Λιολά
Liola Liolà | |
---|---|
Λιολά του Λουίτζι Πιραντέλο, Internationalist Theatre Production σε σκηνοθεσία Fabio Perselli | |
Συγγραφέας | Λουίτζι Πιραντέλο |
Πρωτότυπος τίτλος | Liolà |
Παγκόσμια πρώτη παράσταση | 4 Νοεμβρίου 1916 |
Τοποθεσία πρώτης παράστασης | Ρώμη |
Γλώσσα πρωτότυπου | Ακραγαντινή διάλεκτος της σικελικής γλώσσας |
Είδος | Κωμωδία |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Λιολά είναι κωμωδία του Λουίτζι Πιραντέλο, που γράφτηκε το 1916 στην ακραγαντινή διάλεκτο της σικελικής γλώσσας, την τοπική διάλεκτο της ιδιαίτερης πατρίδας του συγγραφέα[1][2]. Το 1916, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν μια πολύ οδυνηρή περίοδος της ζωής του, καθώς οι δύο γιοι του βρίσκονταν ο ένας σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου και ο άλλος σε στρατιωτικό νομοσκομείο, ενώ η σύζυγός του υπέφερε από σοβαρή ψυχική ασθένεια[3]. Το έργο όμως, παρά τα βάσανα που βίωνε ο Πιραντέλο, είναι πολύ παιχνιδιάρικο και εύθυμο, σε σημείο που ο ίδιος να παραδεχτεί: «είναι τόσο κεφάτο που μοιάζει σαν να μην είναι δικό μου έργο»[4].
Ο Λιολά είναι ένα από τα πρώτα θεατρικά έργα του Πιραντέλο και ανέβηκε για πρώτη φορά στις 4 Νοεμβρίου 1916 στο Θέατρο Αρτζεντίνα της Ρώμης με τον θίασο του διάσημου Σικελού ηθοποιού Άντζελο Μούσκο[5]. Επειδή ήταν γραμμένο εξ ολοκλήρου στη σικελική γλώσσα, το κοινό και οι κριτικοί δυσκολεύονταν πολύ να κατανοήσουν τους διαλόγους. Για τον λόγο αυτό, ο συγγραφέας αποφάσισε να δημοσιεύσει μια ιταλική μετάφραση της κωμωδίας το 1928, η οποία ανέβηκε αργότερα στο Μιλάνο, στις 8 Ιουνίου 1942[6].
Η ιστορία του Λιολά είναι εμπνευσμένη από ένα επεισόδιο του μυθιστορήματος του Πιραντέλο Ο αείμνηστος Ματία Πασκάλ. Κεντρικός ήρωας είναι ο Νέλι Σκιλάτσι, γνωστός ως Λιολά. Το όνομα και το παρατσούκλι είχαν ήδη αποδοθεί σε έναν άλλο χαρακτήρα, τον Νέλι Τορτορίτσι στη νουβέλα Η μύγα.
Ο Λιολά στο θεατρικό έργο είναι ένας γοητευτικός, ανέμελος, κατεργάρης χωρικός που λατρεύει τη φύση, τον έρωτα και το τραγούδι. Αν και το έργο δεν είναι μουσική κωμωδία, η κλίση του Λιολά για τη μουσική και την ποίηση εκφράζεται με τραγούδια που παρεμβάλλονται σε όλη την έκταση του έργου.
Πλοκή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πράξη Α΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η δράση τοποθετείται τον μήνα Σεπτέμβριο στην ύπαιθρο του Αγκριτζέντο, και συγκεκριμένα στο αγρόκτημα της θείας Κρότσε Ατσάρα. Στην πρώτη σκηνή βλέπουμε τα νεαρά κορίτσια Λούτσα, Τσιούτσα και Νέλα, την κουμπάρα Καρμίνα (Μοσκαρντίνα) και τη θεία Τζέζα να κουτσομπολεύουν και να τραγουδούν σπάζοντας αμύγδαλα υπό την εποπτεία της θείας Κρότσε. Παρόντες είναι επίσης η Τούτσα, κόρη της θείας Κρότσε, και η Μίτα, θετή κόρη της θείας Τζέζα[7]. Η Μίτα είχε μείνει ορφανή από μικρή και είχε αναγκαστεί πριν τέσσερα χρόνια να παντρευτεί τον πλούσιο εξηντάρη γαιοκτήμονα Σιμόνε Παλούμπο, ο οποίος είναι επίσης παρών και γκρινιάζει για τη φασαρία των κοριτσιών.
