ευρώπη περιλαμβάνει όλο το κεντρικό και νότιο τμήμα της ηπείρου, ενώ προς βορράν δεν απαντά από το βόρειο/βορειοκεντρικό Ηνωμένο Βασίλειο και βορειότερα, καθώς και στο μεγαλύτερο μέρος της Σκανδιναβίας και της Β. Ρωσίας.
Στην Ασία η εξάπλωσή του φθάνει μέχρι την Άπω Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της Β. Ιαπωνίας, αλλά η ζώνη εξάπλωσης είναι αρκετά στενή, περιοριζομένη εντός της Σιβηρίας, κατά το μεγαλύτερο μήκος της. Στο ανατολικό άκρο αυτής της ζώνης, τα νότια όρια μπορεί να φθάνουν μέχρι τη χερσόνησο της Κορέας (κύρια περιοχή διαχείμασης των ανατολικών πληθυσμών), ενώ υπάρχουν διάσπαρτοι θύλακες στον Καύκασο, το Β. Ιράν, το Αφγανιστάν και τη Ν. Κίνα.
Στην Αφρική, τέλος, το είδος περιορίζεται στο βορειοδυτικό τμήμα της ηπείρου (Μαρόκο, Τυνησία και Αλγερία).
Οι κύριες περιοχές διαχείμασης βρίσκονται στα νότια των περιοχών αναπαραγωγής, ανάλογα με το εκάστοτε γεωγραφικό μήκος. Στην Ευρώπη, πολλοί πληθυσμοί διαχειμάζουν στην Ιβηρική Χερσόνησο και, ανατολικότερα, στη Μικρά Ασία.[8]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Coccothraustes coccothraustes buvryi | Β και ΒΚ Μαρόκο, Β Αλγερία και Β Τυνησία | Κυρίως καθιστικό στην περιοχή | |
2 | Coccothraustes coccothraustes coccothraustes | Ν Σκανδιναβία και Κ και Ν Βρετανία, νότια προς Ισπανία, Κορσική, Σαρδηνία, Κ Ιταλία, Σλοβενία, Β Βουλγαρία, Β Ελλάδα, ΒΔ και Β Τουρκία, Β και Κ Καύκασος, ανατολικά προς Ρωσία, Κ Σιβηρία, περιοχές της λίμνης Βαϊκάλης και νότια προς ΒΑ Καζακστάν και Β Μογγολία | Ευρώπη, (εκτός από τα βόρεια), Β Αφρική, Κύπρος, Κ Ασία, Κ, Ν και Α Κίνα | Υβριδίζεται ευρέως με το 5 σε Κροατία, Ν Βουλγαρία και Ελλάδα, ανατολικά προς Ν Ουκρανία, ΒΔ και Β Τουρκία |
3 | Coccothraustes coccothraustes humii | Α Ουζμπεκιστάν ανατολικά προς Δ Κιργιζία, Ν Καζακστάν, ΝΔ Κίνα, νότια προς ΔΚ και ΒΑ Αφγανιστάν και Δ Τατζικιστάν | Β Ν και Δ Πακιστάν, Δ Κασμίρ | Είναι το κυριότερο ασιατικό υποείδος |
4 | Coccothraustes coccothraustes japonicus | Α Ρωσία, Κ και Ν Καμτσάτκα, Σαχαλίνη, Ν Κουρίλες, Β και Κ Ιαπωνία | Ν Ιαπωνία, νήσος Μπονίν, Ν Κορέα, Α Κίνα και Ταϊβάν | |
5 | Coccothraustes coccothraustes nigricans | Ουκρανία, Κ και Ν Καύκασος, ΒΑ Τουρκία, Β Ιράν, πιθανόν ΝΔ Τουρκμενιστάν | Μέση Ανατολή | Υβριδίζεται ευρέως με το 2 σε Κροατία, Ν Βουλγαρία και Ελλάδα, ανατολικά προς Ν Ουκρανία, ΒΔ και Β Τουρκία |
6 | Coccothraustes coccothraustes schulpini | Ρωσική Άπω Ανατολή (Αμούρ και Ουσούρι), ΒΑ Κίνα και Β Κορέα | Α και ΝΑ Κίνα |
Πηγές:[2][3][8][9] (σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντώνται στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτική συμπεριφορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως φαίνεται στον πίνακα κατανομής υποειδών, ο κοκκοθραύστης στην Κ. Ευρώπη είναι καθιστικό πτηνό, ενώ οι βόρειοι και ανατολικοί ευρωπαϊκοί πληθυσμοί είναι μερικώς αποδημητικοί, οδεύοντας προς νότο. Η μετανάστευση γίνεται κατά σμήνη, αρχίζει σταδιακά από τον Ιούλιο και κορυφώνεται τον Σεπτέμβριο, ενώ το ταξίδι πραγματοποιείται τόσο την ημέρα όσο και το σούρουπο. Η επιστροφή στα εδάφη αναπαραγωγής πραγματοποιείται ανά μικρές ομάδες και διαρκεί από τα μέσα Φεβρουαρίου μέχρι τον Απρίλιο.
