Ποντεστά της Κωνσταντινούπολης
Ο Ποντεστά της Κωνσταντινούπολης ήταν το ανώτατο αξίωμα του αξιωματούχου που είχε η Δημοκρατία της Βενετίας στην Λατινική αυτοκρατορία με έδρα τη Βενετική συνοικία στην Κωνσταντινούπολη τον 13ο αιώνα. Ο Ποντεστά ήταν ανεξάρτητος κυβερνήτης απέναντι στους υπηκόους του, έδινε λογαριασμό μονάχα στον Δόγη της Βενετίας, για αυτόν τον λόγο μπορούσε να φορέσει τις πορφυρές αυτοκρατορικές μπότες.[1] Οι Βενετοί είχαν την δική τους συνοικία στην Κωνσταντινούπολη με Χρυσόβουλο που τους παραχώρησε ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός.[2] Ο τρόπος διοίκησης της συνοικίας ήταν άγνωστος, πιθανότατα εξέλεγαν δικό τους κυβερνήτη και μόνο σποραδικά τους διοικούσε ο απεσταλμένος της Μητρόπολης. Οι Καπετάνιοι του Βενετσιάνικου στόλου είχαν επίσης τον δικό τους λόγο στα πολιτικά γεγονότα.[3] Οι κατοχές των Βενετών στην Κωνσταντινούπολη αυξήθηκαν σημαντικά μετά την Δ΄ Σταυροφορία στην οποία ηγήθηκε ο υπέργηρος Δόγης της Βενετίας Ενρίκο Ντάντολο. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) και την δημιουργία της Λατινικής αυτοκρατορίας επέβαλε τους όρους του με τους οποίους η Βενετία ήταν πρωταγωνίστρια. Η Δημοκρατία κατείχε τα 3/8 των πρώην Βυζαντινών κτήσεων, τα προνόμια που είχε με τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες αναγνωρίστηκαν και θα είχαν κυρίαρχο λόγο στην εκλογή του Λατίνου πατριάρχη. Ο υποψήφιος που υποστήριζε ο Ενρίκο Ντάντολο Βαλδουίνος Α΄ της Κωνσταντινούπολης εξελέγη ο πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης.[4] Ο υπέργηρος Ντάντολο παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη μέχρι τον θάνατο του την επόμενη χρονιά (29 Μαΐου 1205) μετά την καταστροφική Μάχη της Ανδριανούπολης, είχε τον κυρίαρχο λόγο όσο ζούσε.[5]
Η καθιέρωση του αξιώματος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τον θάνατο του Ντάντολο οι Ενετοί της Κωνσταντινούπολης εξέλεξαν τον Μαρίνο Ζενό ως Ελέω Θεού Ποντεστά και "Άρχων του ενός τετάρτου και του ημίσεως ολόκληρης της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας" στο όνομα του Δόγη.[6][7] Η χρήση τέτοιων φανταχτερών τίτλων έγινε πιθανότητα με στόχο να καλύψει το κενό εξουσίας που υπήρχε πέρα από την Ανδριανούπολη.[8] Με το πρώτο διάταγμα (29 Ιουνίου 1205) φαίνεται το Συμβούλιο των Ποντεστά είχε παρόμοια σύνθεση με εκείνο του Δόγη της Βενετίας με δικαστές, συμβούλους και θησαυροφύλακες.[9] Η Βενετική διοίκηση είχε ως έδρα το Μοναστήρι του Παντοκράτορα.[10] Σύμφωνα με τον ιστορικό του 16ου αιώνα Ντανιέλε Μπάρμπαρο η κυβέρνηση της Δημοκρατίας σχεδίαζε να μεταφέρει την πρωτεύουσα της στην Κωνσταντινούπολη. Η άποψη αυτή θεωρείται εσφαλμένη και υπερβολική, δείχνει ωστόσο την δυναμική που είχε εκείνη την εποχή σε υποθέσεις της Λατινικής αυτοκρατορίας.[11][12][13] Ο Πιέτρο Τζιάνι εξελέγη νέος Δόγης της Βενετίας ως διάδοχος του Ενρίκο Ντάντολο, η πρώτη πράξη του ήταν να αναγνωρίσει τον Ζένο και να αποκαταστήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στην Μητρόπολη και την αποικία της Κωνσταντινούπολης.[14] Ο Ζένο παραχώρησε τον Οκτώβριο του 1205 το Δυρράχιο, την Βαγενετία και την Κέρκυρα απ΄ευθείας στην Δημοκρατία, ο πραγματικός κυβερνήτης τους ήταν ωστόσο ο Δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Α΄ Κομνηνός Δούκας τον οποίο η Βενετία αναγνώρισε ως υποτελή.