Μεγάλος καημός του τελευταίου είναι ότι, παρά τα τέσσερα χρόνια του γάμου του με τη Μίτα, που είναι ο δεύτερός του, δεν έχει ακόμη αποκτήσει απόγονο και δεν έχει πού να αφήσει την περιουσία του όταν πεθάνει. Υπεύθυνη θεωρεί τη νεαρή Μίτα, την οποία είχε παντρευτεί από συμπόνοια για την ορφάνεια της ελπίζοντας ότι θα του γεννήσει κληρονόμο. Εκείνη αποδείχτηκε στείρα, όπως πιστεύει ο ίδιος, ωστόσο η έλλειψη απογόνου και από τον προηγούμενο γάμο του και η προχωρημένη ηλικία του σχολιάζονται από τις παρευρισκόμενες ως ενδείξεις ότι μπορεί εκείνος να είναι ο στείρος. Όταν ξεφεύγει από τη Μοσκαρντίνα ένα σχετικό σχόλιο, ο θείος Σιμόνε ξεσπά στη Μίτα κατηγορώντας την ότι τον έχει καταντήσει περίγελο του κόσμου. Τη διώχνει μάλιστα προς το σπίτι και αποχωρεί και ο ίδιος[8]. Ενώ η συζήτηση των γυναικών συνεχίζεται παρέχοντας πληροφορίες για όλο το υπόβαθρο της δράσης, έρχεται η θεία Νίνφα με τα τρία παιδιά του γιού της Λιολά, ο οποίος δεν αργεί επίσης να εμφανιστεί. Ο Λιολά είναι το ακριβώς αντίθετο του θείου Σιμόνε: Παραμένει ένας κεφάτος, γοητευτικός εργένης με πολλές ερωτικές περιπέτειες, από τις οποίες έχει αποκτήσει τρία παιδιά με τρεις διαφορετικές γυναίκες. Τα παιδιά τα έχει κρατήσει ο ίδιος «για να τα μάθει να τραγουδούν» και τα φροντίζει η μητέρα του. Η αντίθεση των δύο ανδρών προβάλλεται ακόμα πιο ανάγλυφα, όταν ο Λιολά καλεί έξω τον θείο Σιμόνε και τον περιπαίζει όλο υπονοούμενα ισχυριζόμενος ότι θέλει να του πουλήσει ένα από τα παιδιά του και ότι όσοι αφήνουν ακαλιέργητη τη «γη» που έχουν στην κατοχή τους θα τη χάσουν από εκείνους που ξέρουν να τη «σπέρνουν»[9].
