Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πρίσκος (στρατηγός)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πρίσκος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση6ος αιώνας
Θάνατος613
Μονή της Χώρας
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΧριστιανισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςΔομεντζία
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςΣτρατηγός
Πόλεμοι/μάχεςΕκστρατείες του αυτοκράτορα Μαυρικίου στα Βαλκάνια
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαστρατηγός

Ο Πρίσκος (Λατινική γλώσσα: "Priscus", πέθανε το 613) ήταν εξέχων στρατηγός στην Βυζαντινή αυτοκρατορία την εποχή που ήταν αυτοκράτορες ο Μαυρίκιος (582-602), ο Φωκάς (602-610) και ο Ηράκλειος (610-641). Ο Πρίσκος σύμφωνα με τις πηγές της εποχής του ήταν άριστος και αποτελεσματικός στρατηγός, θεωρούνται ωστόσο ότι έχουν μεγάλη προκατάληψη υπέρ του επειδή τον ευνόησαν όλοι οι αυτοκράτορες της εποχής του. Οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες του ήταν ορατές την εποχή που επιτέθηκαν στα Βαλκάνια οι Άβαροι και οι Σλάβοι.

Την εποχή που ο Φωκάς ανέτρεψε τον Μαυρίκιο ο Πρίσκος απουσίαζε, ήταν ωστόσο ένας από τους ελάχιστους αξιωματούχους που διασώθηκαν, διατήρησε όχι μόνο όλα του τα αξιώματα αλλά επίσης ο Φωκάς του έδωσε σύζυγο την κόρη του. Η άσχημη συμπεριφορά που του έδειξε ο πεθερός του από φόβο μήπως στασιάσει και τον ανατρέψει τον ανάγκασε να στραφεί εναντίον του καλώντας τον στρατηγό Ηράκλειο. Ο Πρίσκος βρισκόταν στο πλευρό του Ηρακλείου την εποχή που εισερχόταν στην Κωνσταντινούπολη, ανέτρεπε και αποκεφάλιζε τον Φωκά, τάχθηκε κατόπιν στις υπηρεσίες του νέου αυτοκράτορα. Η ήττα του την επόμενη χρονιά σε εκστρατεία εναντίον των Περσών οδήγησε τον Ηράκλειο να άρει την εμπιστοσύνη απέναντι και να τον καθαιρέσει από τα αξιώματα του, πέθανε λίγο αργότερα.

Στρατιωτικός διοικητής επί Μαυρικίου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα βόρεια Βαλκάνια τον 6ο αιώνα μ.Χ.

