Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λιγνίνη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μοντέλο λιγνίνης - εικασία της χημικής δομής της λιγνίνης.

Η λιγνίνη (αγγλ. lignin) είναι φυσική οργανική ένωση - βιοπολυμερές - που ανήκει σε μια κατηγορία πολύπλοκων πολυμερών που δομούν τους ιστούς των ανώτερων και κατώτερων φυτών. Στη φύση υπάρχουν διαφορετικού χημικού τύπου λιγνίνες και όχι μία. Οι λιγνίνες είναι ιδιαίτερα σημαντικές για το σχηματισμό των κυτταρικών τοιχωμάτων (βλ. λιγνοποίηση) ιδίως στο ξύλο και το φλοιό, επειδή προσδίδουν αντοχή, ακαμψία και δεν σήπονται εύκολα. Χημικά, οι λιγνίνες είναι φαινολικά, τρισδιάστατα πολυμερή που παράγονται βιοχημικά με διασταυρούμενες χημικές συνδέσεις (cross-linking) ορισμένων φαινολικών πρόδρομων ενώσεων.[1]

Η λιγνίνη (ως lignine) αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1813 από τον Ελβετό βοτανολόγο Augustin Pyramus de Candolle, ο οποίος την περιέγραψε ως ένα ινώδες και χωρίς γεύση υλικό που είναι αδιάλυτο σε νερό και αιθυλική αλκοόλη, αλλά διαλυτό σε ασθενή αλκαλικά διαλύματα, και δύναται να καταβυθιστεί από διάλυμα με τη χρήση οξέος.[2] Ονόμασε την άγνωστη έως τότε χημική ουσία ως «λιγνίνη», λέξη η οποία προέρχεται από τη λατινική lignum,[3] που σημαίνει ξύλο.

Η λιγνίνη είναι ένα από τα πιο άφθονα οργανικά πολυμερή στον πλανήτη Γη, ουσιαστικά το δεύτερο αφθονότερο φυσικό πολυμερές μετά την κυτταρίνη. Η λιγνίνη χημικά δομείται από περίπου 30% οργανικό άνθρακα[4] (δηλ. μη προερχόμενο από ορυκτές ύλες), ενώ το ξύλο, ως βιολογικό υλικό, συντίθεται από περίπου 20-35% λιγνίνη, κατά μάζα.

Η λιγνίνη απαντάται και στα κόκκινα φύκια (ροδοφύκη), γεγονός που υποδηλώνει ότι κοινός πρόγονος των ανώτερων φυτών και των κόκκινων φυκών συνέθετε επίσης λιγνίνη. Αυτό το εύρημα υποδηλώνει επίσης ότι η πρωταρχική βιολογική αποστολή της λιγνίνης ήταν δομική, καθώς έχει αυτό το ρόλο στο κόκκινο φύκι Calliarthron όπου παρέχει στήριξη τους ιστούς μεταξύ των ασβεστοποιημένων τμημάτων.[5]

Η λιγνίνη είναι ένα εξαιρετικά ετερογενές πολυμερές, φαινολικής φύσης, που προέρχεται από πρόδρομες λιγνόλες που συνδέονται χημικά με διάφορους τρόπους.[6]

Οι λιγνόλες αυτές ανήκουν σε τρεις βασικούς τύπους και όλες προέρχονται από το φαινυλοπροπάνιο. Είναι οι ακόλουθες:

  • κωνιφερυλική αλκοόλη (4-υδροξυ-3-μεθοξυφαινυλοπροπάνιο)- Gu: η ρίζα της που ονομάζεται μερικές φορές γουαϊακυλική
  • σιναπυλική αλκοόλη (3,5-διμεθοξυ-4-υδροξυφαινυλοπροπάνιο)- Sy: η ρίζα της που μερικές φορές ονομάζεται συρινγκυλική
  • π-κουμαρυλική αλκοόλη (4-υδροξυφαινυλοπροπάνιο)- Η: η ρίζα της που μερικές φορές ονομάζεται 4-υδροξυφαινύλιο

Οι ποσοτικές αναλογίες αυτών των τριών πρόδρομων μονομερών, διαφέρουν στα διαφορετικά φυτά. Σε γενικές γραμμές, ισχύουν τα εξής:[4]

- Το ξύλο στα πλατύφυλλα είδη (hardwoods) είναι πλούσιo σε κωνιφερυλικές και σιναπυλικές μονάδες.

