Οι Πέντε της Κομητείας Γιούμπα
Γκάρι Ντέιλ Μαθάιας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 15 Οκτωβρίου 1952 |
Εξαφάνιση | 24 Φεβρουαρίου 1978 (25 ετών) Τσίκο, Καλιφόρνια, Η.Π.Α. |
Κατάσταση | Εξαφανισμένος για σχεδόν 46 χρόνια |
Χώρα πολιτογράφησης | Αμερική |
Ύψος | 1.80 μέτρα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Γνωστός για | την εξαφάνιση του κάτω από ασυνήθιστες συνθήκες, κάτω από τις οποίες πέθαναν τέσσερις από τους φίλους του. |
Οι Πέντε της Κομητείας Γιούμπα (Αγγλικά: Yuba County Five)ήταν μια ομάδα νεαρών ανδρών από την πόλη Γιούμπα της Καλιφόρνια, με ήπιες διανοητικές αναπηρίες ή ψυχιατρικές παθήσεις, οι οποίοι εξαφανίστηκαν κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, μετά από έναν αγώνα μπάσκετ στο κολεγιακό πανεπιστήμιο του Τσίκο,[1] το βράδυ της 24ης Φεβρουαρίου του 1978. Οι τέσσερις της παρέας - ο Μπιλ Στέρλινγκ 29 ετών, ο Τζάκι Χιούετ 24 ετών, ο Τεντ Γουάιχερ 32 ετών και ο Τζακ Μαντρούγκα 30 ετών - βρέθηκαν αργότερα νεκροί.[2] Ωστόσο, ο πέμπτος, ο Γκάρι Μαθάιας 25 ετών, δεν βρέθηκε ποτέ.[3]
Ποιοι ήταν οι πέντε φίλοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Τζακ Μαντρούγκα ήταν ευαίσθητος άνθρωπος και εξαιρετικά ντροπαλός σε κοινωνικές καταστάσεις. Είχε ήπιο χαρακτήρα, δεν ήταν δυναμικός, φοβόταν το σκοτάδι, και ήταν πιο κοντά με τον Μπιλ Στέρλινγκ από ότι με τους άλλους άντρες της παρέας, καθώς γνωρίζονταν 8 χρόνια.[4] Οι φίλοι του και η οικογένεια του συχνά τον αποκαλούσαν «Ντοκ» και το πιο πολύτιμο απόκτημα του ήταν το αυτοκίνητο του, ένα τιρκουάζ και λευκό όχημα, μάρκας Mercury Montego και μοντέλο του 1969. Η οικογένεια του δήλωσε μετά την εξαφάνιση του ότι «δεν ήταν διανοητικά καθυστερημένος, αλλά ήταν απλώς αργός στις διαδικασίες της σκέψης του».[4] Από το 1966 έως το 1968 ήταν οδηγός φορτηγού του Στρατού. Κάποια στιγμή είχε εργαστεί στην λάντζα της εταιρεία αποξηραμένων φρούτων Sunsweet Growers. Μπορούσε να διαχειρίζεται μόνος του τα οικονομικά του και συμμετείχε στο νοίκι του σπιτιού της οικογένειας του. Εκείνος και ο Γκάρι Μαθάιας ήταν οι μόνοι στην παρέα που είχαν δίπλωμα οδήγησης, αλλά ο Μαντρούγκα ήταν ο μόνος που είχε αυτοκίνητο.[4] Η αγαπημένη του κωμική σειρά ήταν το "I Love Lucy" ("Αγαπώ την Λούσι"), αλλά απολάμβανε επίσης να παίζει με φίλους και συγγενείς επιτραπέζια παιχνίδια για ώρες. Στον Τζακ άρεσε επίσης να ακούει μουσική Motown. Οι αγαπημένοι του καλλιτέχνες ήταν η τραγουδίστρια Νταϊάνα Ρος και το συγκρότημα The Supremes.[5]
Ο Τεντ Γουάιχερ φοβόταν επίσης το σκοτάδι, δεν ήταν ηγετικός χαρακτήρας και χαιρόταν να κάνει νέους φίλους. Ως ενήλικας, συχνά έγνεφε με ενθουσιασμό σε αγνώστους και στεναχωριόταν για ώρες αν δεν ανταποκρινόντουσαν στον χαιρετισμό του, πιστεύοντας ότι είχε κάνει κάτι λάθος.[5] Από την άλλη όμως, μπορούσε να θυμώσει εύκολα και είχε έλλειψη της κοινή λογική. Κάποτε ξόδεψε 100 δολάρια σε μολύβια χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Επίσης, όταν συναντούσε μια πινακίδα με την ένδειξη στοπ, σταματούσε να περπατά και ρωτούσε συχνά την οικογένεια του για το πώς να ενεργήσει.[4] Σε μια περίπτωση που το σπίτι της οικογένειας του έπιασε φωτιά, εκείνος έμεινε στο κρεβάτι βλέποντας το ταβάνι από πάνω του να καίγεται και είπε στον αδερφό του να τον αφήσει ήσυχο γιατί έπρεπε να ξεκουραστεί για τη δουλειά την επόμενη μέρα. Ένας από τους αδελφούς του, τον έσυρε με το ζόρι έξω από το φλεγόμενο σπίτι.[4] Ένα από τα αγαπημένα πράγματα του Τεντ ήταν να τηλεφωνεί στον Μπιλ Στέρλινγκ και να του διαβάζει αστεία ονόματα από την εφημερίδα.[5]
Ο Μπιλ Στέρλινγκ ήταν κοινωνικός, ήρεμος χαρακτήρας και βαθιά θρησκευόμενος, και συνήθιζε να επισκέπτεται ασθενείς σε ψυχιατρικά νοσοκομεία, διαβάζοντας τους τη Βίβλο και άλλα θρησκευτικά κείμενα.[5] Του άρεσε γενικά το διάβασμα και περνούσε πολύ χρόνο στη βιβλιοθήκη «κάνοντας έρευνα για άτομα με νοητική υστέρηση». Κάποιες φορές ήταν ηγετικός ανάμεσα στους φίλους του. Από την άλλη πλευρά όμως μπορούσε επίσης να επηρεαστεί και να χειραγωγηθεί από κάποιον που εμπιστευόταν. Η οικογένεια του είχε εξοχικό κοντά στη λίμνη Bucks στο Εθνικό Δρυμό της Κομητείας Πλούμας. Κατά την εφηβεία του, ο πατέρας του τον πήρε μαζί για να ψαρέψουν ένα Σαββατοκύριακο στην περιοχή. Ωστόσο εκείνος δεν το είχε απολαύσει και κατόπιν παρέμενε στο σπίτι, καθώς δήλωσε ότι δεν ήθελε να βρεθεί ποτέ ξανά στην περιοχή. Στις αρχές της δεκαετίας του '70, εργαζόταν στην λάντζα της αεροπορικής βάσης Beale. Εντούτοις, η μητέρα του τον ανάγκασε να παραιτηθεί, αφού ανακάλυψε ότι οι αεροπόροι εκμεταλλεύονταν ότι ήταν άτομο με ειδικές ανάγκες, και συχνά τον μεθούσαν για να κλέψουν τα χρήματα του. Επιπλέον, ο Στέρλινγκ εργαζόταν μια περίοδο μαζί με τον στενό του φίλο Τζακ Μαντρούγκα στην εταιρεία Sunsweet Growers, καθώς ο Τζακ τον είχε βοήθησε να βρει δουλειά εκεί. Αργότερα όμως απολύθηκε επειδή δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον νέο εξοπλισμό πλυντηρίων πιάτων. Τη νύχτα της εξαφάνισης του, ο Μπιλ έφυγε από το σπίτι του έχοντας μαζί του το εβδομαδιαίο επίδομα 15 δολαρίων που έπαιρνε λόγω της νοητικής αναπηρίας του, καθώς και διάφορους χάρτες (τους οποίους αγαπούσε πολύ), συγκεκριμένα της Καλιφόρνια, του Σακραμέντο, του Στόκτον και του Σαν Φρανσίσκο.