Ο Πρίσκος εμφανίζεται για πρώτη φορά στις ιστορικές πηγές (587-588) την εποχή που ξέσπασε ο Βυζαντινο-Σασανιδικός Πόλεμος 572-591 σαν γενικός στρατιωτικός διοικητής στην Διοίκηση Ανατολής με στόχο να αντικαταστήσει τον Φιλιππικό. Την άνοιξη έφτασε στην Ανατολή και ανέλαβε την διοίκηση τον Απρίλιο του 588.[1][2][3] Ο Πρίσκος ήρθε γρήγορα σε σύγκρουση με τους στρατιώτες χάρη στην αλαζονική του συμπεριφορά, ήταν τόσο ενοχλημένοι που όταν έφτασαν τα νέα ότι ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος τους ελάττωσε τον μισθό εξεγέρθηκαν απέναντι του (18 Απριλίου 588). Ο Πρίσκος όχι μόνο δεν επανέφερε την τάξη αλλά δέχτηκε και επίθεση, αναγκάστηκε να δραπετεύσει στην Αντιόχεια την Αραβική. Οι στρατιώτες του ανακήρυξαν νέο στρατιωτικό αρχηγό τον Φοίνικα υπό τον τίτλο του Δουξ Γερμανό. Οι προσπάθειες του Πρίσκου να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των στρατηγών απέναντι του ήταν όλες μάταιες, ο Μαυρίκιος επανέφερε τον κόμη Φιλιππικό και ο ίδιος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.[2][4][5] To ίδιο καλοκαίρι ο αυτοκράτορας του ανέθεσε νέα αποστολή, τον διόρισε στρατιωτικό αρχηγό στην εκστρατεία κατά των Αβάρων στην Θράκη. Ο αναπληρωτής του Υποστράτηγος Σαλβιανός με 1000 ιππείς προσπάθησε να αποκλείσει τους Άβαρους στα στενά του Αίμου, δυο μέρες αργότερα υποχώρησε λόγω της μεγάλης στρατιωτικής τους δύναμης.[4][6] Οι Άβαροι λεηλάτησαν την Αγχίαλο, κατόπιν βάδισαν νότια και έφτασαν στην Πέρνθο αποκόπτοντας τις δυνάμεις του Πρίσκου με την Κωνσταντινούπολη. Ο Πρίσκος δραπέτευσε στο Τσόρλου, οι Άβαροι συνέχισαν να τον πολιορκούν αλλά ο ίδιος όπως έγραψε ο ιστορικός Θεοφύλακτος Σιμοκάττης σκέφτηκε ένα τέχνασμα για να τους ρίξει στην παγίδα. Ο Πρίσκος επέτρεψε να συλληφθεί ένας στρατιώτης του ο οποίος κατείχε μια ψεύτικη επιστολή υποτίθεται του αυτοκράτορα Μαυρίκιου στην οποία δίνει διαταγή για επίθεση στους Άβαρους από θάλασσα. Ο Χαγάνος των Αράβων το πίστεψε και βιάστηκε να επιστρέψει, συμφώνησε να κλείσει ειρήνη με αντάλλαγμα ένα χρηματικό ετήσιο ποσό. Ο ιστορικός του 12ου αιώνα Μιχαήλ ο Σύριος καταγράφει το ποσό αυτό στα 60.000 Σόλιδος, αρκετά μικρότερο από τα 100.000 που είχαν ζητήσει παλαιότερα (584). Οι Άβαροι αποχώρησαν για την χώρα τους, ο Πρίσκος διέλυσε τον στρατό του και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.[4][7] Ο Πρίσκος έπεσε από τότε στην δυσμένεια του αυτοκράτορα Μαυρίκιου, ανέκτησε αργότερα την εμπιστοσύνη του (593) όπως φαίνεται σε μια επιστολή που έστειλε ο Πάπας Γρηγόριος Α΄ με την οποία τον συγχαίρει για την επιστροφή του στις αυτοκρατορικές υπηρεσίες. Η επιστολή του πάπα δείχνει ότι ο Πρίσκος είχε αναβαθμιστεί τότε με τον βαθμό του Πατρίκιου.[8]

