Πολιορκία της Καρύστου (1826)
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Πολιορκία της Καρύστου (1826) | |
---|---|
Κάρυστος Καστέλο Ρόσσο | |
Τόπος | Καστέλο Ρόσσο, Φρούριο της Καρύστου |
Η πολιορκία της Καρύστου είναι μία από τις μάχες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τους τελευταίους μήνες της πολιορκίας του Μεσολογγίου σημαντικά πολεμικά γεγονότα διαδραματίζονταν στην ανατολική Στερεά με επίκεντρο την Αθήνα που είχε γίνει κέντρο οργανώσεως και εκπαιδεύσεως του τακτικού σώματος και όπου τον Νοέμβριο του 1825 είχε ιδρυθεί νοσοκομείο. Αν και η ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την τακτική καταβολή του μισθού των ανδρών και τον αναγκαίο ανεφοδιασμό του σε τρόφιμα, τον Ιανουάριο του 1826 η δύναμή του είχε κιόλας ξεπεράσει τους 2.000 άντρες.
Στις 12 Φεβρουαρίου ο Κάρολος Φαβιέρος για λόγους και και εξασφαλίσεως της κανονικής τροφοδοσίας του τακτικού στρατού ξεκίνησε με 800 άνδρες του πεζικού, 120 του ιππικού και 160 του πυροβολικού και κατευθύνθηκε εναντίον της Χαλκίδας. Πριν αφήσει το έδαφος στερεά σκόπευε να επιτεθεί εναντίον του φρουρίου Καράμπαμπα. Από την αναγνώριση όμως που έκανε διαπίστωσε ότι η επιχείρηση αυτή ήταν πολύ δύσκολη και κατευθύνθηκε προς τον Μαραθώνα, όπου έφτασαν τέσσερις ακόμη λόχοι του τακτικού στρατού και 800 άτακτοι με τον Στέφο και τον Μαμούρη. Στον Μαραθώνα το στράτευμα έμεινε 17 ημέρες χωρίς καταλύματα, χειμερινή ενδυμασία και μισθό, ενώ το σιτηρέσιο ήταν λίγο και το ψωμί πανάθλιο. Οι αρρώστιες και οι θάνατοι έκαναν πολλούς να λιποτακτήσουν. Ο Φαβιέρος, που συμμεριζόταν και αυτός με τους στρατιώτες του τις ταλαιπωρίες, ήλπιζε ότι στον Μαραθώνα θα του έστελνε η ελληνική κυβέρνηση τα τρόφιμα και τα καράβια που του είχε υποσχεθεί. Τελικά αποφασισμένος να φέρει οπωσδήποτε σε πέρας την επιχείρησή του επιβίβασε τα στρατεύματά του σε μικρά καράβια και στις 2 Μαρτίου έφτασε στα Στύρα, έχοντας μεταβάλει τον αρχικό σκοπό της εκστρατείας του. Στόχος του ήταν τώρα η Κάρυστος. Στα Στύρα ο Φαβιέρος δεν βρήκε τρόφιμα, όπως ήλπιζε. Αλλά και οι κάτοικοι απελπισμένοι ύστερα από τις ατυχίες των πρώτων ετών δεν ήθελαν να σηκώσουν πάλι τα όπλα κατά των κατακτητών. Και έτσι είχαν εγκαταλείψει την πόλη τους μόλις πληροφορήθηκαν την προσέγγιση του ελληνικού στρατού. Μόνος ο ιερέας του χωριού τους πλησίασε και πήρε εντολή να ειδοποιήσει σχετικά τους χωρικούς,αλλά αυτός πήγε κατευθείαν στη Χαλκίδα και φανέρωσε στον Ομέρ πασά τον σκοπό της άφιξης των Ελλήνων και την αριθμητική τους δύναμη.