Ο Τζάκι Χιούετ ήταν πιο κοντά με τον Τεντ Γουάιχερ, καθώς τον θεωρούσε σαν τον μεγαλύτερο του αδελφό. Είχε την μεγαλύτερη διανοητική αναπηρία από τους πέντε άντρες. Δεν μπορούσε να διαβάσει, να γράψει ή να κάνει μόνος του ένα τηλεφώνημα και πάντα εξαρτιόταν από την βοήθεια της οικογένειας του και του στενού του φίλου Τεντ Γουάιχερ.[4] Ήταν πολύ ντροπαλός, είχε πρόβλημα ομιλίας, ήταν κλειστός χαρακτήρας, και δεν του άρεσε ιδιαίτερα να λείπει από το σπίτι για μεγάλες χρονικές περιόδους. Ζούσε σε μια φάρμα με την οικογένεια του και είχε ένα σκυλί, ράτσας Μπιγκλ που ονομαζόταν «Μπόου». Ο Λανς Άγιερς, ο επικεφαλής ερευνητής της υπόθεσης που πέθανε το 2010, πιθανότατα αναφερόταν στον Τζάκι Χιούετ όταν είπε ότι ορισμένα μέλη της παρέας είχαν τόσο χαμηλό IQ που ο δείκτης νοημοσύνης έφτανε το πολύ μέχρι 40.[4]
Ο Γκάρι Ντέιλ Μαθάιας ήταν κυκλοθυμικός και απρόβλεπτος, δεν είχε ιδιαίτερες φοβίες και μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του αν ένιωθε κάποια απειλή. Φορούσε σχεδόν πάντα γυαλιά καθώς είχε απίστευτα κακή όραση. Αυτή οφειλόταν σε ένα ατύχημα που είχε ως έφηβος, όταν άνοιξε την πόρτα σε ένα εν κινήσει αυτοκίνητο και έπεσε έξω. Είχε ένα σοβαρό τραύμα στο κεφάλι και ήταν τυφλός για τέσσερις ημέρες. Η όραση του δεν αποκαταστάθηκε ποτέ πλήρως.[5] Ήταν μεγάλος θαυμαστής του ροκ συγκροτήματος Τhe Rolling Stones, καθώς επίσης και τραγουδιστής σε ένα τοπικό συγκρότημα που ονομαζόταν Fifth Shade. Επιπλέον, έπαιζε ποδόσφαιρο στο Λύκειο την δεκαετία του 1960.[6] Εντούτοις, οι περιστάσεις του άλλαξαν δραματικά στα τέλη της δεκαετίας του '60 και τελικά τον οδήγησαν σε άλλο δρόμο. Ως δευτεροετής μαθητής στο λύκειο νοσηλεύτηκε για πρώτη φορά σε ψυχιατρική κλινική μετά από μια κρίση παράνοιας.[6]
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και ενώ βρισκόταν στη Δυτική Γερμανία κάνοντας την θητεία του στον στρατό, ο Γκάρι εθίστηκε στα ναρκωτικά.[6] Σε ιατρικές εξετάσεις που ακολούθησαν εκείνη την περίοδο μετά από κάποιες κρίσεις του, φανερώθηκε ότι πάσχει από σχιζοφρένεια. (Ο Μαθάιας δεν είχε δείξει κανένα σημάδι ψυχικής ασθένειας ως παιδί, και υπάρχει η υποψία ότι το τροχαίο ατύχημα που προκάλεσε πρόβλημα στην όραση του, να συντέλεσε επίσης στην εμφάνιση της σχιζοφρένειας.) Έτσι αναγκάστηκε να πάρει ψυχιατρικό εξιτήριο από τον στρατό και να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι στην πόλη Γιούμπα.[6] Εκεί ξεκίνησε θεραπεία σε ένα τοπικό ψυχιατρείο. Τα πράγματα ήταν δύσκολα για εκείνον στην αρχή, καθώς 2 φορές έγινε πολύ επιθετικός.[6]
Στην πρώτη περίπτωση, τον Φεβρουάριο του 1973 και ενώ βρισκόταν υπό κράτηση στο τοπικό αστυνομικό τμήμα για επιθετική συμπεριφορά, ο Μαθάιας φώναξε δύο αστυνομικούς στο κελί του με μια πρόφαση.[6] Όταν άνοιξαν την πόρτα του κελιού του, εκείνος βγήκε στο διάδρομο εντελώς γυμνός και γρονθοκόπησε έναν από τους αστυφύλακες στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να τρέξει αίμα από το στόμα και τη μύτη του. Προσπάθησε να χτυπήσει και τον άλλο αλλά τελικά υποτάχθηκε στην εντολή του να σταματήσει. Αργότερα δήλωσε στους ανακριτές: «Έχω πάει στον στρατό και δεν μου άρεσε, και σκέφτηκα ότι αν χτυπούσα έναν αστυνομικό, ίσως να με αφήνατε ελεύθερο».[6] Αργότερα έλαβε ιατρικό εξιτήριο μέχρι να δικαστεί.
Κατά την δεύτερη περίπτωση που συνέβη τον ίδιο μήνα, ο Μαθάιας έβλεπε τηλεόραση στο σπίτι ενός ξαδέρφου του γύρω στις 8:30 το πρωί.[6] Εν τω μεταξύ, η 17χρονη σύζυγος του ξαδέρφου του κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο, καθώς είχε ταλαιπωρηθεί από μια φαρμακευτική αγωγή που λάμβανε για να αντιμετωπίσει κάποια επίμονη ασθένεια. Κάποια στιγμή ο Μαθάιας είπε στον ξάδερφο του ότι ήθελε να χρησιμοποιήσει το μπάνιο. Επειδή όμως αργούσε πολύ, ο ξάδελφος του ανησύχησε και πήγε να ελέγξει αν είναι καλά. Ωστόσο τον βρήκε να έχει ακινητοποιήσει την γυναίκα του και να της πιάνει το στήθος της, καθώς την είχε αναγκάσει να μείνει με τα εσώρουχα της.[6] Ο ξάδερφος ρώτησε έντονα τον Μαθάιας: "Τι κάνεις εκεί;" και εκείνος του απάντησε ότι ήθελε να φιλήσει την κοπέλα. Όταν ο ξάδερφος τον απείλησε ότι θα καλέσει την αστυνομία, ο Γκάρι του απάντησε: «Καλώς! Θέλω να επιστρέψω στη φυλακή». Ο Μαθάιας συνελήφθη και ομολόγησε μόνο την επίθεση στον αστυνομικό όταν βρισκόταν υπό κράτηση στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, αλλά όχι την απόπειρα βιασμού.[6] Αργότερα όμως η κατηγορία επίθεσης με πρόθεση τον βιασμό αποσύρθηκε από την οικογένεια του. Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο της Καλιφόρνια, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ποινή φυλάκισης έως και τριών ετών εάν καταδικαζόταν για επίθεση σε βάρος ενός αξιωματικού της αστυνομίας και εννέα χρόνια για την απόπειρα βιασμού. Αλλά το δικαστήριο έδειξε επιείκεια στον Μαθάιας και φυλακίστηκε μόνο για οκτώ μήνες.[6]
Το 1974, ο Γκάρι Μαθάιας εισήχθη σε ένα κρατικό ψυχιατρείο στο Στόκτον. Πέρασε δύο μέρες εκεί και μετά δραπέτευσε μέσα από έναν αγωγό αποχέτευσης.[6] Κατόπιν επέστρεψε με ωτοστόπ στο Μέρισβιλ φορώντας ακόμα τις πιτζάμες του νοσοκομείου. Ο Μαθάιας είχε δραπετεύσει επίσης από την ψυχιατρική πτέρυγα του στρατιωτικού νοσοκομείου Letterman στο Σαν Φρανσίσκο. Τον επόμενο χρόνο το έσκασε από μία άλλη μονάδα ψυχικής υγείας.[6]
Αργότερα το 1975, γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Γιούμπα. Εντούτοις, ο Μαθάιας εγκατέλειψε απότομα τις σπουδές του και μετακόμισε στο Όρεγκον για να μείνει με τη γιαγιά του.[6] Η μητέρα του, η Ίντα, και ο πατριός του, ο Ρόμπερτ Κλοπφ, μερικές εβδομάδες αργότερα του τηλεφώνησαν και τον παρακάλεσαν να επιστρέψει στο σπίτι. Εκείνος όμως τους έκλεισε απότομα το τηλέφωνο χωρίς να πει κουβέντα. Οι γονείς του δεν είχαν κανένα νέο του για αρκετές ημέρες.[6] Όμως, πέντε εβδομάδες αργότερα εμφανίστηκε στην πόρτα του σπιτιού τους σε άθλια κατάσταση, καθώς ήταν βρώμικος και τα ρούχα του σκισμένα. Τους είπε ότι είχε περπατήσει 540 μίλια από το Πόρτλαντ μέχρι το Μέρισβιλ, κλέβοντας γάλα και τρώγοντας τροφή για σκύλους για να μείνει ζωντανός.[6]
Τα έτη 1977 - 1978 κατά καιρούς περνούσε ψυχωσικά επεισόδια που τον οδήγησαν ξανά στο αστυνομικό τμήμα και σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Για παράδειγμα, τον Δεκέμβριο του 1977, ο Γκάρι επισκέφτηκε το σπίτι ενός ζευγαριού που γνώριζε, ενώ είχε κάνει χρήση ναρκωτικών, τα οποία του προκάλεσαν παραισθήσεις. Συμπεριφερόταν περίεργα λέγοντας ασυναρτησίες και εξέφραζε την επιθυμία του να μαχαιρώσει μια γυναίκα στο σαγόνι.[6] Επίσης είπε στην 3χρονη κόρη του ζευγαριού: «Σκέφτηκα μια φορά, ότι θα σε σκοτώσω. Υποθέτω ότι πρέπει να το ξανακάνω». Το ανδρόγυνο τον έδιωξε από το σπίτι του και εκείνος φώναζε και χτυπούσε την εξώπορτα τους, μέχρι να φτάσει η αστυνομία. Παρόλα αυτά δεν εξέτισε ποινή φυλάκισης σε σχέση με αυτό το περιστατικό.[6]
Επίσης το 1978, ένα ζευγάρι της κομητείας Γιούμπα ξύπνησε και βρήκε τον Μαθάιας να στέκεται στην κρεβατοκάμαρα τους. Είχε ανοίξει τρύπα στο παράθυρο και ξεκλείδωσε την εξώπορτα τους. Όταν το ζευγάρι ρώτησε γιατί ήταν εκεί, είπε ότι ήταν στο σπίτι του και είχε έρθει για να εισπράξει το ενοίκιο.[6]
Μετά από αυτό το περιστατικό ο Μαθάιας νοσηλεύτηκε για λίγες ημέρες σε ψυχιατρική κλινική και έπειτα άρχισε να κατευνάζει την σχιζοφρένια του, καθώς λάμβανε καθημερινά θεραπεία στο σπίτι με Τριφθοροπεραζίνη και Κογκεντίνη κάτω από ιατρική παρακολούθηση και την βοήθεια του πατριού του. Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά και η ψυχική του υγεία βελτιώθηκε σε μεγάλο ποσοστό.[6] Έτσι ο Γκάρι Μαθάιας άρχισε να δουλεύει στην επιχείρηση κηπουρικής του πατριού του. Εκείνη την περίοδο έγινε μέλος του κέντρου αποκατάστασης Gateway Projects για να απαλλαγεί από τον εθισμό του στα ναρκωτικά, με την βοήθεια ενός συμβούλου αποκατάστασης ονόματι Ντον. Ο Ντον ήταν ένας από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές του Γκάρι, καθώς και ο ίδιος στο παρελθόν ήταν χρήστης ναρκωτικών, αλλά πλέον ήταν καθαρός για 8 χρόνια. Σαν άσκηση υποβοήθησης, του πρότεινε να γράφει σε ένα μικρό σημειωματάριο όσα κατάφερνε μέσα από την θεραπεία του. Ωστόσο ο Ντον πίστευε ότι ο Μαθάιας έπρεπε να κάνει μερικούς νέους φίλους και να ασχοληθεί με κάτι επωφελές στον ελεύθερο χρόνο του. Έτσι ενθυμούμενος ότι ο Γκάρι ήταν σε μια ομάδα ποδοσφαίρου στο λύκειο, τον ρώτησε αν του άρεσε επίσης το μπάσκετ. Ο Μαθάιας του απάντησε καταφατικά και έτσι ο Ντον του πρότεινε να μπει στην ομάδα μπάσκετ του ιδρύματος που ονομαζόταν Gateway Gators ("Η Είσοδος των Αλιγατόρων") και να βοηθήσει τα άλλα παιδιά. Ο Γκάρι δέχτηκε και ο Ντον τον οδήγησε στον χώρο προπόνησης. Εκεί γνώρισε τους άλλους τέσσερις άντρες και σύντομα έγινε στενός τους φίλος.[6] Πέρα από το μπάσκετ, οι πέντε φίλοι πήγαιναν κάθε Σάββατο για μπόουλινγκ.
