Κολεκτιβοποίηση στη Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας
Η Κολεκτιβοποίηση στη Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας ήταν πολιτική κολεκτιβοποίησης που ακολούθησε η Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας καθ΄ όλη τη διάρκεια της περιόδου από το 1948 έως τον Πολωνικό Οκτώβρη του 1956. Ωστόσο, η Πολωνία ήταν η μοναδική χώρα στο Ανατολικό Μπλοκ όπου η μεγάλης κλίμακας κολεκτιβοποίηση απέτυχε να ριζώσει. Μια κληρονομιά της κολεκτιβοποίησης στην Πολωνία ήταν το δίκτυο των αναποτελεσματικών κρατικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων, πολλά από τα οποία εξακολουθούν να είναι ορατά στην ύπαιθρο της σύγχρονης Πολωνίας, ειδικά στις βόρειες και δυτικές επαρχίες της (ανακτημένες Περιοχές).[εκκρεμεί παραπομπή]
Προέλευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Κεντρική Επιτροπή του Πολωνικού Εργατικού Κόμματος αποφάσισε τον Σεπτέμβριο του 1948 να κολλεκτιβοποιήσει τα πολωνικά αγροκτήματα, ενεργώντας σύμφωνα με το ψήφισμα της Cominform του Βουκουρεστίου στις 20 Ιουνίου 1948, το οποίο όριζε ότι η κολεκτιβοποίηση έπρεπε να ξεκινήσει σε όλες τις κομμουνιστικές χώρες.[1] Τον Ιούλιο του 1948, κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης του Πολιτικού Γραφείου, ο Υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου, Χιλάρι Μινκ, έδωσε μια ομιλία σχετικά με την ιδιοκτησία στην πολωνική οικονομία. Αναφερόμενος στην ιδέα του Βλαντίμιρ Λένιν για τη «μόνιμη αναγέννηση του καπιταλισμού», ο Μινκ ανακοίνωσε τη μετατροπή της πολωνικής οικονομίας σε σοσιαλιστική.[2]
Η διαδικασία αναδιάρθρωσης της πολωνικής γεωργίας παρουσιάστηκε επίσημα ως προστασία για τους μικρούς αγρότες, των οποίων τη θέση φέρεται να έθεταν σε κίνδυνο οι πλούσιοι κουλάκοι. Η αναδιάρθρωση έπρεπε να γίνει στη «φωτιά της ταξικής πάλης». Ο Μινκ έβλεπε τον κουλάκο ως «καπιταλιστή του χωριού», που «εκμεταλλεύεται άλλους αγρότες».[3] Δεδομένου αυτού του ανακριβούς ορισμού, τα στελέχη του Κόμματος αποφάσισαν ότι ένας Πολωνός κουλάκος ήταν ένας αγρότης του οποίου η φάρμα ήταν μεγαλύτερη από 15 εκτάρια (στη Νότια και Ανατολική Πολωνία - 8 έως 10 εκτάρια). Επιπλέον, εκείνοι οι αγρότες που είχαν τουλάχιστον δύο άλογα αναγνωρίστηκαν ως κουλάκοι, επομένως κάθε Πολωνός αγρότης που διοικούσε σωστά το αγρόκτημά του θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι ήταν κουλάκος.
Παρά την ευρεία χρήση βίας, μέχρι το 1951 λειτουργούσαν μόνο 2.200 συνεταιρισμοί στην Πολωνία - κατείχαν μόνο το 0,8% της καλλιεργήσιμης γης και είχαν περίπου 23.000 μέλη. Οι συνεταιρισμοί χωρίστηκαν σε ομάδες, όπως οι Ενώσεις Καλλιέργειας Γης (Zrzeszenia Uprawy Ziemi, ZUZ), οι οποίες διατηρούσαν την ιδιοκτησία εργαλείων και μηχανών, και τις Ομάδες Συνεταιρισμού Αγροτών (Rolnicze Zespoły Spółdzielcze, RZS), στις οποίες και οι μηχανές ήταν συλλογικές. Τα περισσότερα μέλη αυτών των συνεταιρισμών ήταν φτωχοί αγρότες, οι οποίοι είχαν λάβει γη κατά τη διάρκεια των αγροτικών μεταρρυθμίσεων του 1944 - 1948. Δεδομένου ότι η πολωνική αγροτιά αντιτάχθηκε κυρίως στην παραχώρηση της γης τους, τον Ιούνιο του 1952 εισήχθησαν αρκετά κατασταλτικά μέτρα ενάντια σε αυτούς που αντιστάθηκαν στη κολεκτιβοποίηση. Έγιναν έρευνες στα σπίτια τους, συνελήφθησαν, τους επιβλήθηκαν επιπλέον φόροι και ποσοστώσεις, κατέστρεψαν παράνομα τα μηχανήματα και τα εμπορεύματά τους. Επιπλέον, υπήρχαν οικονομικές αμοιβές. Μεταξύ 1948 και 1955, σε περίπου 1,5 εκατομμύριο αγρότες επιβλήθηκαν πρόστιμα και ορισμένοι κατέληξαν σε στρατόπεδα εργασίας και φυλακές.