Στην επόμενη σκηνή αποκαλύπτεται ότι τελευταία κατάκτηση του Λιολά είναι η Τούτσα, η οποία μάλιστα έχει μείνει έγκυος. Όταν η Τούτσα αποκαλύπτει το μυστικό στη μητέρα της, τη θεία Κρότσε, ομολογεί ότι το έκανε για να εκδικηθεί τη Μίτα, επειδή η ίδια είχε βλέψεις για τον θείο Σιμόνε (δηλ. για την περιουσία του) και η Μίτα της τον πήρε. Η Μίτα όμως ήταν ερωτευμένη από μικρή με τον Λιολά και εξακολουθούσε να τον αγαπά και μετά τον γάμο της. «Δεν της έφτασε ο πλούσιος σύζυγος; Ήθελε και το βαρβάτο εραστή;»[10] Για να την εκδικηθεί, λοιπόν, τα έφτιαξε η Τούτσα με τον Λιολά. Ο Λιολά, από την πλευρά του, δεν γνωρίζει τα κίνητρα της Τούτσα, θέλει ευσυνείδητα να εκπληρώσει το χρέος του απέναντί της και, παρά την αγάπη του για την ελεύθερη ζωή, τη ζητά σε γάμο από τη μητέρα της[11]. Μάνα και κόρη όμως αρνούνται την πρότασή του, προσβάλλοντάς τον μάλιστα για τον τρόπο που ζει. Έκπληκτος ο Λιολά υποψιάζεται ότι ετοιμάζουν κάποια ατιμία. Πράγματι, οι δύο γυναίκες σχεδιάζουν να εκμεταλλευτούν την επιθυμία του θείου Σιμόνε για κληρονόμο. Με τη συγκατάθεσή του, καθώς θέλει και ο ίδιος να αποκαταστήσει την εικόνα του στην κοινότητα, αποφασίζουν να παρουσιάσουν το παιδί που κυοφορεί η Τούτσα ως δικό του[12].
Πράξη Β΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη δεύτερη πράξη, η δράση μεταφέρεται στη γειτονιά της θείας Τζέζα, θετής μητέρας της Μίτα, και της θείας Νίνφα, μητέρας του Λιολά. Εκεί καταφθάνουν το σούρουπο η Λούτσα, η Τσιούτσα και η Νέλα όλο περιέργεια ελπίζοντας να μάθουν τα καθέκαστα σχετικά με την περιπέτεια της Τούτσα και του Λιολά. Εκεί εμφανίζεται και η Μοσκαρντίνα φέρνοντας τα νέα, ότι ο θείος Σιμόνε είναι ο πατέρας του παιδιού της Τούτσα και ότι υπερηφανεύεται για τη γονιμότητά του ακόμα και στην ίδια τη γυναίκα του, τη Μίτα, την οποία επικρίνει τώρα ακόμα σφοδρότερα[13]. Η θεία Τζέζα τρέχει να δει τι συμβαίνει στο σπίτι της θετής της κόρης.
Καθώς η παρέα κουτσομπολεύει, επιστρέφει έξω φρενών η θεία Τζέζα με τη Μίτα, την οποία όχι μόνο απάτησε και πρόσβαλε αλλά χτύπησε κιόλας ο θείος Σιμόνε. Η θεία Τζέζα τρέχει στο χωριό να καταγγείλει τον θείο Σιμόνε, ενώ η Μίτα κλαίγοντας εκφράζει την απέχθειά της για τον σύζυγό της που «την πατάει σαν το σκουλήκι»[14]. Επιστρέφοντας στο σπίτι ο Λιολά, εκφράζει έκπληξη για τα νέα και συμπάθεια για τη Μίτα ισχυριζόμενος ότι δεν γνωρίζει τίποτε για το παιδί της Τούτσα, ούτε έχει σχέση με την υπόθεση[15]. «Ε, πια δεν με παρατάτε; Έχει καταντήσει βίτσιο πια σ' αυτά τα μέρη. Όποια κοπέλα αρχίσει ξαφνικά να φουσκώνει, ποιος ήταν; Ο Λιολά!»[16]. Όταν μένει μόνος του με τη Μίτα, οι δύο παλαιοί γείτονες και παιδικοί φίλοι θυμούνται ότι ήταν κάποτε ερωτευμένοι και η Μίτα δικαιολογείται στον Λιολά επειδή παντρεύτηκε τον πλούσιο γαιοκτήμονα αντί για εκείνον. Ο Λιολά προτείνει στη Μίτα να πληρώσει την Τούτσα και τη μητέρα της με το ίδιο νόμισμα εμφανίζοντας ένα δικό της παιδί και κληρονόμο στον σύζυγό της. «Ο δικός τους τρόπος είναι κι ο μόνος τρόπος για να τους ξεπληρώσεις την ατιμία και την προστυχιά που σου κάνανε»[17], της λέει προσπαθώντας να την πείσει.