- Σύμφωνα με την Αμερικανική Ορνιθολογική Ένωση, το είδος έχει παρατηρηθεί αρκετές φορές στην Αλάσκα, γι’ αυτό έχει καταχωρηθεί ως Περιστασιακός επισκέπτης (Casual/C).[10]
Εκτός από την Αλάσκα, τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Γιβραλτάρ, την Ιρλανδία, τις Φερόες, τή Συρία, και τη Σαουδική Αραβία.[8]
Στην Ελλάδα, ο κοκκοθραύστης απαντά όλο το έτος κυρίως στη βόρεια και κεντρική χώρα, αλλά, σε μεγαλύτερους πληθυσμούς και σε όλη την επικράτεια βρίσκεται κυρίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα.[8][11] Αναφέρεται και από την Κρήτη,[12] αλλά η εκεί παρουσία του αμφισβητείται.[13] Επίσης, απαντάται ως χειμερινός επισκέπτης στην Κύπρο.[14][15]
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αναπαραγωγική περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο κύριος βιότοπος αναπαραγωγής του είδους είναι τα ώριμα φυλλοβόλα ή μικτά δάση με πυκνή βλάστηση υποστρώματος. Στην Ευρώπη, προτιμώνται τα δάση βελανιδιάς (Quercus sp. ) και γαύρου (Carpinus betulus). Μπορεί επίσης να βρεθεί σε παλιά φυλλοβόλα δάση οξιάς (Fagus sp. ), φράξου (Fraxinus sp.και φτελιάς (Ulmus sp.), αλλά και σε ανοικτές πλημμυρισμένες δασικές εκτάσεις, διότι αρέσκεται σε περιοχές κοντά σε νερό.[16] Η πυκνότητα του πληθυσμού σε μονοτυπικά δάση, ιδίως κωνοφόρων, είναι πολύ χαμηλή και, στις περισσότερες περιοχές της Ευρώπης, κυμαίνεται κάτω από ένα (1) άτομο ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.[16][17]
Οι αναπαραγωγικές προϋποθέσεις περιλαμβάνουν διαθεσιμότητα σπόρων και εντόμων (κάμπιες), καθώς και κατάλληλους χώρους φωλιάσματος. Στην Κ. Ευρώπη, βέλτιστα είναι τα χωριά με γεωργική παραγωγή, προαστιακές περιοχές με κήπους που καλλιεργούνται λίγο, ακόμη και πόλεις με διάσπαρτα άλση και πάρκα, αιωνόβια δέντρα, περιβόλια και οπωρώνες. Από το 1970, μια αυξανόμενη τάση αστικοποίησης καθορίζεται από τις θέσεις σίτισης, κατά τη διάρκεια του χειμώνα (ταΐστρες).[17] Γενικά, το είδος μετακινείται εντός μέσου εύρους υψομέτρων, από τα 300 έως τα 700 μ., με τον υψηλότερο αναπαραγωγικό πληθυσμό, να φθάνει στα 1000 μέτρα. Στην Ελβετία, π.χ., φωλιάζει σποραδικά μέχρι το ανώτατο όριο του δάσους με σκληρό ξύλο, στα 1300 μ. περίπου. Έχει παρατηρηθεί, περιστασιακά, στις Άλπεις να βρίσκεται στην αλπική ζώνη, στα 2400 μ., στην περιοχή Άλετς (Aletsch), αλλά και κατά μήκος των μεγάλων κοιλάδων.[17]
Μη αναπαραγωγική περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα προτιμώμενα ενδιαιτήματα κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα, εξαρτώνται άμεσα από τη διαθεσιμότητα τροφής, αλλά προτιμώνται οι οπωρώνες με κερασιές, κορομηλιές και δαμασκηνιές. Στην Ελλάδα ο κοκκοθραύστης ανευρίσκεται σε άλση, ελαιώνες, αμπελώνες, καλλιέργειες, αειθαλή και φυλλοβόλα δάση [13]
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο κοκκοθραύστης είναι είδος που ξεχωρίζει εύκολα από τις άλλες ευρωπαϊκές σπίζες λόγω του ογκώδους, «στρουμπουλού» παρουσιαστικού του που υπερτονίζεται από το, επίσης, στιβαρό ράμφος. Γενικά, πρόκειται για μεγάλη, όμορφα χρωματισμένη σπίζα που χαρακτηρίζεται από κοντόχοντρο σχήμα, πολύ ισχυρό, στρογγυλεμένο κεφάλι με ισχυρούς αυχενικούς μυς, χονδρό κωνικό ράμφος [ii] και σχετικά κοντή ουρά. Ο γενικότερος χρωματισμός είναι ένας πολύ ελκυστικός συνδυασμός χρωμάτων, στα οποία κυραρχούν το κανελλί/καστανό/μπεζ, με γκρίζο στην περιοχή του λαιμού και το ιριδίζον μπλέ στις πτέρυγες.
