Κούκλενα
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Κούκλενα | |||
---|---|---|---|
| |||
42°2′3″N 24°47′16″E | |||
Χώρα | Βουλγαρία | ||
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Κούκλενας[1] | ||
Έκταση | 31.524 km² | ||
Υψόμετρο | 393 μέτρα | ||
Πληθυσμός | 6.089 (15 Μαρτίου 2024)[2] | ||
Ταχ. κωδ. | 4101 | ||
Τηλ. κωδ. | 03115 | ||
Ζώνη ώρας | UTC+02:00 (επίσημη ώρα) UTC+03:00 (θερινή ώρα) | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
H Κούκλενα (βουλγαρικά: Куклен) βρίσκεται 7 χιλ. νότια της Φιλιππούπολης (Πλόβντιβ) της νότιας Βουλγαρίας.
Ο πληθυσμός της φτάνει τους 6.133 κατοίκους (2021).
Στα βόρεια του οικισμού σώζονται χωμάτινοι θρακικοί τύμβοι (tumuli) πράγμα που φανερώνει την ύπαρξη οικισμού. Από το χωριό περνούσε το, κατασκευασμένο κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, υδραγωγείο της κοντινής Φιλιππούπολης, η οποία την Ρωμαϊκή Περίοδο μετονομάστηκε σε Trimontium, δηλ. Τρίλοφος. Στα Βυζαντινά χρόνια στη θέση του χωριού υπήρχε το κάστρο Βάνιστα που παραχωρήθηκε το 1083 στη μονή Πετριτζιωνίτισσας-Μπάτσκοβου. Το χωριό, όπως και η γειτονική Φιλιππούπολη, κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1363 ή το 1364.
Χωριό με το όνομα Κούκλενα αναφέρεται για πρώτη φορά το 1488. Μετά το 1578 οι χριστιανοί της Φιλιπούπολης. σχεδόν εν συνόλω. εγκατέλειψαν την πόλη και εγκαταστάθηκαν μεταξύ άλλων περιοχών και στην Κούκλενα.
Σήμερα η Κούκλενα έχει καθεστώς πόλης.
Υπάρχει μουσουλμανική μειονότητα με δικό της τζαμί, καθώς και εκκλησιαστική κοινότητα Χριστιανών Ουνιτών.
Η πλειοψηφία των κατοίκων ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Υπάρχει Ορθόδοξος ναός και γύρω από το χωριό υπάρχουν πολλά παρεκκλήσια.
Η Μονή των Αγίων Αναργύρων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το σημαντικότερο προσκύνημα εδώ και πολλούς αιώνες είναι το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων ή σκέτο "Άγιος Ανάργυρος" (βουλγαρικά: манастира Св. св. Козма и Дамян, βουλγαρικά: Св. Врач ή βουλγαρικά: Св. Врачове). Βρίσκεται 2,5 χιλ. νοτιοδυτικά του χωριού και 8 χιλ. από τον Στενήμαχο (Ασένοβγκραντ), κοντά σε ποτάμι και σε υψόμετρο 600 και πλέον μέτρων. Υπάρχει ιαματικό νερό, γνωστό για την δράση του από τα Ρωμαϊκά χρόνια, με σταθερή θερμοκρασία 7 βαθμούς Κελσίου.
Είναι κτισμένη σε δύο επίπεδα, τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους με ευρύχωρη λίθινη σκάλα. Το ανώτερο επίπεδο περικλείεται ολόγυρα από διώροφο κτιριακό συγκρότημα με αποθήκες και κελιά. Στο κατώτερο προβάλλει το καθολικό, το οποίο πρόκειται για μία μονόχωρη βασιλική με μικρή κόγχη, νάρθηκα και προνάρθηκα. Στο χώρο του τελευταίου σώζεται και λίθινη στήλη με σιδερένιες αλυσίδες όπου έδεναν προς θεραπεία τους φρενοβλαβείς. Η ανέγερση του ναού πάνω στα ερείπια του παλαιότερου χρονολογείται τον 17ο ή τον 18ο αιώνα.
Ακόμη ως θαυματουργό θεωρείται το αγίασμα που τρέχει από βρύση με χαραγμένη την ημερομηνία 1 Σεπτεμβρίου 1795. Σε άλλη βρύση η επιγραφή αναφέρει ως ημερομηνία κατασκευής την 16η Ιουλίου 1849 και χορηγό τον Στέφανο Χατζηδημητρίου Μοσιόγλου εκ Στενημάχου επί ηγουμενίας Νικοδήμου.
