Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κτερίσματα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χρυσή νεκρική μάσκα από το ταφικό σύμπλεγμα της Σίνδου (520 π.Χ.), που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.

Κτερίσματα ή ταφικά δώρα, στην αρχαιολογία και την ανθρωπολογία, ονομάζοναι τα τέχνεργα εκείνα, που συνοδεύουν τον νεκρό στον τάφο του. Πρόκειται για έργα τέχνης, ειδικά κατασκευασμένα για να διακοσμήσουν τον χώρο ταφής, όπως για παράδειγμα μικρογραφικά ομοιώματα όσων κατείχε εκείνος ο νεκρός, όντας εν ζωή, μεταξύ των οποίων ενδεχομένως και οι σκλάβοι του, ή οι υπηρέτριές του, που θα τον συνοδεύουν και μετά θάνατον. Τα κτερίσματα μπορούν να χαρακτηριστούν και ως είδος αναθηματικής προσφοράς.

Στα ελληνικά η λέξη ετυμολογείται από το αρχαιοελληνικό κτερίζωθάβω», «κηδεύω κάποιον με τις πρέπουσες τιμές»), το οποίο ανάγεται με τη σειρά του στο ουσιαστικό κτέραςδώρο», πληθ. κτέρεα, «νεκρικές προσφορές ή δώρα»).[1][2]

Τα ταφικά δώρα μπορούν να θεωρηθούν και ως θυσία, που γίνεται με σκοπό να ωφεληθεί ο νεκρός στη μεταθανάτια ζωή. Στενά συνδεδεμένα με αυτά είναι και τα έθιμα της προγονολατρείας και προσφορών προς τους νεκρoύς. Στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό σχετίζονται με την Ημέρα των Ψυχών, ενώ στην Ανατολική Ασία έχουμε το έθιμο των Hell bank note. Άμεσα σχετιζόμενο με αυτά είναι επίσης το έθιμο σε ορισμένους λαούς, υπηρέτες, στρατιώτες, κατοικίδια ζώα, συζύγους κλπ. των νεκρών ηγεμόνων να ενταφιάζονται μαζί με αυτούς.

Τα κτερίσματα που ανακαλύπτουν οι αρχαιολόγοι είναι συνήθως έργα κεραμικής, λίθινα ή μετάλλινα, κοινώς ανόργανα αντικείμενα. Πρόκειται για προσωπικά αντικείμενα των αποθανόντων, προσφορές προς τους θεούς, ή ομοιόματα αντικειμένων και εφόδια που θα εξομαλύνουν το ταξίδι τους στη μεταθανάτια ζωή. Όμως, και οργανικά αντικείμενα τοποθετούνταν στους τάφους. Ξύλινα, καρποί, τρόφιμα, ποτά, τα οποία όμως με την πάροδο των αιώνων έχουν αποσυντεθεί, και σήμερα με δυσκολία βρίσκοναι, ή επιβεβαιώνονται.[3]

Σχετικά με τους Νεάντερταλ, υπάρχουν αμφιλεγόμενες ενδείξεις ενσυνείδητων ενταφιασμών, που όμως χρονολογούνται έως και 130.000 χρόνια πριν από την εποχή μας. Αντίστοιχες θεωρίες έχουν επίσης διατυπωθεί για τους πρώιμους εξελικτικά προγόνους του σύγχρονου ανθρώπου, που χρονολογούνται έως και 100.000 χρόνια πριν από την εποχή μας. Οι πρωιμότερες αδιαμφισβήτητες περιπτώσεις σκόπιμων ενταφιασμών εντοπίζονται σε θέσεις της Ύστερης Παλαιολιθικής Περιόδου. Χάντρες από βασάλτη που τοποθετήθηκαν ως κτέρισμα σε τάφους της περιοχής της Βόρειας Μεσοποταμίας χρονολογούνται στα τέλη της 12ης με αρχές της 11ης χιλιετίας π.Χ.[4]

Η κατανομή των κτερισμάτων αποτελεί δυνητικό δείκτη της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και κοινωνίας. Έτσι, οι τάφοι της πρώιμης Νεολιθικής παρουσιάζουν τάση για ίση κατανομή των αγαθών, στοιχείο που υποδηλώνει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αταξική κοινωνία, ενώ στις ταφές της Χαλκολιθικής περιόδου και της Εποχής του Χαλκού, τα πολυτελή κτερίσματα συγκεντρώνονται στους τάφους των αρχηγών (τύμβοι), γεγονός που υποδεικνύει την ύπαρξη κοινωνικής διαστρωμάτωσης.[5] Είναι επίσης πιθανό ότι τα ταφικά δώρα υποδηλώνουν σχετικό ενδιαφέρον και συνειδητοποίηση σχετικά με την πιθανότητα ύπαρξης μεταθανάτιας ζωής και τη συνδεόμενη με αυτήν αίσθηση πνευματικότητας.

