Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάγμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάγμα (λάβα) που ψύχεται

Το μάγμα είναι φυσικό διάπυρο τήγμα πετρωμάτων που βρίσκεται στα έγκατα της Γης, το οποίο φθάνοντας στην επιφάνεια, δηλαδή στη λιθόσφαιρα, στερεοποιείται δημιουργώντας τα εκρηξιγενή ή πυριγενή πετρώματα, που λέγονται επίσης και μαγματογενή. Τη διεθνή σήμερα ονομασία του έλαβε από το ελληνικό αρχαίο ρήμα μάσσειν (= ζυμώνω).

Το μάγμα αποτελεί ένα φυσικό ετερογενές μείγμα από διάφορα σώματα, που σχηματίζουν δύο διακρινόμενες φάσεις μία πυριγενή υγρά και μία πυριγενή αέρια φάση που και οι δύο βρίσκονται σε μια φυσικοχημική ισορροπία.

Η υγρά φάση του μάγματος περιλαμβάνει διάφορα οξείδια μετάλλων και κυρίως πυριτίου, τιτανίου, αργιλίου, σιδήρου, μαγνησίου, ασβεστίου, νατρίου, καλίου, φωσφόρου κ.α. των οποίων το σημείο τήξεως βρίσκεται πάνω από 1000 °C. Τα οξείδια αυτά ονομάζονται "πυρήνες του μάγματος" επειδή από αυτά σχηματίζονται τα διάφορα ορυκτολογικά συστατικά των πετρωμάτων της λιθόσφαιρας.

Η αέρια φάση του μάγματος περιλαμβάνει διάφορα οξείδια αμετάλλων και άλλα αέρια ή πτητικά υλικά όπως διοξείδιο του άνθρακα, αμμωνία, υδρογόνο, χλώριο, άζωτο, βόριο, φθόριο κ.α. των οποίων το σημείο τήξεως βρίσκεται κάτω από 50 °C. Τα σώματα αυτά παίζουν σημαντικό ρόλο στο σχηματισμό ορυκτών στη διάρκεια της μαγματικής διάσπασης προσδίδοντας μεγαλύτερη ρευστότητα στο μάγμα υποβιβάζοντας το σημείο τήξης των πυριτικών ενώσεων.

Το μάγμα δημιουργείται υπό μεγάλη πίεση σε βάθη μεγαλύτερα των 16χλμ. από την επιφάνεια της Γης. Θεωρείται ότι το υλικό του ανώτερου μανδύα είναι εξ ολοκλήρου το μάγμα. Μπορεί να εξέλθει ως λάβα στην επιφάνεια (ή στον πυθμένα της θάλασσας), οπότε στερεοποιούμενο δίνει ηφαιστειακά πετρώματα, ή να στερεοποιηθεί κάτω από την επιφάνεια ως πλουτώνιο πέτρωμα. Η θερμοκρασία του είναι συνήθως 700-1.300 βαθμοί Κελσίου.

Τα μάγματα, ανάλογα με τη σύστασή τους, ταξινομούνται σε κατηγορίες, κυριότερες από τις οποίες είναι:

  • Βασαλτικά μάγματα
  • Ανδεσιτικά μάγματα
  • Γρανιτικά μάγματα


  • Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, τόμ. 12ος, σελ. 711