Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ομάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ
Περίοδος23 Αυγούστου 634 - 3 Νοεμβρίου 644
ΠροκάτοχοςΑμπού Μπακρ
ΔιάδοχοςΟθμάν ιμπν Αφφάν
Γέννηση586-590
Μέκκα, Αραβία
Θάνατος7 Νοεμβρίου 644
Μεδίνα, Αραβία
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ ή Ουμάρ Α΄ (μεταξύ 586 και 5907 Νοεμβρίου 644, αραβικά: عمر بن الخطاب) ή Ούμαρος κατά τον βυζαντινό χρονικογράφο Θεοφάνη Ομολογητή[1] υπήρξε ένας από τους πιο ισχυρούς και σημαίνοντες μουσουλμάνους χαλίφηδες στην ιστορία. Ήταν "σαχάμπι" (σύντροφος) του Προφήτη Μωάμεθ. Διαδέχθηκε τον χαλίφη Αμπού Μπακρ (632-634) ως δεύτερος κατά σειρά χαλίφης του Πατριαρχικού Χαλιφάτου στις 23 Αυγούστου 634. Ήταν ειδικός στη νομολογία του Ισλάμ και περισσότερο γνωστός για την ευσεβή και δίκαιη φύση του χαρακτήρος του, που του έδωσε τον τίτλο Αλ-Φαρούκ (αυτός που διακρίνει ανάμεσα στο σωστό και το λάθος). Αναφέρεται κάποιες φορές ως χαλίφης Ουμάρ Α΄ από τους ιστορικούς του Ισλάμ, για να διακρίνεται από τον Ουμάρ Β΄, έναν ύστερο Ομεϋάδα χαλίφη.

Υπό την χαλιφεία του Ουμάρ η Ισλαμική Αυτοκρατορία επεκτάθηκε σε πρωτόγνωρο βαθμό διαφεντεύοντας ολόκληρη την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών Περσών και περισσότερα από τα δύο τρίτα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι επιθέσεις του εναντίον της Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών κατέληξαν στην κατάκτηση της περσικής αυτοκρατορίας σε λιγότερο από δύο χρόνια.

Γεννήθηκε μεταξύ του 586 και του 590 και ανήκε στην ελίτ της φυλής των Κουραϊσιτών. Εκλεκτό μέλος, αντιπροσώπευε τη φυλή σε ‘’διπλωματικές αποστολές’’ που γίνονταν με άλλες φυλές για να διαπραγματευθεί εξ ονόματος των Κουραϊσιτών.

Το 610 ο Μωάμεθ άρχισε το κηρύσσει το μήνυμα του Ισλάμ. Ο Ουμάρ (όπως και πολλοί άλλοι στη Μέκκα) αντιτάχθηκε στην νέα αυτή θρησκεία και επεδίωξε να δολοφονήσει τον Μωάμεθ, καθώς ήταν αποφασισμένος να υπερασπιστεί την παραδοσιακή πολυθεϊστική θρησκεία και τα έθιμα της Αραβίας.[2][3] Κατά την περίοδο αυτή ήταν προβεβλημένο μέλος της καταδίωξης των Μουσουλμάνων και υπήρξε σκληρός κατά την πάταξη τους,[4] καθώς πίστευε πως η ενότητα των Κουραϊσιτών -ομάδα φυλών της Μέκκας- απειλούνταν από το Ισλάμ το οποίο έβλεπε ως αιτία διαίρεσης και αναστάτωσης.[4]

Λόγω των διώξεων αυτών το 615 ο Μωάμεθ παρήγγειλε σε κάποιους από τους ακολούθους του να μεταναστεύσουν στην Αβυσσηνία (σημερινή Αιθιοπία), και το χρονικό σημείο αυτό ονομάζεται πλέον πρώτη Εγίρα και αποτελεί την έναρξη του έτους Εγίρας, την βάση του ισλαμικού ημερολογίου.[5]

Ασπασμός του Ισλάμ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ουμάρ ασπάστηκε τελικά τον Ισλαμισμό το 616, μόλις ένα έτος μετά την φυγή μέρους των Μουσουλμάνων στην Αβυσσηνία. Κατά την παράδοση, ο Ουμάρ ήταν καθ' οδόν να δολοφονήσει τον Μωάμεθ όταν στον δρόμο συνάντησε έναν στενό του φίλο, ο οποίος είχε γίνει μουσουλμάνος κρυφά, και ακούγοντας τα σχέδια του Ουμάρ κατάφερε να τον μεταπείσει. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, ο Ουμάρ φοβούνταν για την ζωή του, καθώς οι Μουσουλμάνοι σκόπευαν να τον δολοφονήσουν, έτσι ο φίλος του τον πήρε υπό την προστασία του,[6] με άλλες διηγήσεις να αναφέρουν πως η αδερφή και ο σύζυγος της αδερφής του Ουμάρ είχαν ασπαστεί ήδη το Ισλάμ και έτσι μετά από την αρχική αναστάτωση η στάση του Ουμάρ άλλαξε.[7][8]

