Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κωνσταντίνος Γαβράς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κωνσταντίνος Γαβράς
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση11ος αιώνας
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Περίοδος ακμής1126 - 1140
Οικογένεια
ΓονείςΆγιος Θεόδωρος ο Γαβράς
ΑδέλφιαΓρηγόριος Γαβράς
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαδούκας
στρατηγός

Ο Κωνσταντίνος Γαβράς ήταν κυβερνήτης ή δουξ της βυζαντινής επαρχίας της Χαλδίας, διοικητικό κέντρο της οποίας ήταν ο λιμένας της Τραπεζούντας στη Μαύρη Θάλασσα και η ορεινή ενδοχώρα του, οι Ποντιακές Άλπεις, στη βορειοανατολική Ανατολία, σήμερα τμήμα της Τουρκίας. Ο Γαβράς συγκρούστηκε με την Βυζαντινή αυτοκρατορία (1126) κυβέρνησε την Χαλδία ως ημιαυτόνομος ηγεμόνας από το 1126 έως το 1140. Ο Μιχαήλ ο Σύριος γράφει ότι τον χειμώνα του 1130 - 1131 ο Γαβράς συμμετείχε σε συμμαχία με τον Εμίρη της Μαλάτειας και τον Σουλτάνο του Ρουμ Μεσούντ Α΄.

Προκάτοχος του Κωνσταντίνου ως δουξ Χαλδίας ήταν ο πατέρας του, Θεόδωρος Γαβράς, πράγμα που ουσιαστικά κατέστησε την επαρχία ημικληρονομική κτήση των Γαβράδων. Στην διάρκεια της δεκαετίας του 1090, ο μεγαλύτερος αδερφός του, Γρηγόριος, συνωμότησε εναντίον του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (βασίλευσε μεταξύ 1081-1118) και φυλακίστηκε[1].

Έπειτα από την υπηρεσία του ως στρατηγός της Φιλαδέλφειας[2], ο Κωνσταντίνος κατέστη δουξ της Χαλδίας κάποια στιγμή, πιθανώς λίγο καιρό πριν τον θάνατο του Αλεξίου Α΄ το 1118[1]. Ο Κωνσταντίνος φαίνεται να ήταν λιγότερο απερίσκεπτος ως προς τις πολιτικές του αποφάσεις σε σύγκριση με τον αδερφό του, ωστόσο πέτυχε να κυβερνήσει την Τραπεζούντα όντας λιγότερο ή περισσότερο ανεξάρτητος από την κεντρική εξουσία από το 1126 έως το 1140. Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης αναφέρεται προς το πρόσωπό του με τον χαρακτηρισμό του «τυράννου της Τραπεζούντας[3]». Διασωθέντα δείγματα καταδεικνύουν πως έκοψε δικά του νομίσματα χαμηλής ονομαστικής αξίας[4]. Το 1140, ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (βασίλευσε μεταξύ 1118-1143) εισήλθε στην Χαλδία με τον κύριο όγκο των βυζαντινών στρατευμάτων, προκειμένου να εκστρατεύσει εναντίον των Ντανισμεντιδών Τούρκων. Η συγκεκριμένη επίδειξη δύναμης ήταν αρκετή για να πτοήσει τον Κωνσταντίνο Γαβρά, με αποτέλεσμα η περιοχή να επανέλθει εκ νέου υπό άμεσο αυτοκρατορικό έλεγχο[5].

Σύγκρουση με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γαβράς συγκρούστηκε με την Βυζαντινή αυτοκρατορία (1126) κυβέρνησε την Χαλδία ως ημιαυτόνομος ηγεμόνας από το 1126 έως το 1140. Ο Μιχαήλ ο Σύριος γράφει ότι τον χειμώνα του 1130 - 1131 ο Γαβράς συμμετείχε σε συμμαχία με τον Εμίρη της Μαλάτειας και τον Σουλτάνο του Ρουμ Μεσούντ Α΄[6].

Μετά την απώλειά της σε εξουσία, η οικογένεια των Γαβράδων είχε τρεις επιλογές: να διαφυλάξει τις κτήσεις της που ευρίσκονταν στα νότια των Ποντιακών Άλπεων και την επιρροή της συμμαχώντας με αυλή του Σελτζουκικού Σουλτανάτου του Ρουμ στο Ικόνιο, να διασώσει ορισμένη από την επιρροή της εντός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τασσόμενη στο πλευρό του νέου της μονάρχη στην Κωνσταντινούπολη, ή να μετακινηθεί προς την επαρχία της Περατείας στην Κριμαία, που ήταν στενά συνδεδεμένη με την Τραπεζούντα, και που περί το 1200 ανεξαρτητοποιήθηκε από την Κωνσταντινούπολη[7]. Μέλος της οικογένειας το οποίο τάχθηκε με το μέρος των Σελτζούκων Τούρκων του Ρουμ κατέστη βεζίρης του Σουλτάνου Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ (βασίλευσε μεταξύ 1156-1192). Υιός του Κωνσταντίνου Γαβρά, ο οποίος επίσης ονομαζόταν Κωνσταντίνος, ωστόσο, κατέστη έμπιστος υπουργός του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού. Ηγήθηκε σημαντικής, και επιτυχούς, διπλωματικής αποστολής ενώπιον του Σελτζούκου Σουλτάνου Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ το 1162. Δεν υπάρχει αμφιβολία για το γεγονός πως η αποστολή του βοηθήθηκε από τις σχέσεις της οικογένειάς του με την αυλή των Σελτζούκων[3].

  1. 1,0 1,1 Angold 1997, σελ. 130.
  2. Kazhdan 1991, σελ. 812.
  3. 3,0 3,1 Magoulias 1984, σελ. 69.
  4. Grierson 1982, σελίδες 228–229.
  5. Angold 1997, σελ. 157.
  6. Κωνσταντίνος Βαρζός (1984), "Η Γενεαλογία των Κομνηνών", σσ. 239-241
  7. Anthony Bryer, "A Byzantine Family: The Gabrades, c. 979 – c. 1653", University of Birmingham Historical Journal, 12 (1970), p. 171
  • Angold, Michael (1997). The Byzantine Empire, 1025–1204: A Political History. London, United Kingdom and New York, New York: Longman. ISBN 0-582-29468-1. 
  • Magoulias, Harry J., επιμ. (1984). O City of Byzantium: Annals of Niketas Choniatēs. Detroit: Wayne State University Press. ISBN 978-0-8143-1764-8. 
  • Grierson, Philip (1982). Byzantine Coins. London, United Kingdom: Methuen. ISBN 978-0-416-71360-2. 
  • Kazhdan, Alexander Petrovich, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. New York, New York and Oxford, United Kingdom: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-504652-6. 

Εξωτερικός Σύνδεσμος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]