Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μανουήλ Μαυροζώμης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μανουήλ Μαυροζώμης
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση12ος αιώνας
Θάνατος1230 (περίπου)
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός

Ο Μανουήλ Κομνηνός Μαυροζώμης (αποβιώσας περί το 1230) ήταν Βυζαντινός ευγενής ο οποίος, την επαύριο της Δ΄ Σταυροφορίας, επιχείρησε την ίδρυση ανεξάρτητης ηγεμονίας στην περιοχή της Φρυγίας. Η κόρη του παντρεύτηκε τον Σελτζούκο σουλτάνο Καϊχοσρόη Α΄, ενώ ο ίδιος, τελικώς, κατέστη κυβερνήτης (εμίρης) τμήματος της περιοχής η οποία βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Σελτζούκων. Ήταν πρόσωπο επιρροής στην σελτζουκική αυλή έως τον θάνατό του.

Λίγες πληροφορίες είναι γνωστές σχετικά με τα πρώτα χρόνια ζωής του Μανουήλ. Οι Μαυροζώμαι, οικογένεια πιθανώς πελοποννησιακής καταγωγής, αναδείχτηκαν κατά την διάρκεια του 12ου αιώνα και ανήκαν στην αριστοκρατία.[1] Ο Μανουήλ έχει παραδοσιακά ταυτοποιηθεί ως υιός του Θεόδωρου Μαυροζώμη, ο οποίος υπηρέτησε ως στρατηγός υπό τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (βασίλευσε μεταξύ 1143-1180). Παλαιότεροι ακαδημαϊκοί, ακολουθώντας την πρόταση του Πάουλ Βίττεκ, τον θεώρησαν σύζυγο νόθας κόρης του αυτοκράτορα, αλλά νεότεροι ακαδημαϊκοί ακολούθησαν την αποκατάσταση που πραγματοποίησε ο Κωνσταντίνος Βάρζος, η οποία την ταυτοποιεί ως μητέρα του Μανουήλ Μαυροζώμη, με συνέπεια να εξηγείται η εκ μέρους του χρήση του ονόματος των Κομνηνών.[2]

Προς το 1200, όταν ο εκθρονισμένος Σελτζούκος σουλτάνος Καϊχοσρόης Α΄ (βασίλευσε μεταξύ 1192-1196 και 1205-1211) κατέφθασε στην Κωνσταντινούπολη, ο Μαυροζώμης κατείχε, σύμφωνα με τον Σελτζούκο χρονικογράφο Ιμπν Μπιμπί, τον βαθμό του «Καίσαρα» στην βυζαντινή αυλή.[1] Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην βυζαντινή πρωτεύουσα, ο Καϊχοσρόης φαίνεται να βαπτίστηκε χριστιανός, με τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Άγγελο (βασίλευσε μεταξύ 1195-1203) ως πνευματικό πατέρα του, ενώ παντρεύτηκε την κόρη του Μανουήλ. Ως αποτέλεσμα, ο Μανουήλ κατέστη πρόγονος των Σελτζούκων σουλτάνων Καϊκουμπάντ Α΄ (βασίλευσε μεταξύ 1220-1237) και Καϊχοσρόη Β΄ (βασίλευσε μεταξύ 1237-1246).[1][3]

Χάρτης της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μικράς Ασίας, εντός του οποίου εμφανίζονται η Αυτοκρατορία της Νίκαιας και το Σελτζουκικό Σουλτανάτο, προς το 1210.

Όταν ο Αλέξιος Γ΄ διέφυγε της Κωνσταντινούπολης κατά την άφιξη της Δ΄ Σταυροφορίας το 1203, ο Καϊχοσρόης επίσης εγκατέλειψε την πόλη και αναζήτησε καταφύγιο μαζί με τον Μανουήλ σε ένα μη ταυτοποιημένο «φρούριο» ή «νησί» που ανήκε στον τελευταίο. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και τον θάνατο του αδελφού του Καϊχοσρόη, Ρουκν αλ-Ντιν Σουλεϊμάν, ο Καϊχοσρόης ανεκλήθη στο Ικόνιο, όπου και μετέβη συνοδευόμενος από τον Μαυροζώμη. Κρατήθηκαν για σύντομο διάστημα στη Νίκαια, όπου ο τοπικός μονάρχης (ο Κωνσταντίνος ή ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης) είχε συνάψει συνθήκη με τον νέο Σελτζούκο σουλτάνο, Κιλίτζ Αρσλάν Γ΄ (βασίλευσε μεταξύ 1204-1205), ωστόσο πέτυχαν να διαφύγουν και, τελικώς, να επανέλθει ο Καϊχοσρόης στην ηγεσία του σουλτανάτου.[1][3][4]

