Κωνσταντίνος Βάρβαρος
Κωνσταντίνος Βάρβαρος | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 9ος αιώνας[1] Παφλαγονία |
Θάνατος | 10ος αιώνας[2] |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ο Κωνσταντίνος ο προσεπωνυμούμενος Βάρβαρος, ήταν Βυζαντινός υπηρέτης. Ως ευνούχος, αναδείχθηκε παρακοιμωμένος (αρχιθαλαμηπόλος) τού Αυτοκράτορα των Ρωμαίων Λέοντος ΣΤ΄ τού Σοφού το 911-912, εκτοπίζοντας τον ίδιο του τον πρώην αφέντη, τον Σαμωνά. Κατέλαβε ξανά τη θέση επί αντιβασιλείας της Ζωής Καρβωνοψίνας το 913–919, όπου έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διακυβέρνηση τού κράτους. Έχασε τη θέση του, αφού υποστήριξε τον συγγενή του Λέοντα Φωκά τον Πρεσβύτερο στον ανεπιτυχή ανταγωνισμό του με τον Ρωμανό Α΄ Λεκαπηνό για τον έλεγχο του θρόνου, αλλά αργότερα διορίστηκε στη θέση τού πριμικηρίου από τον Λεκαπηνό.
Προέλευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κωνσταντίνος ήταν γιος ενός αγρότη ή γαιοκτήμονα, που ονομαζόταν Μέτριος και καταγόταν από την Παφλαγονία. Είχε το παρωνύμιο Βάρβαρος, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο γιατί: ο Βίος τού Αγ. Βασιλείου τού Νεότερου αναφέρει ότι αυτό σήμαινε την ξένη καταγωγή του, αλλά η οικογένειά του φαίνεται ότι ήταν γηγενής Βυζαντινή. Είναι πιθανό ότι η αναφορά στον Βίο είναι μία μεταγενέστερη προσπάθεια να εξηγηθεί το επώνυμό του. Εναλλακτικά θα μπορούσε να είναι μία υποτιμητική αναφορά στις αγροτικές ρίζες του από την Παφλαγονία. [3] Είχε ευνουχιστεί από τον πατέρα του σε νεαρή ηλικία, ακριβώς για να ανοίξει την πιθανότητα μίας σταδιοδρομίας στην Αυλή. [3] Ο Κωνσταντίνος είχε τουλάχιστον μία αδελφή, η οποία ήταν παντρεμένη με τον στρατηγό Λέοντα Φωκά τον Πρεσβύτερο, και ήταν συγγενής των ευνούχων αξιωματούχων Κωνσταντίνου Γογγύλη και Αναστάσιου Γογγύλη. [3]
Υπηρεσία υπό τον Σαμωνά και άνοδος στην εξουσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κωνσταντίνος αναφέρεται για πρώτη φορά στις πηγές ως υπηρέτης ή οπαδός —ορισμένοι σύγχρονοι ερευνητές τον έχουν αποκαλέσει δούλο, αλλά αυτό είναι απίθανο— τού μαγίστρου και κανίκλειου Βασιλείου, για τον οποίο τίποτε δεν είναι γνωστό. Στη συνέχεια μπήκε στην υπηρεσία τού ισχυρού αυτοκρατορικού θαλαμηπόλου, Σαμωνά . [3] [4] Ο τελευταίος ήταν ένας ευνούχος Άραβας αιχμάλωτος πολέμου, που έγινε ευνοούμενος τού Αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ τού Σοφού (βασ. 886–912 ), ανεβαίνοντας στον βαθμό τού πατρίκιοιυ, τον ανώτερο βαθμό της Αυλής, που ήταν επιτρεπτός σε έναν ευνούχο, και τη θέση τού πρωτοβεστιάριου. Μέχρι το 907 ο Σαμωνάς είχε απονεμηθεί το ανώτατο αυλικό αξίωμα τού παρακοιμώμενου. [5]
