Μειλίχαι
Τα στρόφια ή μειλίχαι αποτελούσαν τον εξοπλισμό του αθλήματος της πυγμής (πυγμαχίας). Πρόκειται για ιμάντες, τους οποίους οι πύκτες (πυγμάχοι) τύλιγαν στα χέρια τους κατά τη διεξαγωγή του αγωνίσματος, προκειμένου να κρατούνται σταθεροί οι καρποί και οι αρθρώσεις των δακτύλων και παράλληλα να γίνονται ισχυρότερα τα χτυπήματα.
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Όμηρος δίνει λεπτομερή περιγραφή των ιμάντων που φορούσαν οι πυγμάχοι. Ήταν λωρίδες από μαλακό δέρμα βοδιού, μήκους περίπου τριών μέτρων, τις οποίες άλειφαν με λάδι ή λίπος ώστε να διατηρούνται μαλακές. Οι αθλητές φορούσαν τους ιμάντες γύρω από τις πρώτες κλειδώσεις των δακτύλων και μετά τους περνούσαν διαγώνια, από την παλάμη μέχρι το επάνω μέρος του χεριού, αφήνοντας τον αντίχειρα ακάλυπτο. Στη συνέχεια τους έδεναν γύρω από τον καρπό ή ψηλά στο βραχίονα, με μία θηλιά. Αργότερα, οι ιμάντες που κάλυπταν την πρώτη φάλαγγα των δακτύλων ενισχύθηκαν με σκληρότερο δέρμα εξωτερικά και με μαλλί εσωτερικά (σφαίραι) και χρησιμοποιούνταν κατά κύριο λόγο στην προπόνηση. Από τον 4ο αι. π.Χ. ως και τον 2ο αι. π.Χ. οι πυγμάχοι αντικατέστησαν τους ιμάντες με ένα είδος γαντιού από έτοιμες δερμάτινες τυλιγμένες λωρίδες, τους οξείς ιμάντες. Τέλος, κατά τα ρωμαϊκά χρόνια, οι αθλητές χρησιμοποιούσαν ένα γάντι πυγμαχίας, εφεύρεση του Caestus, ενισχυμένο με σίδερο και μολύβι[1].
Οι αλλαγές στους ιμάντες επέφεραν καθοριστικές τροποποιήσεις στην τεχνική του αθλήματος. Αρχικά, όταν οι ιμάντες ήταν μαλακοί η πυγμαχία απαιτούσε ευκινησία, ικανότητα, ευελιξία και καλή τεχνική. Όταν όμως υιοθετήθηκαν οι οξείς ιμάντες οι πυγμάχοι έδιναν έμφαση στην ωμή δύναμη και όχι στην δεξιότητα, μετατρέποντας την τέχνη της πυγμαχίας σε έναν αγώνα θανάτου[1].