Παρόλο που όλα έδειχναν να πηγαίνουν πλέον καλά στην ζωή του, ο Ρόμπερτ Πένοκ, ο προπονητής μπάσκετ της ομάδας των Gateway Gators φαίνεται πως δεν ενστερνιζόταν αυτόν τον ενθουσιασμό. Μετά την εξαφάνιση των φίλων, ισχυρίστηκε στην αστυνομία ότι εξακολουθούσε να αισθάνεται ότι ο Μαθάιας «θα μπορούσε να ξεφύγει ανά πάσα στιγμή».[6] Οι γονείς των άλλων αγοριών ασπάστηκαν αυτή την άποψη, καθώς ένιωθαν μια ανασφάλεια σε σχέση με τον Γκάρι, παρόλο που δεν γνώριζαν για το ποινικό του μητρώο. Σύμφωνα με τη δικογραφία, από τα πέντε αγόρια ο Μαθάιας θα ήταν αυτός που είχε τον πιο ηγετικό ρόλο μέσα στην παρέα, ο οποίος πρότεινε τα μέρη που θα πάνε ή τις δραστηριότητες που θα έκαναν όταν ήταν όλοι μαζί.[6] Παρόλα αυτά, ήταν ιδιαίτερα προστατευτικός με τους φίλους του αλλά ιδιαίτερα με τον Τζάκι Χιούετ και τον Τεντ Γουάιχερ. Από την άλλη πλευρά όμως, δεν ακολουθούσε τις ιδέες του Μπιλ Στέρλινγκ και του Τζακ Μαντρούγκα αν δεν συμφωνούσε με αυτές. Εκείνη την εποχή ο Μαθάιας είχε αρχίσει ένα δεσμό με την Λίσα , μια φίλη που είχε από το λύκειο.[5]
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πέντε νεαροί φίλοι, ζούσαν με τους γονείς τους, και ως παρέα ήταν τόσο δεμένοι ώστε είχαν αποκτήσει από τις οικογένειες τους το παρατσούκλι "The boys"(«τα αγόρια»).[4] Το βράδυ της 24ης Φεβρουαρίου του 1978, αποφάσισαν να παρακολουθήσουν από κοντά την αγαπημένη τους κολεγιακή ομάδα μπάσκετ, την UC Davis, να αγωνίζεται ενάντια στην τοπική ομάδα του Τσίκο.[4] Έτσι, ο Τζακ Μαντρούγκα μετέφερε με το όχημα του την παρέα, 80 χιλιόμετρα προς τα βόρεια μέχρι το Τσίκο. Εκείνη την νύχτα οι άνδρες φορούσαν μόνο ελαφριά παλτά παρά τις χαμηλές θερμοκρασίες στην άνω κοιλάδα του Σακραμέντο.[4]
Εξαφάνιση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αφού η ομάδα του Ντέιβις κέρδισε τον αγώνα, η παρέα των πέντε ανδρών μπήκε ξανά στο αυτοκίνητο, και ο Τζακ Μαντρούγκα οδήγησε τρία τετράγωνα μακριά[7] μέχρι το κατάστημα των Behr's στο κέντρο της πόλης Τσίκο.[4] Εκεί λίγο πριν τις 22:00, αγόραζαν σνακ μαζί με αναψυκτικά και κουτιά γάλα για να πιούν.[7] Η υπάλληλος, Μαίρη Ντέιβις, θυμήθηκε αργότερα τους άντρες, καθώς είχε ενοχληθεί που μπήκαν τόσα άτομα μαζί και την καθυστέρησαν, καθώς ήταν έτοιμη να κλείσει το μαγαζί.[4] Επίσης, ανέφερε στις αρχές ότι οι πέντε άντρες φαινόντουσαν ευδιάθετοι και χαρούμενοι.
Κανένας από τους άνδρες δεν εθεάθη ξανά ζωντανός μετά από εκείνο το περιστατικό. Αυτό ήταν εντελώς εκτός χαρακτήρα για την παρέα διότι και στο παρελθόν όταν πήγαιναν βόλτες ή εκδρομές επέστρεφαν πάντα αμέσως στα σπίτια τους. Η μητέρα του Τεντ Γουάιχερ ξύπνησε φοβισμένη στις 05:00 το επόμενο πρωί και τηλεφώνησε αμέσως στη μητέρα του Μπιλ Στέρλινγκ, η οποία είχε ξυπνήσει από τις 02:00 τα ξημερώματα και είχε ήδη μιλήσει με την οικογένεια του Τζάκι Χιούετ.[4]
Οι γονείς του Στέρλινγκ προσπάθησαν να αποτρέψουν τα αγόρια να πάνε στο Τσίκο εκείνο το βράδυ.[4] Ο λόγος ήταν ότι την επόμενη μέρα, στις 25 Φεβρουαρίου του 1978, τα αγόρια θα αγωνιζόταν μαζί με τους "Gators" σε ένα εβδομαδιαίο τουρνουά, (που χρηματοδοτούνταν από τον αθλητικό οργανισμό Special Olympics για άτομα με νοητικές αναπηρίες) για το οποίο οι νικητές θα κέρδιζαν μια μονοήμερη εκδρομή στη Ντίσνεϋλαντ,[7] καθώς και ένα εβδομαδιαίο ταξίδι στο Λος Άντζελες, με την ευκαιρία να γνωρίσουν προσωπικά την ηθοποιό Σάλι Στράδερς, που τότε πρωταγωνιστούσε στην κωμική σειρά "All in the Family".[4] Οι πέντε άνδρες είχαν προετοιμαστεί από το προηγούμενο βράδυ. Μερικοί μάλιστα είχαν ήδη έτοιμες τις στολές τους, απλωμένες κοντά στο κρεβάτι τους, και ζήτησαν από τους γονείς τους να τους ξυπνήσουν στην ώρα τους. Ο Τεντ Γουάιχερ ζήτησε από τη μητέρα του να πλύνει τα καινούργια του ψηλά αθλητικά παπούτσια. Επίσης, ο Γκάρι Μαθάιας ήταν ανένδοτος και τόνισε στην μητέρα του να μην τον αφήσει να κοιμηθεί υπερβολικά, καθώς ήθελε το πρωί να προπονηθεί λίγο ακόμα.[4]
Οι οικογένειες των αγοριών ήταν πεπεισμένες ότι κάτι τρομερό τους είχε συμβεί. Κανένα από τα αγόρια, εκτός από τον Μαθάιας, δεν είχε μείνει ποτέ εκτός σπιτιού όλο το βράδυ πριν. Έτσι, όταν είχε πλέον ξημερώσει για τα καλά και δεν είχαν ακόμα νέα τους, οι οικογένειες τους ειδοποίησαν την αστυνομία.
Έρευνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αστυνομία στις κομητείες Μπίουτ και Γιούμπα άρχισε να ψάχνει κατά μήκος της διαδρομής που ακολούθησαν οι άνδρες προς το Τσίκο. Δεν βρήκαν κανένα σημάδι τους. Όμως στις 28 Φεβρουαρίου του 1978, ένας δασοφύλακας του Εθνικού Δάσους του Πλούμας είπε στους ερευνητές, ότι τρεις μέρες πριν είχε δει το αυτοκίνητο των αγνοούμενων σταθμευμένο κατά μήκος της οδού Όραβιλ-Κουίνσι.[4] Εκείνη την ημέρα, δεν έδωσε πολύ σημασία, καθώς πολλοί κάτοικοι πήγαιναν συχνά από αυτόν τον δρόμο στη Σιέρα Νεβάδα τα χειμερινά Σαββατοκύριακα για να κάνουν χιονοδρομία αντοχής στο εκτεταμένο σύστημα μονοπατιών. Ωστόσο όταν διάβασε για την εξαφάνιση των πέντε νεαρών, αναγνώρισε το αυτοκίνητο και οδήγησε τους αστυφύλακες σε αυτό.[8]
Ανακάλυψη του αυτοκινήτου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέσα στο αυτοκίνητο , βρέθηκαν άδεια περιτυλίγματα από καραμέλες και σάντουιτς, χάρτινες συσκευασίες γάλατος και τα κουτιά των αναψυκτικών που είχαν αγοράσει οι φίλοι από το ψιλικατζίδικο στο Τσίκο. Επίσης βρέθηκαν προγράμματα από τον αγώνα μπάσκετ που είχαν παρακολουθήσει και ένα από αυτά είχε σημειωμένο το σκορ του αγώνα. Τέλος, βρήκαν ένα όμορφα διπλωμένο οδικό χάρτη της Καλιφόρνιας. Ωστόσο, η ανακάλυψη του αυτοκινήτου δημιούργησε κυρίως ερωτήματα, παρά απαντήσεις για την τύχη των πέντε φίλων.
