Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μουχαμάντ Αζάμ Σαχ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μουχαμάντ Αζάμ Σαχ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
محمد اعظم شاه (Περσικά)
Προφορά
Γέννηση8  Ιουλίου 1653
Μπουρχανπούρ
Θάνατος19  Ιουνίου 1707
Άγκρα
Τόπος ταφήςΜαυσωλείο Χουμαγιούν
ΘρησκείαΙσλάμ
Σουνιτισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςRahmat Banu Begum
Jahanzeb Banu Begum
ΤέκναBidar Bakht
ΓονείςΑουρανγκζέμπ και Dilras Banu
ΑδέλφιαSultan Muhammad Akbar
Μπαχαντούρ Σαχ Α΄
Kam Bakhsh
Muhammad Sultan of Mughal
Zeb-un-Nisa
Zinat un-nisa
Badr-un-Nissa Begum
Mehr-un-Nissa
Zubdat-un-Nissa
ΟικογένειαΑυτοκρατορία των Τιμουριδών και Δυναστεία των Μουγκάλ
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΑυτοκράτορας των Μουγκάλ (Μάρτιος 1707 – Ιουνίου 1707)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Μιρζά Αμπούλ Φαγιάζ Κουτμπ-ουντ-Ντίν Μοχαμάντ Αζάμ (28 Ιουνίου 1653 - 20 Ιουνίου 1707), γνωστός ως Αζάμ Σαχ, ήταν για λίγο ο 7ος αυτοκράτορας των Μουγκάλ από 14 Μαρτίου έως 20 Ιουνίου 1707. Ήταν ο τρίτος γιος του 6ου αυτοκράτορα των Μουγκάλ, Αουρανγκζέμπ και της κύριας συζύγου του Ντιλράς Μπανού Μπαγκούμ.

Ο Αζάμ διορίστηκε ως διάδοχος (Σαχί Αλί Τζαχ) τού πατέρα του στις 12 Αυγούστου 1681, και διατήρησε αυτή τη θέση μέχρι το τέλος τού Αουρανγκζέμπ.[1] Κατά τη διάρκεια της μακράς στρατιωτικής του καριέρας, υπηρέτησε ως αντιβασιλιάς των Μπεράρ Σουμπάχ, Mαλβά, Βεγγάλης, του Γκουτζαράτ και Ντεκάν. Ο Αζάμ ανέβηκε στον θρόνο των Μουγκάλ στο Αχμεντναγκόρ μετά το τέλος τού πατέρα του στις 14 Μαρτίου 1707. Ωστόσο, αυτός και οι τρεις γιοι του, ο Μπιντάρ Μπαχτ, ο Τζαβάν Μπαχτ και ο Σικαντάρ Σαν, αργότερα ηττήθηκαν και σκοτώθηκαν από τον μεγαλύτερο ετεροθαλή αδελφό τού Αζάμ Σαχ, τον Σαχ Αλάμ (μετά στέφθηκε ως Μπαχαντούρ Σαχ Α ́), κατά τη διάρκεια της μάχης του Τζατζαού στις 20 Ιουνίου 1707.

Ο Κουτ-ουντ-Ντίν Μουχαμάντ Αζάμ γεννήθηκε στις 28 Ιουνίου 1653 στο Μπουρχανπούρ[2] από τον πρίγκιπα Mουχι-ουντ-Ντίν (που αργότερα έγινε γνωστός ως 'Aουρανγκζέμπ' κατά την ανάρρησή του) και την πρώτη του σύζυγο και κύρια σύντροφο Ντιλράς Μπανού Μπεγκούμ.[3][4][5][6] Η μητέρα του, η οποία απεβίωσε τέσσερα χρόνια μετά τη γέννησή του, ήταν κόρη τού Mιρζά Μπαντι-ουζ-Ζαμάν Σαφαβί (έλαβε τον τίτλο Σαχ Ναβάζ Χαν) και πριγκίπισσα της εξέχουσας δυναστείας των Σαφαβιδών της Περσίας. [7] Ως εκ τούτου, ο Αζάμ δεν ήταν μόνο Τιμουρίδης από την πλευρά τού πατέρα του, αλλά είχε επίσης μέσα του το βασιλικό αίμα της δυναστείας των Σαφαβιδών, γεγονός που ο Αζαμ ήταν εξαιρετικά υπερήφανος και μετά το τέλος τού μικρότερου αδελφού του, τού πρίγκιπα Μουχαμάντ Ακμπάρ, ο μοναδικός γιος του Αουρανγκζέμπ που μπορούσε να καυχηθεί ότι ήταν από το πιο αγνό αίμα. [8]