Την άνοιξη του 593 ο Πρίσκος διορίστηκε ξανά γενικός διοικητής του στρατού εναντίον των Σλάβων στην Θράκη, βάδισε στην Σιλίστρα και τους αντιμετώπισε με επιτυχία, οι δυο αρχηγοί τους εξοντώθηκαν. Ο Πρίσκος συγκρούστηκε ταυτόχρονα με τους άντρες του σχετικά με το θέμα της διανομής των λαφύρων, οι στρατιώτες τελικά υποτάχτηκαν και δέχτηκαν να αποσταλούν τα λάφυρα στην βασιλική αυλή της Κωνσταντινούπολης.[9][10] Ο Μαυρίκιος διέταξε τον στρατό του να περάσει τον χειμώνα στην βόρεια όχθη του Δούναβη, ο Πρίσκος αγνόησε ωστόσο τις αυτοκρατορικές εντολές και οδήγησε τον στρατό στα νότια του ποταμού.[11] Το φθινόπωρο του 593 ο Πρίσκος αντικαταστάθηκε στην ηγεσία του στρατού από τον αδελφό του Πέτρο. Ο Πρίσκος αντέδρασε, προχώρησε σε διαπραγματεύσεις με τον Χαγάνο των Αράβων και αποφάσισε να του στείλει πίσω τους 5000 Άβαρους αιχμαλώτους, ο Μαυρίκιος τον επέκρινε για αυτή την απόφαση του.[9][12] Μετά την βαριά ήττα του Πέτρου από τους Σλάβους ο Πρίσκος επανήλθε στην διοίκηση του στρατού της Θράκης (594), παρέμεινε σε αυτήν πολλά χρόνια. Την εποχή που διέσχιζε τον Δούναβη (595) έμαθε ότι οι Άβαροι κατέλαβαν την Σιγγηδόνα, μετά από αποτυχημένες διαπραγματεύσεις με τον Χαγάνο έστειλε τον ταξιάρχη Γκοντουίν να την ανακαταλάβει. Οι Άβαροι οι οποίοι είχαν ισοπεδώσει τα τείχη της πόλης όταν έφτασε ο Βυζαντινός στρατός την εγκατέλειψαν.[13] Οι Άβαροι επιτέθηκαν κατόπιν στην Δαλματία, ο Γκοντουίν απεστάλη να τους αντιμετωπίσει με 2.000 άνδρες, τους έστησε ενέδρα την ώρα που κουβαλούσαν τα λάφυρα, τους τα πήρε και τα έστειλε στον Πρίσκο. Ο Χαγάνος των Αβάρων μετά τις ήττες από τους Βυζαντινούς στράφηκε προς τα δυτικά τους Βαυαρούς και τους Φράγκους, τα Βυζαντινά εδάφη παρέμειναν μέχρι το καλοκαίρι του 597 ανενόχλητα. Ο Πρίσκος με τον στρατό παρέμειναν ωστόσο το διάστημα αυτό σε αγρυπνία και στρατοπέδευσαν κατά μήκος του Δούναβη.[14]

Η συντριβή των Αβάρων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φθινόπωρο του 597 οι Άβαροι ξεκίνησαν ξανά τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις, πιθανότατα συνέλαβαν τον Πρίσκο ο οποίος βρισκόταν στις ανατολικές όχθες του Αίμου. Οι Άβαροι πολιορκούσαν τον Πρίσκο και τους άνδρες του στο λιμάνι της Κωνστάντζας, ένας νέος Ρωμαϊκός στρατός που έφτασε υπό την ηγεσία του Κομεντίολου τους ανάγκασε να λύσουν την πολιορκία την ημέρα του Πάσχα (30 Μαρτίου 598).[14][15][16] Ο Πρίσκος εξακολουθούσε ωστόσο να είναι αδρανής με αποτέλεσμα οι Άβαροι να συντρίψουν τον στρατό του Κομεντίολου. Οι Άβαροι προχώρησαν κατόπιν νότια και ανάγκασαν τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο να εξοπλίσει το Αναστάσειο Τείχος με στόχο να αποτρέψει την επίθεση τους στην Κωνσταντινούπολη. Ο στρατός των Αβάρων θερίστηκε ωστόσο από την πανούκλα, για αυτό αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν με μια ετήσια αποζημίωση 120.000 Σόλιδος.[17]