Κάτι που παραξένεψε την αστυνομία ήταν ότι το όχημα βρέθηκε 110 χιλιόμετρα μακρύτερα από το Τσίκο, και πιο μακριά από οποιαδήποτε διαδρομή προς την πόλη Γιούμπα ή το Μέρισβιλ. Καμία από τις οικογένειες των ανδρών δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί η παρέα των πέντε διέσχισε έναν μακρινό, ορεινό και γεμάτο στροφές χωματόδρομο μια χειμωνιάτικη νύχτα βαθιά σε ένα απομακρυσμένο δάσος σε μεγάλο υψόμετρο, χωρίς μάλιστα ζεστά ρούχα.
Η αστυνομία δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι άνδρες είχαν εγκαταλείψει το αυτοκίνητο. Είχαν φτάσει 1.300 μέτρα σε υψόμετρο κατά μήκος του δρόμου, περίπου εκεί που βρισκόταν η γραμμή του χιονιού εκείνη την εποχή του χρόνου, λίγο πιο κοντά από το σημείο όπου ο δρόμος ήταν κλειστός για το χειμώνα. Το αυτοκίνητο είχε κολλήσει σε κάποιες χιονοπτώσεις και υπήρχαν ενδείξεις ότι οι άνδρες είχαν προσπαθήσει να στρίψουν τους τροχούς για να βγουν από αυτές.[4] Η αστυνομία σημείωσε ότι το χιόνι δεν ήταν τόσο βαθύ ώστε οι πέντε γυμνασμένοι νεαροί άνδρες να μην μπορούν να ξεκολλήσουν το όχημα από τα χιόνια. Επίσης, τα κλειδιά του αυτοκινήτου έλειπαν, υποδηλώνοντας στην αρχή ότι αυτό είχε εγκαταλειφθεί επειδή μπορεί να μην λειτουργούσε σωστά, με την πρόθεση να επιστρέψουν αργότερα με βοήθεια. Όταν οι αστυνομικοί έβαλαν μπρος το όχημα, ο κινητήρας του τέθηκε αμέσως σε λειτουργία και ο δείκτης καυσίμου έδειξε ότι το ρεζερβουάρ βενζίνης ήταν γεμάτο κατά το ένα τέταρτο.[4]
Το μυστήριο έγινε μεγαλύτερο όταν η αστυνομία ρυμούλκησε το αυτοκίνητο και το πήγε για πιο ενδελεχή εξέταση. Το χαμηλό όχημα, παρά το συνολικό βάρος των 5 ανδρών, δεν είχε βαθουλώματα, παρά μόνο ελάχιστες γρατσουνιές στο κάτω μέρος του, παρόλο που είχε διανύσει μεγάλη απόσταση σε έναν ορεινό δρόμο με πολλές λακκούβες και αυλάκια.[4] Οι ερευνητές υπέθεσαν ότι ο οδηγός ήταν εξαιρετικά προσεκτικός, είτε γνώριζε πολύ καλά τον συγκεκριμένο δρόμο, μια εξοικείωση που δεν ήταν γνωστό ότι την είχε ο Τζακ Μαντρούγκα, καθώς δεν του άρεσε ο κρύος καιρός και το κάμπινγκ και δεν γνώριζε την γύρω περιοχή.[4] Οι ερευνητές υπέθεσαν ότι ίσως οδηγούσε το αυτοκίνητο ο Μαθάιας, αλλά η οικογένεια του Μαντρούγκα δεν συμφωνούσε με αυτό το σενάριο. Μάλιστα, δήλωσαν ότι ο Τζακ πρόσεχε το αυτοκίνητο του τόσο πολύ, που δεν θα άφηνε κάποιον άλλο να το οδηγήσει.[4] Πάνω σε αυτό το ζήτημα, χρόνια αργότερα, ο ανιψιός του Μαντρούγκα, ο Τζορτζ, δήλωσε ότι ο θείος του δεν γνώριζε τον δρόμο όπου βρέθηκε το αυτοκίνητο του. Ωστόσο ήταν βέβαιος ότι ο Τζακ μπορούσε να τον περιηγηθεί με τρόπο ώστε το αμάξι του να μην πάθει ζημιά, καθώς εκείνος ζουσες σε μια περιοχή με έναν αυλακωτό χωματόδρομο περίπου μισό μίλι ή περισσότερο από τον κεντρικό δρόμο. Συνεπώς, οδηγούσε έναν παρόμοιο δρόμο σχεδόν κάθε μέρα!" [9]
Επίσης, η οικογένεια του δήλωσε ότι ο Τζακ δεν το άφηνε ποτέ το όχημα του ανασφάλιστο. Παρόλα αυτά, το αυτοκίνητο βρέθηκε ξεκλείδωτο και με το παράθυρο του οδηγού ανοιχτό.[10] Αργότερα, αυτά τα στοιχεία έκαναν την αστυνομία να υποθέσει ότι κάποιος ανάγκασε την παρέα των φίλων να εγκαταλείψει το αυτοκίνητο σε αυτή την κατάσταση. Οι προσπάθειες για έρευνα στη γύρω περιοχή παρεμποδίστηκαν από μια σφοδρή χιονοθύελλα. Εκείνη την εποχή, οι τοπικοί, πολιτειακοί και ομοσπονδιακοί πράκτορες επιβολής του νόμου πέρασαν περισσότερες από 6.000 συνδυασμένες ώρες αναζητώντας τους νεαρούς άνδρες, με την βοήθεια αστυνομικών σκύλων, με άλογα, με ελικόπτερα και με εκχιονιστικά μηχανήματα.[4] Ωστόσο τις δύο πρώτες ημέρες μετά την εξαφάνιση παραλίγο να χάσουν το δρόμο τους λόγω της συνεχιζόμενης κακοκαιρίας. Μάλιστα τα οχήματα διάσωσης που χρησιμοποιήθηκαν κατά την έρευνα υπέστησαν μέτρια ζημιά. Έτσι οι περαιτέρω προσπάθειες αναζήτησης διακόπηκαν ξανά. Δυστυχώς, κανένα ίχνος των ανδρών δεν βρέθηκε εκτός από το αυτοκίνητο.[4]
Μαρτυρίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέσω των τοπικών μέσων ενημέρωσης, η αστυνομία έλαβε αρκετές αναφορές για τους αγνοούμενους, καθώς κάποιοι δήλωσαν ότι τους είδαν στο Τσίκο, σε άλλες περιοχές της Καλιφόρνιας και της χώρας γενικά. Οι περισσότερες αναφορές απορρίφθηκαν γρήγορα, καθώς δεν έβγαζαν κανένα νόημα.[4] Φαινόταν δηλαδή σαν να έγιναν εσκεμμένα , για να πάρουν απλώς την αμοιβή των 1.215 δολαρίων (5.000 δολάρια το 2021), που πρόσφεραν οι οικογένειες τους για πληροφορίες για τους πέντε άντρες.
Εντούτοις, δύο μαρτυρίες που αφορούσαν την υπόθεση φάνηκαν σημαντικές στις αρχές. Ο 55χρόνος Τζόζεφ Σονς από το Σακραμέντο είπε στην αστυνομία ότι το βράδυ της 24ης προς 25ης Φεβρουαρίου του 1978, πέρασε από το σημείο που βρέθηκε το αυτοκίνητο των πέντε φίλων. Στην περιοχή είχε κατάλυμα, και θέλησε να ελέγξει το χιόνι πριν πάει με την οικογένεια του εκεί το Σαββατοκύριακο για αναψυχή και σκι.[4] Στις 17:30 το απόγευμα και περίπου 46 μέτρα πάνω στο δρόμο, το αυτοκίνητο του μάρκας Volkswagen Beetle, κόλλησε στο χιόνι. Κατά την διάρκεια της προσπάθειας του να το απελευθερώσει, συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να βιώνει τα πρώτα συμπτώματα της καρδιακής προσβολής και επέστρεψε μέσα στο όχημα του, κρατώντας τους προβολείς ανοιχτούς και τον κινητήρα σε λειτουργία για να παραμείνει ζεστός.[4]
Πεντέμισι ώρες αργότερα, περίπου στις 23:00 και καθώς είχε αποκοιμηθεί μέσα στο αυτοκίνητο του, ο Τζόζεφ άκουσε θόρυβο που τον περιέγραψε ως άνθρωπο που καλούσε τον σκύλο του να πάει κοντά του. Μετά από αυτό είδε προβολείς να έρχονται από το πίσω μέρος του οχήματος του. Άνοιξε το παράθυρο του αυτοκίνητου του και στράφηκε προς το σημείο που προέρχονταν τα φώτα και οι φωνές κάποιων ανθρώπων που συνομιλούσαν. Φώναξε στα άτομα που βρίσκονταν γύρω του ότι χρειαζόταν βοήθεια καθώς δεν ένιωθε καλά. Οι άνθρωποι έσβησαν τους προβολείς και μπήκαν στο όχημα τους. Καθώς έφυγαν, ο Σονς τους κόρναρε και τους ζητούσε για ακόμα μια φορά να τον βοηθήσουν. Καθώς δεν υπήρχε καμία ανταπόκριση, βγήκε από το όχημα του και έκανε κάποια βήματα μέσα στο χιόνι. Γύρω στις 23:30, σε εκείνο το σημείο του δάσους, ο Σονς κοίταξε χαμηλά από το λόφο, και στον δρόμο είδε δυο αυτοκίνητα σταθμευμένα με αναμμένους τους προβολείς. Το ένα όχημα το περιέγραψε ως ανοιχτόχρωμο και ίσως μάρκας Ford Sedan, ενώ από πίσω του ήταν σταθμευμένο ένα κόκκινο αγροτικό βαν. Γύρω από τα οχήματα μπορούσε να διακρίνει φιγούρες ανθρώπων, δυο από τις οποίες φαινόντουσαν σαν να ήταν μια γυναίκα που κρατούσε ένα μωρό που έκλαιγε.[4] Οι άνθρωποι, κουβέντιαζαν κρατώντας αναμμένους φακούς, και ο Σονς είπες ότι άκουσε επίσης ήχους από σφυρίχτρες. Και αυτή τη φορά όταν τους φώναξε για βοήθεια οι φακοί έσβησαν και με παρόμοιο τρόπο σαν να μην υπήρχε ο Τζόζεφ, οι άνθρωποι μπήκαν στο φορτηγάκι και έφυγαν, εγκαταλείποντας τον άντρα στο έλεος του.[4] Ο Σονς γύρισε στο αυτοκίνητο του για να μην παγώσει από το κρύο.