Χτίστηκε στα ερείπια παλιού ειδωλολατρικού ναού. Η ίδρυσή του μας πηγαίνει στον 12ο αιώνα επί Αλεξίου του Κομνηνού. Ανακαινίσθηκε αργότερα κατά τον 14ο αιώνα επί βασιλείας Ιωάννη Α' του Ασέν, αλλά το 1657 καταστράφηκε από τους Οθωμανούς. Επανιδρύθηκε το 1696. Η παλαιότερη γραπτή μαρτυρία είναι του 17ου αιώνα.
Το 18ο αιώνα, ήταν σημαντικό κέντρο παιδείας και αντιγραφής κειμένων: από εδώ προέρχεται το Ψαλτήρι των Κούκλενων του 1337, γραμμένο κατ΄εντολή του Τσάρου Αλεξάνδρου. Tον ίδιο καιρό ετέθη υπό την προστασία της συντεχνίας (εσναφιού) των αμπατζήδων της Φιλιππούπολης. Η περιουσία της ανερχόταν σε 45 στρέμματα.
Το 1824 το χρέος της έφτασε τα 33.746 γρόσια. Αιτίες ήταν η κακοδιαχείριση, οι συχνές λεηλασίες, καθώς και διάφορες καταστροφές. Όμως στα μέσα του 19ου αιώνα, η οικονομική της κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται σημαντικά. Ο λόγος είναι η αποτελεσματική διαχείριση του ηγουμένου Νικοδήμου, οι σημαντικές δωρεές πλούσιων Φιλιππουπολιτών, η αξιοποίηση των εγκαταστάσεων της μονής για παραθέριση και η υποστήριξη από την συντεχνία των καφταντζήδων. Χάρη στην βελτίωση των οικονομικών της, έγινε δυνατή και η βελτίωση του κτιριακού της συγκροτήματος.
Το 1870, μετά από την ανακήρυξη της Βουλγαρικής Εξαρχίας, η μονή εξακολούθησε να παραμένει σε ελληνικά χέρια. Η Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως διατήρησε τον Έλληνα Μητροπολίτη και έντεκα Μοναστήρια, μεταξύ αυτών και την Μονή Αγίων Αναργύρων. .Το 1878 λεηλατήθηκε από τον Οθωμανικό στρατό. Το 1894 αποστέλλεται από το Πατριαρχείο ως ηγούμενος ο ιερομόναχος Γερμανός. Κατά το 1897 επιχείρησαν οι Βούλγαροι να την καταλάβουν, αλλά η προσπάθειά τους απέτυχε λόγω της αντίστασης που πρόβαλλαν οι συγκεντρωμένοι στη μονή Έλληνες. Το μοναστήρι καταλήφθηκε οριστικά από τους Βούλγαρους το 1906.
Χρησιμοποιώντας την Συνθήκη ειρήνης του Νεϊγύ (άρθρο 56), η ελληνική πλευρά μέσω του αντιπροσώπου Διαμαντόπουλου θέτει θέμα για την ιδιοκτησία εκκλησιαστικών κτημάτων της μονής, που αρπάχθηκαν από Βούλγαρους κατά την διάρκεια των ανθελληνικών συλλαλητηρίων του 1906. Η Μικτή επιτροπή απορρίπτει τις απαιτήσεις, με την αιτιολογία ότι η πρώην ελληνική κοινότητα δεν μπορεί να είναι κάτοχος εκκλησιαστικών κτημάτων. Το 1920 κατέχει 1237 στρέμματα χωράφια, λιβάδια, αμπελώνες, ένα κτήριο και ένα μετόχι στο χωριό. Το 1935 η περιουσία του αυξάνεται και κατέχει πλέον 2550 στρέμματα. Καταστρεπτική πυρκαγιά το 1936 κατέστρεψε όλα τα αρχεία και έγγραφα του μοναστηριού.
Στη μονή φυλάσσεται θαυματουργική εικόνα των Αγίων Αναργύρων, καθώς και τμήμα του λειψάνου του Αγίου Αναργύρου Κοσμά.
Νεώτερα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Κούκλενα λόγω της γεωγραφικής θέσης της υπήρξε θέρετρο των Φιλιππουπολιτών. Η γλώσσα τους είχε πολλούς αρχαϊσμούς και έμοιαζε με αυτή των κατοίκων της Φιλιππούπολης παρά με αυτή της Στενημάχου. Εκκλησιαστικώς υπαγόταν στη Μητρόπολη Φιλιππούπολης.
Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, καθώς και η ίδρυση του αυτόνομου βουλγαρικού κράτους το 1878, οδήγησαν σε ρήξη το ελληνικό και το βουλγαρικό στοιχείο με την ενίσχυση των εθνικιστικών αντιπαλοτήτων.
