Πιτθέας
Πιτθέας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Πιτθέας (Ελληνικά) |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Ηνιόχη Αίθρα |
Γονείς | Πέλοπας και Ιπποδάμεια του Οινομάου |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | βασιλιάς της Αργολίδας |
Στην Αρχαία ελληνική μυθολογία ο Πιτθέας (Πιτθεύς) ήταν βασιλιάς της Τροιζήνας, γιος του Πέλοπα και της Ιπποδαμείας ή της Δίας, έδωσε στο βασίλειο του το όνομα του αδελφού του Τροιζήνα.[1][2][3] Ο Πιτθέας ήταν πατέρας της Αίθρας και της Ηνιόχης, ο Θησέας ήταν εγγονός του μέσω της κόρης του Αίθρας.[4][5][6] Ο Ευριπίδης περιγράφει τον Πιτθέα σαν τον πιο ευσεβή γιο του Πέλοπα, έναν σοφό άνδρα τον μοναδικό που μπορούσε να δώσει λύση στο αίνιγμα που αναζητούσε ο Αιγέας.[7] Ο Πιτθέας ήταν δάσκαλος της ρητορικής και είχε γράψει ένα βιβλίο σχετικά με αυτήν.[8] Ο Πλούταρχος περιγράφει τον Πιτθέα με τους παρακάτω στοίχους :
"Ο Πιτθέας είχε την φήμη σαν ο πιο έμπειρος άνθρωπος στις παραδόσεις της εποχής του και ο μεγαλύτερος σοφός. Η σοφία του σχετίζεται με πολλά ρητά που είχε γράψει ο Ησίοδος στο μνημειώδες έργο του Έργα και Ημέραι. Σε ένα από αυτά έγραψε ότι η πληρωμή είναι δεσμευμένη σε έναν άνθρωπο που είναι αγαπητός, είναι προορισμένος να την κερδίσει. Η φράση έργου του Ευριπίδη όπου ο Ιππόλυτος ορκίζεται στον αγνό και Άγιο Πιτθέα δείχνει την μεγάλη φήμη που είχε σε όλο τον κόσμο".[9]
Ιδρυτής της Τροιζήνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Πέλοπας ήταν ο ισχυρότερος βασιλιάς της Πελοποννήσου όλων των εποχών και της έδωσε το όνομα του, είχε αμέτρητους γιους και κόρες που τις πάντρεψε με διάσημους γαμπρούς, τα παιδιά του εξαπλώθηκαν σε όλες τις πόλεις.[10] Τα αδέλφια Πιτθέας και Τροιζήνα έφυγα από την πρωτεύουσα του πατέρα τους Πίσα, έφτασαν στις πόλεις Υπεραία και Ανθέα όπου ήταν βασιλιάς ο Αετίος, γιος του Άνθα και εγγονός του Ποσειδώνα και της Αλκυόνης.[11] Ο Αέτιος τους δέχθηκε, αναγνώρισε την μεγάλη τους ισχύ και τους όρισε συμβασιλείς και διαδόχους. Ο Τροιζήνας πέθανε νωρίς, ο Πιτθέας ένωσε τις δύο πόλεις σε μία μεγάλη στην οποία έφερε και πολλούς εποίκους, της έδωσε το όνομα του αδελφού του για να τιμήσει την μνήμη του.[12] Ο Βελλεροφόντης έφτασε στην αυλή του για να ζητήσει το χέρι της κόρης του Αίθρας αλλά εξορίστηκε από την Κόρινθο πριν προχωρήσει η γαμήλια τελετή.[13] Ο Πιτθέας, εκτός από την περίπτωση του χρησμού, πιστευόταν γενικότερα πως ήταν ο σοφότερος άνθρωπος της εποχής του, ενώ αναφέρεται ότι υπήρξε και ο πρώτος που δίδαξε τη Ρητορική, για την οποία είχε αφήσει και σύγγραμμα. Πολλοί αποδίδουν σε αυτόν τα ρητά: «μηδέν άγαν» (αντί στον Χίλωνα) και «μη δικάσης πριν αμφοίν τον μύθον ακούσης».
