Πολιορκία της Ρομέττα
Πολιορκία της Ρομέττα | |||
---|---|---|---|
Αραβοβυζαντινοί Πόλεμοι και Μουσουλμανική κατάκτηση της Σικελίας | |||
Χρονολογία | 963 – Μάιος 965 | ||
Τόπος | Ρομέττα, Σικελία | ||
Έκβαση | Νίκη των Φατιμιδών | ||
Εδαφικές μεταβολές | Κατάληψη της Ρομέττα από τους Φατιμίδες | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
Απώλειες | |||
|
Η Πολιορκία της Ρομέττα ήταν πολιορκία της βυζαντινής πόλης της Ρομέττα στην βορειοανατολική Σικελία από τους Καλμπίδες για λογαριασμό των Φατιμιδών, με στόχο την ολοκλήρωση της Μουσουλμανικής κατάκτησης της Σικελίας.
Πολιορκία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πολιορκία πραγματοποιήθηκε από δύο Καλμπίδες εξαδέρφους, τους αλ-Χασάν ιμπν Αμάρ και Αχμάντ ιμπν αλ-Χασάν αλ-Καλμπί. Μετά την πτώση του Ταυρομένιου το 962, οι Καλμπίδες κινήθηκαν προς τα βόρεια με κατεύθυνση τη Ρομέττα. Το επόμενο έτος, ο Αχμάντ ξεκίνησε την πολιορκία. Η πόλη σύντομα έστειλε απεσταλμένο προς τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, Νικηφόρο Β΄ Φωκά, ζητώντας στρατιωτική ενίσχυση και προμήθειες. Ο Νικηφόρος ανταποκρίθηκε δια της προετοιμασίας εκστρατευτικού σώματος περίπου 40.000 ανδρών, αρκετοί εκ των οποίων ήσαν βετεράνοι της βυζαντινής ανακατάκτησης της Κρήτης. Ο στόλος τέθηκε υπό την διοίκηση του Νικήτα Αβαλάντη, ενώ το ιππικό υπό τον Μανουήλ Φωκά.[1] Τον Οκτώβριο του 964, οι πολιορκητές ενισχύθηκαν με την άφιξη Βερβερικών στρατευμάτων υπό την ηγεσία του κυβερνήτη της Σικελίας, αλ-Χασάν ιμπν Αλί αλ-Καλμπί.[2][3][4] Στις 25 Οκτωβρίου, το βυζαντινό εκστρατευτικό σώμα και οι Μουσουλμάνοι πολιορκητές συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Οι Βυζαντινοί είχαν αρχικώς τον έλεγχο της μάχης, ωστόσο σύντομα οι Μουσουλμάνοι κατάφεραν να τους τρέψουν σε φυγή, σκοτώνοντας αριθμό μεγαλύτερο του ενός τετάρτου του συνόλου του στρατού, συμπεριλαμβανομένου του Μανουήλ. Οι επιζήσαντες Βυζαντινοί επιχείρησαν να διαφύγουν προς τα πλοία τους, που ναυλοχούσαν στη Μεσσήνη, ωστόσο έπεσαν σε ενέδρα κατά την αναχώρησή τους στη Ναυμαχία των Στενών και ηττήθηκαν. Χωρίς ενισχύσεις, η Ρομέττα δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί στους Καλμπίδες. Σύντομα, τον Μάιο του 965, η πόλη κατελήφθη.[5][3] Ο πληθυσμός της πόλης σφαγιάστηκε, ενώ οι επιζήσαντες πωλήθηκαν ως σκλάβοι, με την πόλη να εποικίζεται με Μουσουλμάνους.[1]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Kaldellis 2017, σελ. 45.
- ↑ Halm 1996, σελίδες 405–406.
- ↑ 3,0 3,1 Brett 2001, σελ. 242.
- ↑ Metcalfe 2009, σελ. 55.
- ↑ PmbZ, al-Ḥasan b. ‘Ammār al-Kalbī (#22562).
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- (Αγγλικά) Kaldellis, Anthony (2017). Streams of Gold, Rivers of Blood: The Rise and Fall of Byzantium, 955 A.D. to the First Crusade. Oxford University Press. ISBN 0190253223.
- (Αγγλικά) Brett, Michael (2001). The Rise of the Fatimids: The World of the Mediterranean and the Middle East in the Fourth Century of the Hijra, Tenth Century CE. The Medieval Mediterranean. 30. Leiden: BRILL. ISBN 9004117415.
- (Αγγλικά) Metcalfe, Alex (2009), The Muslims of Medieval Italy, Edinburgh: Edinburgh University Press, ISBN 978-0-7486-2008-1, https://books.google.com/books?id=VRXTzPOly-oC
- (Αγγλικά) Lilie, Ralph-Johannes; Ludwig, Claudia; Pratsch, Thomas; Zielke, Beate (2013) (στα γερμανικά). Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit Online. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften. Nach Vorarbeiten F. Winkelmanns erstellt. Βερολίνο και Βοστόνη: De Gruyter. https://www.degruyter.com/view/db/pmbz.
- (Αγγλικά) Halm, Heinz (1996). The Empire of the Mahdi: The Rise of the Fatimids. Handbook of Oriental Studies. 26. transl. by Michael Bonner. Leiden: BRILL. ISBN 9004100563.