Στις 8/9/1885 ο Βούλγαρος Ηγεμόνας Αλέξανδρος κήρυξε την Ένωση της, άλλοτε αυτοδιοικούμενης επαρχίας, Ανατολικής Ρωμυλίας με την Βουλγαρία. Στην περιοχή στρατολογούνταν βίαια, εξαιτίας της άρνησής τους, στον βουλγαρικό στρατό οι Έλληνες κάτοικοι μεταξύ αυτών και της Κούκλενας.
Λίγο πριν τους ανθελληνικούς διωγμούς της Ανατολικής Ρωμυλίας, το 1903 ο βορειοθρακικός ελληνισμός γνώριζε μεγάλη ακμή τόσο ως προς την εκπαιδευτική του δράση όσο και ως προς την πληθυσμιακή του συνοχή παρά τις θλιβερές συνθήκες που έζησε μετά την αυτονόμηση της μεγάλης αυτής επαρχίας (1878).
Πριν από το 1906 στην Κούκλενα ζούσαν 450 ελληνικές οικογένειες, 350 τουρκικές και 15-20 βουλγαρικές οικογένειες. Οι Έλληνες κατοικούσαν στους 2 από τους 4 μαχαλάδες της κωμόπολης και είχαν 3 εκκλησίες: του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Παντελεήμονα και το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Οι κάτοικοί της ασχολούνταν με την γεωργία και την αμπελουργία. Ως το 1906 δήμαρχος της Κούκλενας ήταν Έλληνας.
Στην Κούκλενα η παιδεία ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη. Λειτουργούσε ένα τετρατάξιο μεικτό Δημοτικό με 80 μαθητές. Το πρώτο βουλγαρικό σχολείο ιδρύθηκε μόλις το 1893. Το 1906 οι Βούλγαροι κάτοικοι των γειτονικών χωριών κατέλαβαν τις ελληνικές εκκλησίες και τα ελληνικά σχολεία και οι Έλληνες ιερείς εξορίστηκαν σε διάφορα μέρη της Ανατολικής Θράκης, στην Ξάνθη, στη Δράμα και αλλού. Από τον Σεπτέμβριο του 1906 κανένα παιδί δεν φοιτούσε στο ελληνικό σχολείο και σύμφωνα με τον νόμο ήταν όλα τους υποχρεωμένα να παρακολουθούν τα βουλγαρικά σχολεία.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Έλληνες κάτοικοι επιστρατεύθηκαν από τους Βούλγαρους. Μεταξύ 1906 και 1925 μετανάστευσαν όλοι στην Ελλάδα - εκτός από 15 περίπου οικογένειες- βάσει της Συνθήκης ειρήνης του Νεϊγύ (27/11/1919) και εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα της Ξάνθης, της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας, όπου σχημάτισαν τα χωριά Νέα Κούκλενα (σημ. Τρίλοφος Ημαθίας) και Αγία Βαρβάρα.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Αντωνιάδης, Σ., ''Περί Βοδενών και Κουκλαίνης'', Θρακική Επετηρίς, έτος 1ο (1897), Αθήνα, σσ. 133-144.
- Αποστολίδης, Μ., ''Περί Κουκλένης και της φερωνύμου αυτής επί της Ροδόπης Μονής των αγίων Αναργύρων'', Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, τόμος Β΄ (1935-36), Αθήνα, σσ. 3-40.
- Αποστολίδης, Μ., Ο Στενίμαχος ήτοι συνοπτική της πόλεως Στενιμάχου ιστορία από των παλαιών μέχρι των καθ΄ημάς χρόνων, Αθήνα, 1929.
- Βακαλόπουλος, Κ., Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού:Θράκη, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 58-203-209-
- Βογαζλής, Δ., ''Ελληνικά Μοναστήρια και θέρετρα της βορεινής Ροδόπης'', Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, τόμος ΙΔ΄ (1947-48), Αθήνα, σσ. 125-148.
- Μουτσίσης, Θ., Ελληνικά σχολεία στη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας (19ος αι.-1919), μεταπτυχιακή εργασία, Θεσσαλονίκη 2012, σσ. 60-61.
- Φορόπουλος, Ν., ''Κουκλένης μονή'', Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 7ος, σσ.928-930.
- Χαριζάνης, Γ., Ο μοναχισμός στη Θράκη κατά τους Βυζαντινούς αιώνες, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 193-194.
- ↑ Εθνικό Στατιστικό Ινστιτούτο (Βουλγαρία): «Националният регистър на населените места». (Βουλγαρικά) NRPP. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουλίου 2024.
- ↑ www
.grao .bg /tna /t41nm-15-03-2024 _2 .txt.