Οι άλλοι ετεροθαλείς αδελφοί τού Αζάμ, ο Σαχ Αλάμ (μετέπειτα Μπαχαντούρ Σαχ Α΄) και ο Μουχαμάντ Καμ Μπαχς ήταν οι γιοι των Ινδών συζύγων του Αουρανγκζέμπ.[9] Σύμφωνα με τον Νικολό Μανούτσι, οι αυλικοί εντυπωσιάστηκαν πολύ από την βασιλική περσική καταγωγή του Αζάμ, και το γεγονός ότι ήταν εγγονός του Σαχ Ναβάζ Χαν Σαφαβί.[10]

Ο πρίγκιπας διάδοχος Αζάμ, στέκεται μπροστά στον πατέρα του, τον αυτοκράτορα Αουρανγκζέμπ.

Καθώς μεγάλωνε, ο Αζάμ διακρίθηκε για τη σοφία, την αριστεία και τον ιπποισμό του.[11][12] Ο Όρονγκζεμπ ήταν εξαιρετικά ευχαριστημένος με τον ευγενή χαρακτήρα και τους εξαιρετικούς τρόπους του γιου του, και τον θεωρούσε συντρόφον του και όχι γιο του. Συνήθιζε να λέει, "μεταξύ αυτού του ζευγαριού ασύγκριτων φίλων, ένας χωρισμός είναι επικείμενος".[13] Οι αδελφοί του Αζάμ περιλαμβάνουν τις μεγαλύτερες αδελφές του, τις πριγκίπισσες: Ζεμπ-ουν-Νίσα, Ζινατ-ουν-νίσα, Τζουμπτάτ-ουν -Νίσα και τον μικρότερο αδελφό του, τον πρίγκιπα Μουχάμεντ Ακμπάρ.

Ο Αζάμ νυμφεύτηκε για πρώτη φορά στις 13 Μαΐου 1668 με μια πριγκίπισσα του Αχόμ, τη Ραμανί Γκαμπαρού, το όνομα της οποίας άλλαξε σε Ραχμάτ Μπανό Μπεγκούμ. Ήταν κόρη τού βασιλιά των Αχόμ, Σβαργκαντέο Τζαϋαντγβάι Σινγκ, και ο γάμος ήταν για πολιτική συμμαχία.

Στις 3 Ιανουαρίου 1669 ο Αζάμ έκανε γάμο με την εξαδέλφη του, την πριγκίπισσα Τζαχανζέμπ Μπανό Μπεγκούμ, την κόρη τού μεγαλύτερου θείου του, του πρίγκιπα Νταρά Σικό και της αγαπημένης συζύγου του, Ναντιρά Μπανό Μπεγκούμ.

Η Τζαχανζέμπ ήταν η κύρια και η ευνοούμενη σύζυγος, την οποία αγαπούσε πολύ. Γέννησε τον μεγαλύτερο γιο της στις 4 Αυγούστου 1670. Ο παππούς του, Αουρανγκζέμπ, τον ονόμασε "Μπιντάρ Μπαχτ". Ο Αουρανγκζέμπ, σε όλη τη ζωή του, πάντα αγαπούσε τους τρεις αυτούς: Αζάμ, Τζαχανζέμπ (που ήταν η αγαπημένη του νύφη) και τον πρίγκιπα Μπιντάρ Μπαχτ, έναν γενναίο και επιτυχημένο στρατηγό. Ο Μπιντάρ Μπαχτ ήταν επίσης ο ευνοούμενος εγγονός τού Αουρανγκζέμπ.

Ο τρίτος γάμος του Αζάμ ήταν σταθερός με τον Ιράν Ντουχτ Ραχμάτ Μπανό (Παρί Μπιμπί), κόρη τού εκ μητρός θείου τού Αουρανγκζέμπ, Σαϊστά Χαν. Ωστόσο, ο γάμος δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί λόγω του αιφνίδιου θανάτου της Παρί Μπιμπί στη Ντάκα το 1678. Στην μνήμη της, κατασκευάστηκε ένα μαυσωλείο (mazar) στο Φρούριο Αυρανγκαμπάντ (τώρα Φρούριο Λαλμπάγκ) στη Ντάκα.