Ο μύθος του Αιγέα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Αιγέας ήταν βασιλιάς στην Αρχαία Αθήνα την ίδια εποχή που ήταν βασιλιάς ο Πιτθέας στην Τροιζήνα, δεν μπορούσε να κάνει παιδιά με καμία από τις συζύγους του. Η Πυθία στο Μαντείο των Δελφών του έδωσε έναν ακατανόητο χρησμό με τον οποίο δεν θα έπρεπε να έρθει σε επαφή με γυναίκα μέχρι να επιστρέψει στην Αθήνα. Ο Αιγέας κατόπιν μετέβη στην Τροιζήνα με στόχο να του εξηγήσει ο σοφός Πιτθέας τους ακατανόητους λόγους του χρησμού.[14] Ο Πιτθέας αναγνώρισε τους λόγους, μέθυσε τον Αιγέα και τον έβαλε να πλαγιάσει με την κόρη του Αίθρα, είχε ωστόσο πλαγιάσει πριν με τον θεό Ποσειδώνα, από την ένωση γεννήθηκε ο Θησέας που ο Πιτθέας τον έκανε θετό του γιό.[15] Ο Πλούταρχος έγραψε ότι στην συνέχεια ο Πιτθέας διέδωσε στον λαό του ότι ο Θησέας δεν είναι νόθος αλλά γιος του θεού Ποσειδώνα, για αυτό πρέπει να τον τιμήσουν σαν γιο θεού κάτι που έγινε αποδεκτό.[16] Ένας πρώιμος Τροιζηνιακός θρύλος περιγράφει με λεπτομέρεια τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στον Οίκο του Πιτθέα.[5]
Όταν ο Θησέας έφτασε σε ηλικία 7 ετών ο Ηρακλής ήρθε από την Νεμέα στην αυλή του Πιτθέα μεταφέροντας το δέρμα του φοβερού Λέοντα που μόλις είχε σκοτώσει. Ο Θησέας με τους συμμαθητές του μπήκαν στο δωμάτιο, τα άλλα παιδιά τρομοκρατήθηκαν επειδή το θεωρούσαν ζωντανό λιοντάρι και έφυγαν τρέχοντας, ο Θησέας αντίθετα άρπαξε ένα ρόπαλο και του επιτέθηκε.[17] Όταν ο Ηρακλής έμεινε στην Λυδία ως δούλος της Ομφάλης οι κάτοικοι δεν είχαν προστασία, οι ταξιδιώτες για την Αθήνα συναντούσαν τους κακοποιούς και έβρισκαν βίαιο θάνατο. Ο Πιτθέας συμβούλευσε τον εγγονό του να ταξιδεύσει με πλοίο για την Αθήνα να βρει τον πατέρα του λόγω των κακοποιών που καραδοκούσαν να τον σκοτώσουν. Ο Θησέας δεν τον άκουσε, πήγε στην Αθήνα μέσω ξηράς και θανάτωσε όλους τους κακοποιούς με τον ίδιο τρόπο που θανάτωναν τα θύματα τους.[18] Ο Πιτθέας σχετίζεται τέλος με τον δισέγγονο του και γιο του Θησέα Ιππόλυτο, κατέφυγε στην αυλή του προπάππου του που τον μεγάλωσε σαν διάδοχο του θρόνου της Τροιζήνας.[5][19] Η δεύτερη σύζυγος του Θησέα Φαίδρα κατηγόρησε τον Ιππόλυτο στον πατέρα του ότι επιχείρησε να την βιάσει, ο Θησέας ζήτησε από τον πατέρα του Ποσειδώνα να τον σκοτώσει κάτι που έγινε. Ο τάφος καθώς και η αυλή με τον θρόνο του Πιτθέα σώζονταν μέχρι τους μεταγενέστερους χρόνους της αρχαιότητας.[8]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Παυσανίας, "Περιγραφή της Ελλάδος", 2.30.9
- ↑ Πίνδαρος, "Ολυμπιακαί Ωδαί", 1.144
- ↑ Βιβλιοθήκη Απολλόδωρου, 3.15.7 & Επιτομή 2.10
- ↑ Ευριπίδης, Παιδιά του Ηρακλή, 207
- ↑ 5,0 5,1 5,2 Διόδωρος Σικελιώτης, "Ιστορική Βιβλιοθήκη", 4.59.1
- ↑ Πλούταρχος, "Θησεύς", 25.4
- ↑ Ευριπίδης, Μήδεια, 683
- ↑ 8,0 8,1 Παυσανίας, "Περιγραφή της Ελλάδος", 2.31.3
- ↑ Πλούταρχος, "Ζωή του Θησέως", 3.1-2
- ↑ Πλούταρχος, "Ζωή του Θησέως", 3.1
- ↑ Στράβων, Γεωγραφικά, 8.6.14
- ↑ Παυσανίας, "Περιγραφή της Ελλάδος", 2.30.8-9
- ↑ Παυσανίας, "Περιγραφή της Ελλάδος", 2.31.12
- ↑ Πλούταρχος, "Βίος του Θησέως", 3.3
- ↑ Βιβλιοθήκη Απολλόδωρου, 3.15.7
- ↑ Πλούταρχος, "Θησεύς", 6.1
- ↑ Παυσανίας, "Περιγραφή της Ελλάδος", 1.27.7
- ↑ Πλούταρχος, "Θησεύς", 6.5-6
- ↑ Παυσανίας, "Περιγραφή της Ελλάδος", 1.22.2
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πλούταρχος: Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς (3.1-4.1)
- William Smith. A Dictionary of Greek and Roman biography and mythology. s.v. Pittheus. London (1848).
- Charlton T. Lewis & Charles Short. A Latin Dictionary. s.v. Pittheus. Oxford. Clarendon Press (1879).
- Harry Thurston Peck. Harpers Dictionary of Classical Antiquities. s.v. Pittheus. New York. Harper and Brothers (1898).