Ντομ
Εμφάνιση
Ο όρος Ντομ μπορεί να έχει τις ακόλουθες χρήσεις:
- Γερμανική λέξη (Domkirche, συντ. Dom) για τον καθεδρικό ναό (π.χ Kölner Dom). Προέρχεται από το λατινικό Domus (σπίτι, οικία).
- Ντομ, κορυφή των Ελβετικών Άλπεων.
- Ντομ, τίτλος ευγενείας, προερχόμενος από τον λατινικό όρο Dominus.
![]() |
Αυτή είναι μια σελίδα αποσαφήνισης, δηλαδή μια σελίδα που δείχνει άλλες που θα είχαν το ίδιο όνομα με αυτήν. Εάν ακολουθήσατε μια σύνδεση εδώ, μπορεί να θελήσετε να επιστρέψετε και να διορθώσετε τον σύνδεσμο για να συνδέει προς την κατάλληλη συγκεκριμένη σελίδα. |