Νικόλαος Γ΄ του Σαιντ-Ομέρ
Νικόλαος Γ΄ Σαίντ Ομέρ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 13ος αιώνας |
Θάνατος | 30 Ιανουαρίου 1314 |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Οικογένεια | |
Γονείς | Ιωάννης Σαιντ-Ομέρ και Μαργαρίτα ντε Νεϊγύ |
Θυρεός | |
Ο Νικόλαος Γ΄ Σαιντ-Ομέρ (Nicolas de Saint-Omer, ... - 30 Ιανουαρίου 1314) ήταν ένας από τους πιο ισχυρούς και με επιρροή άρχοντες της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Ήταν ηγεμόνας του ενός τρίτου της βαρωνίας της Άκοβας, ενός ημίσεως της Θήβας (από το 1299 περίπου ως το 1311), καθώς και μαρεσάλος και δις βάιλος του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, τα έτη 1300-1302 και 1304-1307. Πέθανε στις 30 Ιανουαρίου 1314.
Ο Νικόλαος ήταν γιος του Ιωάννη Σαιντ-Ομέρ, μαρεσάληυ του Πριγκιπάτου της Αχαΐας και της Μαργαρίτας του Πασσαβά,[1] καθώς και εγγονός του Μπέλα Σαιντ-Ομέρ, που πρώτος έλαβε τη μισή Θήβα ως κτήση του από τον Μεγακύρη των Αθηνών, ο οποίος κατείχε το άλλο μισό.[2] Από τον πατέρα του, που πέθανε προ του 1290, ο Νικόλαος κληρονόμησε το ένα τρίτο της βαρωνίας της Άκοβας (αρχικά κληρονομιά της μητέρας του), εκτεταμένες γαίες στη Μεσσηνία, καθώς και το κληρονομικό αξίωμα του μαρεσάλου της Αχαΐας.[1][3]
Ο Νικόλαος πολέμησε στις εκστρατείες των Φράγκων κατά του Δεσποτάτου της Ηπείρου το 1291/2, και κληρονόμησε τη μισή Θήβα από τον θείο του, Όθωνα, όταν αυτός πέθανε άτεκνος, προ του 1299.[1] Με τις κτήσεις του ο Νικόλαος έγινε ένας εκ των πλέον σημαινόντων αρχόντων της φραγκοκρατούμενης Ελλάδας. Δική του πρωτοβουλία ήταν ο γάμος του Δούκα των Αθηνών Γκυ Β΄ ντε Λα Ρος με την Ματθίλδη του Αινώ, κόρη και κληρονόμο της Πριγκίπισσας της Αχαΐας Ισαβέλλας, σε μια προσπάθεια να σταματήσει ο ανταγωνισμός των δυο πιο ισχυρών φραγκικών κρατών της Ελλάδας και να στερεωθεί μια συμμαχία ανάμεσά τους.[3][4] Το 1300-1302, κατά την απουσία της Ισαβέλλας στην Ιταλία, ο Νικόλαος υπηρέτησε ως βάιλος (ουσιαστικά αντιβασιλέας) του Πριγκιπάτου.[1][3]
Το 1301, η Ισαβέλλα παντρεύτηκε τον τρίτο της σύζυγο, Φίλιππο της Σαβοΐας. Ο νέος Πρίγκιπας γρήγορα κατέστη αντιδημοφιλής στην Αχαΐα με τους υπεροπτικούς και δεσποτικούς του τρόπους, και την περιφρόνησή του προς τα έθιμα του Πριγκιπάτου. Όταν, σύντομα μετά την άφιξή του στην Πελοπόννησο, συνέλαβε τον καγκελάριο Βενιαμίν της Καλαμάτας, ο Νικόλαος παρουσιάστηκε μπροστά στον Πρίγκιπα στην Γλαρέντζα και διαμαρτυρήθηκε έντονα, ενώ η βία αποτράπηκε μόνο με την παρέμβαση της Ισαβέλλας και των συμβούλων του Φιλίππου.[5] Το 1302/3, ο Νικόλαος εξεστράτευσε μαζί με τον Γκυ Β΄ ντε Λα Ρος στη Θεσσαλία, προς υποστήριξη του ηγεμόνα της περιοχής Ιωάννη Β΄ Δούκα εναντίον επίθεσης των Ηπειρωτών. Οι Φράγκοι όχι μόνο απέκρουσαν την εισβολή, αλλά επέδραμαν και ως τα όρια της βυζαντινής επαρχίας της Θεσσαλονίκης, από όπου αποχώρησαν κατόπιν παράκλησης της αυτοκράτειρας Γιολάντας της Μομφερρατικής, συζύγου του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου.[1][5]