[15] Ο Τζιάνι επέτρεψε ωστόσο σε ανεξάρτητους Βενετούς που κατακτούσαν Βυζαντινές περιοχές να τις κυβερνήσουν αυτόνομα οι ίδιοι και να τις κληρονομούν στα παιδιά τους. Η πράξη αυτή ωστόσο αφαιρούσε εξουσίες από τον Ποντεστά, ο Μάρκος Α΄ Σανούδος που κυβερνούσε το Δουκάτο της Νάξου δήλωσε την υποταγή του απ΄ευθείας στον Λατίνο αυτοκράτορα.[16] Από το 1207 ο τίτλος "Άρχων του ενός τετάρτου και του ημίσεος ολόκληρης της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας" πέρασε απ΄ευθείας στον ίδιο τον Δόγη. Ο τίτλος διατηρήθηκε από τον Δόγη μέχρι την "Συνθήκη της Ζάρα" (1358), οι Ποντεστά τον χρησιμοποιούσαν μόνο ως εκπρόσωποι των Δόγηδων.[17][18]
Η παρακμή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με βάση Συνθήκη τον Οκτώβριο του 1205 φαίνεται ότι ο Ποντεστά και οι σύμβουλοι του συμμετείχαν στο κεντρικό συμβούλιο διοίκησης της Λατινικής αυτοκρατορίας. Οι βασικές τους ευθύνες ήταν η άμυνα της αυτοκρατορίας, η εξωτερική πολιτική και η επίλυση των διαφορών ανάμεσα στον αυτοκράτορα και τους φεουδάρχες.[19] Η θέση των Βενετών στην αυτοκρατορία ήταν ωστόσο αμφίβολη, όπως εξηγεί ο ιστορικός Φιλίπ βαν Τριχτ "ήταν ταυτόχρονα ένα ανεξάρτητο κράτος και ένας φεουδάρχης της αυτοκρατορίας".[20] Ο Ποντεστά της Κωνσταντινούπολης θα μπορούσε να κλείσει συμφωνίες και να προχωρήσει σε εμπορικές συμφωνίες με άλλους λαούς αλλά δεν ήταν υποχρεωτικά στην ίδια γραμμή με αυτή του αυτοκράτορα.[20] Οι διαφορές ανάμεσα στην Λατινική αυτοκρατορία και στην Βενετική κοινότητα έγιναν από την αρχή εμφανείς, ο αυτοκράτορας προσπάθησε από την αρχή να περιορίσει τα δικαιώματα τους όπως είχαν προκύψει από την συνθήκη (1204-1205).[21] Οι εντάσεις φάνηκαν σύντομα (1208) όπου ο αυτοκράτορας ξεκίνησε να αγνοεί στις αποφάσεις του την γνώμη του Ποντεστά.[22] Η σταθεροποίηση της αυτοκρατορικής εξουσίας μετά τα ασταθή πρώτα χρόνια εξασθένησε σημαντικά το Συμβούλιο των Ποντεστά, η εξουσία πέρασε στα χέρια του αυτοκράτορα.[23] Ο Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος ανακατέλαβε την Βυζαντινή αυτοκρατορία και εκδίωξε όλους τους Βενετούς από την πόλη (1261).[24] Αργότερα (1265) τους επέστρεψε ο ίδιος αυτοκράτορας να επιστρέψουν στην Συνοικία τους αλλά χωρίς το αξίωμα του Ποντεστά, ο διοικητής τους είχε τον τίτλο του Βάιλου ή Ρέκτορα.[24]
Οι Ποντεστά της Κωνσταντινούπολης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μαρίνο Ζενό, (Μάιος 1205 - Μάιος 1207) [25][26]
- Οτταβιάνο Κουερίνι, (Μάιος 1207 - Άνοιξη του 1209) [25][27]
- Μαρίνο Ντάντολο, καταγράφεται το 1214, την περίοδο (1212-1216) [25][28]
- Γιάκοπο Τιέπολο, (1218-1220) έκανε Συνθήκη με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και δέχτηκε τον τίτλο του Δεσπότη [29][30]
- Μαρίνο Μικιέλ, (Φθινόπωρο 1220 - Άνοιξη 1222) [30][31]
- Μαρίνο Στορλάτο, (Άνοιξη 1222 - Φθινόπωρο 1223) [31][32]
- Γιάκοπο Τιέπολο (Δεύτερη θητεία, Φθινόπωρο 1223 - Φθινόπωρο 1224) [31][33]
- Τεοφίλο Ζενό, πρίν τον Αύγουστο του 1228 [34][35]
- Τζιοβάννι Κουερίνι, (πριν τον Σεπτέμβριο 1228 - Άνοιξη 1229) [34][36]
- Ρόμεο Κουερίνι, (Μάιος 1229 - 1231) [34][37]
- Τεοφίλο Ζενό (Δεύτερη θητεία το 1235 - πιθανότατα μέχρι το 1237) [34][38]
- Αλμπερτίνο Μοροζίνι, (1237 – 1239) [39][40]
- Τζιοβάννι Μικιέλ, (1239 – 1241), το 1241 νίκησε με Βενετικό στόλο τον αντίστοιχο της Νίκαιας [39][41]
- Τζιακόμο Μπασέτζιο, (πιθανότατα ανάμεσα στο 1243 και το φθινόπωρο του 1246) [42]
- Εγκίντιο Κουερίνι, καταγράφεται τον Απρίλιο του 1247, την περίοδο 1245-1248 [39][43]