Αφού το αυτοκίνητο του Σονς έμεινε από βενζίνη τις πρώτες πρωινές ώρες, και ο πόνος του υποχώρησε αρκετά, εκείνος περπάτησε 13 χιλιόμετρα προς τον δρόμο ενός πανδοχείου για να ζητήσει βοήθεια. Κατά την διάρκεια της διαδρομής του πέρασε μπροστά από το σημείο που βρισκόταν το εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο, όπου ώρες νωρίτερα είχε ακούσει φωνές και είχε δει τα φώτα. Τώρα το σημείο ήταν σιωπηλό, σκοτεινό και άδειο.[4] Εκείνη την ώρα διαπίστωσε ότι το αυτοκίνητο δεν ήταν μάρκας Ford Sedan, αλλά ένα τιρκουάζ και λευκό 2θυρο όχημα μάρκας Mercury Montego. Άνοιξε την πόρτα του οδηγού και ορισμένα αντικείμενα που είδε μέσα στο αυτοκίνητο, τον έκαναν να σκεφτεί ότι υπήρχε πράγματι μωρό στην περιοχή προηγουμένως. Ο Σονς συνέχισε τον δρόμο του, μέσα στο χιόνι και γύρω στις 10:00 κατάφερε να φτάσει στο κατάλυμα. Κάθισε στο μπαρ του πανδοχείου και ζήτησε από την σερβιτόρα Αϊρίν Έικοκ ασπιρίνες και νερό. Κατόπιν παρακάλεσε αν κάποιος από τους θαμώνες θα μπορούσε να τον μεταφέρει με το αυτοκίνητο του, στο σπίτι του. Κάποιος άντρας ονόματι Στιβ Ρόμπιρσον και η σύντροφος του Λόρα Λιν Σμιθ δέχτηκαν να βοηθήσουν τον Τζόζεφ. Ο Σονς δεν ανέφερε στο ζευγάρι ότι είχε περάσει καρδιακή κρίση αλλά εκείνοι παρατήρησαν ότι φαινόταν πολύ ταλαιπωρημένος. Ωστόσο τους αφηγήθηκε μια εντελώς διαφορετική ιστορία των γεγονότων που ακολούθησαν το προηγούμενο βράδυ. Ισχυρίστηκε ότι καθώς οδηγούσε στην περιοχή, ένα αυτοκίνητο τον ακολουθούσε επίμονα χωρίς να μπορεί να ξεφύγει και τελικά λόγο της καταδίωξης το αυτοκίνητο του κόλλησε στα χιόνια. Παρόλα αυτά, οι γιατροί αργότερα επιβεβαίωσαν ότι όντως είχε υποστεί ήπια καρδιακή προσβολή. Όταν ο Σονς, έδωσε κατάθεση μέσα από το νοσοκομείο, διευκρίνισε στην αστυνομία ότι δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για όλα όσα κατέθεσε, αφού εκείνη την ώρα σχεδόν παραληρούσε και είχε παραισθήσεις από τον πόνο που ένιωθε. Έτσι η μαρτυρία του τέθηκε υπό αμφισβήτηση.[4]
Η μητέρα του Τεντ Γουάιχερ είπε ότι ο γιος της δεν θα αγνοούσε ποτέ τις εκκλήσεις κάποιου για βοήθεια αν όντως ήταν παρών. Θυμήθηκε πώς αυτός και ο Μπιλ Στέρλινγκ είχαν βοηθήσει κάποιον να πάει στο νοσοκομείο μετά από υπερβολική δόση Βάλιουμ.
Η άλλη μαρτυρία ήταν από μια γυναίκα ονόματι Ροσέλα Φλόρες Μόλντερ, η οποία είδε τέσσερεις από τους πέντε αγνοούμενους σε ένα κατάστημα, 48 χιλιόμετρα από το σημείο που είχε εγκαταλειφθεί το αυτοκίνητο του Τζακ Μαντρούγκα.[11] Στις 3 Μαρτίου του 1978, η γυναίκα, είδε φυλλάδια που είχαν διανεμηθεί για πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση, μαζί με τις φωτογραφίες των πέντε φίλων και τηλεφώνησε στην αστυνομία. Στην κατάθεση της, ισχυρίστηκε ότι στις 26 Φεβρουαρίου του 1978 στις 14:30 το μεσημέρι, σταμάτησε στο κατάστημα Mary's Country στο Μπράουνσβιλ και πάρκαρε το αυτοκίνητο της δίπλα σε ένα κόκκινο βαν, μάρκας Chevrolet. Μέσα στο όχημα ήταν 2 λευκοί νεαροί άντρες που της χαμογέλασαν και από τις εκφράσεων του προσώπου τους κατάλαβε ότι είχαν νοητικές διαταραχές. Παρατήρησε επίσης σε μια μικρή απόσταση, δυο ακόμα λευκούς άντρες, οι οποίοι βρίσκοντας σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο. Στην αρχή νόμιζε ότι το ένα άτομο που μιλούσε στο τηλέφωνο ότι ήταν γυναίκα, ενώ παρατήρησε ότι ο άλλος άντρας κοίταζε νευρικά γύρω του.
Η αστυνομία έδειξε στην μάρτυρα τις φωτογραφίες των αγνοουμένων. Εκείνη αναγνώρισε τον Τζάκι Χιούετ ως τον άντρα που τηλεφωνούσε και τον Τζακ Μαντρούγκα ως εκείνον που βρίσκονταν δίπλα του στον τηλεφωνικό θάλαμο. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι ο Μπιλ Στέρλινγκ και ο Τεντ Γουάιχερ ήταν οι δύο άντρες που καθόντουσαν στο κόκκινο όχημα. Ο Κάρολ Γουόλτς, ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, επιβεβαίωσε τα λεγόμενα της γυναίκας. Η αστυνομία είπε ότι η Μόλντερ ήταν «αξιόπιστος μάρτυρας» και έλαβε σοβαρά υπόψη την μαρτυρία της.[4]
Επιπρόσθετες λεπτομέρειες προήλθαν όταν η αστυνομία έδειξε τις φωτογραφίες των πέντε αγνοούμενων στον Κάρολ Γουόλτς και του πήραν κατάθεση. Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος δήλωσε στους ερευνητές ότι δυο άντρες που πίστευε ότι ήταν ο Τεντ Γουάιχερ και ο Τζάκι Χιούετ και ήταν μέρος μια πενταμελούς ή εξαμελούς παρέας που ήρθε στην περιοχή με ένα κόκκινο βαν, μπήκαν στο κατάστημα και αγόρασαν μπουρίτο, σοκολατένιο γάλα και αναψυκτικά. Ο αδερφός του Τεντ δήλωσε στους δημοσιογράφους της εφημερίδας Los Angeles Times ότι του φαινόταν εντελώς άτοπο, να βρεθούν οι πέντε άντρες στο Μπράουνσβιλ με ένα διαφορετικό όχημα, αγνοώντας εντελώς τον αγώνα μπάσκετ που για πολλές μέρες προετοίμαζαν την συμμετοχή τους και περίμεναν με λαχτάρα να έρθει αυτή η ώρα. Εντούτοις η περιγραφή του Κάρολ Γουόλτς για τη συμπεριφορά των δύο ανδρών ταίριαζε με εκείνους, καθώς ο Τεντ Γουάιχερ "θα έτρωγε οτιδήποτε μπορούσε να πιάσει στα χέρια του" και συχνά συνοδευόταν από τον Τζάκι Χιούετ περισσότερο από τους υπόλοιπους της παρέας. Επιπρόσθετα, ο αδερφός του Χιούετ είπε ότι εκείνος μισούσε τη χρήση τηλεφώνων σε τέτοιο σημείο, που αναγκαζόταν να απαντήσει ο ίδιος στις κλήσεις, για λογαριασμό του Τζακ, όποτε τον καλούσαν οι άλλοι τέσσερις φίλοι του.[4]
Ανακάλυψη των πτωμάτων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δεδομένου ότι τα στοιχεία δεν οδηγούν σε κανένα σαφές συμπέρασμα για το τι συνέβη τη νύχτα που εξαφανίστηκαν οι πέντε άνδρες, η αστυνομία και οι οικογένειες τους δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο να έπεσαν θύματα εγκληματικής ενέργειας. Η τελική ανακάλυψη των τεσσάρων από τα πέντε πτώματα των ανδρών φαινόταν να υποδηλώνει το αντίθετο, αλλά δημιούργησε ακόμη περισσότερα ερωτήματα σχετικά με το τι είχε συμβεί εκείνο το βράδυ και εάν τουλάχιστον ένας από αυτούς είχε διασωθεί.[4]
Το Σάββατο 4 Ιουνίου του 1978, ακριβώς 100 ημέρες μετά την εξαφάνιση των αγοριών, με το μεγαλύτερο μέρος του χιονιού να είχε λιώσει, μια ομάδα μοτοσικλετιστών πήγε σε ένα απομονωμένο τροχόσπιτο που συντηρούσε η δασική υπηρεσία σε ένα κάμπινγκ έξω από το δρόμο περίπου 31,2 χιλιόμετρα από όπου εκεί που είχε βρεθεί το αυτοκίνητο. Το μπροστινό τζάμι του τροχόσπιτου ήταν σπασμένο.[4][12] Όταν κοίταξαν μέσα από το παράθυρο, διαπίστωσαν ότι μια έντονη μυρωδιά κατέκλυζε την ατμόσφαιρα. Αυτή αποδείχθηκε ότι άνηκε σε ένα πτώμα σε αποσύνθεση που βρισκόταν μέσα στον χώρο. Οι άντρες ειδοποίησαν αμέσως τις αρχές. Αργότερα η σωρός αναγνωρίστηκε ότι άνηκε στον Τεντ Γουάιχερ.[4]
Έρευνα στο τροχόσπιτο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το σώμα του Τεντ Γουάιχερ βρισκόταν σε ένα κρεβάτι και ήταν καλυμμένο πλήρως με οκτώ σεντόνια. Όταν οι ερευνητές τα σήκωσαν είδαν ότι τα χέρια του Τεντ ήταν ακουμπισμένα στο στήθος του.[4] Η νεκροψία έδειξε ότι είχε πεθάνει από συνδυασμό ασιτίας και υποθερμίας και πνευμονικό οίδημα. Ο Τεντ είχε χάσει σχεδόν 46 κιλά και η ανάπτυξη στα γένια του υποδήλωνε ότι είχε ζήσει έως και δεκατρείς εβδομάδες από την τελευταία φορά που ξυρίστηκε. Τα πόδια του είχαν έντονα κρυοπαγήματα, σε σημείο σχεδόν γάγγραινας, και είχε χάσει κάποια από τα δάχτυλα του.[4] Σε ένα κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι, υπήρχαν μερικά από τα προσωπικά του αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένου του πορτοφολιού του (με τα μετρητά ακόμα μέσα), ένα δαχτυλίδι από νίκελ με χαραγμένο το όνομα του ("Τεντ"), και ένα χρυσό κολιέ του.[4] Επίσης υπήρχε ένα μερικώς λιωμένο κερί και ένα χρυσό ρολόι, χωρίς το κρύσταλλο του, που η οικογένεια του Γουάιχερ υποστήριξε ότι δεν ήταν δικό του.[4] Φορούσε ένα βελούδινο πουκάμισο και ένα λεπτό παντελόνι. Ωστόσο τα παπούτσια του δεν βρέθηκαν πουθενά.