Την ίδια χρονιά, σε μία προσπάθεια να εξευμενίσει την τέταρτη σύζυγο τού Λέοντα ΣΤ΄, Ζωή Καρβωνοψίνα, ο Σαμωνάς της έκανε δώρο τον Κωνσταντίνο. Το αυτοκρατορικό ζευγάρι συμπάθησε αμέσως τον Κωνσταντίνο, τόσο πολύ που ο Σαμωνάς άρχισε να φοβάται για τη δική του επιρροή και θέση. [3] [4] Ως αποτέλεσμα, προσπάθησε να συκοφαντήσει τον Κωνσταντίνο, ισχυριζόμενος ότι είχε σχέση με την αυτοκράτειρα. Ο Λέων ΣΤ΄ αρχικά πίστεψε τις κατηγορίες και είχε εξόρισε τον Κωνσταντίνο στη Μονή τού Αγίου Ταρασίου. Ο ίδιος ο Σαμωνάς εκτέλεσε την κουρά σε μοναχό τού Κωνσταντίνου. Σύντομα, ωστόσο, ο Λέων ΣΤ΄ άρχισε να αποζητά τον ευνοούμενό του. Τον έβαλε να μετακομίσει στο ίδιο το Μοναστήρι της Σπείρας τού Σαμωνά και σε μία «τυχαία» επίσκεψη εκεί, έδωσε χάρη στον Κωνσταντίνο και τον πήρε μαζί του πίσω στο παλάτι. [3] [5] Στη συνέχεια ο Σαμωνάς κατέφυγε σε ένα άλλο σχέδιο: με τον γραμματέα του Κωνσταντίνο τον Ρόδιο έγραψε ένα φυλλάδιο, που υποτίθεται ότι είχε γράψει ο Κωνσταντίνος, το οποίο προσέβαλλε τον Αυτοκράτορα και κανόνισε να το διαβάσει ο Λέων ΣΤ΄. Οι μηχανορραφίες του, όμως, προδόθηκαν από έναν από τους συνωμότες συναδέλφους του και ο Σαμωνάς εκτοπίστηκε, εξορκίστηκε και εκάρη μοναχός στο μοναστήρι τού Μαρτινακίου το καλοκαίρι τού 908. Ο Κωνσταντίνος τον διαδέχθηκε ως αυτοκρατορικός παρακοιμώμενος. Ο Λέων ΣΤ΄ τού χάρισε ένα μοναστήρι στις Νοσίαι, το οποίο εγκαινίασε αυτοπροσώπως ο Αυτοκράτορας και Πατριάρχης Ευθύμιος. [3] [5]
Απόλυση και αποκατάσταση υπό την αυτοκράτειρα-αντιβασιλέα Ζωή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κωνσταντίνος παρέμεινε παρακοιμώμενος μέχρι το τέλος τού Λέοντα ΣΤ΄, αλλά προφανώς απολύθηκε από τον αδελφό τού Λέοντα και διάδοχο Αλέξανδρο (βασ. 912–913 ), επειδή οι πηγές αναφέρουν ότι η αυτοκράτειρα Ζωή τον ανακάλεσε στη θέση τού παρακοιμώμενου, όταν ανέλαβε την αντιβασιλεία τού ανήλικου γιου της Κωνσταντίνου Ζ΄ (βασ. 913–959 ) το φθινόπωρο του 913. [3] [6] Ο Κωνσταντίνος λίγο μετά κατηγόρησε τον Θεοφύλακτο, τον νεοδιορισθέντα διοικητή της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής, τον εταιρειάρχη, ότι σχεδίαζε να κάνει Αυτοκράτορα τον αδελφό του. Ως εκ τούτου, η αυτοκράτειρα Ζωή απέλυσε τον Θεοφύλακτο. [3] Κατά το υπόλοιπο της αντιβασιλείας της Ζωής, ο Κωνσταντίνος έπαιξε προφανώς σημαντικό ρόλο στη διακυβέρνηση τού κράτους. Δύο επιστολές τού Πατριάρχη Νικολάου Α΄ Μυστικού προς τον Κωνσταντίνο (ή έναν υφιστάμενο) δείχνουν τη συμμετοχή του στη δημοσιονομική διαχείριση –συγκεκριμένα την εκμετάλλευση της εκκλησιαστικής περιουσίας προς όφελος τού κρατικού ταμείου– καθώς και τη διοργάνωση αγώνων με ζωομαχίες για τον εορτασμό της συμμαχίας με τους