- Το ξύλο στα κωνοφόρα είδη (softwoods) είναι πλούσιο αποκλειστικά σε κωνιφερυλικές μονάδες.

- Τα χόρτα είναι πλούσια σε σε κωνιφερυλικές και σιναπυλικές μονάδες.

Τα μοριακά βάρη της λιγνίνης στα διάφορα φυτά υπερβαίνουν τις 10.000 ατομικές μονάδες μάζας. Είναι υδρόφοβο και άμορφο πολυμερές, καθώς είναι πλούσιο σε αρωματικές μονάδες φαινυλοπροπανίου.[7]

Ο βαθμός πολυμερισμού (ΒΠ) της είναι δύσκολο να μετρηθεί με ακρίβεια, καθώς το μεγαλομόριο της λιγνίνης είναι ετερογενές. Με βάση ερευνητικές εκτιμήσεις θεωρείται ότι ο ΒΠ της ξεπερνά στη φυσική πρωτολιγνίνη τις 100.000.[8] Επίσης έχουν περιγραφεί διαφορετικοί τύποι λιγνίνης ανάλογα με τα μέσα απομόνωσης.[9]

Οι τρεις πρόδρομες λιγνόλες: π-κουμαρυλική (1), κωνιφερυλική (2) και σιναπυλική (3).

Πολλά χόρτα (grasses) περιέχουν λιγνίνη ως επί το πλείστον από μονάδες Gu, ενώ φοίνικες (palm trees) έχουν κυρίως μονάδες Sy.[10] Όλες οι λιγνίνες περιέχουν μικρές ποσότητες ατελών ή τροποποιημένων μονολιγνολών, ενώ και άλλα μονομερή είναι εμφανή κυρίως στα μη ξυλώδη φυτά.[11]

Η λιγνίνη πληρώνει τα μικροκενά στο κυτταρικό τοίχωμα μεταξύ κυτταρίνης, ημικυτταρινών, και πηκτίνης, ειδικά στους υποστηρικτικούς και αγωγικούς ιστούς, όπως π.χ. στα κύτταρα των τραχεϊδών (tracheids) και στα κύτταρα των αγγείων (vessels).

Η λιγνίνη παίζει καθοριστικό ρόλο στη μεταφορά του νερού και των διαλυμένων σε νερό θρεπτικών συστατικών στους βλαστούς των φυτών. Τα πολυσακχαριτικά συστατικά των φυτικών κυτταρικών τοιχωμάτων είναι εξαιρετικά υδρόφιλα και επομένως διαπερατά από το νερό, ενώ η λιγνίνη είναι πολύ πιο υδρόφοβη ένωση.

Οι χημικές σταυροειδείς συνδέσεις των πολυσακχαριτών από τη λιγνίνη είναι ένα εμπόδιο για την απορρόφηση νερού στο κυτταρικό τοίχωμα. Έτσι, η λιγνίνη δίνει τη δυνατότητα στα αγγεία του φυτού να μεταφέρει αποτελεσματικά το νερό.[12] Η λιγνίνη υπάρχει σε όλα τα ανώτερα φυτά, αλλά όχι στα βρύα, ένα γεγονός που στηρίζει την ιδέα ότι ο πρωταρχικός (φυσικός) ρόλος της λιγνίνης περιοριζόταν στη μεταφορά του ύδατος.

Η λιγνίνη χημικά συνδέεται ομοιοπολικά με τις ημικυτταρίνες και επομένως συνενώνει τους διαφορετικούς πολυσακχαρίτες, προσδίδοντας τόσο μηχανική αντοχή και συνοχή στο κυτταρικό τοίχωμα και κατ' επέκταση στο φυτό ή δένδρο ως σύνολο.[13] Η πιο συχνά αναφερόμενη λειτουργία της είναι η υποστήριξη μέσω της ενίσχυσης του ξύλου -διά της λεγόμενης λιγνοποίησης- που λαμβάνει χώρα στα κύτταρα του ξυλώματος και σε ίνες του σκληρεγχύματος, σε όλα τα ανώτερα δένδρα και φυτά.[14][15][16]

Τέλος, η λιγνίνη προσδίδει στο φυτό ορισμένη ανθεκτικότητα στις ασθένειες συσσωρεύοντας στο σημείο διήθησης του παθογόνου, και έτσι καθιστώντας το κύτταρο λιγότερο προσιτό στην υποβάθμιση του κυτταρικού τοιχώματος.[17]

Οικονομική σημασία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Εργοστάσιο χαρτοπολτού στη Γερμανία. Σε αυτά τα εργοστάσια εφαρμόζονται δύο τύποι χημικής πολτοποίησης, είτε η αλκαλική θειϊκή (Kraft) μέθοδος, είτε η όξινη θειώδης μέθοδος. Η λιγνίνη απομακρύνεται χημικά από το ξύλο (λιγνοκυτταρινικό σύμπλοκο) για να παραχθεί πολτός για την παραγωγή χαρτιού.