Ως μέρος μιας πολιτικής συμμαχίας, ο Αζάμ αργότερα νυμφεύτηκε την τρίτη (και τελευταία) σύζυγό του, τη Σαχάρ Μπανό Μπεγκούμ (Παντσάχ Μπιμπί), το 1681. Ήταν πριγκίπισσα της δυναστείας Aντίλ Σαχί και κόρη τού άρχοντα Aλί Αντίλ Σαχ Β΄. Παρά το Μπιτζαπούρ και τους άλλους γάμους του, η αγάπη του Aζάμ για τη Τζαχανζέμπ παρέμεινε αμετάβλητη. Διότι όταν αυτή απεβίωσε το 1705, ήταν γεμάτος με μεγάλη θλίψη και απελπισία, που σκοτείνιασε το υπόλοιπο της ζωής του.

Πολιορκία του Μπιτζαπούρ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Μουχαμάντ Αζάμ με τον γιο του, τον πρίγκιπα Μπιντάρ Μπαχτ.

Το έτος 1685 ο Αουρονγκζέμπ έστειλε τον γιο του Μουχαμάντ Αζάμ Σαχ με μια δύναμη σχεδόν 50.000 ανδρών, για να καταλάβει το φρούριο Μπιατζαпούρ και να νικήσει τον Σικαντάρ Αντίλ Σαχ, τον κυβερνήτη του Μπιτζαπούρ, που αρνήθηκε να είναι υποτελής. Οι Μουγκάλ, υπό τον Μουχαμάντ Αζάμ Σαχ, δεν μπορούσαν να κάνουν καμία πρόοδο στο Φρούριο του Βιτζαπούρ, κυρίως λόγω της ανώτερης χρήσης συστοιχίας κανονιών και στις δύο πλευρές. Με οργή για το αδιέξοδο, ο ίδιος ο Αουρανγκζέμπ έφτασε στις 4 Σεπτεμβρίου 1686, διοίκησε την πολιορκία του Βιτζαπούρ, και μετά από οκτώ ημέρες μάχης οι Μουγκάλ ήταν νικητές.

Σουμπαντάρ της Βεγγάλης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρίγκιπας Αζάμ διορίστηκε κυβερνήτης (subahdar) των Μπεράρ Σουμπάχ, Mαλβά και Βεγγάλης από το 1678 έως το 1701 μετά το τέλος τού προκατόχου του, Aζάμ Χαν Κοκά.[14] Κατέλαβε με επιτυχία την περιοχή τού Καμρούπ τον Φεβρουάριο του 1679. Ίδρυσε το ημιτελές Φρούριο Λαλμπάγκ στην Ντάκα. Κατά τη διάρκεια της διοίκησής του, ο Μιρ Μαουλά διορίστηκε ως έπαρχος (dewan) και μουλούκ τσαντ ως χουζούρ-ναβίς για τη συλλογή εσόδων.[14] Ο πρίγκιπας Αζάμ ανακλήθηκε από τον Αουρανγκζέμπ και έφυγε από τη Ντάκα στις 6 Οκτωβρίου 1679.[14] Κάτω από τους Μαράθα, η Βεγκόλα βρισκόταν υπό την διοίκηση των ναβάμπ της Μουρσινταμπάντ.

Αργότερα έγινε κυβερνήτης του Γκουτζαράτ από το 1701 έως το 1706.

Η αυτοκρατορία των Μουγκάλ (με πορτοκαλί) με δύο γειτονικές αυτοκρατορίες, την Περσική των Σαφαβιδών (με μωβ) και την Οθωμανική (με κόκκινο), κατά τη στιγμή της ανάρρησής του.