Οι Βυζαντινοί αναδιοργάνωσαν τον στρατό τους, το καλοκαίρι του 599 δύο στρατοί υπό την ηγεσία του Πρίσκου και του Κομεντιόλου πήγαν δυτικά του Δούναβη, ο Κομεντιόλος αρρώστησε στο Βιμινάκιο και ο Πρίσκος ανέλαβε την ηγεσία ολόκληρου του στρατού. Ο στρατός πέρασε τον Δούναβη, ακολούθησαν οι τρεις διαδοχικές Μάχες του Βιμινάκιου με τις οποίες μέσα σε 10 μέρες ο στρατός του Πρίσκου συνέτριψε τους Άβαρους. Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττα καταγράφει τον αριθμό των νεκρών βαρβάρων στους 20.000, ανάμεσα τους και μερικοί γιοι του ίδιου του Χαγάνου. Οι Άβαροι υποχώρησαν κατόπιν στην έδρα τους Παννονία όπου ηττήθηκαν ξανά από τους Ρωμαίους κοντά στον ποταμό Τίσα σε τέταρτη μάχη. Ο Πρίσκος επιτέθηκε κατόπιν σε τρεις οικισμούς των Γέπιδων, σύμφωνα με τον Σιμοκάττα 30.000 σκοτώθηκαν και πολλοί αιχμαλωτίστηκαν. Η τελική μάχη δόθηκε σε 19 μέρες πάλι στις όχθες του Τίσα με οριστική συντριβή των Αβάρων και των συμμάχων τους Σλάβων, σύμφωνα με τον Σιμοκκάτα αιχμαλωτίστηκαν 3.000 Άβαροι, 8.000 Σλάβοι και 6.200 άλλοι βάρβαροι που πουλήθηκαν ως δούλοι. Ο Μαυρίκιος που δεν είχε ακόμα συνειδητοποιήσει την τεράστια νίκη του διέταξε σαν ένδειξη καλής θέλησης προς τον Χαγάνο να τους απελευθερώσουν.[14][18][19] Μετά την τεράστια επιτυχία που εξασφάλισε για τους Βυζαντινούς ολόκληρα τα Βαλκάνια ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος αποφάσισε να τα εποικήσει με Αρμένιους, θα τους έδινε γη με αντάλλαγμα την στρατιωτική θητεία. Ο Πρίσκος απεστάλη στην Αρμενία με εντολή να στρατολογήσει άντρες με τις οικογένειες τους, η αποστολή ωστόσο απέτυχε λόγω μιας μεγάλης εξέγερσης που επέφερε την πτώση του Μαυρίκιου.[20][21] Ο Μαυρίκιος διέταξε τα στρατεύματα του στον Δούναβη να περάσουν τον χειμώνα βόρεια του ποταμού (602), αυτό προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στον στρατό, ο Πέτρος που αντικατέστησε τον Πρίσκο αρνήθηκε να ακυρώσει την αυτοκρατορική εντολή με αποτέλεσμα να ξεσπάσει ανταρσία. Ο στρατός επέλεξε νέο αρχηγό τον Φωκά που πήγε στην Κωνσταντινούπολη χωρίς δικές του στρατιωτικές δυνάμεις, ανέτρεψε τον Μαυρίκιο, εκτέλεσε τον ίδιο και την οικογένεια του και τον διαδέχθηκε στον θρόνο.[22]

Τα σύνορα των Περσών με τους Ρωμαίους

Την εποχή που ανέβηκε στον θρόνο ο Φωκάς ο Πρίσκος ήταν ο μοναδικός αξιωματούχος του Μαυρίκιου που διατήρησε την θέση του επειδή απουσίαζε από την Κωνσταντινούπολη, οι υπόλοιποι όπως και ο αδελφός του εκτελέστηκαν και ο Φιλιππικός εξορίστηκε.[23][24] Ο μετέπειτα ιστορικός Παύλος ο Διάκονος που περιγράφει τα γεγονότα του 7ου αιώνα με λεπτομέρειες αναφέρει ότι ο Φωκάς είχε διατελέσει παλιότερα αξιωματούχος υπό τον Πρίσκο ο οποίος σε κάθε περίπτωση διατήρησε την θέση του.[21] Τον χειμώνα του 602 ο Πρίσκος έγινε διοικητής της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής. Τα επόμενα χρόνια (606) ο Πρίσκος παντρεύτηκε την κόρη του Φωκά Δομεντζία, με το τρόπο αυτό έγινε μοναδικός διάδοχος του θρόνου αφού ο αυτοκράτορας δεν είχε γιο. Το γεγονός εορτάστηκε σε μεγαλοπρεπείς τελετές στον Ιππόδρομο στις οποίες οι πολίτες πέρα έφεραν προτομές πέρα από αυτούς του αυτοκράτορα και της κόρης του και του Πρίσκου. Ο Φωκάς αντέδρασε με βιαιότητα εναντίον του Πρίσκου, από τότε μέχρι την ανατροπή του στράφηκε εναντίον του.[21][23][25] Η διακυβέρνηση του Φωκά δεν ήταν νόμιμη, η μεγάλη του αυταρχικότητα προκάλεσε επιπλέον έντονες αντιδράσεις στις ανώτερες τάξεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το κύρος του έπεσε περισσότερο όταν ο Σάχης Χοσρόης Β΄ της Περσίας με πρόσχημα την δολοφονία του Μαυρίκιου με τον οποίο είχε κλείσει ειρήνη κατέλαβε τα ανατολικά εδάφη της αυτοκρατορίας.[26] Ο Έξαρχος της Αφρικής Ηράκλειος ο Πρεσβύτερος κλήθηκε πιθανότατα από τον ίδιο τον Πρίσκο να φέρει στρατό για να ανατρέψει τον Φωκά. Ο Έξαρχος έστειλε έναν μεγάλο στόλο υπό την ηγεσία του ομώνυμου γιου του Ηράκλειου, αποβιβάστηκε στο Μπακίρκιοϊ (3 Οκτωβρίου 610) και βάδισε προς την πρωτεύουσα, ξέσπασαν αμέσως ταραχές υπέρ του Ηρακλείου.[27] Ο Πρίσκος που δεν ήθελε να βοηθήσει τον πεθερό του προσποιήθηκε τον ασθενή, συγκέντρωσε γύρω του τους Βουκελάριους ώστε να μην έχει υποστήριξη ο αυτοκράτορας. Ο Ιωάννης Νικίου γράφει επίσης ότι προσπάθησε να προστατέψει τις γυναίκες του Ηρακλείου από τυχόν επικράτηση του Φωκά.[28]