Στην επόμενη σκηνή καταφθάνει ο θείος Σιμόνε απαιτώντας από τη γυναίκα του να τον ακολουθήσει στο σπίτι τους, ενώ επιβεβαιώνει ότι θα φροντίσει και το παιδί του με την Τούτσα. Η Μίτα αρνείται έξαλλη από θυμό και η θεία Νίνφα προσπαθεί να συμβιβάσει τα πράγματα πείθοντας τον Σιμόνε να αφήσει εκεί τη γυναίκα του ένα βράδυ για να ηρεμήσει[18]. Καθώς όλοι φεύγουν, ο Λιολά τρυπώνει στο σπίτι, όπου θα διανυκτερεύσει μόνη της η Μίτα, αφού η θεία Τζέζα λείπει στο χωριό για να καταγγείλει τον Σιμόνε και θα διανυκτερεύσει εκεί. Ο θείος Σιμόνε ξεκινά μόνος τη νυχτερινή πορεία επιστροφής μέσα από το χωράφια, όπου «και κριάρι να 'σαι μπορεί να σπάσεις κανά κέρατο»[19].
Πράξη Γ΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λίγο καιρό αργότερα, καθώς ξεκινά ο τρύγος στο αγρόκτημα, η Τούτσα και η θεία Κρότσε επιχαίρουν για την επιτυχία του σχεδίου τους. «Πού θα πάει, θα γεννηθεί, δε θα γεννηθεί αυτό το παιδί; Δε βλέπω την ώρα – όταν θα το 'χει εδώ [ο θείος Σιμόνε] – τώρα που το αναγνώρισε για δικό του, μπροστά σε όλους – να δούμε πώς θα το φωνάξει κοντά στη στη γυναίκα του. Το σπίτι του θα είναι εδώ. Όπου τα παιδιά εκεί είναι και το σπίτι»[20], λέει η θεία Κρότσε. Πηγαίνοντας προς το αμπέλι για τον τρύγο, η Λούτσα, η Τσιούτσα, η Νέλα και η Μοσκαρντίνα αλλά και ο Λιολά με τα παιδιά του εμφανίζονται όλο κέφι και υπονοούμενα, σαν κάτι να έχει συμβεί, κινώντας την περιέργεια της θείας Κρότσε[21]. Έρχεται και ο θείος Σιμόνε σκεπτικός για τη βιασύνη της Τούτσα, της μητέρα της και του ίδιου να εμφανίσουν έναν απόγονο του τελευταίου και τους ανακοινώνει ότι τα πράγματα άλλαξαν: Η γυναίκα του κυοφορεί πλέον το δικό του παιδί, για την πατρότητα του οποίου δεν μπορεί να έχει κανείς αμφιβολία. Η Τούτσα καλά θα κάνει να παντρευτεί τον Λιολά, τον πατέρα του δικού της παιδιού[22]. Τώρα είναι σειρά της Μίτα να επιχαίρει επισύροντας την οργή της Τούτσα και της μητέρας της αλλά, για πρώτη φορά, και την τρυφερότητα του συζύγου της[23].