Πετσενέγους, γεγονός το οποίο ο Πατριάρχης καταδίκασε ως αντιχριστιανικό και για το οποίο διέταξε τον Κωνσταντίνο και άλλους κορυφαίους αξιωματούχους να κάνουν μετάνοια. [3] Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου (914–918), απεβίωσε η αδελφή του και ο Νικόλαος Μυστικός τού έγραψε συλλυπητήρια επιστολή. [3] Στο Προς τον υιόν Ρωμανόν περί διοικήσεως της Αυτοκρατορίας, που συνέθεσε ο Κωνσταντίνος Ζ΄ στη μετέπειτα βασιλεία του, ο Κωνσταντίνος Βάρβαρος απορρίπτεται ως ανίκανος και επικρίνεται για ορισμένες από τις αποφάσεις του σχετικά με προαγωγές και διορισμούς. [3]
Αντιπαλότητα με τον Ρωμανό Α΄ Λεκαπηνό και πτώση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τη σειρά στρατιωτικών καταστροφών στον συνεχιζόμενο πόλεμο κατά της Βουλγαρίας, το καθεστώς της Ζωής κλονίστηκε και ο δρόμος προς τον θρόνο άνοιξε σε φιλόδοξους στρατιωτικούς ηγέτες: τον κουνιάδο τού Κωνσταντίνου Λέοντα Φωκά και τον μέγα δούκα (αρχηγό τού Αυτοκρατορικού Στόλου), Ρωμανό Λεκαπηνό (που τελικά έγινε Αυτοκράτορας το 920–944). Αν και και οι δύο έφεραν βαριά ευθύνη για τις ήττες κατά της Βουλγαρίας, έλεγχαν τις μοναδικές άμεσα διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις κοντά στην Κωνσταντινούπολη. [7] Σύμφωνα με τους βυζαντινούς χρονικογράφους, τον χειμώνα 918/919 (ή τον χειμώνα 919/920, η ημερομηνία αμφισβητείται μεταξύ των μελετητών), ο Κωνσταντίνος επιδόθηκε σε μηχανορραφίες για να εξασφαλίσει την άνοδο τού Φωκά στον θρόνο. Παρακινούμενος από τον διδάσκαλό του Θεόδωρο, ο νεαρός Κωνσταντίνος Ζ΄ στράφηκε στη συνέχεια στον Λεκαπηνό για υποστήριξη. Ο τελευταίος αρχικά δίστασε, αλλά τελικά συμφώνησε. Είναι ωστόσο πιθανό, η ιστορία της συνωμοσίας τού Κωνσταντίνου να είναι μεταγενέστερη εφεύρεση των υποστηρικτών τού Λεκαπηνού, για να δικαιολογήσουν τις πράξεις του, που οδήγησαν στον τελικό σφετερισμό τού θρόνου. Αν και η συμμαχία μεταξύ Λεκαπηνού και του νεαρού Αυτοκράτορα έγινε γνωστή στην πρωτεύουσα, ο Κωνσταντίνος την αγνόησε, έτσι ώστε όταν διέταξε να πληρωθεί και να απολυθεί ο στόλος, δεν φοβήθηκε και επισκέφθηκε τα πλοία αυτοπροσώπως, οπότε αιχμαλωτίστηκε δεόντως από τους άνδρες τού Λεκαπηνού. Όταν η αυτοκράτειρα πήγε στο λιμάνι για να ρωτήσει τους λόγους της σύλληψης τού ευνοουμένου της, ο Θεόδωρος απάντησε ότι ο Λέων Φωκάς είχε καταστρέψει το κράτος (με την αποτυχημένη ηγεσία του εναντίον των Βουλγάρων) και ο Κωνσταντίνος κατέστρεφε το παλάτι. Το αναίμακτο πραξικόπημα στέφθηκε με επιτυχία: ο Νικόλαος Μυστικός διορίστηκε εκ νέου αντιβασιλιάς στη θέση της Ζωής και το πρώτο του βήμα ήταν να απαλλάξει τον Λέοντα Φωκά από τη θέση του ως Δομέστικου των Σχολών. Όταν όμως ο Πατριάρχης προσπάθησε να περιορίσει την εξουσία τού Λεκαπηνού, στις 25 Μαρτίου ο ναύαρχος κατέλαβε το λιμάνι τού Βουκολέοντος και απομάκρυνε βίαια τον Πατριάρχη από το παλάτι. Ο Κωνσταντίνος Ζ΄ είχε φαινομενικά τοποθετηθεί ως μοναδικός ηγεμόνας, αλλά η εξουσία τώρα βρισκόταν στον Λεκαπηνό και τους οπαδούς του. