Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάχη του Σέλτσου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάχη του Σέλτσου
Πολεμική εμπλοκή κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας
Η τοποθεσία της μάχης (μονή Σέλτσου)
ΧρονολογίαΑπρίλιος 1804
ΤόποςΜοναστήρι στις Πηγές Άρτας
ΈκβασηΝίκη των Τούρκων
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Μπεκίρ Τζογαδούρος
Δυνάμεις
300 πολεμιστές + 900 άμαχοι
5.000 στρατιώτες

Η Μάχη στο Σέλτσο (τελευταία επιχείρηση της πολιορκίας του Σέλτσου), έλαβε χώρα , την 23η Απριλίου του 1804, στην περιοχή του χωριού Πηγές Άρτας, στην Ιερά Μονή Σέλτσου, ανάμεσα στους Σουλιώτες και τα στρατεύματα του Αλή Πασά.

Από τους 1.400 περίπου Σουλιώτες που είχαν καταφύγει στην Ιερά Μονή στο Σέλτσο διασώθηκαν μόνο 65. Περισσότερα από 250 γυναικόπαιδα για να μην πέσουν στα χεριά των εχθρών έπεσαν στον γκρεμό.[1]

Χαρακτηρίζεται ως το "Δεύτερο Ζάλογγο" και η ημέρα μνήμης επιλέχθηκε η 23η Αυγούστου από τον Δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη Άρτας,[2] ημέρα που γιορτάζει τα εννιάμερα της Παναγίας, το Μοναστήρι Σέλτσου, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου.[3][4]

Η εφημερίδα "Η Καθημερινή" αναφέρει ότι "…Η Μάχη του Σέλτσου και η τελευταία θυσία των Σουλιωτών το 1804, είναι ένα δεύτερο Ζάλογγο, τραγικότερο ίσως, σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό".[3]

Το χρονικό της μάχης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την παράδοση του Σουλίου, τον Δεκέμβριο του 1803 οι Σουλιώτες άρχισαν να εγκαταλείπουν το Σούλι κατά ομάδες.
Η πιο τυχερη, η ομάδα του Φώτου Τζαβέλα, θα καταφέρει με αρκετές δυσκολίες να φτάσει σώα και αβλαβής στην Πάργα, και από κει στα Ιόνια νησιά.
Η δεύτερη ομάδα όμως, αυτή, στο Ζάλογγο[5] θα χτυπηθεί από τα στρατεύματα του Αλή Πασά (που παραβίασε τους όρους της συνθήκης, και άρχισε να κυνηγάει τους Σουλιώτες με σκοπό να τους σκοτώσει). Η τρίτη από τις ομάδες που δημιουργήθηκαν, αυτή με αρχηγό τον Νότη Μπότσαρη, αν και κατάφερε να φτάσει με ασφάλεια στο χωριό Βουργαρέλι, —χωριό στο οποίο είχαν αποφασίσει να κατοικήσουν μόνιμα— μόλις έμαθαν την παραβίαση των όρων της συνθήκης από τον Αλή Πασά και τις επιθέσεις των στρατιωτών του στους Σουλιώτες, αποφάσισε να φύγει από το χωριό.

Το χωριό Βουργαρέλι

Έτσι, γύρω στα τέλη Δεκεμβρίου του 1803, 1140 άνθρωποι περίπου ξεκίνησαν, για να πάνε στο χωριό Βρεστενίτσα (σημ. Πηγές Άρτας) με σκοπό να περάσουν στο αρματολίκι των Αγράφων. Οι αρματωλοί των Αγράφων όμως δεν τους άφησαν να περάσουν, φοβούμενοι την οργή του Αλή Πασά, και έτσι η ομάδα γύρισε και πάλι πίσω στη Βρεστενίτσα. Όταν έμαθαν ότι καταφτάνουν οι στρατιώτες του πασά των Ιωαννίνων, αποφάσισαν να πολεμήσουν, αμυνόμενοι στο μοναστήρι του Σέλτσου, το οποίο απέχει 5 χλμ από το χωριό Βρεστενίτσα. Η τοποθεσία αυτή, ιδανικό σημείο άμυνας καθώς είναι σχεδόν απροσπέλαστη, ωστόσο δεν έχει καμία έξοδο διαφυγής. Οι Σουλιώτες αποφάσισαν ή να νικήσουν τους στρατιώτες και να φύγουν από εκεί ή να πεθάνουν.

Βρεστενίτσα ή Πηγές Άρτας

Στις 12 Ιανουαρίου του 1804, 5000 Τουρκαλβανοί στρατιώτες και αρκετοί Έλληνες αρματολοί της περιοχής περικύκλωσαν την ευρύτερη περιοχή και στις 15 Ιανουαρίου επιχείρησαν την πρώτη επίθεσή τους. Ωστόσο, δεν κατάφεραν να εκπορθήσουν τις οχυρωματικές κατασκευές που είχαν εν τω μεταξύ φτιάξει οι Σουλιώτες, και έτσι αποφάσισαν να προχωρήσουν σε αποκλεισμό, με σκοπό να αναγκάσουν τους Σουλιώτες να παραδοθούν, για να μην πεθάνουν από την πείνα.
Οι Σουλιώτες, με την βοήθεια των γειτονικών χωριών —που κατάφερναν να τους προσφέρουν τα στοιχειώδη για την επιβίωσή τους— άντεξαν πολιορκία 3 μηνών. Στις 21 Απριλίου του 1804 ωστόσο, μια ομάδα στρατιωτών κατάφερε να εισχωρήσει στο χώρο του μοναστηριού. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν οι περισσότεροι Σουλιώτες —μόνο 65 κατάφεραν τελικά να περάσουν τον Αχελώο και να ξεφύγουν— ενώ πολλά γυναικόπαιδα προτίμησαν να πέσουν από τον γκρεμό, ύψους 300 μέτρων, και να πεθάνουν έτσι.

Οι στρατιώτες του Αλή Πασά, συνέλαβαν αιχμάλωτους τον Νότη Μπότσαρη και τη γυναίκα του Χριστίνα, και τα παιδιά του Κίτσου Μπότσαρη, Κώστα, Δέσποινα και Αγγελική. Από τις γυναίκες που έπεσαν στο γκρεμό, αναφέρεται η Λένω Μπότσαρη, κόρη του Κίτσου. Οι Κίτσος και Μάρκος Μπότσαρης (πατέρας και γιος) κατάφεραν να επιζήσουν, κρυμμένοι σε μια σπηλιά, και τελικά να φτάσουν στην Πάργα.[6]