Ο Λιολά όμως συνεχίζει να αρνείται την πατρότητα του παιδιού της Τούτσα και δεν δέχεται πλέον να την παντρευτεί. Από ανωτερότητα δέχεται μόνο να πάρει το παιδί της για να το αναθρέψει με τη μητέρα του, όπως και τα τρία δικά του. «Θα το μάθω να τραγουδάει»[24], υπόσχεται ο Λιολά. Έξαλλη η Τούτσα του επιτίθεται με μαχαίρι, εκείνος όμως την αποφεύγει με έναν ελαφρύ τραυματισμό που δεν χαλάει τη διάθεσή του αλλά αντίθετα του δίνει το έναυσμα για ένα ακόμα πείραγμα: «Δοκίμασέ το, Τούτσα! Γλυκό το αίμα μου, ε;»[25]
Κριτική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην εφημερίδα Avanti! («Εμπρός»), όργανο του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Αντόνιο Γκράμσι έγραψε ότι το έργο δεν είχε μεγάλη επιτυχία επειδή το κοινό ήθελε τέλος με «αίμα ή γάμο». Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι αυτό το έργο «είναι το καλύτερο προϊόν της λογοτεχνικής ενέργειας του Λουίτζι Πιραντέλο, είναι μια φάρσα που παραπέμπει στα σατυρικά δράματα της αρχαίας Ελλάδας, ότι ο Ματία Πασκάλ, το μελαγχολικό ον της εποχής, μεταμορφώνεται σε Λιολά, τον άνθρωπος της παγανιστικής ζωής, γεμάτης ηθική και σωματική ευρωστία».[26]
Η καθηγήτρια ιταλικής φιλολογίας Zina Tillona γράφει για τον Λιολά: «είναι χωρίς αμφιβολία ένα από τα μεγάλα έργα του [Πιραντέλο], ένα σχεδόν τέλειο θεατρικό έργο, ένα κόσμημα, ένα αριστούργημα»[27]. Η συγγραφέας και καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας Anne Paolucci θεωρεί ότι η απλότητα του Λιολά είναι παραπλανητική και ότι το έργο διαπραγματεύεται στην ουσία μια κεντρική ιδέα στο έργο του Πιραντέλο, την αντίληψη για την πραγματικότητα ως συνειδητή πράξη μετασχηματισμού της ψευδαίσθησης σε βεβαιότητα[28].
Θέματα που θίγονται και σημασία του έργου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αγροτική κοινωνία της Σικελίας που περιγράφει ο Πιραντέλο στην κωμωδία θυμίζει, κατά κάποιο τρόπο, τα θέματα του βεριστή συγγραφέα Τζοβάννι Βέργκα, όπως η μοιχεία, η τιμή, η λατρεία του υλικού πλούτου, της γης και των πραγμάτων. Ιδιαίτερες ομοιότητες εμφανίζει ο Λιολά με το διήγημα του Βέργκα Καβαλερία Ρουστικάνα[29], στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη όπερα του Πιέτρο Μασκάνι.
Σε αυτόν τον αγροτικό κόσμο, μικρό στον εγωισμό και την υποκρισία του, ξεχωρίζει ο Λιολά ως σατυρική μορφή και λειτουργεί ως ανατρεπτικό στοιχείο: ένας απλός εργάτης που, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τα υλικά αγαθά, ζει τη σεξουαλικότητά του χωρίς αναστολές, με κεφάτη ένταση που αγνοεί τους περιοριστικούς κανόνες της συντηρητικής κοινωνίας στην οποία ζει. Είναι άτομο που δίνει φωνή στην πιο ζωηρή και αυθεντική προσωπικότητά του, αδιαφορώντας για τους τύπους που θα ήθελε να του επιβάλει η κοινωνία.
Όπως και σε άλλα έργα του Πιραντέλο, αυτός που φαίνεται να παραβαίνει τους κοινωνικούς κανόνες είναι ο δίκαιος που γενναιόδωρα επανορθώνει όσα υπέστησαν οι εξαπατημένοι. Εδώ συγκεκριμένα, η Τούτσα και η μητέρα της παραβιάζουν τους κανόνες και επιλέγουν τη δημόσια ατίμωση για το κέρδος (την περιουσία του θείου Σιμόνε) και για να βλάψουν κάποιον (τη Μίτα)[30]. Ο Λιολά τους παραβιάζει επίσης, αλλά για καλό σκοπό: Για να αντιμετωπίσει την ατιμία και για να βοηθήσει στην αποκατάσταση μιας συζυγικής εστίας (της Μίτα και του θείου Σιμόνε). Ακολουθώντας με κέφι την ανέμελη φύση του, ο Λιολά αποκαθιστά τη δικαιοσύνη. [31]
Τυπικά πιραντελικό είναι το θέμα της αδυναμίας των ανθρώπων να γνωρίσουν την πραγματικότητα καθώς προβάλλουμε σε αυτή υποκειμενικά την προσωπικότητά μας ή μάλλον τον κοινωνικό ρόλο που έχουμε επωμισθεί. Το θέμα αυτό απεικονίζεται στον χαρακτήρα του θείου Σιμόνε, ο οποίος αναγνωρίζει ως δικά του παιδιά δύο παιδιά που στην πραγματικότητα δεν είναι αλλά φαίνονται σαν δικοί του απόγονοι.