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Βάρβαρος επετράπη να διατηρήσει τη θέση του για λίγο, αλλά μόνο αφού ορκίστηκε πίστη και έγραψε γράμματα στον κουνιάδο του, προτρέποντάς τον να μην επαναστατήσει εναντίον τού Αυτοκράτορα. [3] [7] Αυτό ήταν μάταιο, καθώς τον Οκτώβριο του 920 ο Φωκάς ξεσηκώθηκε. Οι πηγές αναφέρουν ότι ο παρακοιμώμενος υποστήριξε την υποψηφιότητα εκείνου για τον θρόνο, αλλά αυτό φαίνεται απίθανο, καθώς δεν τιμωρήθηκε μετά την αποτυχία της εξέγερσης τού Φωκά. [3] [7]
Μετέπειτα ζωή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με τον Βίο τού Αγ. Βασιλείου τού Νεότερου, ο Κωνσταντίνος διατήρησε τον βαθμό τού πριμικηρίου κατά το τελευταίο μισό της βασιλείας τού Ρωμανού Α΄ Λεκαπηνού (δηλαδή μεταξύ 931 και 944) και τού επετράπη να κρατήσει το ανάκτορό του κοντά στις Αρκαδιανές, που είχε κτιστεί γι' αυτόν με αυτοκρατορικά έξοδα κατά τη διάρκεια της θητείας του ως παρακοιμώμενου. Ο Βίος τού Αγ. Βασιλείου αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος φιλοξένησε τον Βασίλειο στο παλάτι για αρκετά χρόνια μέχρι το τέλος του, δίνοντάς του ένα μέρος του να το έχει ως κατοικία του, το οποίο ο Άγιος χρησιμοποιούσε για να δέχεται επισκέψεις και να κάνει θεραπευτικά θαύματα. Εκεί ο Αγ. Βασίλειος γνώρισε πολλά ανώτερα μέλη της Αυλής, μεταξύ των οποίων ο Αυτοκράτορας Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός και η αυτοκράτειρα Ελένη Λεκαπηνή . Ο Κωνσταντίνος ήταν ακόμη ζωντανός, όταν απεβίωσε ο Άγ. Βασίλειος το 944 (ή το 952). [3]
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Lilie, Ralph-Johannes; Ludwig, Claudia; Pratsch, Thomas; Zielke, Beate (2013). Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit Online. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften. Nach Vorarbeiten F. Winkelmanns erstellt (in German). Berlin and Boston: De Gruyter.
- Ringrose, Kathryn M. (2003). The Perfect Servant: Eunuchs and the Social Construction of Gender in Byzantium. Chicago and London: University of Chicago Press. ISBN 978-0-226-72015-9.
- Runciman, Steven (1988) [1929]. The Emperor Romanus Lecapenus and His Reign: A Study of Tenth-Century Byzantium. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-35722-5.
- Tougher, Shaun (1997). The Reign of Leo VI (886–912): Politics and People. Leiden: Brill. ISBN 978-9-00-410811-0.