Τα μεγάλα στέγαστρα των πτερύγων δημιουργούν χαρακτηριστική λευκή, ημισεληνοειδή ζώνη, ιδιαίτερα ορατή κατά την πτήση. Επιπλέον, υπάρχει λευκή ταινία στο πάνω μέρος των πρωτευόντων ερετικών, επίσης ορατή κατά την πτήση στις, κατά τα άλλα μπλε/μαύρες πτέρυγες. Το κεφάλι είναι κανελλί, με έντονη σκούρα περιοχή στο εμπρόσθιο τμήμα των οφθαλμών που συνεχίζεται, ως μαύρη παχιά λωρίδα που περιβάλλει το ράμφος και σχηματίζει «μπάλωμα» (bib) στο πηγούνι. Η περιοχή γύρω από τον λάρυγγα και τον αυχένα είναι γκρίζα, δημιουργώντας αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλι και το μπεζ στήθος. Το πάνω τμήμα της ράχης είναι σκούρο καφέ, το ουροπύγιο και το πάνω μέρος των πηδαλιωδών φτερών της ουράς είναι ανοικτό καφέ ή καφεκίτρινο, αλλά στην άκρη τους τα φτερά της ουράς είναι λευκά, δημιουργώντας στην άκρη χαρακτηριστική λευκή λωρίδα ορατή κατά την πτήση. Οι ταρσοί, τα πόδια και τα δάκτυλα των ποδιών είναι ρόζ-σαρκόχρωμα, ενώ η ίριδα είναι καφεκάστανη.
Ωστόσο, το δομικό στοιχείο που ξεχωρίζει στον κοκκοθραύστη είναι το ράμφος του, το οποίο είναι ογκώδες, οπτικά «δυσαρμονικό» σε σχέση με το μέγεθος του κεφαλιού. Χαρακτηρίζεται από την παρουσία ισχυρών μυών στις γνάθους, καθιστώντας το ικανό να ασκήσει ισχυρή πίεση, ασυνήθιστα μεγάλη για το μέγεθος του πτηνού (βλ. Τροφή). Το εσωτερικό του είναι πολύ ιδιόμορφο, με χαρακτηριστικές ισχυρές ακμές στην ρινοθήκη και αντίστοιχες εσοχές στη γναθοθήκη για την σωστή τοποθέτηση και σύνθλιψη των σπερμάτων. Έχει κωνικό-τριγωνικό σχήμα και, στο αρσενικό, γκριζομπλέ χρώμα με γκριζογάλανη βάση το καλοκαίρι, ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα χάνει το έντονο χρώμα του και γίνεται καφεκίτρινο ή και κιτρινόλευκο. Το ράμφος του θηλυκού είναι πιο ανοιχτόχρωμο και στερείται της έντονης παχιάς λωρίδας γύρω του.