Έπειτα ο Ουμάρ συνάντησε τον Μωάμεθ, και με το ίδιο ξίφος με το οποίο σκόπευε αρχικά να τον δολοφονήσει, ασπάστηκε ενώπιον του το Ισλάμ, σε ηλικία 39 ετών.[9] Μετά τον προσηλυτισμό του, ο Ουμάρ πληροφόρησε τους Κουραϊσίτες πως ήταν πλέον και ο ίδιος μουσουλμάνος, ενώ άρχισε πλέον να προσεύχεται σε κοινή θέα, παρά την δυσφορία που προκαλούσε στους πολυθεϊστές,[10] οι οποίοι όμως δεν τολμούσαν να τον σταματήσουν, κάτι που βοήθησε και τους υπόλοιπους μουσουλμάνους να αρχίσουν πλέον να προσεύχονται ανοικτά.[11]

Την ιστορία του προσηλυτισμού του, την αναφέρει ο Άραβας ιστορικός Ibn Al- Jawziyy στο βιβλίο του Sifatus-Safwah. Εκεί διηγείται πως μια μέρα που ο Ομάρ, ακολουθώντας τις επιταγές της φυλής του, των Κουραϊσιτών, βγήκε με το σπαθί στο χέρι, για να σκοτώσει τον Μωάμεθ, συναντάει στον δρόμο του κάποιον που τον πληροφορεί ότι ο γαμπρός του και η κόρη του είχαν ήδη ασπαστεί τη πίστη του εχθρού του, οπότε αλλάζει προορισμό και κατευθύνεται στο σπίτι της κόρης του. Εκείνοι, ύστερα από μια μικρή αψιμαχία, παραδέχονται ότι πραγματικά ασπάσθηκαν την αληθινή θρησκεία και λατρεύουν τον ένα και μοναδικό Θεό. Ο Ομάρ ζητάει να διαβάσει αυτό που εκείνοι διάβαζαν, και διαβάζοντας ζητάει από έναν παρευρισκόμενο, ακόλουθο και αυτόν του Μωάμεθ, να τον πάει στον Προφήτη. Πράγματι, ο Μωάμεθ αντιδρά σαν να τον περίμενε. «Ο Αλλάχ οδήγησε τα βήματά σου σε μένα», του λέει. Ο Ομάρ, αναγνωρίζοντας ότι αυτό ήταν αλήθεια, πέφτει στα γόνατα, και ομολογεί την μουσουλμανική ομολογία πίστης: « ομολογώ ότι ο θεός είναι ένας και ο Μωάμεθ είναι ο Προφήτης του»[12]. Ήταν ο 40ός άνθρωπος που ακολούθησε τον προφήτη. Οι μουσουλμάνοι της εποχής του, αναφέρουν : «πριν τον Ομάρ δεν μπορούσαμε να προσευχηθούμε στην Κάαμπα δημόσια, μετά τον προσηλυτισμό του όμως, ο Ομάρ πάλεψε με όλους και κέρδισε το δικαίωμα της προσευχής και για μας.» [13]

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης Εγίρας, ο Ουμάρ εν αντιθέσει με τους περισσότερους Μουσουλμάνους, δεν έφυγε κρυφά για τη Μεδίνα. Η παράδοση αναφέρει ότι πήρε το σπαθί του, το τόξο και τα βέλη του, και πηγαίνοντας στην Κάαμπα, όπου εκείνη την ώρα ήταν συγκεντρωμένη όλη η ηγεσία των Κουραϊσιτών, τους ανακοίνωσε ότι έφευγε λέγοντάς τους ότι αν προσπαθούσαν να τον σταματήσουν θα έπρεπε να ήταν έτοιμοι να πεθάνουν.[14][15] Πράγματι ήταν από τους πρώτους που μετανάστευσαν στην Μεδίνα, ακολουθούμενος από 20 μέλη της οικογένειάς του.[9]

Περίοδος στη Μεδίνα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο Μωάμεθ έφτασε στη Μεδίνα, επεδίωξε την ζευγάρωση των μουσουλμάνων με τους κατοίκους της περιοχής. Μετά από περίπου ένα χρόνο, το 624, οι Κουραϊσίτες επιτέθηκαν στους μουσουλμάνους με τον στρατό που είχαν συγκεντρώσει στη μάχη της Μπαντρ, όπου οι μουσουλμάνοι αναδείχθηκαν νικητές. Το 625, στη μάχη της Ουχούντ, ο Ουμάρ διακρίθηκε για την αντιμετώπιση του ιππικού των Κουραϊσιτών, ωστόσο οι μουσουλμάνοι ηττήθηκαν.[16] Αργότερα κατά το ίδιο έτος η κόρη του Ουμάρ παντρεύτηκε τον Μωάμεθ.[17]

Μετά τον θάνατο του Μωάμεθ, ο Ομάρ συμφώνησε και παρότρυνε και άλλους να συμφωνήσουν μαζί του, ότι ο καταλληλότερος να οριστεί διάδοχος του Προφήτη ήταν ο Αμπού Μπακρ και χωρίς ίχνος φθόνου, τον στήριξε τα δυο χρόνια που κράτησε η χαλιφεία του.

