Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ντουπάτα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ινδές χωριάτισσες φορούν όντνι με γκάγκρα τσόλι.

Η ντουπάτα, που ονομάζεται επίσης τσούνι, τσουνάρι, τσουντάρι, λούγκντα, ράο, γκάντι, πότι, όρνα και όντνι, είναι μακρύ μαντήλι[1], που μοιάζει με σάλι, που παραδοσιακά φοριέται από γυναίκες στην ινδική υποήπειρο[2]. Παραδοσιακά, στην Ινδία, η ντουπάτα είναι μέρος της γυναικείας λεχένγκα ή γκάγκρα/τσανίγια τσόλι. Λεχένγκα είναι μια ενδυμασία τριών τεμαχίων, που αποτελείται από μια φούστα, που ονομάζεται γκάγκρα ή τσανίγια, μια μπλούζα, που ονομάζεται τσόλι, και μια ντουπάτα.

Φοριέται πάνω από τον έναν ώμο[1] και, παραδοσιακά, οι παντρεμένες γυναίκες τη φορούσαν επίσης πάνω στο κεφάλι[1] σε ναούς ή ενώπιον μεγαλύτερων ηλικιακά ατόμων.

Η ντουπάτα φοριέται επίσης ως μέρος του σαλβάρ καμίζ, που φορούν οι γυναίκες στη Νότια Ασία, ιδιαίτερα σε μέρη της Βόρειας Ινδίας και της περιοχής Ντέκαν. Το σύνολο Παντζάμπ φοριέται στο Παντζάμπ και το Πακιστάν: είναι μια άλλη ενδυμασία τριών τεμαχίων, που αποτελείται από παντελόνι, που ονομάζεται πιτζάμα ή σαλβάρι, μια μπλούζα, που ονομάζεται κούρτα ή καμίζ, και την ντουπάτα.

Η λέξη χίντι-ουρντού dupattā (दुपट्टा, دوπٹہ)[3], που σημαίνει "σάλι από διπλό ύφασμα", που προέρχεται από τα σανσκριτικά, είναι ένας συνδυασμός του du- (που σημαίνει "δύο", από τα σανσκριτικά dvau, "δύο", και dvi-, που συνδυάζει τη μορφή του dvau και του paṭṭā (που σημαίνει "λωρίδα υφάσματος", από το paṭṭaḥ).

Χορεύουσα γυναίκα που φοράει ντουπάτα, λεπτομέρεια από το χειρόγραφο Κάλπα Σούτρα, ~1300.

Πρώιμες τεκμηριώσεις για την ντουπάτα μπορούν να ανιχνευθούν στον πολιτισμό της κοιλάδας του Ινδού, όπου το γλυπτό ενός ιερέα-βασιλιά, του οποίου ο αριστερός ώμος είναι καλυμμένος με κάποιο είδος μαντήλι, που μοιάζει με σάλι, υποδηλώνει ότι η χρήση της ντουπάτα χρονολογείται από αυτόν τον πρώιμο ινδικό πολιτισμό[4][5]. Η πρώιμη σανσκριτική λογοτεχνία έχει ένα ευρύ λεξιλόγιο όρων για τα πέπλα και τα μαντήλια, που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες κατά την αρχαία περίοδο, όπως αβαγκουνθάνα (μανδύας-πέπλο), ουταρίγια (πέπλο ώμου), μούχα-πάτα (πρόσωπο-πέπλο) και σίρο-βάστρα (κεφάλι-πέπλο)[6]. Η ντουπάτα πιστεύεται ότι έχει εξελιχθεί από την αρχαία ουταρίγια.[7][8][9]

Ενδυμασία με ντουπάτα της βασιλικής αυλής του Ντέκαν, που εκτίθενται στο παλάτι Τσοουμαχάλα.
Γυναίκα του Χιντεραμπάντ, που φοράει μια ντουπάτα σε ξεχωριστό στυλ, που ονομάζεται κάντα ντουπάτα, 20ός αιώνας.[10]

Η ντουπάτα φοριέται σε πολλά τοπικά στυλ στη Νότια Ασία. Δεν υπάρχει ένας μοναδικός τρόπος και, καθώς ο χρόνος εξελίσσεται και η μόδα εκσυγχρονίζεται, το στυλ της έχει επίσης εξελιχθεί.

Μια ντουπάτα φοριέται παραδοσιακά πάνω από τον αριστερό ώμο στην Ινδία και στερεώνεται στην αντίθετη πλευρά σε μια φούστα. Ωστόσο, μπορεί να κρέμεται ελεύθερα στον ώμο ή στον λαιμό και πίσω από τους δύο ώμους. Μια μοντέρνα παραλλαγή είναι να τυλίγεται κομψά γύρω από τη μέση και μέσα από τα μπράτσα στο μπροστινό μέρος. Το υλικό της ντουπάτα ποικίλλει, αλλά είναι συνήθως ελαφρύ και μακρύ, επιτρέποντας τη ροή και τις παραλλαγές.