Η παγκόσμια παραγωγή λιγνίνης σχετίζεται άμεσα με την παραγωγή του χαρτιού. Το έτος 1988, περισσότεροι από 220 εκατομμύρια τόνοι χαρτιού παρήχθησαν παγκοσμίως.[18] Μεγάλο μέρος αυτού του χαρτιού είχε απολιγνωθεί. Η λιγνίνη αποτελεί περίπου το 1/3 της μάζας όλου του ξύλου, που είναι η βασική πρώτη ύλη για χαρτί.

Η λιγνίνη ουσιαστικά αποτελεί εμπόδιο στην παραγωγή χαρτιού, καθώς είναι χρωματισμένη, κιτρινίζει στον αέρα και η παρουσία της αποδυναμώνει το χαρτί. Μόλις διαχωριστεί από την κυτταρίνη, δύναται να αξιοποιηθεί ως καύσιμη ύλη για παραγωγή θερμικής ενέργειας. Μόνο ένα κλάσμα της χρησιμοποιείται σε ένα φάσμα εφαρμογών -χαμηλού όγκου- όπου η μορφή της, αλλά όχι η ποιότητα, είναι σημαντική.[19]

Με τη μηχανική πολτοποίηση (mechanical pulping) παράγεται ο μηχανικός πολτός, ή αλλιώς πολτός υψηλής απόδοσης, ο οποίος χρησιμοποιείται για την παραγωγή χαρτιού εφημερίδων, που εξακολουθεί να περιέχει το μεγαλύτερο μέρος λιγνίνης, που υπήρχε αρχικά στο ξύλο. Αυτή η λιγνίνη -χημικά- είναι υπεύθυνη για το κιτρίνισμα των εφημερίδων με το πέρασμα του χρόνου και την έκθεση στο φως.[3] Το υψηλής ποιότητας χαρτί αυστηρά προϋποθέτει την αφαίρεση σχεδόν όλης της λιγνίνης από τον πολτό. Αυτές οι διαδικασίες απολίγνωσης αποτελούν βασικές τεχνολογίες της βιομηχανίας χαρτοπολτού - χαρτιού, αλλά, ωστόσο, και πηγή περιβαλλοντικής ρύπανσης.

Στην όξινη θειώδη πολτοποίηση (sulfite pulping) παράγεται ο χημικός πολτός (όξινης μεθόδου), η λιγνίνη αφαιρείται από τον ξυλοπολτό με τη μορφή λιγνοσουλφονικών παραπροϊόντων. Για αυτά τα υπολείμματα έχουν προταθεί πολλές χρήσεις.[20] Χρησιμοποιούνται ως υγροσκοπικά, σταθεροποιητές γαλακτώματος και πρόσθετα στην επεξεργασία νερού.[21]

Τα λιγνοσουλφονικά επίσης προστέθηκαν τη δεκαετία του 1930 ως πρόσμικτα σε φρέσκο σκυρόδεμα προκειμένου να μειωθεί η αναλογία νερού προς τσιμέντο, κύρια παράμετρος που ελέγχει το πορώδες του σκυροδέματος και συνεπώς η μηχανική του αντοχή, ο συντελεστής διάχυσης και η υδραυλική του αγωγιμότητα. Έχει επίσης εφαρμογή σε περιβαλλοντικά φιλικά υλικά επίστρωσης στην οδοποιία. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρόσθετου βιοαποικοδομήσιμου πλαστικού, μαζί με κυτταρίνη, ως εναλλακτικό στα πλαστικά από υδρογονάνθρακες.