Το 1303/4, ο Βασιλιάς της Νεαπόλεως Κάρολος Β΄ εξαπέλυσε επίθεση κατά της Ηπείρου, επειδή η αντιβασίλισσα Άννα Καντακουζηνή αρνιόταν να αναγνωρίσει την υποτέλεια του κράτους της στη Νεάπολη. Στην επιχείρηση συμμετείχε και σώμα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας υπό τον Πρίγκιπα Φίλιππο και με την παρουσία του Νικολάου. Ο φραγκικός στρατός πολιόρκησε την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου, την Άρτα, αλλά παρά τις βαριές απώλειες απέτυχε να την καταλάβει και αποχώρησε στην αρχή του φθινοπώρου.[1][6] Ο Κάρολος ήταν αποφασισμένος να επαναλάβει την επιχείρηση την επόμενη άνοιξη, αλλά η Άννα κατάφερε να ματαιώσει τα σχέδιά του: δωροδόκησε τον Φίλιππο, ο οποίος με την συμβουλή του Νικολάου Σαιντ-Ομέρ αποφάσισε να συγκαλέσει μεγάλο παρλαμά στην Κόρινθο ως πρόφαση για να μην εκστρατεύσει.[6] Όταν ο Φίλιππος της Σαβοΐας έφυγε για την Ιταλία, για να τακτοποιήσει τις διεκδικήσεις του επί του Πεδεμοντίου, ο Νικόλαος έγινε ξανά βάιλος του Πριγκιπάτου, και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το 1307, όταν ο νέος Πρίγκιπας, Φίλιππος του Τάραντα, ονόμασε τον Γκυ Β΄ ντε Λα Ρος στη θέση του.[1][7]
Ταυτόχρονα, ο Νικόλαος είχε αναλάβει την προστασία της Μαργαρίτας Βιλλεαρδουίνου, νεότερης αδελφής της πρώην Πριγκίπισσας Ισαβέλλας, η οποία είχε αποκτήσει αρκετούς εχθρούς λόγω των δικών της διεκδικήσεων επί του Πριγκιπάτου.[3] Έτσι, το 1304 εναντιώθηκε στον Φίλιππο της Σαβοΐας και κατάφερε να διασφαλίσει για την Μαργαρίτα μέρος της κληρονομιάς του συζύγου της, Ριχάρδου Ορσίνι, Κόμη της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου, από τον θετό της γιο, Ιωάννη Α΄ Ορσίνι.[8]
Ο Νικόλαος παντρεύτηκε, μετά το 1294, την Γουλιέλμα Ορσίνι, κόρη του Ριχάρδου και χήρα του μεγάλου κοντόσταυλου Ιωάννη Σωντερόν, αλλά ο γάμος τους ήταν άτεκνος. Ο θάνατος του Νικολάου στις 30 Ιανουαρίου 1314, σήμανε το τέλος της οικογένειας Σαιντ-Ομέρ.[1][3]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Bon, Antoine (1969). La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’Achaïe (στα Γαλλικά). Παρίσι: De Boccard.
- Longnon, Jean (1969). «The Frankish States in Greece, 1204–1311». Στο: Wolff, Robert Lee· Hazard, Harry W. A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311 (στα Αγγλικά). University of Wisconsin Press. σελίδες 234–275.
- Πέρρα, Φωτεινή (2011). «Οικογένεια Σεντ Ομέρ». Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Βοιωτία. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού.
- Trapp, Erich; Beyer, Hans-Veit; Kaplaneres, Sokrates; Leontiadis, Ioannis (1990). «24700. Σαῖντ ̓Ομέρ, Νικόλας ΙIΙ. ντὲ» (στα γερμανικά). Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit. 10. Βιέννη: Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften. ISBN 3-7001-3003-1.