Με την πτώση και την εκτέλεση του Φωκά ορκίστηκε νέος αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Ηράκλειος (610), Ο Πατριάρχης Νικηφόρος Α΄ έγραψε ότι είχαν προσφέρει πρώτα το στέμμα στον Πρίσκο αλλά εκείνος το αρνήθηκε.[29][30] Ο Πρίσκος εξακολουθούσε να έχει τεράστια δύναμη σαν αρχηγός των Εξκουβιτόρων, των Πατρικίων και σαν πανίσχυρος στρατηγός και αξιωματούχος των προηγούμενων αυτοκρατόρων, αποτελούσε τεράστια απειλή για τον Ηράκλειο.[31] Ο νέος αυτοκράτορας δεν είχε πρόθεση να εισέλθει σε νέους εμφυλίους επειδή η απειλή από τους Πέρσες στην Ανατολή ήταν τεράστια, διόρισε τον Πρίσκο το φθινόπωρο του 611 αρχιστράτηγο της Ανατολής. Ο Πέρσης στρατηγός Σαήν κυρίευσε την Καισάρεια της Καππαδοκίας αλλά αποκλείστηκε μέσα στην πόλη και πολιορκήθηκε από τον Πρίσκο. Ο Ηράκλειος επισκέφτηκε τον χειμώνα του 611 το στρατόπεδο των πολιορκητών στην Καισάρεια αλλά ο Πρίσκος αρνήθηκε να τον συναντήσει με την πρόφαση ότι είναι άρρωστος. Ο Ηράκλειος ενοχλήθηκε από την συμπεριφορά του Πρίσκου και από τότε οι σχέσεις τους μπήκαν σε κρίση. Ο Σαήν δραπέτευσε τελικά από την Καισάρεια, αμέσως μετά κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη με την δικαιολογία ότι ο αυτοκράτορας ήθελε να τον κάνει ανάδοχο του νεογέννητου γιου του Ηρακλείου Κωνσταντίνου.[30][32] Με την άφιξη του στην πρωτεύουσα ο Πρίσκος καθαιρέθηκε από την θέση του κόμη των Εξκουβιτόρων και τον αντικατέστησε ο ξάδελφος του Ηρακλείου Νικήτας, στην θέση του αρχιστρατήγου της Ανατολής τον αντικατέστησε ο παλιός έμπειρος στρατηγός Φιλιππικός. Η Σύγκλητος της Κωνσταντινούπολης προσκάλεσε τον Πρίσκο να απολογηθεί με την κατηγορία της προδοσίας απέναντι στον αυτοκράτορα. Ο Πρίσκος τελικά αποσύρθηκε μοναχός στην Μονή της Χώρας (5 Δεκεμβρίου 612) όπου πέθανε την επόμενη χρονιά (613).[23][30][33]

