Μνα
Η μνα (αρχ. ελλ. μνᾶ, λατ. mina) είναι μονάδα μέτρησης της μάζας (υποδιαίρεση του ταλάντου) που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα. Κέρματα από πολύτιμα μέταλλα που ζύγιζαν μία μνα, χρησιμοποιούνταν επίσης ως νομίσματα.
Πρώτοι υποδιαίρεσαν το τάλαντο σε μνες οι λαοί της Μεσοποταμίας - αρχικά αντιπροσώπευε το 1/50, αλλά αργότερα άλλαξε σε 1/60. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν τη δεύτερη αναλογία. Δεδομένου όμως ότι η μάζα του ταλάντου διέφερε από λαό σε λαό, έτσι συνέβαινε και με τη μάζα της μνας. Μία αττική μνα της κλασικής εποχής ζύγιζε 433 ±3 σημερινά γραμμάρια.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης διηγείται ότι στις Γυμνησιαίους νήσους οι πολεμιστές του Αμίλκα στην Ναυμαχία του Εκνόμου (256 π.Χ.) χρησιμοποιούσαν σφεντόνες, τις οποίες γέμιζαν με πέτρινα βλήματα βάρους μιας μνας.[1]
Αντιστοιχίες στην κλασική Ελλάδα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- 60 μνες ισοδυναμούσαν με ένα τάλαντο.
- 1 μνα ισοδυναμούσε με 100 δραχμές. Ετυμολογικά δραχμή σημαίνει το κέρμα που μπορεί να πιαστεί με το χέρι, σε αντιδιαστολή με τη δύσχρηστη μνα που ζύγιζε σχεδόν μισό κιλό. Η δραχμή από άργυρο (ασήμι) ήταν το βασικό νόμισμα της Αρχαίας Ελλάδας.
- 1 δραχμή αντιστοιχούσε σε 6 οβολούς.
- 1 οβολός αντιστοιχούσε σε 8 χαλκούς.
Ο κωμικός ποιητής Μάχων αφηγείται πως η εταίρα Φρύνη ζητούσε μία μνα για κάθε νύχτα.
Νομίσματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]-
Μνα από την Αττική. Αμφορέας, επιγρ.: ΗΜΙ - ΑΓΟΡΑΝΟ[ΜΟΥ]
-
Μνα από τη Χίο. Σφίγγα επί αμφορέως. Επιγρ.: ΜΝΑ.
-
Μνα του Αντίοχου Δ'. Νίκη κρατά στεφάνι και κλάδο φοίνικα, άστρα εκατέρωθεν. Επιγρ.: ΜΝΑ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΝΤΙΟΧΟΥ ΤΟΥ ΕΠΙΦΑΝΟΥΣ.
-
Μνα από την Αντιόχεια του Ορόντου. Ελέφας. Επιγρ.: ΑΝΤΙΟΧΕΩΝ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΣ ΚΑΙ ΑΣΥΛΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΟΥ, ΑΓΟΡΑΝΟΜΟΥΝΤΩΝ ΑΝΤΙΟΧΟΥ ΚΑΙ ΠΟΠΛΙΟΥ.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Βιβλίο 14,109
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Tyll Kroha: Münzen sammeln. Ein Handbuch für Sammler und Liebhaber. Klinkhardt & Biermann, Braunschweig 1961, 1968, München 1985 (6.Aufl.). ISBN 3-7814-0249-5