Κατά την Eποχή του Χαλκού, καθώς οι πολύτιμες ταφικές προσφορές και οι θυσίες των υπηρετών έγιναν σύμβολα υψηλής κοινωνικής θέσης, το απαγορευτικό τους κόστος οδήγησε στην ανάπτυξη της πρακτικής κατασκευής ομοιωμάτων των πραγματικών κτερισμάτων και ξεκίνησε η παραγωγή έργων τέχνης προορισμένων ειδικά για την ταφή, τα οποία αναπαριστούσαν τα ταφικά δώρα ή τους υπηρέτες και τοποθετούνταν στο εσωτερικό του τάφου, αντικαθιστώντας τις πραγματικές θυσίες. Στην Αρχαία Αίγυπτο, τα ομοιώματα αυτά αποκαλούνταν ουσάμπτι.

Όπου τάφοι, και τυμβωρυχία - ακόμα και στην αρχαιότητα! Γιαυτό οι Ετρούσκοι χάραζαν επάνω στα νεκρικά κτερίσματα τη λέξη śuθina (ετρ. γλ. «από τάφο»), ώστε να αποτρέπουν την επαναχρησιμοποίησή τους σε περίπτωση τυμβωρυχίας.[6]

Φημισμένα νεκροταφεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο στρατός από τερακόττα στο μαυσωλείο του Κινέζου αυτοκράτορα Τσιν Σι Χουάνγκ

Η προβολή της κοινωνικής θέσης μέσα από τις πλούσιες ταφές έφθασε στα αποκορύφωμά της με τους βασιλικούς τάφους της Εποχής του Χαλκού. Στην Αίγυπτο, οι βασιλικές ταφές των Πυραμίδων στη Νεκρόπολη της Γκίζας και της Κοιλάδας των Βασιλέων στη Νεκρόπολη των Θηβών, βρίσκονται μεταξύ των πιο αξιοθαύμαστων δημιουργημάτων στην ανθρώπινη ιστορία. Η τάση αυτή συνεχίζεται και στην Εποχή του Σιδήρου.

Παράδειγμα ενός εξαιρετικά πλούσιου τάφου της Εποχής του Σιδήρου είναι το μαυσωλείο του αυτοκράτορα Τσιν Σι Χουάνγκ με τον στρατό από τερακότα. Φτιάχτηκε για να προστατεύει στην αιωνιότητα τον αυτοκράτορα, στην πόλη Σιάν της Κίνας. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 246 π.Χ.

Κατά την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι πρώιμοι χριστιανικοί τάφοι χαρακτηρίζονται από ένδεια κτερισμάτων. Με την παρακμή του ελληνορωμαϊκού Πολυθεϊσμού, κατά τη διάρκεια του 5ου και του 6ου αιώνα μ.Χ., τα κτερίσματα τείνουν προς εξαφάνιση. Μάλιστα, η παρουσία κτερισμάτων στους τάφους των πρώιμων χρόνων του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, αντιμετωπιζόταν συχνά ως κατάλοιπο παγανιστικών πρακτικών, παρόλο που την εποχή του προσηλυτισμού, κατά την Αγγλοσαξονική περίοδο και την εποχή της Φραγκικής Αυτοκρατορίας (7ος αιώνας μ.Χ.), η κατάσταση ήταν ίσως πιο σύνθετη.[7]

Κατά τη διάρκεια του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, οι τάφοι των προσώπων υψηλής κοινωνικής θέσης ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους περισσότερο λόγω της παρουσίας στο εξωτερικό τους ταφικών ομοιωμάτων (αγγλικά: tomb effigies) ή πολυτελών λίθινων επιτύμβιων στηλών, παρά από την ύπαρξη κτερισμάτων στο εσωτερικό τους.

Έτσι, φαίνεται πως το έθιμο της εναπόθεσης ταφικών προσφορών στο σώμα του νεκρού είχε μία συνεχή και αδιάκοπη πορεία, ξεκινώντας κατά την Ύστερη Παλαιολιθική περίοδο - εάν όχι στη Μέση Παλαιολιθική - διατηρήθηκε σχετικά μέχρι τη σύγχρονη εποχή, ενώ εξαλείφθηκε σε πολλές περιοχές του κόσμου μόνο κατά την εποχή του εκχριστιανισμού. Ο τάφος του Φαραώ Τουταγχαμών είναι διάσημος, ακριβώς επειδή δεν συλήθηκε πλήρως κατά την αρχαιότητα.