Το πιο μπερδεμένο σημείο αρχικά για τους ερευνητές ήταν το πώς ο Τεντ Γουάιχερ είχε φτάσει στον θάνατο. Διαπιστώθηκε σύντομα πώς δεν είχε γίνει καμία προσπάθεια για να χρησιμοποιηθεί το τζάκι του καταφυγίου, παρά την άφθονη ποσότητα σπίρτων, βιβλίων και ξύλων ως εύφλεκτα υλικά.[4] Επίσης, το παράθυρο που είχαν σπάσει για να εισέλθουν, δεν σφραγίστηκε με κανέναν τρόπο, και έτσι το κρύο ήταν αισθητά θανατηφόρο για όποιον διέμενε εκεί! Επιπλέον, τα βαριά δασικά ρούχα στην ντουλάπα του καταφυγίου, που θα μπορούσαν να κρατήσουν τους άντρες ζεστούς, δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ.[4] Μια ντουζίνα κονσέρβες με τρόφιμα επιβίωσης σε ένα αποθηκευτικό υπόστεγο έξω από το τροχόσπιτο είχαν καταναλωθεί. Ωστόσο σε ένα άλλο ντουλάπι στο ίδιο υπόστεγο, υπήρχε ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία από αποξηραμένα τρόφιμα, αρκετά για να θρέψουν και τους πέντε άντρες για ένα χρόνο, αν αυτό ήταν απαραίτητο.[4] Αλλά δεν είχαν καν ανοιχθεί. Ομοίως, σε ένα άλλο υπόστεγο υπήρχε μια δεξαμενή βουτανίου με μια βαλβίδα, η οποία αν άνοιγε, θα τροφοδοτούσε το σύστημα θέρμανσης του τροχόσπιτου.[13]
Φαινόταν επίσης ότι ο Τεντ Γουάιχερ δεν ήταν μόνος στο τρέιλερ και ότι ο Γκάρι Ντέιλ Μαθάιας και πιθανώς ο Τζάκι Χιούετ ήταν εκεί μαζί του.[4] Τα μαύρα αθλητικά παπούτσια τένις του Γκάρι ήταν στο καταφύγιο και οι κονσέρβες είχαν ανοιχτεί με ένα ανοιχτήρι τύπου P-38, με το οποίο μόνο ο Γκάρι Μαθάιας ή ο Τζακ Μαντρούγκα θα ήταν εξοικειωμένοι από τη στρατιωτική τους θητεία.[4] Οι αρχές θεώρησαν ότι ο Γκάρι, προτίμησε να φορέσει τα παπούτσια του Τεντ Γουάιχερ, και να αφήσει τα δικά του πίσω, πριν χαθούν για πάντα τα ίχνη του. Μία λογική υπόθεση, θα ήταν ότι, έχοντας ήδη πρησμένα πόδια και ο ίδιος από το κρύο, αφαίρεσε τα παπούτσια του φίλου του και τα φόρεσε καθώς ήταν μεγαλύτερα στο νούμερο, άρα και πιο βολικά για εκείνον με βάση τις περιστάσεις.[4] Τα σεντόνια σε όλο το σώμα του Τεντ υποδήλωναν επίσης ότι ένας από τους άλλους φίλους του που ήταν εκεί μαζί του τον είχε βοηθήσει να κουκουλωθεί, καθώς η γάγγραινα θα προκαλούσε μεγάλο πόνο στα πόδια και δεν θα μπορούσε να σκεπαστεί μόνος του.
Έρευνες στην γύρω περιοχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι ερευνητές επέστρεψαν στο Πλούμας, ακολουθώντας το δρόμο μεταξύ του τροχόσπιτου και της τοποθεσίας του αυτοκινήτου. Στις 6 Ιουνίου του 1978, ένας αστυνομικός σκύλος ανακάλυψε ανθρώπινα λείψανα που αργότερα αναγνωρίστηκαν ως αυτά του Τζακ Μαντρούγκα και του Μπιλ Στέρλινγκ, στις απέναντι πλευρές του δρόμου, 18,3 χιλιόμετρα από την θέση του αυτοκίνητου.[4] Το σώμα του Μαντρούγκα είχε σχεδόν φαγωθεί από τα άγρια ζώα, αλλά τα κλειδιά του αυτοκινήτου του βρισκόταν ακόμα στην τσέπη του παντελονιού του.[4] Παρόμοια, μόνο οστά βρέθηκαν από το σώμα του Στέρλινγκ, διάσπαρτα σε μια μικρή περιοχή. Η αστυνομία υπέθεσε ότι τα άγρια ζώα τα μετακίνησαν, στην προσπάθεια τους να τραφούν. Η αυτοψία έδειξε ότι και οι δύο πέθαναν από υποθερμία. Οι αρχές πιστεύουν πλέον ότι ο ένας μπορεί να ενέδωσε στην ανάγκη για ύπνο που έρχεται στα τελευταία στάδια της υποθερμίας, ενώ ο άλλος έμεινε δίπλα του και πέθανε με τον ίδιο τρόπο.
Δύο μέρες αργότερα, ο πατέρας του Τζάκι Χιούετ, αγνοώντας τις εκκλήσεις των ερευνητών να μην συμμετάσχει στην αποστολή αναζήτησης, εντόπισε το σακάκι του γιου του κάτω από έναν θάμνο αρκτοστάφυλου 3,2 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του τροχόσπιτου (τρέιλερ). Όταν το σήκωσε, η σπονδυλική στήλη του Τζάκι έπεσε έξω.[4] Τα παπούτσια και το τζιν του που βρίσκονταν κοντά, βοήθησαν στην αναγνώριση της σωρού. Επιπλέον, την επόμενη μέρα, ένας αναπληρωτής σερίφης βρήκε ένα κρανίο στην κατηφόρα από τον θάμνο, 91 μέτρα μακριά, και επιβεβαιώθηκε αργότερα από τα οδοντιατρικά αρχεία ότι άνηκε στον Χιούετ.[4] Ο θάνατος του επίσης αποδόθηκε σε υποθερμία.
Σε μια περιοχή στα βορειοδυτικά του καταφυγίου, περίπου 400 μέτρα από αυτό, οι ερευνητές βρήκαν τρεις κουβέρτες της Δασικής Υπηρεσίας και έναν σκουριασμένο φακό δίπλα στο δρόμο. Δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστεί πόσο καιρό ήταν εκεί αυτά τα αντικείμενα. Δεδομένου ότι ο Γκάρι Ντέιλ Μαθάιας προφανώς δεν είχε πάρει τα φάρμακα του για πολλές ημέρες, οι φωτογραφίες του διανεμήθηκαν σε ψυχιατρικά ιδρύματα σε όλη την Καλιφόρνια, με την ελπίδα ότι αναζήτησε βοήθεια σε ένα τέτοιο ίδρυμα. Ωστόσο, δεν βρέθηκε κανένα ίχνος του.