Εκτός από το να φορούν ντουπάτα όταν βγαίνουν σε δημόσιους χώρους, οι γυναίκες της Νότιας Ασίας τη φορούν ως πέπλο όταν μπαίνουν σε μαντίρ (ινδουιστικό ναό), εκκλησία ή γκουρντουάρα (ιερό τόπο λατρείας των Σιχ.[11][12][13]

Στο πλαίσιο της πανδημίας COVID-19, δεν θεωρήθηκε κατάλληλη για χρήση ως υφασμάτινη μάσκα προσώπου, καθώς είναι θρησκευτικό ύφασμα.[14]

Μια ντουπάτα, που χρησιμοποιείται ως κάλυμμα για το κεφάλι και το πρόσωπο, ονομάζεται γκουνγκάτ. Ήταν σύνηθες για τις νέες νύφες να φορούν γκουνγκάτ για να προστατεύονται από το κακό μάτι. Στο Νεπάλ, μια ντουπάτα ή παρόμοιο σάλι ονομάζεται πατσαούρα.[15]

Υπάρχει μια πλούσια ποικιλία από ντουπάτα που έχει να προσφέρει η Ινδία, καθεμία με το δικό της μοναδικό στυλ και τη δική της πολιτιστική σημασία. Από τις έντονες ντουπάτα πουλκάρι του Παντζάμπ μέχρι τις περίπλοκες μεταξωτές ντουπάτα μπαναράσι, υπάρχουν επιλογές για την γκαρνταρόμπα όλων[16].

  1. Ντουπάτα πουλκάρι: Αυτές οι πολύχρωμες δημιουργίες ζωντανεύουν την ουσία της παραδοσιακής μόδας του Παντζάμπ με τα περίπλοκα φλοράλ κεντήματα τους, προσθέτοντας μια έκρηξη χρώματος σε κάθε ντύσιμο.
  2. Ντουπάτα μπαντάνι: Με καταγωγή από το Γκουτζαράτ και το Ρατζαστάν, αυτές οι ντουπάτα, που βάφονται με τεχνική κόμπων, διαθέτουν κλασικά μοτίβα και ζωηρά χρώματα, ιδανικές για όσες εκτιμούν την παραδοσιακή δεξιοτεχνία.
  3. Μεταξωτές ντουπάτα μπαναράσι: Αποπνέοντας κομψότητα και χλιδή, οι μεταξωτές ντουπάτα μπαναράσι είναι διακοσμημένες με εξαιρετικά μπροκάρ ζαρί και παραδοσιακά μοτίβα, καθιστώντας τες ένα διαχρονικό σύμβολο πολυτέλειας.
  4. Εμπριμέ ντουπάτα: Προσφέροντας ένα μείγμα παραδοσιακής ελκυστικότητας και σύγχρονων μοτίβων, οι εμπριμέ ντουπάτα είναι ευέλικτες και μπορούν να συνδυαστούν με μια ποικιλία ρούχων, προσθέτοντας μια πινελιά κομψού στυλ.
  5. Βελούδινες ντουπάτα: Πολυτελείς και εκλεπτυσμένες, οι βελούδινες ντουπάτα διακοσμούνται με κλασικά στοιχεία όπως ζαρί και ζαρντόζι, καθιστώντας τες ιδανικά για τη δημιουργία κομψών και εκλεπτυσμένων εμφανίσεων.[16]

Φωτογραφική συλλογή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 1,2 «Χιτζάμπ, τσαντόρ, ντουπάτα: γιατί ποτέ δεν πάψαμε να συζητάμε για τις μαντίλες | LiFO». www.lifo.gr. 25 Αυγούστου 2021. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2024. 
  2. de-Gaia, Susan (16 Νοεμβρίου 2018). Encyclopedia of Women in World Religions: Faith and Culture across History [2 volumes] (στα Αγγλικά). ABC-CLIO. σελ. 47. ISBN 978-1-4408-4850-6. Ντουπάτα: Μακρύ μαντήλι που απλώνεται χαλαρά πάνω από το κεφάλι και τους ώμους και φοριέται συνήθως στη Νότια Ασία. 
  3. «Meaning of dupatta» (στα Αγγλικά). Rekhta. Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2022. 
  4. Singh, Upinder (2008). A History of Ancient and Early medieval India : from the Stone Age to the 12th century. New Delhi: Pearson Education. σελ. 137. ISBN 9788131711200. 
  5. Condra, Jill (2008). The Greenwood Encyclopedia of Clothing Through World History. Westport, Connecticut: Greenwood Press. σελ. 220. ISBN 978-0-313-33662-1. 
  6. Govind Sadashiv Ghurye (1951) "Indian Costume.", σελ. 236
  7. Simmi Jain (2003). Encyclopaedia of Indian Women Through the Ages: The middle ages, σελ. 200
  8. Anupa Pande (2002). The Buddhist Cave Paintings of Bagh, σελ. 49
  9. Prachya Pratibha (1978). Prachya Pratibha, 6ος τόμος, σελ. 121
  10. Nanisetti, Serish (10 November 2018). «Living Hyderabad: The khada dupatta» (στα en-IN). The Hindu. https://www.thehindu.com/society/history-and-culture/living-hyderabad-the-kadha-dupatta-with-deccani-history/article25462632.ece. 
  11. Goldman, Ann· Hain, Richard (2006). Ox Textbook Palliat Care Child Oxt:ncs C. Oxford University Press. σελ. 224. ISBN 9780198526537. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2012. 
  12. «Dupatta Types In Salwar Kameez» (στα English). The Fashion Station. 18 Ιουλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2022. Dupatta is also used by some women when entering a mosque, dargah, church, gurdwara or mandir, it is the habit in the Indian subcontinent for women to cover their head with a dupatta. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  13. Rader, Debra (19 Απριλίου 2018). Teaching and Learning for Intercultural Understanding: Engaging Young Hearts and Minds (στα Αγγλικά). Routledge. σελ. 132. ISBN 978-1-351-59523-0. Colourful dupattas and salwar kameez are very common among both the Muslim and non-Muslim women of Pakistan, India, Bangladesh and Sri Lanka. 
  14. «For women, dupattas turn protective gear». Times of India. 1 Απριλίου 2020. 
  15. «Shawl | British Museum». 
  16. 16,0 16,1 «Types of Dupatta: Find Beauty in Simplicity». www.exoticindiaart.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2024. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Dupatta στο Wikimedia Commons