Ολιβίνης
Ολιβίνης. Προέλευση: Όρος Έρεβος, Ανταρκτική | |
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Νησοπυριτικά. Ομάδα ολιβίνη |
Χημικός τύπος | (Mg,Fe+2)2SiO4 |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | 3,3 - 4,4 gr/cm3 (αναλόγως σύστασης) |
Χρώμα | Ελαιοπράσινο, ανοικτό έως βαθύ πράσινο, γκρίζο, καστανέρυθρο |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Ρομβικό |
Κρύσταλλοι | Βραχυπρισματικοί |
Υφή | Κοκκώδης, προσομοιάζει με της ζάχαρης |
Διδυμία | - |
Σκληρότητα | 6,5 - 7 |
Σχισμός | Ασαφής |
Θραύση | Ακανόνιστη |
Λάμψη | Υαλώδης |
Γραμμή κόνεως | Λευκή |
Πλεοχρωισμός | Ασθενής, x, y = Λευκός, z = πορτοκαλί |
Διαφάνεια | Διαφανής έως ημιδιαφανής |
Με τον όρο ολιβίνης (αγγλ. olivine) εννοείται ισόμορφη παράμιξη που προκύπτει από τα ορυκτά φορστερίτη (Mg2SiO4) και Φαϋαλίτη (Fe+22SiO4) και, επισήμως, δεν αποτελεί, ως παράμιξη, αυτοτελές ορυκτό. Ο ολιβίνης είναι βιομηχανικό ορυκτό που χρησιμοποιείται σαν πυρίμαχο υλικό. Το όνομά του προέρχεται από το ελαιοπράσινο (olive-green) χρώμα του. Αποτελεί κυρίαρχο συστατικό των βασικών (βασάλτης, γάββρος, δολερίτης) και των υπερβασικών πυριγενών πετρωμάτων (περιδοτίτης, δουνίτης). Συνδέεται με ορυκτά της ομάδας του πυροξένου, πλαγιόκλαστα, τάλκη και, ιδιαίτερα, σερπεντίνη, προς τον οποίο και εξαλλοιώνεται. Απαντά, επίσης, και σε μεταμορφωμένα πετρώματα, κυρίως πράσινο μάρμαρο (ολιβινικά μάρμαρα). Δεν είναι δυνατό να συνυπάρξει με πετρώματα που περιέχουν χαλαζία (διοξείδιο του πυριτίου, SiO2), επειδή θα αντιδρούσε με αυτό προς ενστατίτη (MgSiO3):
- Mg2SiO4 + SiO2 → 2MgSiO3
Λόγω της υψηλής του ανθεκτικότητας στην θερμότητα χρησιμοποιείται στην κατασκευή βασικών πυρίμαχων υλικών μέτριας προς υψηλής αντοχής, παρόλο που δεν έχει την πυριμαχικότητα της μαγνησίας. Είναι ευρύτατα διαδεδομένος, καθώς αποτελεί συστατικό συχνά εμφανιζόμενων πετρωμάτων. Έχει ανιχνευθεί δε και στη Σελήνη, στον Άρη και γενικά σε πλανήτες και μετεωρίτες[1]. Αναφέρεται δε ως ένα σημαντικό συστατικό πλανητών τύπου γης[2]. Συνώνυμό του είναι το ορυκτό χρυσοπάλιος (chrysopal).
Μια διαφανής πράσινη ποικιλία του είναι το περίδοτο (αγγλ. peridote), το οποίο χρησιμοποιείται ως ημιπολύτιμος λίθος. Η καλή ποιότητα περιδότου περιέχει λιγότερο από 15% σίδηρο, ενώ μπορεί να περιέχει και ίχνη χρωμίου ή νικελίου, που συμβάλλουν στον χρωματισμό του. Το περίδοτο βρέθηκε για πρώτη φορά στο νησί Ζαμπαργκάντ (Zabargad) της Ερυθράς θάλασσας, κοντά στην Αίγυπτο. Έχει, επίσης, ανευρεθεί στους σιδηρονικελιούχους μετεωρίτες (παλλασίτες, pallasites).
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks READ BOOKS, 2008 ISBN 1-4437-4224-4
Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Olivine Αρχειοθετήθηκε 2011-08-19 στο Wayback Machine., Minelco
- ↑ Masaaki Miyaharaa, Eiji Ohtania, Shin Ozawaa, Makoto Kimurab, Ahmed El Goresyc, Takeshi Sakaid, Toshiro Nagasee, Kenji Hiragaf, Naohisa Hiraog, and Yasuo Ohishig (March 28 2011). «Natural dissociation of olivine to (Mg,Fe)SiO3 perovskite and magnesiowüstite in a shocked Martian meteorite». Proceedings of the National Academy of Sciences. doi: . «Olivine is one of the major constituent minerals of terrestrial planets.»