Ο κοκκοθραύστης δεν εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό, ωστόσο το θηλυκό δεν έχει τα φωτεινά, σαφώς οριοθετημένα χρώματα του αρσενικού, ιδιαίτερα κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Το κεφάλι είναι λιγότερο κανελλί/καφέ και ελαφρά γκρίζο, ενώ και το στήθος έχει περισσότερο γκρίζο ή γκριζόλευκο. Το ουροπύγιο είναι γκριζοκίτρινο, ενώ υπάρχει διαφορά στον χρωματισμό των δευτερευόντων ερετικών, καθώς και σε κάποια πρωτεύοντα (P4-P6) που είναι γκρίζα στο άκρο (μαύρα στο αρσενικό).[18]
Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με το θηλυκό, αλλά έχουν γκριζοκίτρινο στήθος και σκούρες κηλίδες στην περιοχή της κοιλιάς, ενώ η ίριδα του οφθαλμού είναι γκριζοκίτρινη. Τα υποενήλικα άτομα είναι πιο καφετί με κιτρινωπό «μπάλωμα» στην περιοχή του στήθους. Η πρώτη έκδυση πραγματοποιείται στις 10-13 εβδομάδες και διαρκεί περίπου δύο μήνες.[16][17]
(Πηγές:[19][20][21][22][23][24][25][18][26][27][28][29])
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μήκος σώματος: 16,5 έως 18 εκατοστά
- Άνοιγμα πτερύγων: 29 έως 33 εκατοστά
- Μήκος εκάστης πτέρυγας: ♂ 105,8 ± 3,7 χιλιοστά [Εύρος 100,0 – 112,0 χιλιοστά (σε δείγμα Ν 29 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 103,5 ± 3,2 χιλιοστά [Εύρος 98,0 – 109,0 χιλιοστά (Ν=32)]
- Βάρος: ♂ 46,00 - 63 γραμμάρια (Ν=30), ♀ 44 - 60 γραμμάρια (Ν=32) [30]
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο κοκκοθραύστης τρέφεται κυρίως με σπέρματα από καρπούς φυλλοβόλων δένδρων και φρούτα, ενώ αρκετές φορές στρέφεται στα έντομα, ιδιαίτερα για τη σίτιση των νεοσσών του. Στην Κ. Ευρώπη, προτιμώνται οι καρποί του γαύρου (Carpinus betulus), της πεδινής σφενδάμου (Acer campestre) και της οξιάς (Fagus sylvatica) παράλληλα με κεράσια και δαμάσκηνα, στα οποία έχει ιδιαίτερη αδυναμία. Ειδικά την άνοιξη, η διατροφή συμπληρώνεται με μπουμπούκια ανθέων. Στα τέλη του καλοκαιριού, τα δάση φυλλοβόλων εξετάζονται λεπτομερώς για τους εναπομείναντες καρπούς οξιάς και σφενδάμνου, αλλά προστίθενται καρποί τσαπουρνιάς (Prunus spinosa), σορβιάς (Sorbus sp.), σκυλοτριανταφυλλιάς (Rosa canina), μαζί με φουντούκια, καρύδια και πολλούς άλλους καρπούς. Ειδικά στο νότο, καταναλώνονται σπέρματα από καρπούς παλιουριού (Paliurus spina christi), αγριοτσικουδιάς (Pistacia terebinthus), ακόμη και ελιές.[31]
Η αναζήτηση τροφής γίνεται στα φυλλώματα και μόνο κατά τη χειμερινή περίοδο, στο έδαφος, οπότε μπορεί να παρατηρηθεί σε ομάδες.[19] Οι κοκκοθραύστες συνηθίζουν να τρώνε διεξοδικά όλους τους καρπούς ενός δένδρου πριν πάνε στο επόμενο, αρχίζοντας συνήθως από την κορυφή. Η βέλτιστη διάμετρος του πυρήνα (κουκουτσιού) των προτιμωμένων καρπών είναι 4 έως 5 χιλιοστά.[16][17][32] Όταν κυνηγάει έντομα, το πουλί συνηθίζει να κάθεται στα κλαδιά ψηλά από το έδαφος, από όπου εφορμά για τη σύλληψή τους και επιστρέφει στο αρχικό πόστο για να τα καταναλώσει, ενώ σπάνια κυνηγάει εν πτήσει. Σπάνια, επίσης, μπορεί να επισκέπτεται ταΐστρες για πουλιά.[28]
- Η δύναμη που ασκεί το ράμφος στην τροφή εξαρτάται από το σχήμα, το μέγεθος και τη δομή των σπερμάτων, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι εντυπωσιακή. Έτσι, σπέρματα που τοποθετούνται με τις ραφές κάθετα προς την υπερώα, δέχονται δύναμη από 270-430 Ν (χονδρικά 27-43 κιλά). Στα σπέρματα, όμως, που τοποθετούνται με τις ραφές παράλληλα προς την υπερώα, η ασκούμενη δύναμη κυμαίνεται από 480-730 Ν! [16][17][32]