Στην αλκαλική χημική πολτοποίηση (sulfate pulping) παράγεται ο χημικός πολτός (αλκαλικής μεθόδου) που αποδίδει το χαρτί Kraft. Η λιγνίνη που αφαιρείται με αυτή την πολτοποίηση καίγεται σχεδόν εξ ολοκλήρου για τη θερμαντική αξία καυσίμου της παρέχοντας ενέργεια για τη λειτουργία του εργοστασίου χαρτοπολτού. Υπάρχουν δύο εμπορικές διαδικασίες για την απομάκρυνση της λιγνίνης από τα απόβλητα της μεθόδου (γνωστά ως black liquor) για χρήσεις υψηλότερης προστιθέμενης αξίας: η μέθοδος LignoBoost (Σουηδία) και η μέθοδος LignoForce (Καναδάς). Η λιγνίνη υψηλότερης ποιότητας παρουσιάζει τη δυνατότητα να γίνει μια ανανεώσιμη πηγή για την παραγωγή αρωματικών ενώσεων για τη χημική βιομηχανία, μια αγορά δισεκατομμυρίων δολαρίων.[22]

Με δεδομένο ότι είναι το πιο διαδεδομένο βιοπολυμερές, μετά την κυτταρίνη, η λιγνίνη έχει ερευνηθεί πολύπλευρα και εκτεταμένα ως πρώτη ύλη για την παραγωγή βιοκαυσίμων και -ίσως- να αποτελέσει στο άμεσο μέλλον σημαντική πρόδρομη πρώτη ύλη για την ανάπτυξη μιας νέας κατηγορίας βιοκαυσίμων.[23][24]

Η βιοσύνθεση της λιγνίνης ξεκινά στο κυτταρόπλασμα με τη σύνθεση γλυκοζυλιωμένων μονολιγνολών από το αμινοξύ, φαινυλαλανίνη.

Αυτές οι πρώτες αντιδράσεις κοινοποιούνται στην οδό του φαινυλοπροπανοειδούς. Η συνδεδεμένη γλυκόζη τα καθιστά υδατοδιαλυτά και λιγότερο τοξικά. Μόλις μεταφερθεί διαμέσου της κυτταρικής μεμβράνης στον αποπλάστη, η γλυκόζη αφαιρείται και ο πολυμερισμός αρχίζει.[25]

Πολλά θέματα σχετικά για τον αναβολισμό της λιγνίνης δεν είναι κατανοητά έως και σήμερα, ακόμη και μετά από έναν αιώνα ερευνών.[4]

Πολυμερισμός της κωνιφελυρικής αλκοόλης σε λιγνίνη. Η αντίδραση έχει δύο εναλλακτικές οδούς που καταλύονται από δύο διαφορετικά οξειδωτικά ένζυμα, τις υπεροξειδάσες ή τις οξειδάσες.

Βιολογική αποικοδόμηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αντίθεση με άλλα βιοπολυμερή (π.χ. πρωτεΐνες, κυτταρίνη, ημικυτταρίνες, κ.α.), η λιγνίνη είναι ανθεκτική στη βιολογική αποικοδόμηση και στην υδρόλυση που καταλύεται είτε από οξύ είτε από βάση. Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο η λιγνίνη αποικοδομείται διαφέρει ανάλογα με το είδος και τον τύπο του φυτικού ιστού. Για παράδειγμα, η συριγκυλική λιγνόλη είναι πιο επιρρεπής στην αποικοδόμηση από μυκητιακή αποσύνθεση καθώς έχει λιγότερους δεσμούς αρυλίου-αρυλίου και έτσι χαμηλότερο δυναμικό οξειδοαναγωγής από τις μονάδες γουαϊακυλίου.[26]

Επίσης, επειδή είναι διασταυρωμένη χημικώς με τα άλλα συστατικά του κυτταρικού τοιχώματος, η λιγνίνη ελαχιστοποιεί -περιορίζει- την προσβασιμότητα της κυτταρίνης και ιδίως των ημικυτταρινών στα μικροβιακά ένζυμα, οδηγώντας έτσι σε μειωμένο βαθμό σηπτικότητας της βιομάζας.[12]

Ορισμένα λιγνινολυτικά ένζυμα περιλαμβάνουν υπεροξειδάσες αίμης, λ.χ. υπεροξειδάσες λιγνίνης, υπεροξειδάσες μαγγανίου, πολυχρηστικές υπεροξειδάσες, καθώς και λακάσες με βάση το χαλκό.[27][28]

Αποικοδόμηση από μύκητες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καλά μελετημένα λιγνινολυτικά ένζυμα βρίσκονται στο είδος Phanerochaete chrysosporium [29] όπως και σε άλλους μύκητες λευκής σήψης (white rot fungi). Μερικοί μύκητες της λευκής σήψης, όπως ο C. subvermispora, μπορούν να αποικοδομήσουν τη λιγνίνη στο ξύλο αλλά άλλοι δεν έχουν αυτή την ικανότητα.