Η χαλιφεία του Ουμάρ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την επομένη μέρα του θανάτου του Αμπού Μπακρ, 24 Αυγούστου του 634, διαβάστηκε στους πιστούς η διαθήκη του, με την οποία συμφώνησε όλη η κοινότητα. Δεκατρία χρόνια μετά την Εγίρα ο Ομάρ έγινε ο δεύτερος χαλίφης και του δόθηκε ο τίτλος ηγέτης των πιστών, (Amir al Mu’mineen), ένας τίτλος που συνόδευε την εξουσία όλων των χαλιφών από αυτόν και μετά. Το 639 αποφάσισε και εκτέλεσε τη μεταρρύθμιση του μουσουλμανικού ημερολογίου, θέτοντας το έτος 623- το έτος της Εγίρας- σαν το πρώτο έτος χρονολόγησης, της «καινούργιας» ζωής των Μουσουλμάνων και όρισε τον Μουχαρράμ σαν τον πρώτο μήνα του έτους. Το 642 συζήτησε με το συμβούλιό του την πρακτική της βυζαντινής διοίκησης (την καταγραφή όλων των διοικητικών πράξεων) και αποφάσισε την εφαρμογή της και στο δικό του κράτος. Έτσι άρχισαν κατ’ αρχήν να εγγράφονται σε καταλόγους (Divans) όλες οι οικονομικές συναλλαγές και μετά άρχισε να τηρείται αρχείο των στρατιωτών και των στρατολογήσεων. Μετά, άρχισαν να καταγράφονται όλοι οι πολίτες της Μεδίνας και των γύρω περιοχών ανά οικογένεια. Ο σκοπός αυτής της καταγραφής ήταν να δοθούν οι επιδοτήσεις των 5000 ντιράμ το χρόνο,-από τα λάφυρα των πολέμων -σε όλους τους Μουσουλμάνους πολίτες που είχαν ακολουθήσει τον Προφήτη από τη μάχη του Μπαντρ και μετά. Επιδότησε με 2000 ντιράμ το χρόνο όσους έγιναν Μουσουλμάνοι μετά την κατάκτηση της Μέκκας, καθώς και τους γιούς αυτών των μουσουλμάνων. Με το ίδιο επίσης ποσό, επιδότησε και τους Μουσουλμάνους των άλλων φυλών και των άλλων περιοχών της Αραβίας. Έδωσε επίδομα βοήθειας, 100 ντιράμ για κάθε βρέφος που γεννιόταν, ενώ το επίδομα γινόταν 200 ντιράμ το χρόνο όταν το παιδί μεγάλωνε.[18].Φρόντισε για τη τύχη των φτωχών, των ορφανών και των άπορων, μοιράζοντας τους το φόρο ελεημοσύνης (zakat), που πλήρωναν όλοι οι μουσουλμάνοι, και έχτισε αποθήκες με τρόφιμα σε κάθε πόλη που οι φτωχοί μπορούσαν να πάρουν από εκεί δωρεάν ότι είχαν ανάγκη.

Επιδότησε με σημαντικό ποσό όλους τους μουσουλμάνους που έφυγαν από την Αραβία για να εποικίσουν τις καινούριες μουσουλμανικές πόλεις που δημιουργήθηκαν. Επίσης, δημιουργήθηκε δημόσιο θησαυροφυλάκιο που εμπλουτιζόταν συνέχεια από τους φόρους υποτέλειας, τα λάφυρα, τους διάφορους φόρους του εμπορίου, τα λύτρα για την απελευθέρωση κρατουμένων κ.ά.

Το ντιράμ έγινε το πρώτο νόμισμα της ενιαίας Αραβίας.

Χώρισε την κατακτημένη γη σε επαρχίες: στη περιοχή της Κούφας, της Βασόρας, της Αραβικής χερσόνησου, της Συρίας, της Αιγύπτου και της Μοσούλης. Διόρισε διοικητές και τους υποχρέωνε σε συχνές αναφορές ώστε να έχει πάντα πλήρη έλεγχο της κατάστασης. Συνέχισε τη διοικητική δομή που υπήρχε στην Βυζαντινή αυτοκρατορία και εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τα ικανά στελέχη της προηγούμενης γραφειοκρατικής τάξης για να βοηθήσουν στη στερέωση της καινούριας διοικητικής και γραφειοκρατικής τάξης. Διόρισε δικαστές (Qadis) για να επιλύουν τα προβλήματα σύμφωνα με το δίκαιο του Κορανίου, πλέον. Οι δικαστές υπήρχαν σε κάθε πόλη, σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης και μάλιστα ήταν ιδιαίτερα καλοπληρωμένοι, άτομα υψηλής μόρφωσης και υψηλής κοινωνικής εκτίμησης.

