Πολιτική του Ανταγωνισμού
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Πολιτική του Ανταγωνισμού είναι η πολιτική που καθορίζει τους στόχους που θέλει μια έννομη τάξη να επιτύχει με τον ανταγωνισμό και το Δίκαιο κατά των περιορισμών του Ανταγωνισμού, καθώς και την ιεράρχησή τους.
Στόχοι του Ανταγωνισμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ευημερία του Καταναλωτή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βασικός στόχος του ανταγωνισμού είναι η αύξηση της ευημερίας του καταναλωτή μέσω της αύξησης της αποτελεσματικότητας. (βλ. λήμμα ανταγωνισμός). Η ύπαρξη μονοπωλίων στην αγορά οδηγεί σε υψηλές τιμές, σε μείωση της παραγωγής και σε χειροτέρευση της ποιότητας των αγαθών. Η μονοπωλιακή επιχείρηση εφησυχάζει και δεν έχει κίνητρο να βελτιώσει τα προϊόντα της. Το κίνητρο το προσφέρει ο ανταγωνισμός, ο οποίος δημιουργεί πίεση στις επιχειρήσεις να βελτιώσουν την προσφορά τους και να επενδύσουν στην έρευνα και τεχνολογία, αλλιώς οι πελάτες τους θα στραφούν στους ανταγωνιστές.
Ελευθερία του Καταναλωτή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο ανταγωνισμός εξασφαλίζει την παρουσία περισσότερων επιχειρήσεων στην αγορά και έτσι διασφαλίζει την ελευθερία επιλογής του καταναλωτή. Ο καταναλωτής δεν είναι αναγκασμένος να συναλλάσσεται μόνο με μία επιχείρηση, παρά μπορεί να διαλέξει αυτήν που του αρέσει και τον συμφέρει περισσότερο.
Διανομή του πλούτου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η μονοπωλιακή επιχείρηση αυξάνει τις τιμές και εκμεταλλεύεται την έλλειψη εναλλακτικών του καταναλωτή. Έτσι συσσωρεύει πλούτο σε βάρος των καταναλωτών. Αν αντίθετα επικρατεί ανταγωνισμός στην αγορά, οι επιχειρήσεις πιέζονται να μειώσουν τις τιμές τους και ο καταναλωτής πληρώνει το ελάχιστο απαραίτητο αντίτιμο για τα αγαθά που επιθυμεί.
Δημοκρατία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Για κάποιους στόχος του ανταγωνισμού είναι και η διαφύλαξη της δημοκρατίας. Καρτέλ και μονοπώλια συγκεντρώνουν πλούτο και δύναμη και είναι σε θέση να επηρεάσουν τους πολιτικούς προς το συμφέρον τους. Ο ανταγωνισμός δεν επιτρέπει τη δημιουργία καρτέλ και μονοπωλίων, ενώ παράλληλα διατηρεί την αντιπαλότητα των επιχειρήσεων μεταξύ τους, ώστε οι τελευταίοι δυσκολότερα θα καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και θα επιδιώξουν κοινά συμφέροντα. Ιδιαίτερο ρόλο για τη διαφύλαξη της δημοκρατίας έχει ο ανταγωνισμός στις αγορές των ΜΜΕ. Αν επικρατεί ανταγωνισμός σε αυτές τις αγορές, εξασφαλίζεται η πολυφωνία και η ελευθερία της γνώμης.
Σύγκρουση των Στόχων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολλές φορές οι στόχοι του ανταγωνισμού συγκρούονται μεταξύ τους. Για παράδειγμα μπορεί μια συγχώνευση να οδηγεί σε μείωση του κόστους παραγωγής και αύξηση της αποτελεσματικότητας, αλλά ταυτόχρονα να μειώνει τις επιλογές του καταναλωτή, αφού μετά θα υπάρχουν λιγότερες επιχειρήσεις και εναλλακτικές στην αγορά. Η επιλογή του πιο επιθυμητού από τους δύο στόχους είναι ζήτημα Πολιτικής του Ανταγωνισμού, την οποία καθορίζει ο νομοθέτης και οι αρχές που εφαρμόζουν το Δίκαιο κατά των περιορισμών του Ανταγωνισμού.