Η έρευνα σταμάτησε μετά από δύο εβδομάδες στις 19 Ιουνίου του 1978, αφήνοντας την οικογένεια του Μαθάιας συναισθηματικά καταρρακωμένη.[6] Λίγους μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1978, κυκλοφόρησε η ταινία «Grease» με πρωταγωνιστές τον Τζον Τραβόλτα και την Ολίβια Νιούτον-Τζον, την αγαπημένη ηθοποιό του Γκάρι.[6] Οι άνθρωποι ξέχασαν σύντομα τους πέντε φίλους από την επαρχία της Βόρειας Καλιφόρνια, παρόλο που οι οικογένειες τους πάλευαν να βρουν απαντήσεις. Ένα χρόνο μετά την εξαφάνιση των αγοριών, κυκλοφόρησε μια επιστολή προς τον συντάκτη της εφημερίδας Marysville Appeal-Democrat, με τίτλο «Still One Missing, Still A Reward» ("Ακόμα ένας λείπει, ακόμα υπάρχει μια ανταμοιβή").[6] Είχε γραφτεί από τις οικογένειες του Γκάρι Ντέιλ Μαθάιας, του Μπιλ Στέρλινγκ, του Τζάκι Χιούετ και του Τεντ Γουάιχερ. Η επιστολή αναφερόταν στον χαμό των 4 νεαρών και στην εξαφάνιση του ενός, ενώ κατηγορούσε τις αρχές ότι δεν έκαναν αρκετά για να τους βρουν εγκαίρως. Επίσης οι δικοί τους αναρωτιόντουσαν τι οδήγησε τα αγόρια σε αυτόν τον επικίνδυνο ορεινό δρόμο. Ένα απόσπασμα της επιστολής έγραφε τα έξης: «Ερωτήσεις, αλλά όχι απαντήσεις. Κάποια Πικρία, μερικές φορές Οργή και ΣΥΝΕΧΟΜΕΝΗ Αμηχανία!». «Όταν ο γιος σου φεύγει από το σπίτι με φίλους για να πάει σε έναν αγώνα μπάσκετ, τον κρατάς αγκαλιά, του δίνεις ένα φιλί και του υπενθυμίζεις πόσο τον αγαπάς; Πραγματικά θα έπρεπε! Μπορεί να μην επιστρέψει ποτέ σε σένα».[6]
Θεωρίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πρώτη Θεωρία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ακόμη και γνωρίζοντας ότι τέσσερις από τους πέντε άνδρες είχαν πεθάνει, οι ερευνητές δεν μπορούσαν ακόμα να εξηγήσουν πλήρως τι οδήγησε στο θάνατο τους. Δεν είχαν βρει ακόμα καμία λογική εξήγηση που να εξηγεί το γιατί οι άνδρες ήταν εκεί, αν και έμαθαν ότι ο Μαθάιας είχε φίλους στη μικρή πόλη Φόμπεσταουν.[6] Οι αρχές υπέθεσα ότι ο Γκάρι πρότεινε τελευταία στιγμή στην παρέα να τους επισκεφθούν και στην επιστροφή έχασαν το δρόμο τους. Ίσως οι φίλοι είχαν πάρει μια λάθος στροφή κοντά στο Όροβιλ που τους έβαλε σε αυτόν τον ορεινό δρόμο. Η Κάθι Μαντρούγκα, η 23χρονη ανιψιά του Τζακ δεν ήταν πρόθυμη να περιμένει να λιώσει το χιόνι για να συνεχιστούν οι έρευνες. Υποψιαζόταν ότι τα αγόρια κρατούνταν παρά τη θέληση τους στο Φόμπεσταουν. Είχε ακούσει αυτή την θεωρία, και γνώριζε το είδος των ανθρώπων με τους οποίους συναναστρέφονταν ο Μαθάιας και φοβόταν για το χειρότερο.[5] Μαζί με τη βοήθεια της καλύτερης της φίλης Αν και του αδερφού της Τζορτζ, ξεκίνησε να αναζητά τους πέντε άντρες. Προηγουμένως όμως είπε στη γιαγιά της να τηλεφωνήσει στον σερίφη αν δεν είχαν επιστρέψει σε 2 ώρες. Ο Τζορτζ μαζί με τις δυο γυναίκες έφτασε με το αυτοκίνητο του στην περιοχή και πήγαν σε ένα δρόμο που ήταν κοντά σε κάποιο από τα πίσω δάση της περιοχής. Η Κάθι είδε άνδρες με τουφέκια και κυνηγετικά όπλα να κρύβονται στο δάσος. Η περιοχή ήταν διαβόητη για εμπόρους ναρκωτικών, ήταν γεμάτη παγίδες και οι κάτοικοι της ήταν πάντα οπλισμένοι.[5] Είχε ακουστεί ιστορίες ανυποψίαστων ανθρώπων που τριγυρνούσαν στην περιοχή που είτε είχαν τραυματιστεί και αιχμαλωτιστεί ή είχαν χάσει την ζωή τους εκεί. Επιπλέον ήξερε ότι αυτοί που παρουσιάζονταν ως ντόπιοι φίλοι του Γκάρι ότι ήταν πολύ επικίνδυνοι.
Η Κάθι είπε στον Τζορτζ να κρατήσει το αυτοκίνητο σε λειτουργία και εκείνη μαζί με την Αν πλησίασαν στην εξώπορτα ενός τρέιλερ και χτύπησαν. Δεν απάντησε κανένας, αλλά από μέσα ακουγόταν ένα μωρό να κλαίει. Χτύπησαν ξανά χωρίς αποτέλεσμα και μετά από ένα παράθυρο παρατήρησαν ένα μικρό κορίτσι να κινείται γύρω από τα δέντρα στο πίσω μέρος από το τρέιλερ.[5] Αυτό τράβηξε το βλέμμα της Κάθι σε κάποιες παράγκες και μια από αυτές ξεχώρισε μπροστά της. Ήταν βρώμικη και ξύλινη με μεταλλική στέγη και σφραγισμένη με λουκέτο. Άκουγε ήχους από το εσωτερικό του και σκέφτηκε ότι ο Μαθάιας ήταν σε εκεί φυλακισμένος. Χτύπησε την πόρτα, καλώντας τον Γκάρι, χωρίς όμως να πάρει καμία απάντηση. Κλώτσησε αρκετές φορές την πόρτα, προσπαθώντας να την ανοίξει μέχρι που το πόδι της άρχισε να πονάει. Στην συνέχεια είδε μια άλλη παράγκα κοντά που ήταν ξεκλείδωτη και αναρωτήθηκε αν υπήρχε κάτι εκεί μέσα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να σπάσουν την κλειδαριά της άλλης παράγκας. Καθώς άνοιξαν την πόρτα, ο Τζορτζ τους φώναξε να μπουν ξανά στο αυτοκίνητο. Έτρεξαν γρήγορα στο αυτοκίνητο, για να δουν τον Τζορτζ να κάθεται στη θέση του οδηγού και να συνομιλεί με έναν άντρα, ο οποίος φαινόταν θυμωμένος και κρατούσε ένα κυνηγετικό όπλο τύπου Remington 870.[5] Ο Τζορτζ είπε ότι ο άντρας τους είχε ζητήσει να φύγουν και η Αν μπήκε υπάκουα στο αυτοκίνητο. Εντούτοις η Κάθι ρώτησε τον άγνωστο αν ήξερε τον Γκάρι Μαθάιας. Εκείνος απάντησε ότι δεν τον γνώριζε, και την διέταξε να φύγει από το ακίνητο.
Η Κάθι συνέχισε να επιμένει ότι ο Γκάρι ήταν μέσα στο κλειδωμένο υπόστεγο και ότι δεν θα έφευγε μέχρι να τον βγάλει έξω και να μάθει επίσης που βρίσκονταν οι τέσσερις φίλοι του. Ο άντρας πυροβόλησε στον αέρα για προειδοποίηση και έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν.[5] Όταν επέστρεψαν στο σπίτι, η Κάθι τηλεφώνησε στο γραφείο του σερίφη και εξήγησε τι είχε συμβεί. Η αστυνομία της υποσχέθηκε ότι θα το ελέγξει. Οι αρχές ισχυρίστηκαν αργότερα ότι επικοινώνησαν με άτομα στο Φόμπεσταουν που γνώριζαν τον Γκάρι. Αυτοί οι «φίλοι» είπαν στους αξιωματικούς ότι δεν είχαν δει τον Μαθάιας για περισσότερο από ένα χρόνο και δεν γνώριζαν τίποτα για τους άλλους τέσσερις άντρες.[5]
Δεύτερη Θεωρία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αστυνομία υποστήριζε ότι οι πέντε φίλοι είχαν κάποια άγνωστα σχέδια μετά τον αγώνα που δεν τα αποκάλυψαν στις οικογένειες τους. Στην πορεία όμως έχασαν το δρόμο τους κατά την διάρκεια της επιστροφής τους στο σπίτι. Μετά, οι άνδρες εγκατέλειψαν το αυτοκίνητο αναζητώντας βοήθεια και αντί να γυρίσουν προς τα πίσω (δηλαδή να κάνουν την διαδρομή που ακολούθησε ο Τζόζεφ Σονς όταν περπάτησε για να αναζητήσει βοήθεια μετά από την περιπέτεια της υγείας του), συνέχισαν κατά μήκος του παγωμένου δρόμου. Οι οικογένειες τους δεν δέχτηκαν αυτό το σενάριο καθώς αρκετοί από τους φίλους δεν άντεχαν το κρύο και ο Μπίλ είχε πάντα μαζί του χάρτη που θα μπορούσαν να συμβουλευτούν για να βρουν το δρόμο τους.
Τρίτη θεωρία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την ημέρα πριν από την εξαφάνιση των ανδρών, ένα εκχιονιστικό μηχάνημα της δασικής υπηρεσίας είχε πάει κατά μήκος του δρόμου προς αυτή την κατεύθυνση για να καθαρίσει το χιόνι από την οροφή του τροχόσπιτου ώστε να μην καταρρεύσει από το βάρος του χιονιού. Όπως πίστευαν οι ερευνητές, ίσως η παρέα των πέντε να αποφάσισε να ακολουθήσει τα ίχνη που άφησε το μηχάνημα, με την πεποίθηση ότι το καταφύγιο δεν ήταν πολύ μακριά. Πιθανότατα, ο Τζακ Μαντρούγκα και ο Μπιλ Στέρλινγκ πέθαναν από υποθερμία περίπου στα μισά της μεγάλης διαδρομής μέχρι το τροχόσπιτο.