Χαίροντας της υποστήριξης των Σελτζούκων, ο Μαυροζώμης, στη συνέχεια, επιχείρησε τη δημιουργία ηγεμονίας για λογαριασμό του στην περιοχή της Φρυγίας, ενώ επιχείρησε να επεκτείνει τον έλεγχό του και επί της εύπορης Κοιλάδας του Μαιάνδρου. Εκεί, οδηγήθηκε σε σύγκρουση με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας υπό τον Θεόδωρο Λάσκαρη, ο οποίος πέτυχε καθοριστική νίκη επί των τουρκικών στρατευμάτων του Μαυροζώμη κατά την διάρκεια του Καλοκαιριού του 1205. Η συγκεκριμένη νίκη, καθώς και η νίκη του επί ενός άλλου Βυζαντινού ανταγωνιστή, του Δαβίδ Κομνηνού, στη Νικομήδεια λίγο νωρίτερα, επέτρεψαν στον Λάσκαρη να εδραιώσει την κυριαρχία επί του δυτικού τμήματος της Μικράς Ασίας, καθώς και να ανακηρύξει τον εαυτό του ως Βυζαντινό αυτοκράτορα.[4][5] Ωστόσο, στις αρχές του αμέσως επόμενου έτους, καθώς ο Καϊχοσρόης και ο Θεόδωρος Λάσκαρης σύναψαν συμφωνία, ο Σελτζούκος σουλτάνος εξασφάλισε για λογαριασμό του πεθερού του, σημαντικές εκτάσεις επί της άνω κοιλάδας του Μαιάνδρου, η οποία περιελάμβανε τις πόλεις Χώνες και Λαοδίκεια.[1][6]

Ο Μαυροζώμης παρέμεινε υποτελής των Σελτζούκων έως τον θάνατό του, περί το 1230, ενώ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις υποθέσεεις του σελτζουκικού κράτους: έλαβε τον βαθμό του εμίρη, συνέβαλε στην εξασφάλιση της ανόδου στον θρόνο του εγγονού του, Καϊκουμπάντ Α΄ το 1220, και συμμετείχε στις σελτζουκικές εκστρατείες εναντίον του Αρμενικού Βασιλείου της Κιλικίας.[7] Ο Κλωντ Καέν έχει ταυτοποιήσει τον Μαυροζώμη με κάποιον «Εμίρη Κομνηνό», ο οποίος εμφανίζεται κατά την διάρκεια των αμέσως επόμενων δεκαετιών ως χριστιανός υποστηρικτής των Καϊχοσρόη και Καϊκουμπάντ.[8] Οι απόγονοί του παρέμειναν δραστήριοι στην σελτζουκική αυλή έως τα τέλη του 13ου αιώνα, διατηρώντας, ωστόσο, την χριστιανική πίστη τους: κάποιος Ιωάννης Κομνηνός Μαυροζώμης (πιθανώς υιός του Μανουήλ), ο υιός του, Ισαάκιος-Ιωάννης, και ο εγγονός του, Μιχαήλ, αναφέρονται στην επιτύμβια επιγραφή του Μιχαήλ, η οποία χρονολογείται στο 1297.[2][1]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 Kazhdan (1991), σσ. 1319–1320
  2. 2,0 2,1 Βαρζός (1984), σσ. 473–475 (σημείωση 189)
  3. 3,0 3,1 Brand (1989), σ. 12
  4. 4,0 4,1 Βουγιουκλάκη (2003), Κεφάλαιο 2
  5. Magoulias (1984), σ. 343
  6. Magoulias (1984), σ. 350
  7. Βουγιουκλάκη (2003), Κεφάλαιο 3
  8. Cahen (2014), σσ. 116, 210
  • Βαρζός, Κωνσταντίνος (1984). Η Γενεαλογία των Κομνηνών (PDF). A. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών. OCLC 834784634. 
  • Βουγιουκλάκη, Πηνελόπη (2003). «Manuel Maurozomes». Encyclopedia of the Hellenic World, Asia Minor. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Ανακτήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2012. 
  • Brand, Charles M. (1989). «The Turkish Element in Byzantium, Eleventh-Twelfth Centuries» (στα αγγλικά). Dumbarton Oaks Papers (Dumbarton Oaks, Trustees for Harvard University) 43: 1–25. doi:10.2307/1291603. 
  • (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander (1991). «Maurozomes». Στο: Kazhdan, Alexander, επιμ. The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press, σσ. 1319–1320. ISBN 0-19-504652-8. 
  • Cahen, Claude (2014). Pre-Ottoman Turkey: A General Survey of the Material and Spiritual Culture and History c. 1071-1330 (στα Αγγλικά). New York: American Council of Learned Societies. ISBN 978-1-59740-456-3. 
  • Magoulias, Harry J., επιμ. (1984). Ο City of Byzantium. Annals of Niketas Choniates (στα Αγγλικά). Detroit: Wayne State University Press. ISBN 0-8143-1764-2.