Σχολές Πολιτικής του Ανταγωνισμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σχολή του Χάρβαρντ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Σχολή του Χάρβαρντ ήταν η κρατούσα στις ΗΠΑ μέχρι τη δεκαετία του 1970. Βασική παραδοχή της είναι ότι η μονοπωλιακή δομή της αγοράς οδηγεί σε μονοπωλιακή συμπεριφορά, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε αρνητικά για τον καταναλωτή αποτελέσματα (τιμές). Η ανάλυσή της στηρίζεται σε αυτές τις τρεις παραμέτρους (market structure, market conduct, market performance) και υποστηρίζει ότι στόχος της Πολιτικής του Ανταγωνισμού πρέπει να είναι να διατηρηθεί η δομή της αγοράς ανταγωνιστική, ώστε η συμπεριφορά και το αποτέλεσμα να είναι τα καλύτερα δυνατά. Κατηγορήθηκε για φορμαλισμό.
Σχολή του Σικάγου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Σχολή του Σικάγου εκφράζει τον ακραίο φιλελευθερισμό. Στόχος της Πολιτικής του Ανταγωνισμού οφείλει να είναι μόνο η αύξηση της αποτελεσματικότητας χωρίς να εξετάζεται αν ο καταναλωτής επωφελείται άμεσα από αυτήν την αύξηση. Μια συγχώνευση που οδηγεί σε μείωση του κόστους παραγωγής είναι επιθυμητή, ακόμα κι αν η προκύπτουσα εταιρία θα έχει μονοπωλιακή θέση στην αγορά, αφού η μείωση του κόστους παραγωγής σημαίνει αύξηση της αποτελεσματικότητας. Τα μόνα επικίνδυνα για τον ανταγωνισμό είναι η συμπαιγνία μεταξύ ανταγωνιστών και η κρατική παρέμβαση. Για πολλές συμπεριφορές που ως τότε θεωρούνταν ενάντιες στον ανταγωνισμό, η Σχολή του Σικάγου υποστήριξε ότι είτε οδηγούν σε αύξηση της αποτελεσματικότητας είτε είναι απλά ουδέτερες. Οι επιχειρήσεις με δεσπόζουσα θέση στην αγορά δεν είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν και να απομυζήσουν τον καταναλωτή, γιατί, αν αυξήσουν τις τιμές υπερβολικά, θα προσελκύσουν ανταγωνιστές, που θα θέλουν κι αυτοί να κερδίσουν από τις υψηλές τιμές και τελικά θα επιβληθούν πάλι συνθήκες ανταγωνισμού. Η Σχολή του Σικάγου κατηγορείται ότι ακολουθεί μια απλοϊκή θεώρηση της αγοράς. Μπορεί μια επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση να χρεώνει υπερβολικές τιμές και παρ’ όλα αυτά να μην προσελκύσει ανταγωνιστές, επειδή το κόστος εισόδου στην αγορά είναι απαγορευτικό (π.χ.απαιτούνται ακριβές εγκαταστάσεις παραγωγής). Η Σχολή του Σικάγου συνδέεται ιδεολογικά με τους Ρεπουμπλικανούς, επικράτησε στις ΗΠΑ επί προεδρίας Ρέιγκαν και παραμένει η κρατούσα Σχολή Πολιτικής του Ανταγωνισμού. Πολλές από τις ιδέες της καταρρίφθηκαν από πολυπλοκότερα οικονομικά μοντέλα, αλλά η συνεισφορά της είναι αναμφισβήτητη στην καταπολέμηση του φορμαλισμού στο Δίκαιο κατά των περιορισμών του Ανταγωνισμού, καθώς εξανάγκασε τους εφαρμοστές του Δικαίου να εμβαθύνουν τις οικονομικές τους αναλύσεις.