Πτήση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πτήση του κοκκοθραύστη είναι στιβαρή, γρήγορη, και ελαφρώς καμπυλωτή, δηλαδή όταν διανύει μικρή απόσταση σχηματίζει μικρό τόξο, ενώ για μεγάλες αποστάσεις πετάει κυματιστά (undulating). Σε όλες τις περιπτώσεις είναι ευδιάκριτα τα άσπρα σημάδια στις πτέρυγες και στην ουρά (βλ. Μορφολογία). Μπορεί ακόμη να πετάει και κατά την κατακόρυφο, ειδικά όταν κυνηγάει έντομα. Στο έδαφος, η στάση του είναι ορθή (upright) [19] και το βάδισμα του είναι αδέξιο, με μικρά επιτόπια άλματα.[17]
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο κοκκοθραύστης αφήνει τη θέση κουρνιάσματος ψηλά στα κωνοφόρα δένδρα νωρίς το πρωί, για να επιστρέψει μετά το ηλιοβασίλεμα. Η φάση δραστηριότητας συχνά διακόπτεται από διαλείμματα για ανάπαυση και καθαρισμό (preening), ενώ μπορεί να κάνει και τακτικά λουτρά.[16] Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής του, ο κοκκοθραύστης ζει διακριτικά σε μικρές περιοχές και εύκολα καταφεύγει στη φυγή, πετώντας στην παραμικρή ενόχληση.[19]
Παρά το παρουσιαστικό του, με το εντυπωσιακό ράμφος, ο κοκκοθραύστης δύσκολα γίνεται αντιληπτός, διότι είναι αρκετά δύσπιστο και ντροπαλό πουλί, που συνηθίζει να κινείται ψηλά στις φυλλωσιές των δένδρων, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των παρατηρητών.[25][31]
Φωνή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Φώλιασμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο κοκκοθραύστης αποκτά σεξουαλικη ωριμότητα ήδη κατά το επόμενο έτος της γέννησής του, με τα ζευγάρια που σχηματίζονται, κατά πάσα πιθανότητα να παραμένουν μαζί για πολλά χρόνια. Η περίοδος επώασης των πτηνών της Κ. Ευρώπης είναι από τις αρχές Απριλίου έως τα τέλη Ιουνίου, αλλά στη Β. Ευρώπη εκτείνεται από τον Μάιο μέχρι τον Ιούλιο. Η διάρκεια και η θέση της αναπαραγωγικής περιόδου ποικίλλει από χρόνο σε χρόνο και εξαρτάται από το μοτίβο του καιρού και τις πηγές τροφής.
Οι ερωτοτροπίες ξεκινάνε με την κατάληψη του ζωτικού χώρου από τα αρσενικά που, στην Κ. Ευρώπη, αρχίζει ήδη από τα μέσα Φεβρουαρίου και ιδιαίτερα το Μάρτιο. Η έκταση της περιοχής φωλιάσματος μπορεί να κυμαίνεται από μισό έως 5 εκτάρια για κάθε ζευγάρι, συνήθως όμως στην ευρύτερη περιοχή μπορεί να φωλιάζουν από 6-20 ζευγάρια [16][17] Η ακριβής επιλογή της θέσης που θα κατασκευαστεί η φωλιά γίνεται και από τα δύο φύλα. Οι φωλιές κατασκευάζονται συνήθως σε διχαλωτούς κλάδους στις κορυφές των δέντρων, αλλά και σε σχεδόν οριζόντια πλευρικά κλαδιά [24] ή και θάμνους. Σε γενικές γραμμές, ψηλά οπωροφόρα δέντρα, λεύκες και σημύδες χρησιμοποιούνται συχνά. Η φωλιά είναι γενικά στραμμένη στις ηλιόλουστες πλευρές των δέντρων, ενώ η απόσταση από το έδαφος αποτελεί επιλογή που εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Συνήθως βρίσκεται σε ύψος δύο έως οκτώ μέτρων από το έδαφος, με ακραία όρια από 1-22 μέτρα. Τα φυλλοβόλα δέντρα και οι θάμνοι προτιμώνται έναντι των κωνοφόρων στην πλειονότητα των περιπτώσεων, αυτή η επιλογή όμως ποικίλλει ανάλογα με την πυκνότητα και την ποιότητα της βλάστησης.
Συνήθως, είναι το αρσενικό που διαλέγει τη θέση και προσκαλεί το θηλυκό που, την αποδέχεται ή όχι. Το ζεύγος αρχίζει να κτίζει τη φωλιά μαζί, όμως το θηλυκό συνεισφέρει 65%, περίπου, στην κατασκευή της κύριας δομής (θεμέλια και ενδιάμεσα στρώματα). Το υλικό συλλέγεται από απόσταση 5 έως 60 μ. από την επιλεγμένη θέση και, υπό καλές συνθήκες, η φωλιά σε πέντε έως δέκα ημέρες έχει ολοκληρωθεί.