Την τρίτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου 1707, σε μια προσπάθεια να αποτρέψει έναν πόλεμο διαδοχής, ο Αουρανγκζέμπ χώρισε τον Αζάμ και τον μικρότερο ετεροθαλή αδελφό του, τον Καμ Μπακς, τον οποίο ο Αζάμπ μισούσε ιδιαίτερα. Έστειλε τον Αζάμ στο Μαλβά και τον Καμ Μπακς στο Μπιτζαπούρ. Λίγες ημέρες πριν αποβιώσει έγραψε επιστολές αποχαιρετισμού στον Αζάμ. Το επόμενο πρωί, ο Αζάμ, ο οποίος είχε μείνει έξω από το Αχμεντναγκάρ, αντί να προχωρήσει στη Μαλβά, έφτασε στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο και μετέφερε τη σορό τού πατέρα του για ταφή στον τάφο του στο Νταουλαταμπάντ.[15] Ο Αζάμ Σαχ ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και κατέλαβε το θρόνο. Στους πολιτικούς αγώνες που ακολούθησαν την αμφισβητούμενη διαδοχή, αυτός και ο γιος του πρίγκιπας Μπιντάρ Μπαχτ ηττήθηκαν και σκοτώθηκαν στη μάχη του Τζατζαού στις 20 Ιουνίου 1707, εναντίον του μεγαλύτερου ετεροθαλούς αδελφού, του πρίγκιπα Μουχαμάντ Μουαζάμ, ο οποίος διαδέχτηκε τον πατέρα τους στον θρόνο των Μογγολών (ως Μπαχαντούρ Σαχ Α΄).[16] Ο Αζάμ Σαχ σκοτώθηκε από μια σφαίρα, που πιστεύεται ότι εκτοξεύθηκε από τον Ισά Χαν Μαΐν, άρχοντα (τζαμιντάρ) του Λαχί Τζανγκάλ της Λαχώρης. Ο τάφος του, μαζί με τον τάφο της συζύγου του, βρίσκεται στο συγκρότημα Νταργκάχ του Σούφι αγίου, Σεΐχ Ζαϊνουντίν, στο Κουλνταμπάντ κοντά στο Αουρανγκαμπάντ, το οποίο φιλοξενεί επίσης τον τάφο του Αουρουνγζέμπ στα δυτικά.[17]

Ολοκληρωμένος τίτλος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παντσάχ-ι-Μουμαλίκ Αμπούλ Φααΐζ Κουτμπ-ουντ-Μτίν Μουχαμάντ Αζάμ Σαχ-ι-Αλί Τζαχ Γκαζί.

  1. Sir Jadunath Sarkar (1925). Anecdotes of Aurangzib. M.C. Sarkar & Sons. σελ. 21. 
  2. Sarkar, Sir Jadunath (1912). History of Aurangzib Vol. I (PDF). Calcutta: M.C. Sarkar & Sons. σελ. 71. 
  3. Eraly, Abraham (2007). The Mughal World: Life in India's Last Golden Age. Penguin Books India. σελ. 147. 
  4. Chandra, Satish (2002). Parties and politics at the Mughal Court, 1707–1740. Oxford University Press. σελ. 50. 
  5. Koch, Ebba (1997). King of the world: the Padshahnama. Azimuth Ed. σελ. 104. 
  6. Nath, Renuka (1990). Notable Mughal and Hindu women in the 16th and 17th centuries A.D. New Delhi: Inter-India Publ. σελ. 148. 
  7. Annie Krieger-Krynicki (2005). Captive princess: Zebunissa, daughter of Emperor Aurangzeb. Oxford University Press. σελ. 1. 
  8. Sarkar, Sir Jadunath (1916). History of Aurangzib: First half of the reign, 1658–1681. M.C. Sarkar & sons. σελ. 54. 
  9. Sir Jadunath Sarkar (1933). Studies in Aurangzib's reign: (being Studies in Mughal India, first series). Orient Longman. σελ. 43. 
  10. Krynicki, Annie Krieger (2005). Captive Princess : Zebunissa, daughter of Emperor Aurangzeb. Oxford University Press. σελ. 102. ISBN 9780195798371. 
  11. Elliot, Henry Miers (1959). The History of India: 1959 Volume 30 of The History of India: As Told by Its Own Historians; the Muhammadan Period; the Posthumous Papers of H. M. Elliot, Sir Henry Miers Elliot. Susil Gupta (India) Private. σελ. 48. 
  12. Sarkar, Sir Jadunath (1974). History of Aurangzib: mainly based on Persian sources, Volume 5. Orient Longman. σελ. 219. 
  13. Saqi Musta'idd Khan, Jadunath Sarkar (1947). Maasir-i-'Alamgiri: A History of the Emperor Aurangzib-'Alamgir. Royal Asiatic Society of Bengal. σελ. 320. 
  14. 14,0 14,1 14,2 Karim, Abdul (2012). «Muhammad Azam, Prince». Στο: Islam, Sirajul. Banglapedia: National Encyclopedia of Bangladesh (Second έκδοση). Asiatic Society of Bangladesh. 
  15. Eraly, Abraham (2000). Emperors of the peacock throne : the saga of the great Mughals ([Rev. ed.]. έκδοση). New Delhi: Penguin books. σελίδες 510–513. ISBN 9780141001432. 
  16. «Mughal dynasty». 
  17. «World Heritage Sites – Ellora Caves – Khuldabad». Archaeological Survey of India. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαΐου 2015. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2015.