Ordoliberalismus
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ordoliberalismus ή Σχολή του Φράιμπουργκ ήταν η κρατούσα σχολή στη Γερμανία και στην Ευρώπη. Οι ιδρυτές της ήταν ως επί το πλείστον Γερμανοί οικονομολόγοι, οι οποίοι είχαν βιώσει τη θηριωδία του Ναζισμού και έβλεπαν τον ανταγωνισμό ως εξασφάλιση, ότι κάτι τέτοιο δε θα επαναληφθεί. Στη μεσοπολεμική Γερμανία ισχυρά Καρτέλ είχαν οδηγήσει τις τιμές στα ύψη και είχαν συντελέσει στην ανέχεια του λαού. Επί Χίτλερ οι μεγάλες επιχειρήσεις είχαν συνεργαστεί με το καθεστώς. Γι’ αυτούς βασικό στοιχείο της Πολιτικής του Ανταγωνισμού είναι η διασφάλιση της ελευθερίας των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Η ύπαρξη ανταγωνισμού εμποδίζει τις επιχειρήσεις να αποκτήσουν υπερβολική επιρροή στην αγορά και στην κοινωνία. Η Πολιτική του Ανταγωνισμού έχει κατ’ αυτούς περισσότερους στόχους από την αύξηση της αποτελεσματικότητας και έτσι το Δίκαιο κατά των περιορισμών του Ανταγωνισμού οφείλει να απαγορεύει συμφωνίες και συμπεριφορές, οι οποίες μπορεί να αυξάνουν την αποτελεσματικότητα αλλά αντίκεινται στους άλλους στόχους, μειώνοντας τις επιλογές του καταναλωτή ή αυξάνοντας την επιρροή των επιχειρήσεων στην αγορά.
Ευρωπαϊκή Πολιτική του Ανταγωνισμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Καταβολές και ιδιαιτερότητες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ευρωπαϊκή Πολιτική του Ανταγωνισμού στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη Σχολή του Φράιμπουργκ. Ταυτόχρονα είναι επηρεασμένη και από τη Σχολή του Χάρβαρντ. Αναγνωρίζει ότι στόχος του ανταγωνισμού είναι η ευημερία του καταναλωτή, η οποία όμως δεν επιτυγχάνεται, αντίθετα από τις αντιλήψεις της Σχολής του Σικάγου, μόνο με την αύξηση της αποτελεσματικότητας, παρά προϋποθέτει τη μεταβίβαση της αύξησης της αποτελεσματικότητας στον καταναλωτή μέσω χαμηλότερων τιμών ή καλύτερων προϊόντων και ότι η ελευθερία του καταναλωτή και των επιχειρήσεων είναι κι αυτή μέριμνα του ανταγωνισμού. Δείγμα αυτών των καταβολών είναι η σημασία που δίνει στο άνοιγμα και την προσβασιμότητα των αγορών. Η αύξηση της αποτελεσματικότητας είναι επιθυμητή, όμως πρέπει να διασφαλιστεί το δικαίωμα του καθενός να δραστηριοποιείται σε όποια αγορά επιθυμεί. Η διασφάλιση αυτή γίνεται με την απαγόρευση στις επιχειρήσεις με δεσπόζουσα θέση να ακολουθούν πρακτικές που βλάπτουν τους ανταγωνιστές τους, ακόμα κι αν αυτές οι πρακτικές ευνοούν βραχυπρόθεσμα τον καταναλωτή. Η ευρωπαϊκή Πολιτική του Ανταγωνισμού έχει επίσης την ιδιαιτερότητα ότι επιδιώκει και τη δημιουργία μιας κοινής αγοράς. Έτσι απαγορεύονται πρακτικές και συμφωνίες, οι οποίες απομονώνουν εθνικές αγορές από τις υπόλοιπες.
more economic approach
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ακολουθεί κατά την εφαρμογή του ευρωπαϊκού Δικαίου Ανταγωνισμού την «πιο οικονομική προσέγγιση», προσπαθεί δηλαδή να κάνει μια βαθύτερη οικονομική ανάλυση των επιπτώσεων συμφωνιών και συμπεριφορών στον ανταγωνισμό. Σε αντίθεση με την παρελθούσα πρακτική, προσπαθεί να αναλύει τις ύποπτες συμφωνίες και πρακτικές περισσότερο υπό το πρίσμα της μικροοικονομίας και με βάση τα συγκεκριμένα επαπειλούμενα αποτελέσματα, απορρίπτοντας το φορμαλισμό του παρελθόντος. Αναγνωρίζει δηλαδή ότι μια συμπεριφορά, η οποία κατά κανόνα βλάπτει τον ανταγωνισμό, στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί λόγω των συνθηκών της αγοράς να έχει ουδέτερες ή και θετικές επιπτώσεις.