Αποδοχή του σχεδίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1952, μετά τη θέσπιση ειδικών προνομίων για τις συλλογικές εκμεταλλεύσεις, ο αριθμός τέτοιων εγκαταστάσεων αυξήθηκε. Ένα χρόνο αργότερα υπήρχαν 7.800 συλλογικές εκμεταλλεύσεις, που καταλάμβαναν το 6,7% της καλλιεργήσιμης γης στην Πολωνία. Το 1955, ο αριθμός τέτοιων εκμεταλλεύσεων έφτασε τις 9.800, καλύπτοντας το 9,2% της καλλιεργήσιμης γης της Πολωνίας, με 205.000 αγρότες. Ένα μέσο συλλογικό αγρόκτημα στην Πολωνία απασχολούσε περίπου 20 άτομα και κάλυπτε 80 εκτάρια, με 65 ζώα. Σε σύγκριση με τις ιδιόκτητες εκμεταλλεύσεις, η παραγωγικότητα στις συλλογικές εκμεταλλεύσεις ήταν χαμηλή. Το 1949, δημιουργήθηκαν οι Κρατικές Αγροτικές Φάρμες (ΚΑΦ, πολωνικά: Państwowe Gospodarstwo Rolne). Με την πάροδο του χρόνου, αυτές οι εκμεταλλεύσεις έλεγξαν περίπου το 10% της καλλιεργήσιμης γης της Πολωνίας. Όπως και τα συλλογικά αγροκτήματα, οι ΚΑΦ ήταν αναποτελεσματικές, με χαμηλή παραγωγικότητα.
Οι Πολωνοί αγρότες αντιστάθηκαν λυσσαλέα στην κολεκτιβοποίηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις έκοψαν δάση που σημάνθηκαν για εθνικοποίηση. Σύμφωνα με πηγές, οι αγρότες φοβόντουσαν την κολεκτιβοποίηση περισσότερο από έναν υποθετικό μελλοντικό Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ελπίζοντας ότι ένας τέτοιος πόλεμος θα τους βοηθούσε να διατηρήσουν τη γη τους.[1] Ωστόσο, αρκετοί φτωχοί αγρότες, επηρεασμένοι από την επίσημη προπαγάνδα, υποστήριξαν τις αλλαγές, ελπίζοντας ότι η ποιότητα της ζωής τους θα βελτιωνόταν. Η κολεκτιβοποίηση ήταν πιο διαδεδομένη στις λεγόμενες Ανακτημένες Περιοχές, όπου οι άποικοι δεν ήταν συναισθηματικά συνδεδεμένοι με τη γη. Η κολεκτιβοποίηση και η δίωξη των ιδιωτών αγροτών, στους οποίους επιβλήθηκαν ποσοστώσεις, οδήγησε σε κατάρρευση της πολωνικής αγροτικής παραγωγής μετά το 1950 και σε μεγάλης κλίμακας έξοδο χωρικών.[4] Επιπλέον, οι κυβερνητικοί σχεδιαστές αποφάσισαν ότι ο εθνικός προϋπολογισμός θα ευνοούσε τη χρηματοδότηση της βαριάς βιομηχανίας σε βάρος της γεωργίας. Ως αποτέλεσμα, τα αγροκτήματα παρουσίασαν ελλείψεις σε λιπάσματα, φυτοφάρμακα, μηχανήματα και εργαλεία. Η επίσημη προπαγάνδα κατηγόρησε τους «δυτικούς ιμπεριαλιστές», τους «δολιοφθορείς» και τους κουλάκους για αυτά τα προβλήματα.
Πτώση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τις πολιτικές αλλαγές του Πολωνικού Οκτώβρη του 1956, ο Βουαντίσουαφ Γκομούουκα αναγνώρισε επίσημα την ιδιωτική γεωργία ως ειδικό στοιχείο του λεγόμενου «πολωνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό» και η κυβέρνηση άλλαξε πορεία. Ο αριθμός των συλλογικών εκμεταλλεύσεων μειώθηκε. Το Σεπτέμβριο του 1956 η Πολωνία είχε περίπου 10.000 από αυτούς. Στις 31 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ο αριθμός τέτοιων εκμεταλλεύσεων είχε μειωθεί σε λιγότερες από 2.000.[1]
Η ιδέα της κολεκτιβοποίησης επέστρεψε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αφού ο διάδοχος του Γκομούουκα ως Πρώτος Γραμματέας, Έντβαρντ Γκιέρεκ, επισκέφθηκε τη Μόσχα τον Ιανουάριο του 1971. Εκεί, ο Γενικός Γραμματέας Λεονίντ Μπρέζνιεφ δήλωσε ότι ο Γκομούουκα δεν είχε προβεί σε κολεκτιβοποίηση και ότι αυτό εξηγούσε τα «προβλήματά» του. Ωστόσο, η θέση των ιδιωτών αγροτών είχε εδραιωθεί στην Πολωνία εκείνη την εποχή, και μετά από κάποιες προσπάθειες προώθησης, η πολωνική κυβέρνηση εγκατέλειψε την πολιτική της επέκτασης της κολεκτιβοποίησης.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 CENA WYGRANEJ, Biuletyn IPN - nr 1/2002
- ↑
Bereza, Tomasz (16 Αυγούστου 2011). «Metody „gryfickie"». tygodnik.onet.pl (στα Πολωνικά). Kraków: Tygodnik Powszechny spółka z o.o. ISSN 0041-4808. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουνίου 2015.
Powołując się na poglądy Lenina o permanentnym odradzaniu się kapitalizmu, Minc zapowiedział przekształcenie gospodarki towarowej w gospodarkę socjalistyczną.
- ↑ «Wiadomości -Wiadomości w Onet - Najnowsze i Najważniejsze Wiadomości z Kraju i Świata». Onet Wiadomości.
- ↑ «Poland - The Working Classes». countrystudies.us.