Το 1935 ανέβηκε μια συντομότερη εκδοχή του Λιολά στα ναπολιτάνικα, διασκευασμένη από τον Peppino De Filippo με τη συμμετοχή του Πιραντέλο, ο οποίος παρακολούθησε επίσης τις πρόβες. Η πρεμιέρα έγινε στο Odeon Theatre του Μιλάνου στις 21 Μαΐου, με τον Peppino στον ρόλο του Λιολά, τον Εντουάρντο ντε Φιλίππο στον ρόλο του Don Emilio (αντίστοιχου του θείου Σιμόνε) και την Titina De Filippo στον αντίστοιχο της Τούτσα. Η σκηνή μεταφέρθηκε από την ύπαιθρο του Αγκριτζέντο σε αυτή της ακτής του Αμάλφι . Μεταξύ των ηθοποιών που συμμετείχαν σε άλλες σημαντικές σκηνές της κωμωδίας, αξίζει να θυμόμαστε τον Ενρίκο Μαρία Σαλέρνο και τον Τούρι Φέρο . Η πρώτη παράσταση του Λιολά στο Ηνωμένο Βασίλειο στα αγγλικά παρουσιάστηκε στο Bloomsbury Theatre του Λονδίνου από το Internationalist Theatre, σε σκηνοθεσία και μετάφραση του Ιταλού Fabio Perselli. Η Corriere della Sera παρατήρησε: «Η επιτυχία ήταν εξαιρετικά μεγάλη και οι κριτικές του Τύπου πολύ θετικές».
Κινηματογραφικές μεταφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Liolà, σκηνοθεσία Alessandro Blasetti (1963)
Ραδιοφωνικές μεταφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Λιολά, σκηνοθεσία Νίκος Σκιαδάς (1978)
Εκδόσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Luigi Pirandello, Naked Masks, επιμ. Italo Zorzi και Maria Argenziano, Newton Compton Editori, 2007.
- Luigi Pirandello, Λιολά, μτφρ. Πάρις Ι. Θεοφανίδης, Εκδόσεις «Δωδώνη» 1987.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Luigi Pirandello, Λιολά, μτφρ. Πάρις Ι. Θεοφανίδης, Εκδόσεις «Δωδώνη» 1987, σελ. 20.
- ↑ Anne Paolucci, "Theatre of Illusion: Pirandello's Liolà and Machiavelli's Mandragola", Comparative Literature Studies 9, 1972, σσ. 46.
- ↑ Zina Tillona, "Pirandello's Liolà: A Variation on a Theme by Verga", Italica 52, 1975, σελ. 263.
- ↑ Tillona, Pirandello's Liolà, σελ. 263.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 20.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 20.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 25-27.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 28-29.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 38-41.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 43.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 46.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 48.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 54-55.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 57.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 58-60.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 60.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 65.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 66-68.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 69.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 71.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 72.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 74-78.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 78-80.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 84.
- ↑ Pirandello, Λιολά, σελ. 84.
- ↑ Liolà, σχόλιο του Luigi De Bellis
- ↑ Tillona, Pirandello's Liolà, σελ. 263.
- ↑ Paolucci, Theatre of Illusion, σσ. 44-57.
- ↑ Zina Tillona, "Pirandello's Liolà: A Variation on a Theme by Verga", Italica 52, 1975, σελ. 264.
- ↑ Tillona, Pirandello's Liolà, σελ. 269.
- ↑ Maschere nude, ό.π. τ. II σελ. 908