Η φωλιά είναι κυπελλοειδής (cup shaped) και αποτελείται από τη βάση, τα ενδιάμεσα στρώματα και την επίστρωση. Για τον σκελετό της χρησιμοποιούνται 65%-90%, σπασμένα μικρά κλαδιά τοποθετημένα ακανόνιστα το ένα πάνω στο άλλο. Οι διαστάσεις είναι 15 - 18 εκατοστά σε πλάτος και 20 – 26 cm σε μήκος. Τα ενδιάμεσα στρώματα είναι λεπτά και δομούνται από ρίζες και χονδρούς βλαστούς. Η επίστρωση έχει περίπου 1 εκατοστό πάχος και αποτελείται κυρίως από λεπτές ρίζες και λεπτούς βλαστούς. Οι αναφερόμενες στη βιβλιογραφία χρήσεις φτερών και βρύων [16][33] δεν επιβεβαιώνεται από τις τελευταίες ορνιθολογικές παρατηρήσεις.[34][35] Το εσωτερικό της φωλιάς έχει 7-7,7 εκ. πλάτος, 8-9 εκ. μήκος και, ανάλογα με τον τύπο, 3-4 εκ. βάθος.
Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ -σπάνια είναι διπλή- [36] σε κάθε περίοδο φωλιάσματος και, συνήθως, αρχίζει αμέσως μόλις η φωλιά έχει ολοκληρωθεί, κατά τα τέλη Απριλίου με Μάιο. Αποτελείται από 5 (σπάνια 4-7) αβγά που εναποτίθενται καθημερινά κατά τις ώρες νωρίς το πρωί μέχρι το σούρουπο. Οι διαστάσεις τους είναι 24,2 x 17,4 χιλιοστά, με μέσο βάρος 3,9 γραμμάρια, εκ των οποίων το 6% είναι κέλυφος.[30][36]
Η επώαση, αρχίζει μετά την εναπόθεση του τελευταίου αβγού, πραγματοποιείται κυρίως από το θηλυκό και διαρκεί 11 έως 13 ημέρες (εύρος 9-14 ημέρες). Κατά τη διάρκεια της επώασης, το θηλυκό σιτίζεται από το αρσενικό, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, το αρσενικό επωάζει το μεσημέρι για να επιτρέψει το θηλυκό να τραφεί μόνο του.
Οι νεοσσοί εκκολάπτονται ασύγχρονα, συνήθως οι τρείς πρώτοι μαζί και, στη συνέχεια, οι υπόλοιποι ένας ή δύο, με τις καιρικές συνθήκες να επηρεάζουν τον χρόνο εκκόλαψης. Γεννιούνται με κλειστά μάτια -ανοίγουν την 4η με 5η ημέρα- είναι φωλεόφιλοι και χρήζουν άμεσης προστασίας από τους γονείς. Κατά τις πρώτες ημέρες το αρσενικό αναλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της σίτισης, αλλά αργότερα συμμετέχουν και οι δύο γονείς. Ωστόσο, ενώ το αρσενικό απομακρύνεται μέχρι και δύο έως τρία χιλιόμετρα από τη φωλιά για αναζήτηση λείας, το θηλυκό παραμένει σε άμεση γειτνίαση. Η κύρια τροφή των νεοσσών είναι κάμπιες ή θρυμματισμένα έντομα, λόγω της ατελούς ανάπτυξης του ράμφους και, σταδιακά, προστίθενται προνύμφες, σκουλήκια και αραχνοειδή. Αφήνουν σταδιακά τη φωλιά στις 10-11 ημέρες και ανεβαίνουν στα παρακείμενα κλαδιά στις 12-14 ημέρες, Αποκτούν το πρώτο πτέρωμα στις 16-19 ημέρες και ανεξαρτητοποιούνται στις 30-31 ημέρες.