- Μάρκο Γκαουσόνι, (Άνοιξη 1250 - Φθινόπωρο 1251) [44]
- Αντόνιο Σοράντζο, (Φθινόπωρο 1251 - Άνοιξη 1254) [45]
- Πιέτρο Φοσκαρίνι, (Άνοιξη 1254 - Άνοιξη 1256) [45]
- Γιάκοπο Ντολφίν, (Άνοιξη 1256 - 1258) [46][47]
- Μάρκο Γκραντενίγκο, (Σεπτέμβριος 1258 - Ιούλιος 1261) [46][48]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Hazlitt, William Carew. The Venetian Republic: Its Rise, Its Growth, and Its Fall 421–1797. Vol. 1, A. And C. Black, 1900
- ↑ Wolff 1952, σ. 539
- ↑ Wolff 1952, σ. 540
- ↑ Wolff 1952, σσ. 541-543
- ↑ Wolff 1952, σσ. 543-544
- ↑ Wolff 1952, σ. 544
- ↑ Marin 2004, σσ. 121, 125
- ↑ Van Tricht 2011, σσ. 175–176
- ↑ Wolff 1952, σ. 545
- ↑ Jacoby 2006, σσ. 36–38
- ↑ Wolff 1952, σσ. 545–546
- ↑ Madden 2012, σ. 130
- ↑ Marin 2004, σ. 120
- ↑ Wolff 1952, σ. 547
- ↑ Wolff 1952, σσ. 547-549
- ↑ Wolff 1952, σ. 550
- ↑ Wolff 1952, σσ. 550-551
- ↑ Marin 2004, σσ. 125–126, 146–149
- ↑ Van Tricht 2011, σσ. 54–55, 251
- ↑ 20,0 20,1 Van Tricht 2011, σ. 192
- ↑ Van Tricht 2011, σσ. 215–216
- ↑ Van Tricht 2011, σσ. 217, 252
- ↑ Van Tricht 2011, σ. 253
- ↑ 24,0 24,1 Wolff 1952, σ. 558
- ↑ 25,0 25,1 25,2 Wolff 1952, σ. 559
- ↑ Jacoby 2006, σσ. 66–67
- ↑ Jacoby 2006, σσ. 67–68
- ↑ Jacoby 2006, σ. 68
- ↑ Wolff 1952, σ. 560
- ↑ 30,0 30,1 Jacoby 2006, σ. 69
- ↑ 31,0 31,1 31,2 Wolff 1952, σ. 561
- ↑ Jacoby 2006, σσ. 69-70
- ↑ Jacoby 2006, σσ. 70-71
- ↑ 34,0 34,1 34,2 34,3 Wolff 1952, σ. 562
- ↑ Jacoby 2006, σ. 71
- ↑ Jacoby 2006, σσ. 71-72
- ↑ Jacoby 2006, σ. 72
- ↑ Jacoby 2006, σσ. 72-73
- ↑ 39,0 39,1 39,2 Wolff 1952, σ. 563
- ↑ Jacoby 2006, σ. 73
- ↑ Jacoby 2006, σσ. 73-75
- ↑ Jacoby 2006, σσ. 75-76
- ↑ Jacoby 2006, σ. 76
- ↑ Jacoby 2006, σσ. 76-77
- ↑ 45,0 45,1 Jacoby 2006, σ. 77
- ↑ 46,0 46,1 Wolff 1952, σ. 564
- ↑ Jacoby 2006, σσ. 77-78
- ↑ Jacoby 2006, σσ. 78-79
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Jacoby, David (2006). "The Venetian Government and Administration in Latin Constantinople, 1204–1261: A State within a State". In Gherardo Ortalli; Giorgio Ravegnani; Peter Schreiner (eds.). Quarta Crociata. Venezia - Bisanzio - Impero latino. Atti delle giornate di studio. Venezia, 4-8 maggio 2004. Venice: Istituto veneto di scienze, lettere ed arti.
- Madden, Thomas F. (2012). Venice: A New History. New York: Viking.
- Marin, Şerban (2004). "Dominus quartae partis et dimidiae totius imperii Romaniae: The Fourth Crusade and the Dogal Title in the Venetian Chronicles' Representation". Quaderni della Casa Romena di Venezia. 3: 119–150.
- Van Tricht, Filip (2011). The Latin Renovatio of Byzantium: The Empire of Constantinople (1204–1228). Leiden: Brill.
- Wolff, Robert Lee (1952). "A New Document from the Period of the Latin Empire of Constantinople: The Oath of the Venetian Podesta". Annuaire de l'Institut de Philologie et d'Histoire Orientales et Slaves. 12: 539–573.
- Jacoby, David (1993). "The Venetian Presence in the Latin Empire of Constantinople (1204-1261): the Challenge of Feudalism and the Byzantine Inheritance". Jahrbuch der österreichischen Byzantinistik. 43: 141–201.
- Jacoby, David (2001). "The Venetian Quarter of Constantinople from 1082 to 1261: Topographical Considerations". In Claudia Sode; Sarolta Takács (eds.). Novum Millennium: Studies on Byzantine History and Culture dedicated to Paul Speck. Aldershot: Ashgate.