Υποτίθεται ότι μόλις βρήκαν το καταφύγιο, οι άλλοι τρεις έσπασαν το παράθυρο για να μπουν μέσα. Εφόσον ήταν κλειδωμένο, μπορεί να πίστευαν ότι ήταν ιδιωτική περιουσία και πιθανόν να φοβόντουσαν τη σύλληψη για κλοπή αν χρησιμοποιούσαν οτιδήποτε παροχή έβρισκαν εκεί. Αφού πέθανε ο Τεντ Γουάιχερ, ή αφού οι άλλοι νόμιζαν ότι είχε πεθάνει, μπορεί να αποφάσισαν να προσπαθήσουν να επιστρέψουν στον πολιτισμό με διαφορετικούς τρόπους, όπως με πεζοπορία.[6]
Τέταρτη Θεωρία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Γκάρι Μαθάιας ίσως επέλεξε να μην πάρει τα φάρμακα του πριν ταξιδέψει με την παρέα του, καθώς αυτά του έφερναν παρενέργειες υπνηλίας, λήθαργου και ζάλης. Λόγω του αγώνα μπάσκετ που θα συμμετείχε όλη η παρέα την επόμενη μέρα ήθελε να είναι νηφάλιος κατά τα δικά του δεδομένα. Κατά συνέπεια, μπορεί άθελα του να οδήγησε τους φίλους του στον θάνατο σε μια περιπέτεια που προκλήθηκε εξαιτίας της σχιζοφρένειας του.[6]
Πέμπτη Θεωρία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μια ακόμα υπόθεση για το τι μπορεί πραγματικά να συνέβη στους πέντε φίλους, προήλθε από ένας συγγενής των αγοριών. Εκείνος δήλωσε ότι οι οικογένειες τους είχαν πάντα την υποψία ότι η παρέα των αγοριών είχε μια μοιραία συνάντηση με έναν «νταή της πόλης Γιούμπα» (με τον οποίο είχαν έρθει αντιμέτωποι και στο παρελθόν και ο οποίος χρόνια μετά έγινε πάστορας) και έτσι απειλήθηκαν ή φοβήθηκαν και προσπάθησαν να ξεφύγουν πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο μέχρι τα βουνά.[12] Σύμφωνα με φήμες που κυκλοφόρησαν μόλις βρέθηκαν τα τέσσερα πτώματα, ο βίαιος αυτός άντρας κατάφερε να πιάσει τον Γκάρι Ντέιλ Μαθάιας. Τον ξυλοκόπησε άσχημα και τον πέταξε μετά από μια γέφυρα και γι' αυτό δεν βρέθηκε ποτέ το πτώμα του. Οι τέσσερις άντρες κατάφεραν να φτάσουν στο καταφύγιο αλλά δεν άναψαν φωτιά για να μην τους ανακαλύψουν από τον καπνό στην καμινάδα του τζακιού αυτοί που τους κυνηγούσαν. Ο συγγενής δεν εστερνίστηκε πλήρως αυτό το σενάριο, καθώς οι θέσεις που βρέθηκαν τα οστά των τριών ανδρών δεν ταίριαζαν με αυτή την θεωρία. Όμως ισχυρίστηκε ότι βρέθηκαν βρεφικά ρούχα/κουβέρτες στο αυτοκίνητο του Μαντρούγκα, (στοιχεία που η αστυνομία δεν έδωσε στην δημοσιότητα) τα οποία μπορεί να επιβεβαιώνουν τα λεγόμενα του Τζόζεφ Σονς για την ύπαρξη της γυναίκας με το μωρό στο σημείο.[12] Ωστόσο, οι ερευνητές πλέον πιστεύουν ότι ο Σονς δεν αποκάλυψε ποτέ όσα ήξερε για την υπόθεση. Ήταν αλκοολικός, είχε την φήμη του ψεύτη και μετά τον θάνατο των τεσσάρων φίλων είχε απασχολήσει την αστυνομία με κάποιες παράνομες δραστηριότητες ναρκωτικών. Οι αρχές και άτομα που τον γνώρισαν φοβόντουσαν ότι είχε εμπλακεί με κάποιο τρόπο στην υπόθεση των πέντε αγοριών. Αν ισχύει κάτι τέτοιο τότε πήρε το μυστικό αυτό στον τάφο του όταν απεβίωσε το 2004.
Από την άλλη πλευρά, είναι ενδιαφέρον ότι, περίπου τρεις εβδομάδες μετά την εξαφάνιση των πέντε φίλων, μια κάτοικος της Γιούμπα ονόματι Ντέμπι Λιν Ρις έλαβε ένα περίεργο τηλεφώνημα από έναν άγνωστο άντρα, ο οποίος απλά της είπε ότι γνώριζε πού βρίσκονταν οι πέντε αγνοούμενοι, και έκλεισε το τηλέφωνο.[6] Την επόμενη μέρα, τηλεφώνησε ξανά στην γυναικά και της είπε: «Χρειάζομαι βοήθεια γιατί πλήγωσα πολύ αυτούς τους τύπους». Όταν τον ρώτησε σε ποιους αναφερόταν, της απάντησε: «Μην το παίζεις χαζή μαζί μου» και τερμάτισε την κλίση. Η Ντέμπι έλαβε και τρίτο τηλεφώνημα στις 17 Μαρτίου του 1978, στο οποίο ο μυστηριώδης άντρας υποστήριξε: «Αυτοί οι πέντε τύποι είναι όλοι νεκροί». «Είναι όλοι νεκροί;» τον ρώτησε η Ρις. «Είναι όλοι νεκροί», επανέλαβε εκείνος. Μετά έκλεισε το τηλέφωνο και δεν επικοινώνησε ξανά μαζί της. Η Ντέμπι ανέφερε αυτό το περιστατικό στις αρχές και κάποιοι θεώρησαν ότι ο άγνωστος πίσω από τα περίεργα τηλεφωνήματα ήταν στην πραγματικότητα ο επιζών Γκάρι Μαθάιας.[6] Ωστόσο αυτό δεν μπόρεσε να αποδειχτεί, όπως επίσης και οι παραπάνω θεωρίες. Η υπόθεση παραμένει ανοιχτή μέχρι σήμερα, καθώς ο Γκάρι Ντέιλ Μαθάιας θεωρείται ακόμα αγνοούμενος.
Aναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «3509DMCA: Gary Dale Mathias». The Doe Network. 9 Φεβρουαρίου 2018. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Φεβρουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 2018.
- ↑ Gorney, Cynthia (July 6, 1978). «5 'Boys' Who Never Came Back». The Washington Post. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις February 18, 2018. https://web.archive.org/web/20180218210207/https://www.washingtonpost.com/archive/lifestyle/1978/07/06/5-boys-who-never-come-back/f8b30b11-baeb-4351-89f3-26456a76a4fb/. Ανακτήθηκε στις February 16, 2018.
- ↑ Smollar, Dave (March 10, 1978). «Missing 5: Foul Play suspected». Los Angeles Times: σελ. 23. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις February 17, 2018. https://web.archive.org/web/20180217142025/https://www.newspapers.com/newspage/164905145/. Ανακτήθηκε στις February 16, 2018.
- ↑ 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 4,11 4,12 4,13 4,14 4,15 4,16 4,17 4,18 4,19 4,20 4,21 4,22 4,23 4,24 4,25 4,26 4,27 4,28 4,29 4,30 4,31 4,32 4,33 4,34 4,35 4,36 4,37 4,38 4,39 4,40 4,41 4,42 4,43 4,44 4,45 4,46 4,47 4,48 4,49 «Yuba County Five». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιανουαρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2023.
- ↑ 5,00 5,01 5,02 5,03 5,04 5,05 5,06 5,07 5,08 5,09 5,10 5,11 «the-yuba-county-5-revisited».
- ↑ 6,00 6,01 6,02 6,03 6,04 6,05 6,06 6,07 6,08 6,09 6,10 6,11 6,12 6,13 6,14 6,15 6,16 6,17 6,18 6,19 6,20 6,21 6,22 6,23 6,24 6,25 6,26 6,27 6,28 6,29 6,30 6,31 «Yuba County Five». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιανουαρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2023.
- ↑ 7,0 7,1 7,2 «Yuba County Five».
- ↑ Smollar, Dave (March 10, 1978). «Missing 5: Foul Play suspected». Los Angeles Times: σελ. 47. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις February 19, 2018. https://web.archive.org/web/20180219090448/https://www.newspapers.com/clip/13126392/the_los_angeles_times/. Ανακτήθηκε στις February 16, 2018.
- ↑ https://www.thehumanexception.com/l/the-yuba-county-5-revisited/=the-yuba-county-5-revisited. Missing or empty
|title=
(βοήθεια)[νεκρός σύνδεσμος] - ↑ Smollar, Dave (March 10, 1978). «Missing 5: Foul Play suspected: 5 May Have Met Foul Play». Los Angeles Times: σελ. 48. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις February 20, 2018. https://web.archive.org/web/20180220092319/https://www.newspapers.com/clip/13126398/the_los_angeles_times/. Ανακτήθηκε στις February 16, 2018.
- ↑ «Five Men Vanish in Wilderness». The Desert Sun. March 9, 1978. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις February 20, 2018. https://web.archive.org/web/20180220151947/https://cdnc.ucr.edu/cgi-bin/cdnc?a=d&d=DS19780309.2.32. Ανακτήθηκε στις February 19, 2018.
- ↑ 12,0 12,1 12,2 «the-yuba-city-5-detour-to-death».
- ↑ «Cold case: Why did 5 Northern California men disappear in 1978?». Sacramento Bee. February 26, 2019. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις April 21, 2019. https://web.archive.org/web/20190421034213/https://www.sacbee.com/news/local/crime/article226777394.html. Ανακτήθηκε στις April 20, 2019.