Το είδος έχει υψηλές απώλειες ωοτοκίας, κυρίως λόγω της θέσης της φωλιάς. Τα πιο κοινά αρπακτικά που λυμαίνονται τη φωλιά είναι οι κίσσες, οι σκίουροι, οι γάτες και τα κουνάβια, με τον αετομάχο να αποτελεί επίσης σοβαρή απειλή. Γενικά, το ποσοστό αναπαραγωγικής επιτυχίας είναι μόλις 13-16% (στην Αγγλία 10-15%).[37]
Στην Ελλάδα, το είδος φωλιάζει στη βόρεια και κεντρική χώρα, σε ημιορεινές τοποθεσίες, άν και είναι περισσότερο διαδεδομένο τον χειμώνα.[31]
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]To είδος δεν φαίνεται να διατρέχει κάποιο σοβαρό κίνδυνο, εκτός από κάποιους δριμείς χειμώνες που απειλούν την αναπαραγωγή του και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[38]
Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, στην οποία καταγράφεται λίγο μικρότερος από τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό, διαθέτουν η Ρουμανία, η Πολωνία, η Γερμανία, η Κροατία και η Ουκρανία, ενώ τους μικρότερους, οι Σκανδιναβικές χώρες.[39]
Άλλες ονομασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λόγιες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Άλλες λόγιες ονομασίες του είδους είναι: Κοκκοθραύστης ο γνήσιος και Κοκκοθραύστης ο κριθολόγος [40]
Λαϊκές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κοκκοθραύστης απαντά στον ελλαδικό χώρο με πολλές λαϊκές ονομασίες όπως: Βουνότσιχλα (Θεσσαλία), Γαϊδουρόσπινα (Ταΰγετος), Γαϊδουρόσπινος, Γαϊδουρότσωνο (Αχαΐα), Γουμαρότσωνο (Τρίκαλα), Διπλόσπινος, Κοκκοφάγος, Φλιτζούνι ή Φλιτσούνι (Αττική), Φρετζούνι (Χίος), Χονδρομύτης, Χονδρόσπινος, Χονδρότσωνο [40], Λιναρίδι, Λιναροπούλι (Κρήτη) [12], Γραμμυθάς, Δοντάς,[41] Κεφαλόσπιννος (Κύπρος), Χιονιταράς (Νάξος).[31]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Η ονομασία Ακανθυλλίνες είναι άμεση απόδοση της λατινικής λέξης Carduelinae, από το carduus «άκανθα, αγκάθι» [42]
ii. ^ Η παλαιότερη «επίσημη» λαϊκή ονομασία του είδους ήταν Χονδρομύτης, αντικατοπτρίζοντας απόλυτα το χαρακτηριστικό ογκώδες ράμφος του.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Howard and Moore, p. 746
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Howard and Moore, p. 757
- ↑ 3,0 3,1 3,2 http://ibc.lynxeds.com/species/hawfinch-coccothraustes-coccothraustes
- ↑ ΠΛΜ 61, 202
- ↑ Boev
- ↑ Arnaiz-Villena et al, 2007
- ↑ Arnaiz-Villena et al, 2009
- ↑ 8,0 8,1 8,2 8,3 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουνίου 2014.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουνίου 2014. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουνίου 2014.
- ↑ The AOU Checklist of North American birds, 7th edition, July 1998
- ↑ Κόκκινο Βιβλίο, σ. 162
- ↑ 12,0 12,1 Σφήκας, σ. 76
- ↑ 13,0 13,1 Όντρια (Ι), σ. 160
- ↑ Σφήκας, σ. 96
- ↑ Mullarney et al, p. 76
- ↑ 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 16,5 16,6 16,7 Urs N. Glutz von Blotzheim
- ↑ 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 17,5 17,6 17,7 Krüger
- ↑ 18,0 18,1 http://www.ibercajalav.net
- ↑ 19,0 19,1 19,2 19,3 Avon & Tilford, p. 162
- ↑ Kennerley & Pearson
- ↑ Flegg, p. 234
- ↑ Heinzel et al, p. 346
- ↑ Harrison & Greensmith, p. 364
- ↑ 24,0 24,1 Perrins, p. 198
- ↑ 25,0 25,1 Bruun, p. 278
- ↑ Όντρια, σ. 160
- ↑ Scott & Forrest, p. 210
- ↑ 28,0 28,1 Singer, p. 361
- ↑ Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
- ↑ 30,0 30,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουνίου 2014.
- ↑ 31,0 31,1 31,2 31,3 Mullarney et al, p. 354
- ↑ 32,0 32,1 Bezzel
- ↑ E. Glück: Nistökologie Sonderung... Journal für Ornithologie 124/36, 1983
- ↑ Fliess
- ↑ Giebing
- ↑ 36,0 36,1 Harrison, p. 302
- ↑ Mountfort
- ↑ http://www.iucnredlist.org/details/22720681/0
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 22 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουνίου 2014.