Ο Φαβιέρος εξακολούθησε όμως στην πορεία του προς την Κάρυστο επιμένοντας να φτάσει έξω από το κάστρο την ίδια ημέρα, αντίθετα προς τη γνώμη των Ελλήνων αξιωματικών, που τον συμβούλευαν να εμφανιστούν εμπρός σ' αυτό το επόμενο πρωί, οπότε θα έπιαναν πολλούς Τούρκους που θα έβγαιναν από αυτό και άφθονα τρόφιμα. Μετά από επίπονη πορεία μέσα στη βροχή και στο χιόνι οι Έλληνες έφτασαν στο δειλινό έξω από το κάστρο της Καρύστου. Με την εμφάνιση των Ελλήνων όλοι όσοι βρίσκονταν έξω από το κάστρο τρομοκρατήθηκαν και έσπευσαν να καταφύγουμε μέσα σε αυτό συναποκομίζοντας τις τροφές και τα ζώα τους. Την επόμενη ημέρα, στις 5 Μαρτίου, ο Φαβιέρος έστειλε τον τέταρτο λόχο του πρώτου τάγματος με τον διοικητή του Αντριέτι προς τα Σαμπανοχώρια, βόρεια της Καρύστου, για να ξεσηκώσει τους κατοίκους και να συλλέξει τροφές. Την ίδια ημέρα απέτυχε απόπειρα του Φαβιέρου να προσβάλει το κάστρο από τη δυτική του πλευρά.
Από τις 9 έως τις 13 Μαρτίου έγιναν αλλεπάλληλες αψιμαχίες που κορυφώθηκαν στη μεγάλη επίθεση της αυγής της 13ης εναντίον των σπιτιών που βρίσκονταν κοντά στα τείχη από όπου οι Έλληνες ήλπιζαν να καταλάβουν και το ίδιο το Κάστρο. Καλυπτόμενοι από το πρωινό σκοτάδι, οι Έλληνες κατόρθωσαν με την πρώτη τους έφοδο να βοηθήσουν χωρίς μεγάλες απώλειες τα απομακρυσμένα κάπως από τα τείχη οικήματα. Όταν όμως άρχισε να ξημερώνει η θέση τους έγινε πολύ δύσκολη, γιατί βρέθηκαν εκτεθειμένοι στο εύστοχο και φονικό πήρε των αντίπαλων τους, που έβαλαν από τα τείχη και από τις στέγες των καλυμμένων σε αυτά σπιτιών. Η αντίσταση ήταν σκληρή και άγρια: οι πολιορκημένοι όχι μόνο τους πυροβολούσαν από καλά σχεδιασμένες θέσεις, αλλά και τους έριχναν πέτρες, ζεματιστό νερό και ότι άλλο μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν, για να κάμψουν το ηθικό τους. Έγιναν τότε λυσσώδεις συμπλοκές εκ του συστάδην, από σπίτι σε σπίτι, κατά τις οποίες οι επιτυχημένοι διακρίθηκαν για την ορμή τους. Οι απώλειες τους όμως σε αξιωματικούς και στρατιώτες ήταν μεγάλες:από τον 4ο λόχο του Αντριέτι είχαν σκοτωθεί τα δύο τρίτα δηλαδή περισσότεροι από 80 άντρες, από τον 6ο του Μπεραντιέρ οι μισοί, δηλαδή περισσότεροι από τους 60, και από τους ευζώνους του Κάρπου το ένα τέταρτο. Έτσι ο Φαβιέρος, βλέποντας ότι οι θυσίες για την κατάληψη των τουρκικών οικημάτων, από τα οποία ήλπιζε να πηδήσει μέσα στο κάστρο, δεν έφεραν τους προσδοκώμενους καρπούς και επειδή έμαθε ότι ο Ομέρ πασάς είχε ξεκινήσει εναντίον του με 4.000 άνδρες, διέταξε την υποχώρηση του σώματός του στην ακτή απέναντι από τα νησιά Πεταλιοί, όπου και στρατοπέδευσε στην θέση Λυκόρεμα, από όπου υπολόγιζε να διαπεραιωθει στην Αττική.