Το μεγαλύτερο μέρος της αποικοδόμησης της λιγνίνης από μύκητες περιλαμβάνει εκκρινόμενες υπεροξειδάσες. Εκκρίνονται επίσης πολλές μυκητιακές λακάσες, οι οποίες διευκολύνουν την αποικοδόμηση των ενώσεων που προέρχονται από τη φαινολική λιγνίνη, αν και έχουν επίσης περιγραφεί αρκετές ενδοκυτταρικές μυκητιακές λακάσες. Σημαντική πτυχή της αποικοδόμησης της λιγνίνης είναι η δραστηριότητα των βοηθητικών ενζύμων για την παραγωγή του H2O2 που απαιτείται για τη λειτουργία της υπεροξειδάσης της λιγνίνης και άλλων υπεροξειδασών της αίμης.[30]

Αποικοδόμηση από βακτήρια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα βακτήρια τα ίδια στερούνται των περισσότερων από τα ένζυμα που χρησιμοποιούνται από τους μύκητες για την αποικοδόμηση της λιγνίνης και για τα παράγωγά της (λ.χ. αλειφατικά οξέα, φουράνια, φαινολικά). Αυτά αναστέλλουν την ανάπτυξη βακτηρίων που αποικοδομούν το ξύλο για να μεταβολίσουν άλλους πολυσακχαρίτες όπως κυτταρίνη, ημικυτταρίνες και πηκτίνες.[31]

Ωστόσο, η αποικοδόμηση λιγνίνης από βακτήρια μπορεί να είναι αρκετά εκτεταμένη,[32] ειδικά σε υδάτινο περιβάλλον, για ξύλο μέσα σε λίμνες, ποτάμια και ρυάκια. Η λιγνινολυτική δράση των βακτηρίων δεν έχει μελετηθεί εκτενώς, παρόλο που περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1930.

Στο εξωτερικό περιβάλλον, η λιγνίνη μπορεί να αποικοδομηθεί είτε βιοτικά μέσω βακτηρίων, είτε αβιοτικά μέσω φωτοχημικής αλλοίωσης, και συχνά η τελευταία βοηθά την πρώτη.[33] Εκτός από την παρουσία ή την απουσία φωτός, αρκετοί περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν το βαθμό βιοαποικοδόμησης της λιγνίνης, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης της βακτηριακής κοινότητας, των ανόργανων ενώσεων και της εν γένει οξειδοαναγωγικής κατάστασης.[34][35]

Η πυρόλυση της λιγνίνης κατά την καύση του ξύλου ή κατά την ανθρακοποίηση σε ξυλάνθρακα αποδίδει σειρά προϊόντων, από τα οποία, τα πιο χαρακτηριστικά είναι οι μεθοξυ- υποκατεστημένες φαινόλες. Από αυτά, χαρακτηριστικά προϊόντα είναι η γουαϊακόλη και η συρινγκόλη και τα παράγωγα αυτών. Η παρουσία τους μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό μιας πηγής καπνού σε μια φωτιά.

Στη μαγειρική, η λιγνίνη από καύση πλατύφυλλων ειδών ξύλου (hardwoods) αποτελεί πηγή δημιουργίας των δύο παραπάνω ενώσεων, οι οποίες κατά την κάπνιση, προσδίδουν χαρακτηριστικό άρωμα και γεύση σε καπνιστά ψάρια και κρέατα, όπως λ.χ. γίνεται στο μπάρμπεκιου. Οι κύριες γευστικές ενώσεις του καπνιστού ζαμπόν είναι η γουαϊακόλη και τα 4-, 5- και 6-μεθυλοπαράγωγά της, καθώς και η 2,6-διμεθυλοφαινόλη. Αυτές οι ενώσεις παράγονται κατά τη θερμική διάσπαση της λιγνίνης του ξύλου -συνήθως δρυός, σφενδαμιού, οξιάς, κλήθρας- που χρησιμοποιούνται τυπικά κατά την κάπνιση.[36]

Οι πιο συνηθισμένες μέθοδοι για τον ποσοτικό προσδιορισμό της λιγνίνης στη βιομηχανία χαρτοπολτού είναι η μέθοδος Klason και η δοκιμή όξινης διάλυσης, που είναι τυποποιημένες εργαστηριακές διαδικασίες. Η κυτταρίνη αποικοδομείται θερμικά -πλήρως- με την παρουσία οξέος και το υπόλειμμα που απομένει ονομάζεται λιγνίνη Klason.