  1. Martindale 1992, σσ. 1052–1053
  2. 2,0 2,1 Greatrex & Lieu 2002, σ. 170
  3. Whitby & Whitby 1986, σ. 72
  4. 4,0 4,1 4,2 Martindale 1992, σ. 1053
  5. Whitby & Whitby 1986, σσ. 72–75; Whitby 1988, σσ. 154, 286–288
  6. Whitby & Whitby 1986, σσ. 162–164
  7. Whitby & Whitby 1986, σσ. 162, 164–166
  8. Martindale 1992, σσ. 1053–1054; Whitby & Whitby 1986, σ. 167
  9. 9,0 9,1 Martindale 1992, σ. 1054
  10. Whitby & Whitby 1986, σσ. 167–173; Curta 2001, σσ. 100–102
  11. Curta 2001, σ. 103; Whitby & Whitby 1986, σ. 173
  12. Whitby & Whitby 1986, σσ. 176-178
  13. Martindale 1992, σσ. 1054–1055; Whitby & Whitby 1986, σσ. 186–188, 193–194
  14. 14,0 14,1 14,2 Martindale 1992, σ. 1055; Whitby & Whitby 1986, σσ. 194–196
  15. Whitby & Whitby 1986, σσ. 196–197
  16. Treadgold 1997, σ. 234
  17. Whitby & Whitby 1986, σσ. 197–202
  18. Curta 2001, σ. 99
  19. Whitby & Whitby 1986, σσ. 210–214
  20. Whitby & Whitby 1986, σσ. 167–168, 177
  21. 21,0 21,1 21,2 Martindale 1992, σ. 1056
  22. Treadgold 1997, σ. 235; Martindale 1992, σσ. 1031–1032
  23. 23,0 23,1 23,2 Kaegi 1991, σ. 1722
  24. Martindale 1992, σσ. 324, 1010–1011, 1025
  25. Treadgold 1997, σ. 239
  26. Kaegi 2003, σσ. 37, 39; Treadgold 1997, σσ. 236–239
  27. Kaegi 2003, σσ. 43–49
  28. Kaegi 2003, σ. 43; Martindale 1992, σσ. 1056–1057
  29. Kaegi 2003, σ. 52
  30. 30,0 30,1 30,2 Martindale 1992, σ. 1057
  31. Kaegi 2003, σ. 70
  32. Treadgold 1997, σσ. 287–288; Kaegi 2003, σσ. 68–69; Greatrex & Lieu 2002, σσ. 188–189
  33. Kaegi 2003, σσ. 69–70; Treadgold 1997, σ. 289
  • Curta, Florin (2001). The Making of the Slavs: History and Archaeology of the Lower Danube Region, c. 500–700. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Greatrex, Geoffrey; Lieu, Samuel N. C., eds. (2002). The Roman Eastern Frontier and the Persian Wars, Part II, 363–630 AD: A Narrative Sourcebook. New York and London: Routledge (Taylor & Francis).
  • Kaegi, Walter Emil (1991). "Priskos". In Kazhdan, Alexander (ed.). The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford and New York: Oxford University Press. σσ. 1721–1722.
  • Kaegi, Walter Emil (2003). Heraclius: Emperor of Byzantium. Cambridge, United Kingdom: Cambridge University Press.
  • Martindale, John R., ed. (1992). The Prosopography of the Later Roman Empire: Volume III, AD 527–641. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, California: Stanford University Press.
  • Whitby, Michael; Whitby, Mary, eds. (1986). The History of Theophylact Simocatta. Oxford: Clarendon Press.
  • Whitby, Michael (1988). The Emperor Maurice and his Historian – Theophylact Simocatta on Persian and Balkan Warfare. Oxford: Oxford University Press.