Επίσης οργάνωσε τα στρατεύματα με πιο επαγγελματικό τρόπο αντιγράφοντας και εδώ με επιτυχία τις δοκιμασμένες στρατιωτικές δομές και της Βυζαντινής αλλά και της Περσικής αυτοκρατορίας. Καθιέρωσε επαγγελματίες στρατιωτικούς που μισθοδοτούνταν και αυτοί πλουσιοπάροχα από το δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Δημιούργησε ένα πολύ καλά οργανωμένο σώμα «κατασκόπων», διασπαρμένο σε όλες τις περιοχές που ενδιέφεραν τους Άραβες, όχι μόνο για τους εχθρούς αλλά και για τους φίλους, και τους δικούς του αξιωματικούς. Κυβερνούσε το στράτευμα –αν και από μακριά- με σιδερένια πυγμή και ήθελε να είναι πάντα ενήμερος για όλες τις κινήσεις των στρατιωτικών του. Αντάλλασσε συνεχώς μηνύματα με τους στρατηγούς του και τους υπαγόρευε τις επόμενες κινήσεις, τις επόμενες πόλεις που έπρεπε να κατακτηθούν, ακόμα και τον τρόπο με τον οποίο αυτό έπρεπε να γίνει.[19]

Δημιούργησε αστυνομικές υπηρεσίες, φυλακές, εγκατέστησε στρατιωτικά φυλάκια σε κρίσιμα σημεία. Οργάνωσε και «υπουργείο οικονομικών», που καταχώρισε τους ιδιοκτήτες γης, και τους φορολόγησε με διάφορους έγγειους φόρους (Κharatj)

Έχτισε ξενοδοχεία και σταθμούς καραβανιών στην Αραβία, άνοιξε αρδευτικά κανάλια, δημιούργησε σχολεία για αγόρια και κορίτσια επιβάλλοντας τη μισθοδοσία των δασκάλων από τους διδασκομένους, ενίσχυσε το εμπόριο καλώντας και ξένους εμπόρους να εμπορευτούν στην χώρα του, εγκατέστησε τελωνεία και διόδια, καθιέρωσε μέτρα και σταθμά καθώς και αγορανομικούς ελέγχους και προσπάθησε να περιορίσει τα μονοπώλια.[20]

Η κατάκτηση της Παλαιστίνης, Ιορδανίας και Συρίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
χάρτης της κατάκτησης της Συρίας

Η πρώτη εντολή του Ομάρ ήταν η κατάκτηση της Δαμασκού. Οι τρεις ικανότατοι στρατηγοί του, ο Αμπού Ουμπάιντα ιμπν αλ-Τζάρραχ, ο Αμρ ιμν Αλ-Ας και ο Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ, βρέθηκαν μπροστά στα τείχη της πόλης, την οποία και πολιόρκησαν για 70 μέρες. Η πόλη τελικά έπεσε τον Σεπτέμβρη του 634 χάρη στο θάρρος του Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ.[21] Ο Χαλίντ κατόρθωσε να ανέβει κρυφά στα τείχη τη νύχτα, να κατέβει μέσα, να σκοτώσει τους φρουρούς και να ανοίξει τις πύλες για τους Άραβες στρατιώτες. Μετά τη κατάκτηση της πόλης, η επόμενη μεγάλη μάχη ήταν αυτή που δόθηκε στη Fahl, «η μάχη της λάσπης» όπως την ονόμασαν οι Άραβες τον Γενάρη του 635. Η νίκη αυτή άνοιξε τις πύλες της κατάκτησης ολόκληρης της Ιορδανίας. Τα στρατεύματα χωρίστηκαν. Ο Αμρ ιμπν Αλ Ας άρχισε τη κατάκτηση των παραθαλάσσιων πόλεων της Παλαιστίνης, ο Σουχραμπίλ έφτασε μέχρι τη Τύρο, ενώ ο Γιαζίντ κατάκτησε τη Σιδώνα, την Άκρα και τη Βηρυτό. Μέχρι τον Δεκέμβρη του 635 όλη η Παλαιστίνη, η Ιορδανία και η νότια Συρία ήταν πλέον μουσουλμανικές. Τον Μάρτη του 636 ο Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ διαπραγματεύτηκε και πέτυχε την παράδοση της Έμεσσας, την πρώην έδρα του αυτοκράτορα Ηράκλειου. Στα υψίπεδα του Γκολάν στη Συρία, στις όχθες του ποταμού Γιαρμούκ δόθηκε η ομώνυμη μάχη,-η μάχη του ποταμού Γιαρμούκ που κράτησε 6 ολόκληρες μέρες, τον Αύγουστο του 636. Και οι δυο πλευρές έδωσαν τις καλύτερες δυνάμεις τους, σε μια μάχη που ο νικητής της, θα τα έπαιρνε όλα. Νίκησαν οι Άραβες.