Η οξοδιαλυτή λιγνίνη ποσοτικοποιείται από την ένταση που δίνει η φασματοσκοπία υπεριώδους της (UV spectroscopy). Η περιεκτικότητα των υδατανθράκων μπορεί να αναλυθεί και στα υγρά παραπροϊόντα της μεθόδου Klason, αν και υπάρχουν προϊόντα αποικοδόμησης των σακχάρων, όπως λ.χ. φουρφουράλη και 5-υδροξυμεθυλοφουρφουράλη.[37][38]

Για την ανίχνευση της λιγνίνης χρησιμοποιείται διάλυμα υδροχλωρικού οξέος και φλωρογλυκινόλης (Wiesner test). Δημιουργείται έτσι ένα φωτεινό κοκκινωπό χρώμα εξαιτίας της παρουσίας ομάδων της κωνιφερυλικής αλδεΰδης στη λιγνίνη.[39]

Η θειογλυκόλυση είναι μια αναλυτική τεχνική για τον ποσοτικό προσδιορισμό της λιγνίνης, η οποία αναπτύχθηκε το 1985 από την Catherine Lapierre[40][41] Η δομή της λιγνίνης μπορεί επίσης να μελετηθεί με υπολογιστική προσομοίωση.[42]

Η θερμοχημική ανάλυση, δηλ. η χημική διάσπαση μιας ένωσης υπό κενό και υψηλή θερμοκρασία, με υδροξείδιο του τετραμεθυλαμμωνίου ή οξείδιο του χαλκού[43] έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για τον χαρακτηρισμό των λιγνινών.


Η λιγνίνη και τα μοντέλα της έχουν εκτεταμένα μελετηθεί με τεχνικές, όπως λ.χ. 1Η και φασματοσκοπίας 13C NMR. Λόγω της δομικής πολυπλοκότητας των διαφορετικών λιγνινών, τα φάσματα είναι ελάχιστα επιλυμένα και η ποσοτικοποίησή των αποτελεί μία ερευνητική πρόκληση.[44]