Ρόλος στην Aρχαιολογία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα δύο χρυσά μυκηναϊκά κύπελλα του Βαφειού, διακοσμημένα με ανάγλυφες αφηγηματικές σκηνές κυνηγιού ταύρων, πιθανώς έργο Μινωίτη τεχνίτη. 15ος αιώνας π.Χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Για την επιστήμη της αρχαιολογίας, η σημασία των κτερισμάτων είναι ανεκτίμητη, από την απλή θεώρησή τους ως εκδηλώσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς που παράλληλα εξυπηρετούν και πρακτικούς λόγους στην καθημερινή ζωή, μέχρι τη βαθύτερη ερμηνεία τους ως έργων που εκφράζουν μεταφυσικές ανησυχίες. Εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι σχεδόν πανταχού παρόντα, σε ολόκληρο τον κόσμο, κατά τη διάρκεια της Προϊστορίας, σε πολλές περιπτώσεις η ανακάλυψη καθημερινών αντικειμένων που έχουν τοποθετηθεί σε τάφους ως κτερίσματα, είναι η μοναδική πηγή πληροφοριών για τα αντικείμενα αυτά, σε οποιoδήποτε προϊστορικό πολιτισμό. Εντούτοις, θα πρέπει να αποφεύγεται η απλοϊκή ερμηνεία των ταφικών κτερισμάτων ως αντιπροσωπευτικού δείγματος αντικειμένων σε χρήση στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων του συγκεκριμένου πολιτισμού. Το περιβάλλον εύρεσης των αντικειμένων αυτών τους προσδίδει μία τελετουργική χροιά και τα εντάσσει σε μία ειδική κατηγορία τεχνέργων που σε ορισμένες περιπτώσεις κατασκευάζονται αποκλειστικά για τη διαδικασία του ενταφιασμού. Τα τέχνεργα που παράγονται αποκλειστικά για τον ενταφιασμό του νεκρού χαρακτηρίζονται ως ταφική τέχνη, ενώ ταφικά δώρα, υπό την στενή σημασία του όρου, είναι τα αντικείμενα που παράγονται για να χρησιμοποιηθούν στην καθημερινή ζωή και τοποθετούνται μέσα στον τάφο μαζί με τον νεκρό. Στην πράξη όμως οι δύο αυτές κατηγορίες αλληλοεπικαλύπτονται.

Τα ταφικά δώρα στα νεκροταφεία της Εποχής του Χαλκού και της Εποχής του Σιδήρου αποτελούν αξιόπιστο δείκτη της σχετικής κοινωνικής θέσης των νεκρών. Σύμφωνα με μία μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε νεκροταφείο της Εποχής του Σιδήρου στο Pontecagnano Faiano της Ιταλίας, η ποιότητα των κτερισμάτων συσχετίζεται με τις ιατροδικαστικές αναλύσεις των σκελετικών καταλοίπων, φανερώνοντας ότι οι σκελετοί των πλούσιων τάφων παρουσίασαν σε αξιοσημείωτο βαθμό λιγότερες ενδείξεις σωματικής καταπόνησης στη διάρκεια της ενήλικης ζωής τους, με λιγότερα σπασμένα οστά ή σημάδια σκληρής εργασίας.[8]

  1. «κτερίζω - Ancient Greek - English Dictionary (LSJ)». lsj.gr. Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2019. 
  2. P. Chantraine, 19992: Dictionnaire étymologique de la langue grecque. Paris: Klincksieck.
  3. Ian Morris, Death-Ritual and Social Structure in Classical Antiquity, Cambridge, 1992, ISBN 0-521-37611-4.
  4. «TREASURES FROM THE ANCIENT WORLD». www.mama.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2019. 
  5. Βλ. π.χ. William A. Haviland, Harald E. L. Prins, Dana Walrath, Bunny McBride, Anthropology: The Human Challenge, Cengage Learning, 2010 ISBN 978-0-495-81084-1, σ. 268.
  6. Giuliano Bonfante and Larissa Bonfante The Etruscan Language: an Introduction, Univ. of Manchester Press, 2002. ISBN 0-7190-5540.
  7. Helen Geake, The use of grave-goods in conversion-period England, c.600-c.850, British Archaeological Reports, 1997, ISBN 978-0-86054-917-8
  8. Robb, John; Bigazzi, Renzo; Lazzarini, Luca; Scarsini, Caterina; Sonego, Fiorenza (2001). Social status and biological status: A comparison of grave goods and skeletal indicators from Pontecagnano. American Journal of Physical Anthropology. 115 (3): 213–222. https://onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1002/ajpa.1076 Αρχειοθετήθηκε 2019-04-16 στο Wayback Machine.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]