Η Βυζαντινή κυριαρχία στη Συρία έληξε για πάντα, ο Ηράκλειος γύρισε στη Κωνσταντινούπολη, αποδεχόμενος την ήττα του.[22]

Η κατάκτηση της Ιερουσαλήμ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
η είσοδος του Ουμάρ στην Ιερουσαλήμ

Ο Άραβας στρατηγός Αμρ ιμπν Αλ-Ας, επειδή δεν ήθελε να αποφασίσει αυτός για το ποια θα ήταν η επόμενη πολεμική επιχείρηση, έστειλε μήνυμα στον Ομάρ, ρωτώντας τον που να κατευθυνθεί: Καισάρεια ή Ιερουσαλήμ. Ο Ουμάρ του υπέδειξε την Ιερουσαλήμ σαν πρώτη προτεραιότητα. Έφτασε έξω από τα τείχη της πόλης στις αρχές του Νοέμβρη του 636, και άρχισε μια πολιορκία που θα κρατούσε 4 μήνες.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Ιμπν Καθείρ, ο πατριάρχης Σωφρόνιος απελπισμένος ότι θα μπορούσε να έρθει βοήθεια – αφού η ίδια η φρουρά εγκατέλειψε τη πόλη - ήταν διατεθειμένος να αρχίσει διαπραγματεύσεις για την παράδοση και τη πληρωμή του φόρου υποτέλειας αλλά μόνο αν η συμφωνία υπογραφόταν από τον ίδιο τον Ομάρ. Ο Αμπού Ομπέιντα, ο αρχιστράτηγος της εκστρατείας στη Συροπαλαιστίνη, ενημέρωσε τον Ομάρ και εκείνος δέχτηκε να παρευρεθεί και ξεκίνησε το πρώτο από τα τέσσερα ταξίδια που θα έκανε στη Συρία. Πράγματι, η συμφωνία υπογράφηκε τον Απρίλη του 637.[23]

Μετά τη συμφωνία ο Ομάρ θέλησε να επισκεφτεί τη πόλη και ένα πρωί συνοδεία σχεδόν όλων των στρατηγών του, πέρασε τις πύλες της. Αφού καθορίστηκαν και οι τελευταίες λεπτομέρειες, ξανά επέστρεψε την επόμενη μέρα για μια ξενάγηση στη πόλη. Ο Ομάρ βαθύτατα συγκινημένος, προσκύνησε στο χώρο που μετέπειτα θα ανεγειρόταν απο τον Αμπντ αλ Μαλίκ - το τέμενος που ονομάζεται «Θόλος του Βράχου» και «Τέμενος του Ομάρ».[24] Κατά το διάστημα της παραμονής του, στην ευρύτερη περιοχή, επισκέφτηκε επίσης και το ναό του Ιησού Χριστού που βρίσκεται στη Βηθλεέμ και προσευχήθηκε σε αυτόν. Υπέγραψε ο ίδιος και άλλες συμφωνίες με τους κατοίκους των γύρω πόλεων, χώρισε τα κατακτημένα εδάφη σε δυο επαρχίες, διόρισε τον Αμρ ιμπν Αλ- Ας, κυβερνήτη της Παλαιστίνης, πήρε το 1/5 από τα λάφυρα που είχε μαζέψει ο αραβικός στρατός και αφού έδωσε τις επόμενες κατευθύνσεις της εκστρατείας, επέστρεψε στη Μεδίνα.[25]

Μετά τη κατάκτηση και αυτής της πόλης, ο στρατός του Αμπού Ομπάιντα και του Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ, τράβηξαν για το Χαλέπι. Και αυτή η πολιτεία παραδόθηκε ύστερα από 4μηνη πολιορκία, τον Οκτώβρη του 637, αφού μάταια οι κάτοικοί της περίμεναν τη βοήθεια του Ηράκλειου, που δεν μπορούσε πια να προσφέρει τίποτα. Μετά ο αραβικός στρατός του Αμπού Ομπέιντα έστριψε δυτικά και βάδισε για την Αντιόχεια. Στις 30 του Οκτώβρη του 637, η πόλη άνοιξε τις πύλες της, στους Άραβες.

Η κατάκτηση της Περσίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
η μάχη της Καντισίγια από ένα περσικό χειρόγραφο

Ο Ουμάρ διόρισε τον Αλ-Μουθάννα αρχιστράτηγο των αραβικών στρατευμάτων με σκοπό να ολοκληρώσει τη κατάκτηση του Ιράκ που είχε αρχίσει ο Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ. Ο νέος αντίπαλος, ήταν ο στρατηγός Ρουστέμ. Ο Ρουστέμ κινητοποίησε μεγάλα στρατεύματα και οι δυο αυτοί νέοι στρατοί πρωτοήρθαν αντιμέτωποι στη Μάχη της Γέφυρας, τον Οκτώβρη του 634. Εκεί οι Μουσουλμάνοι γνώρισαν την πρώτη τους ήττα. Η παρουσία των ελεφάντων, τρόμαξε στρατιώτες και άλογα με αποτέλεσμα να επέλθει πανικός, οπισθοχώρηση και στο τέλος, η ήττα. 4000 μουσουλμάνοι σκοτώθηκαν και 2000 τράπηκαν σε φυγή.[26].Γρήγορα όμως, τον Νοέμβρη του 635 πήραν το αίμα τους πίσω, νικώντας στη μάχη του Αλ-Μπουέιμπ, ενός παραπόταμου του Ευφράτη. Η μάχη αυτή ήταν και αρκετά προσοδοφόρα σε λάφυρα, μεταξύ αυτών χρυσός αλλά και τα τόσο πολύτιμα σε συνθήκες εκστρατείας-τρόφιμα και ζωντανά πρόβατα. Ο Ουμάρ, διέταξε τον Σά’αντ ιμπν Αμπί Γουάκας να αναλάβει την αρχηγία, του έδωσε μερικές πολεμικές συμβουλές και τον έστειλε στη Περσία, επικεφαλής 30.000 πολεμιστών, από όλη την Αραβία.