  • K. Freudenberg· A.C. Nash, επιμ. (1968). Constitution and Biosynthesis of Lignin. Berlin: Springer-Verlag. 
  1. «Kirk-Othmer Encyclopedia of Chemical Technology». Kirk-Othmer Encyclopedia of Chemical Technology. John Wiley & Sons, Inc. ISBN 978-0-471-23896-6. 
  2. de Candolle, M.A.P. (1813). Theorie Elementaire de la Botanique ou Exposition des Principes de la Classification Naturelle et de l'Art de Decrire et d'Etudier les Vegetaux. Paris: Deterville.  See p. 417.
  3. 3,0 3,1 E. Sjöström (1993). Wood Chemistry: Fundamentals and Applications. Academic Press. ISBN 978-0-12-647480-0. 
  4. 4,0 4,1 4,2 W. Boerjan; J. Ralph; M. Baucher (Ιούνιος 2003). «Lignin biosynthesis». Annu. Rev. Plant Biol. 54 (1): 519–549. doi:10.1146/annurev.arplant.54.031902.134938. PMID 14503002. 
  5. Martone, Pt; Estevez, Jm; Lu, F; Ruel, K; Denny, Mw; Somerville, C; Ralph, J (Ιανουάριος 2009). «Discovery of Lignin in Seaweed Reveals Convergent Evolution of Cell-Wall Architecture.». Current Biology 19 (2): 169–75. doi:10.1016/j.cub.2008.12.031. ISSN 0960-9822. PMID 19167225. 
  6. Φιλίππου, Ιωάννης (2014). Χημεία και Χημική Τεχνολογία Ξύλου. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Γιαχούδη. σελ. 135-137. 
  7. «Λιγνίνη» (PDF). καθηγητής Γ. Μαντάνης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Εργαστήριο Επιστήμης & Τεχνολογίας Ξύλου. σελίδες 1–11. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2023. 
  8. Φιλίππου, Ιωάννης (2014). Χημεία και Χημική Τεχνολογία Ξύλου. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Γιαχούδη. σελ. 141. 
  9. «Lignin and its Properties: Glossary of Lignin Nomenclature». Dialogue/Newsletters Volume 9, Number 1. Lignin Institute. Ιούλιος 2001. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2007. 
  10. «Characterization of sago palm (Metroxylon sagu) lignin by analytical pyrolysis». J Agric Food Chem 49 (4): 1840–7. Απρίλιος 2001. doi:10.1021/jf001126i. PMID 11308334. https://semanticscholar.org/paper/fd7f7f693ab535b1abd99d7e2667fea6ed603f2e. 
  11. J. Ralph (2001). «Elucidation of new structures in lignins of CAD- and COMT-deficient plants by NMR». Phytochemistry 57 (6): 993–1003. doi:10.1016/S0031-9422(01)00109-1. PMID 11423146. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-04-28. https://web.archive.org/web/20210428022353/https://naldc-legacy.nal.usda.gov/naldc/download.xhtml?id=14061&content=PDF. Ανακτήθηκε στις 2022-01-25. 
  12. 12,0 12,1 K.V. Sarkanen· C.H. Ludwig, επιμ. (1971). Lignins: Occurrence, Formation, Structure, and Reactions. New York: Wiley Intersci. 
  13. Chabannes, M. (2001). «In situ analysis of lignins in transgenic tobacco reveals a differential impact of individual transformations on the spatial patterns of lignin deposition at the cellular and subcellular levels». Plant J. 28 (3): 271–282. doi:10.1046/j.1365-313X.2001.01159.x. PMID 11722770. http://agritrop.cirad.fr/578396/. 
  14. Arms, Karen· Camp, Pamela S. (1995). Biology. Saunders College Pub. ISBN 9780030500039. 
  15. Esau, Katharine (1977). Anatomy of Seed Plants. Wiley. ISBN 9780471245209. 
  16. Wardrop; The (1969). «Eryngium sp.;». Aust. J. Botany 17 (2): 229–240. doi:10.1071/bt9690229. 
  17. Bhuiyan, Nazmul H; Selvaraj, Gopalan; Wei, Yangdou; King, John (Φεβρουάριος 2009). «Role of lignification in plant defense». Plant Signaling & Behavior 4 (2): 158–159. doi:10.4161/psb.4.2.7688. ISSN 1559-2316. PMID 19649200. 
  18. «Paper and Pulp». Paper and Pulp. Weinheim: Wiley-VCH. ISBN 9783527306732. 
  19. Higson, A· Smith, C (25 Μαΐου 2011). «NNFCC Renewable Chemicals Factsheet: Lignin». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Ιουλίου 2011. 
  20. «Uses of lignin from sulfite pulping». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2007. 
  21. . ISBN 978-3527306732. 
  22. «Frost & Sullivan: Full Speed Ahead for the Lignin Market with High-Value Opportunities as early as 2017». 
  23. Folkedahl, Bruce (2016), «Cellulosic ethanol: what to do with the lignin», Biomass, http://biomassmagazine.com/articles/2928/cellulosic-ethanol-what-to-do-with-the-lignin, ανακτήθηκε στις 2016-08-10 
  24. Abengoa (2016-04-21), The importance of lignin for ethanol production, http://www.theenergyofchange.com/importance-lignin-ethanol-production, ανακτήθηκε στις 2016-08-10 
  25. «Cellular machinery of wood production: differentiation of secondary xylem in Pinus contorta var. latifolia». Planta 216 (1): 72–82. Νοέμβριος 2002. doi:10.1007/s00425-002-0884-4. PMID 12430016. https://archive.org/details/sim_planta_2002-11_216_1/page/72. 