- ↑ 40,0 40,1 Απαλοδήμος, σ. 33
- ↑ http://www.katakali.net/drupal/?q=spizides/kokkothraystis[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ http://books.google.gr/books?id=m2QSAAAAIAAJ&pg=PA268&redir_esc=y#v=onepage&q&f=false
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
- Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
- Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
- Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
- Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
- Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
- Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
- Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
- Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Arnaiz-Villena, A.; Moscoso, J.; Ruiz-del-Valle, V.; Gonzalez, J.; Reguera, R.; Wink, M.; and Serrano-Vela, J. I. (2007). "Bayesian phylogeny of Fringillidae birds: status of the singular African oriole finch Linurgus olivaceus and evolution and heterogeneity of the genus Carpodacus". Acta Zoologica Sinica 53 (5): 826–834. Retrieved 14 December 2009.
- Arnaiz-Villena, A; Gómez-Prieto P; Ruiz-de-Valle V (2009). "Phylogeography of finches and sparrows". Nova Science Publishers. ISBN 978-1-60741-844–3.
- Bauer Hans-Günther, Einhard Bezzel, Wolfgang Fiedler: Das Kompendium der Vögel Mitteleuropas. Bd. 2. Passeriformes - Sperlingsvögel. Alles über Biologie, Gefährdung und Schutz. Aula Verlag, Wiebelsheim, 2005, ISBN 3-89104-648-0
- Bezzel Einhard : BLV Handbuch Vögel. BLV Buchverlag GmbH & Co. KG, München, 2006, ISBN 3-8354-0022-3
- Bielfeld Horst: Zeisige, Girlitze, Gimpel und Kernbeißer. Herkunft, Pflege, Arten. Ulmer Verlag, 2003, ISBN 3-8001-3675-9
- BirdLife International (2012). "Coccothraustes coccothraustes". IUCN Red List of Threatened Species. Version 2013.2. International Union for Conservation of Nature. Retrieved 26 November 2013.
- BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
- Boev, Z. 1998. Late Pliocene Hawfinches (Coccothraustes Brisson, 1760) (Aves: Fringillidae) from Bulgaria. - Historia naturalis bulgarica, 9: 87-99.
- Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
- Dahte H.: Zur Biologie des Kernbeißers. Beiträge zur Fortpflanzungsbiologie der Vögel mit Berücksichtigung der Oologie. Berlin, Bd. 16:30, 1940
- Fliess, W: Beobachtungen bei der Zucht. DEV 143/88, 1988
- Gibbons, D. W., Reid, J. B., & Chapman, R. A., eds. (1993). The New Atlas of Breeding Birds in Britain and Ireland: 1988–1991. T & A D Poyser ISBN 0-85661-075-5.
- Giebing Manfred: Der Kernbeißer. Die Voliere 22:302, 1999
- Hartert E.: Die Vögel der paläarktischen Fauna. Bd.1. Cramer Verlag, 1969
- Holloway, S. (1996). The Historical Atlas of Breeding Birds in Britain and Ireland: 1875–1900. T & A D Poyser ISBN 0-85661-094-1.
- Hübners H. W.: Almanach. München, 1990
- IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 19 June 2012).
- Jenni, L.; Kery, M. 2003. Timing of autumn bird migration under climate change: advances in long-distance migrants, delays in short-distance migrants. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270(1523): 1467-1471.
- Krüger Siegfried: Der Kernbeißer (Coccothraustes coccothraustes). Die Neue Brehm-Bücherei, Bd. 525, Westarp Wissenschaften, A. Ziemen Verlag, Wittenberg, 1995, ISBN 3-89432-371-X
- Langston, R. H. W., Gregory, R. D., & Adams, R. (2002). The status of the Hawfinch in the UK 1975-1999. British Birds 95: 166-173.
- Mildenberger H.: Die Vögel des Rheinlandes. Düsseldorf, 1984
- Mohr Richard: Zur Geschlechtsbestimmung nestjunger Kernbeißer (Coccothraustes coccothraustes). Journal of Ornithology, Volume 115, Nummer 1/Januar, 1974
- Mountfort: The Hawfinch. London, 1957
- Sharrock, J. T. R. (1976). The Atlas of Breeding Birds in Britain and Ireland. British Trust for Ornithology / Irish Wildbird Conservancy ISBN 0-903793-01-6.
- Urs N. Glutz von Blotzheim: Handbuch der Vögel Mitteleuropas 14/2, Passeriformes. Aula Verlag, Wiesbaden, 1997, ISBN 3-89104-610-3
- Warga K.: Berauschte Kirschkernbeißer. Aquila 1925-1926, S. 296, 1926
- Wüst W.: Die Brutvögel Europas. München, 1970
- Ziswiler V.: Zur Kenntnis des Samenöffnens und der Struktur des hörnernen Gaumens. Journal für Ornithologie Nr.1, 1965