Οι δυο στρατοί συναντήθηκαν για δεύτερη φορά στη περιοχή της Αλ-Καντισίγια, κοντά στη Χίρα, για να δώσουν τη πιο πολύνεκρη, σκληρή αλλά και σημαντικότερη μάχη της κατάκτησης της Περσίας. Οι Άραβες νίκησαν, ο Ρουστέμ σκοτώθηκε, σε μια μάχη που κράτησε 4 μέρες! Οι Άραβες κυνηγώντας τα διαλυμένα στρατεύματα των Περσών έφτασαν στην Κτησιφώντα, το Μάρτη του 637, τη πρωτεύουσα της Περσικής αυτοκρατορίας που μόλις λίγο πριν είχε εγκαταλείψει ο Πέρσης βασιλιάς, Γιαζνταγκίρντ. Ο πλούτος της πόλης ήταν εκπληκτικός! Όλα τα κοσμήματα, τα χρυσά και αργυρά αντικείμενα, τα μεταξωτά χαλιά και οι πολύτιμοι λίθοι, στάλθηκαν στον Ομάρ. το μερίδιο των στρατιωτών από τα λάφυρα ήταν το μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά.[27].

Μετά καταλήφθηκαν το Τακρίτ και η Μοσούλη και από εκεί κατευθύνθηκαν για τη κατάκτηση της Κιργισίας. Το 638 οι Μουσουλμάνοι εγκαθίστανται στη Βασόρα αφού σύμφωνα με το γράμμα του Οτμπα, που έστειλε στον Ομάρ για να πάρει την έγκρισή του… «…οι Μουσουλμάνοι πρέπει να έχουν ένα καταφύγιο για να περνάνε τους χειμώνες, όταν γυρίζουν από τις μάχες». Την ίδια χρόνια χτίστηκε και η περίφημη Κούφα, στην οποία πολλοί Άραβες κυρίως του νότου, έτρεξαν για να εγκατασταθούν μόνιμα αφού πήραν γενναίες επιχορηγήσεις από τον Ομάρ.

Το 641 δόθηκε ακόμα μια σημαντική μάχη στη Ναβαχάντ, μια πόλη κοντά στο Χαμαντάν, την οποία κέρδισαν και πάλι οι Άραβες, διώχνοντας τα περσικά στρατεύματα ακόμα πιο ανατολικά και προχώρησαν στη κατάκτηση και του Ισπαχάν. Έτσι, κυνηγώντας τον Γιαζνταγκίρντ, όλο και πιο βαθιά στην Περσία, συμπλήρωναν τις κατακτήσεις τους, μέχρι που ο φυγάδας βασιλιάς πέρασε τα περσικά εδάφη και κατέφυγε στο Τουρκεστάν.

Η κατάκτηση της Αιγύπτου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
χάρτης της κατάκτησης της Αιγύπτου

Όταν ο Ομάρ επισκέφτηκε την Παλαιστίνη για δεύτερη φορά μετά την πανώλη του 639, για να ανακατατάξει τους στρατηγούς και να διευθετήσει στρατιωτικά και διοικητικά ζητήματα ο Αμρ ιμπν Αλ-Ας του ζήτησε την άδεια να επιτεθεί και να κατακτήσει την Αίγυπτο. «Η Αίγυπτος», του είπε, «είναι πλούσια σε αγαθά και φτωχή σε στρατιωτική ετοιμότητα».[28] Ο Ομάρ τελικά συμφώνησε και του έδωσε 4000 στρατιώτες για να προχωρήσει στο σχέδιο του. Βάδισε κατά του Πηλούσιου (το σημερινό Πορτ Σάιντ) το οποίο και κατέκτησε στις 20 Γενάρη του 640. Επόμενος στόχος το Μπιλμπέις, με την οχυρωμένη πόλη του που το πολιόρκησε για ένα μήνα. Αφού το κατέκτησε και αυτό προχώρησε προς τη δεύτερη σημαντικότερη τότε πόλη της Αιγύπτου μετά την Αλεξάνδρεια, την Ηλιούπολη, όπου και έδωσε τη περίφημη μάχη τον Ιούλη του 640. 15.000 μουσουλμάνοι εναντίον 20.000 Βυζαντινών. Αφού νίκησε και εκεί προχώρησε προς τη περιοχή του σημερινού Καϊρου όπου 15 μέρες αργότερα κατάκτησε και την Αλ Φαγιούμ, την κυριότερη πόλη της περιοχής. Αφού ο Ομάρ τον ενίσχυσε με περίπου άλλους 5000 άντρες προχώρησε τον Σεπτέμβρη του 640 για το Φρούριο της Βαβυλώνας, ένα ισχυρότατο φρούριο που είχαν χτίσει οι Πέρσες στα περίχωρα της Αλεξάνδρειας. Τελικά το φρούριο έπεσε στα χέρια των Αράβων στις 9 Απρίλη του 641. Ο τελευταίος στόχος ήταν η Αλεξάνδρεια. Η πόλη παραδόθηκε και στις 8 Νοεμβρίου του 641 υπογράφηκε και η συμφωνία παράδοσης.[29]

