Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ματτίνα (ποίημα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πρωινό
ΣυγγραφέαςΤζουζέπε Ουνγκαρέτι
ΤίτλοςMattina
Γλώσσαιταλική
Ημερομηνία δημοσίευσης1919
Μορφήποίηση

Το «Ματτίνα» είναι ποιητική σύνθεση του Τζουζέπε Ουνγκαρέτι, μέρος της συλλογής L’Allegria, in Naufragi. Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά μοντέρνα ποιήματα στην Ιταλία.[1] Είναι το πιο ξακουστό του Ουνγκαρέτι και συνίσταται σε δύο μόνο στίχους:

M'illumino
d'immenso

«Με φώτισε
το απέραντο».

Ανάλυση του κειμένου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ποίημα γράφτηκε στις 26 Ιανουαρίου 1917 στην Σάντα Μαρία λα Λόνγκα (Santa Maria la Longa) και ο αυθεντικός τίτλος του ήταν Cielo e mare (ουρανός και θάλασσα). Η αρχική σύνθεση (υπό τον τίτλο αυτό) είχε τρεις επιπλέον στίχους:

M'illumino
d’immenso
con un breve
moto
di sguardo

(Με φώτισε το απέραντο με μια σύντομη κίνηση της ματιάς). [2]

Το ιδιαίτερα σύντομο λυρικό ποίημα, γραμμένο από τον ποιητή ενώ ήταν στρατιώτης στο μέτωπο του Κάρσο κατά την διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, εκφράζει την φώτιση της αιφνιδιαστικής επίγνωσης, της αίσθησης, της απεραντοσύνης του κόσμου.

Το μήνυμα που θέλει να περάσει είναι η σύζευξη αυτών των δύο αντιθετικών στοιχείων, το άτομο, αυτό που περατώθηκε, συμφιλιώνεται με το απέραντο, ξανά βρίσκοντας στο φως την αρχή και την πιθανότητα μιας τέτοιου είδους σύζευξης.

Σε αυτό το ποίημα αναδεικνύεται η θέληση για αναζήτηση μιας νέας «αρμονίας» με το σύμπαν. Το ποίημα στη συνέχεια εντάχθηκε στη συλλογή «L’allegria» (1931).

Το λυρικό ποίημα αντανακλά μια παύση επανακτημένης γαλήνης ανάμεσα στα λάθη του πολέμου, μια στιγμή εμπιστευτικής εγκατάλειψης στο συναίσθημα της αρμονίας με τη φύση.

Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά και σύντομα ποιήματα του Ουνγκαρέτι.

Ο τίτλος είναι πολύ σημαντικός δεδομένου ότι ανακαλεί τη στιγμή της μέρας στην οποία ο ποιητής κατά τη διάρκεια του πολέμου, αγκαλιάζεται από ένα φως πολύ έντονο, προερχόμενο από ψηλά, συνοδευόμενο από μια αίσθηση θέρμης, που προέρχεται από ψηλά. Τέτοιο φως φωτίζει το περιβάλλον και το τοπίο αλλά, κυρίως, φωτίζει εσωτερικά τον ποιητή και επιτρέποντας του σχεδόν έτσι να αντιληφθεί την τεράστια απεραντοσύνη του απείρου. Είναι η στιγμή κατά την οποία το πεπερασμένο και το άπειρο ενοποιούνται σε ένα, μοναδικό στοιχείο: Γύρω δεν υπάρχει πλέον τίποτε, εκτός από ένα δυνατό φως, που δημιουργεί μια στιγμή τέτοιας ενόρασης, ώστε ο ποιητής έρχεται σε επαφή με το απόλυτο, διαγράφοντας όλο τον περίγυρο και εστιάζοντας μόνο σε αυτό το γεγονός. [3]

Σημαντικό είναι να σημειωθεί η "πεισματική" αναζήτηση του ποιητή, η οποία πάντα αποσκοπούσε στην αφαίρεση οποιουδήποτε στοιχείου θεωρούσε ότι ήταν υπερβολικό, ακόμη και σε ποίημα με πέντε στίχους. Η "ματιά" περιέχεται ήδη στον στίχο "M'illumino" και η χρησιμότητά του είναι να συμπληρώσει την εικόνα της απεραντοσύνης, του άφατου συναισθήματος που νιώθει πριν την ανατολή του ήλιου στην παραλία. Από την άλλη, ο Ουνγκαρέττι λαμβάνει υπόψιν του την παράδοση, που εκτείνεται από τον Μαλλαρμέ ως τον Πωλ Βαλερύ, σύμφωνα με την οποία "το κείμενο "γίνεται κατανοητό ως προοδευτική και ασταθής προσέγγιση προς ένα όριο...". Έτσι, ο Ουνγκαρέττι δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να αφαιρέσει, να "καθαρίσει" τη σύνθεσή του, γιατί αφενός μεν χρειάζεται να ανακαλύψει εκ νέου την αγνότητα της λέξης, αφετέρου δε ξέρει ότι η λέξη μπορεί να προσεγγίσει την ποίηση μόνον προσεγγιστικά. Το ποίημα αυτό αποτελεί τη σύνθεση των νεωτερισμών της πρώτης ποιητικής του συλλογής και είναι, πάνω απ' όλα, ανθρωπιστικό, γιατί είναι ακριβώς αυτή η τάση προς το άφατο που ωθεί τον ποιητή να αφαιρέσει εκφράσεις, οδηγώντας στην τελική σύνθεση του Λα Ματτίνα.[2]