  26. Vane, C. H. (2003). «Biodegradation of Oak (Quercus alba) Wood during Growth of the Shiitake Mushroom (Lentinula edodes): A Molecular Approach». Journal of Agricultural and Food Chemistry 51 (4): 947–956. doi:10.1021/jf020932h. PMID 12568554. 
  27. Gadd, Geoffrey M· Sariaslani, Sima. (2013). Advances in applied microbiology. Vol. 82. Oxford: Academic. σελίδες 1–28. ISBN 9780124076792. OCLC 841913543. 
  28. de Gonzalo, Gonzalo; Colpa, Dana I.; Habib, Mohamed H.M.; Fraaije, Marco W. (2016). «Bacterial enzymes involved in lignin degradation». Journal of Biotechnology 236: 110–119. doi:10.1016/j.jbiotec.2016.08.011. PMID 27544286. 
  29. Tien, M (1983). «Lignin-Degrading Enzyme from the Hymenomycete Phanerochaete chrysosporium Burds.». Science 221 (4611): 661–3. doi:10.1126/science.221.4611.661. PMID 17787736. Bibcode1983Sci...221..661T. https://archive.org/details/sim_science_1983-08-12_221_4611/page/n67. 
  30. Gadd, Geoffrey M· Sariaslani, Sima. (2013). Advances in applied microbiology. Vol. 82. Oxford: Academic. σελίδες 1–28. ISBN 9780124076792. 
  31. Cerisy, Tristan (Μάιος 2017). «Evolution of a Biomass-Fermenting Bacterium To Resist Lignin Phenolics». Applied and Environmental Microbiology 83 (11). doi:10.1128/AEM.00289-17. PMID 28363966. 
  32. Pellerin, Brian A.; Hernes, Peter J.; Saraceno, JohnFranco; Spencer, Robert G. M.; Bergamaschi, Brian A. (Μάιος 2010). «Microbial degradation of plant leachate alters lignin phenols and trihalomethane precursors». Journal of Environmental Quality 39 (3): 946–954. doi:10.2134/jeq2009.0487. ISSN 0047-2425. PMID 20400590. 
  33. Hernes, Peter J. (2003). «Photochemical and microbial degradation of dissolved lignin phenols: Implications for the fate of terrigenous dissolved organic matter in marine environments» (στα αγγλικά). Journal of Geophysical Research 108 (C9): 3291. doi:10.1029/2002JC001421. Bibcode2003JGRC..108.3291H. https://www.researchgate.net/publication/228990186. Ανακτήθηκε στις 2018-11-27. 
  34. «Persistence of Soil Organic Matter as an Ecosystem Property». ResearchGate (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2018. 
  35. Dittmar, Thorsten (1 Ιανουαρίου 2015). «Reasons Behind the Long-Term Stability of Dissolved Organic Matter». Biogeochemistry of Marine Dissolved Organic Matter (στα Αγγλικά). σελίδες 369–388. ISBN 9780124059405. 
  36. Wittkowski, Reiner; Ruther, Joachim; Drinda, Heike; Rafiei-Taghanaki, Foroozan "Formation of smoke flavor compounds by thermal lignin degradation" ACS Symposium Series (Flavor Precursors), 1992, volume 490, pp 232–243. (ISBN 978-0-8412-1346-3).
  37. TAPPI. T 222 om-02 - Acid-insoluble lignin in wood and pulp
  38. Sluiter, A., Hames, B., Ruiz, R., Scarlata, C., Sluiter, J., Templeton, D., Crocker, D. Determination of Structural Carbohydrates and Lignin in Biomass. Technical Report NREL/TP-510-42618, U.S. Department of Energy, 2008.
  39. John M. Harkin, επιμ. (Νοέμβριος 1966). Lignin production and detection in wood. U.S. Forest Service Research, σελ. Note FPL-0148. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2020-03-05. https://web.archive.org/web/20200305091429/http://www.fpl.fs.fed.us/documnts/fplrn/fplrn0148.pdf. )
  40. Lange, B. M.; Lapierre, C.; Sandermann, Jr (1995). «Elicitor-Induced Spruce Stress Lignin (Structural Similarity to Early Developmental Lignins)». Plant Physiology 108 (3): 1277–1287. doi:10.1104/pp.108.3.1277. PMID 12228544. PMC 157483. https://archive.org/details/sim_plant-physiology_1995-07_108_3/page/1277. 
  41. https://www.degruyter.com/document/doi/10.1515/hf-2021-0155/html pg. 6
  42. Glasser, Wolfgang G.; Glasser, Heidemarie R. (1974). «Simulation of Reactions with Lignin by Computer (Simrel). II. A Model for Softwood Lignin». Holzforschung 28 (1): 5–11. doi:10.1515/hfsg.1974.28.1.5. 
  43. Hedges, John I.; Ertel, John R. (Φεβρουάριος 1982). «Characterization of lignin by gas capillary chromatography of cupric oxide oxidation products» (στα αγγλικά). Analytical Chemistry 54 (2): 174–178. doi:10.1021/ac00239a007. ISSN 0003-2700. 
  44. Ralph, John· Landucci, Larry L. (2010). «NMR of Lignin and Lignans». Lignin and Lignans: Advances in Chemistry. Boca Raton, FL: Taylor & Francis. σελίδες 137–244. ISBN 9781574444865. 

 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Lignins στο Wikimedia Commons