Ο Ουμάρ τελικώς, μετά από δέκα χρόνια χαλιφείας (634-644), δολοφονήθηκε το 644 από έναν αιχμάλωτο πολέμου, στη Μεδίνα.

Ο διάδοχος του Αμπού Μπακρ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αμπού Μπακρ πεθαίνοντας όρισε τον Ομάρ ιμπν αλ- Χαττάμπ σαν διάδοχό του. Στη διαθήκη του έγραψε:

«Στο όνομα του ελεήμονος Θεού

Αυτή είναι η διαθήκη του Αμπού Μπάκρ ιμπν Αμπού Κοχάφα, την οποία συνέταξε την εποχή που ήταν έτοιμος να αφήσει αυτόν τον κόσμο και να μπει στον άλλο. Στον κόσμο που ο άπιστος θα πιστέψει, που ο αδύναμος θα γίνει δυνατός και ο ψεύτης θα πει την αλήθεια.

Διορίζω τον Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ σαν διάδοχό μου ανάμεσά σας. Για να τον ακούτε και να τον υπακούτε.

Τον γνωρίζω σαν άνθρωπο δίκαιο και σωστό. Αν όχι, θα κριθεί για τις πράξεις του. Και τον διορίζω πιστεύοντας ότι θα κάνει το σωστό, χωρίς όμως να ξέρω τα κρυμμένα πράγματα. Αυτοί όμως που πράττουν κακώς στο τέλος θα πληρώσουν τις συνέπειες των πράξεων τους. Σας αποχαιρετώ και εύχομαι το έλεος και η ευλογία του Θεού να είναι πάντα κοντά σας.» [30]

Ο θάνατος του Ουμάρ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
το τέμενος του Ουμάρ στην Ιερουσαλήμ

Κατά τη διάρκεια των πρωινών προσευχών στο τζαμί της Μεδίνας, και ενώ ο Ομάρ δεν είχε τελειώσει ακόμα τις προσευχές του, τον πλησίασε ο Φαϊρούζ αμπού Λουλουά (abu Lu’Lu’a), ένας Πέρσης της φυλής των Μάγων που είχε αιχμαλωτιστεί από Άραβες στη μάχη της Ναβαχάντ και πλέον ήταν δούλος ενός επιφανή Μεδιναίου, και τον μαχαίρωσε με ένα δίκοπο μαχαίρι, έξι φορές. Ύστερα εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος. Ο ιστορικός Ατ-Ταμπαρανί γράφει ότι ο Πέρσης σκότωσε προσπαθώντας να το σκάσει, ακόμα έξι Άραβες και μετά αυτοκτόνησε. Η δολοφονία ήταν σχεδιασμένη από τον αιχμάλωτο Πέρση αρχηγό της πόλης Αλ-Αχβάζ καθώς και από έναν Χριστιανό.[31] Σύμφωνα με τις διηγήσεις, ο Ομάρ δεν πέθανε αμέσως, παρά μεταφέρθηκε αιμόφυρτος στο σπίτι του όπου και ζήτησε να μάθει ποιος τον μαχαίρωσε. Μετά ζήτησε τον γιό του να του υποσχεθεί ότι θα ξεπληρώσει όλα τα οικονομικά χρέη του και τέλος, ζήτησε να πάει κάποιος στο σπίτι της Αϊσά, της γυναίκας του Προφήτη και να την παρακαλέσει να δώσει την άδεια να θαφτεί και ο Ομάρ εκεί, δίπλα στον Μωάμεθ και τον Αμπού Μπακρ, στο πάτωμα του δωματίου της. Μετά τον ρώτησαν ποιόν θα διόριζε για διάδοχό του. Εκείνος απέφυγε να ορίσει έναν συγκεκριμένο και είπε η εκλογή να γίνει ανάμεσα στους τέσσερεις καλύτερους συντρόφους του Προφήτη, τον Οθμάν ιμπν Αφφάν, τον ανιψιό του Μωάμεθ Αλή αμπού Ταλίμπ (Ali ibn abi Taleb) ή Αλής, τον Αζ-Ζουμπαϊρ (Al Zubair), τον Τάλα (Talha ibn Obaidullah), τον Αμπντούρ Ραχμάν (Abdul Rahman ibn A’ouf) και τον Σάαντ (Sa’ad ibn Waqqas). Διόρισε τον γιό του, σαν μάρτυρα ότι η εκλογή θα γίνει δίκαια, έδωσε τις πολύτιμες συμβουλές του στους διαδόχους του, και πέθανε στις 7 Νοεμβρίου του 644[32].

  1. η πληροφορία από το έργο του Κωνσταντίνου Αμάντου «Ιστορία του Βυζαντινού κράτους»τόμος Α',σελ'302. Αθήνα 1963, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων
  2. Armstrong, p. 128.
  3. Haykal, 1944. Chapter 1, p. 53.
  4. 4,0 4,1 Haykal, 1944. Chapter 1, p. 51.
  5. «Τι είναι για το Μωαμεθανισμό η Εγίρα και η Μεδίνα και γιατί οι πιστοί πάνε για προσκύνημα στη Μέκκα; - ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ». ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ. 24 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 18 Ιουνίου 2016. 
  6. Bukhari, Mohammad. Sahih Al-Bukhari. 5, Book 58, Number 204. 
  7. as-Suyuti, The History of Khalifahs Who Took The Right Way (London, 1995), pp. 107–108.
  8. Al Mubarakpury, Safi ur Rahman (2002). Ar-Raheeq Al-Makhtum (The Sealed Nectar). Darussalam. σελίδες 130–131. ISBN 9960-899-55-1. 
  9. 9,0 9,1 Tartib wa Tahthib Kitab al-Bidayah wan-Nihayah by ibn Kathir, published by Dar al-Wathan publications, Riyadh Kingdom of Saudi Arabia, 1422 Anno hegiræ (2002), compiled by Muhammad ibn Shamil as-Sulami, p. 170, ISBN 978-9960-28-117-9
  10. Armstrong, p. 35.
  11. Serat-i-Hazrat Umar-i-Farooq, Mohammad Allias Aadil, p. 30
  12. Biographies of the rightly guided Caliphs, σελ.145
  13. Mohammad ibn Obaid,από το βιβλίο «Omar ibn al- Khattab» του Mohammad Redha, Λίβανος,1999. σελ.21
  14. Serat-i-Hazrat Umar-i-Farooq, Mohammad Allias Aadil, p. 119
  15. Armstrong, p. 152.
  16. Serat-i-Hazrat Umar-i-Farooq, Mohammad Allias Aadil, pp. 40–41
  17. Serat-i-Hazrat Umar-i-Farooq, Mohammad Allias Aadil, p. 42, Sahih al Bukhari
  18. από το βιβλίο-βιογραφία του Ουμάρ, Al Farouk, Omar ibn al-Khattab,the second Caliph. Του Mohammad Redha, Λίβανος, 1999. σελ.41
  19. At- Tabari,βιβλίο 2, σελ.658
  20. Biographies of the rightly guided Caliphs, σελ. 215-216
  21. MoerThe Caliphate: Its Rise, Decline, and Fall, κεφ.13
  22. Ε.Gibbon «Decline and Fall of Roman Empire», τόμος 5, σελ.527 Λονδίνο 1954
  23. από το βιβλίο Khalid ibn Walid, The Sword of Allah του αξιωματικού A.I.Akram, Πακιστάν, 1969 σελ. 322-323
  24. Biographies of the rightly guided Caliphs, σελ. 243-246
  25. από το βιβλίο-βιογραφία του Ουμάρ, Al Farouk, Omar ibn al-Khattab,the second Caliph. Του Mohammad Redha, Λίβανος, 1999.
  26. Mohammad ibn Obaid,από το βιβλίο «Omar ibn al- Khattab» του Mohammad Redha, Λίβανος,1999. σελ.67
  27. από το βιβλίο-βιογραφία του Ουμάρ, Al Farouk, Omar ibn al-Khattab,the second Caliph. Του Mohammad Redha, Λίβανος, 1999. σελ.137-138
  28. από το βιβλίο-βιογραφία του Ουμάρ, Al Farouk, Omar ibn al-Khattab,the second Caliph. Του Mohammad Redha, Λίβανος, 1999. σελ σελ183.
  29. όπου και παραπάνω, σελ.218
  30. επιστολή στους κατοίκους της Μέκκα, από την «Ιστορία των Σαρακηνών» του 1708, από Wikisource.
  31. Biographies of the rightly guided Caliphs, by Tamir Abu As Sood Muhammad & Noha Camal ed Din Abu al Yazid. εκδ. Dar-el-Manara, Κάιρο, 2001.σελ. 243-246
  32. από το βιβλίο-βιογραφία του Ουμάρ, Al Farouk, Omar ibn al-Khattab,the second Caliph. Του Mohammad Redha, Λίβανος, 1999. σελ 239.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • [1] Βιογραφία από ισλαμική ιστοσελίδα