Πρώτη Μάχη της Τσατάλτζας
Πρώτη μάχη της Τσατάλτζας | |||
---|---|---|---|
μέρος του Α' Βαλκανικού Πολέμου | |||
Σχεδιάγραμμα των θέσεων μάχης | |||
Χρονολογία | 4 - 5 Νοεμβρίου 1912 | ||
Τόπος | Τσατάλτζα, Σαντζάκι του Μπουγιούκτσεσμετζέ, Βιλαέτι Κωνσταντινούπολης, Οθωμανική Αυτοκρατορία 41°08′30″N 28°27′47″E / 41.14167°N 28.46306°EΣυντεταγμένες: 41°08′30″N 28°27′47″E / 41.14167°N 28.46306°E | ||
Έκβαση | ήττα των Βουλγάρων | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
| |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απώλειες | |||
|
Η πρώτη μάχη της Τσατάλτζας - (βουλγ. Битка при Чаталджа, τουρκ. Birinci Çatalca Muharebesi) ήταν μέρος των Οθωμανο-βουλγαρικών μαχών του Α΄ Βαλκανικού πολέμου και διεξήχθη στις 4 και 5 Νοεμβρίου του 1912, στην περιοχή της Τσατάλτζας (ελληνική πόλη Μέτρες [2]) λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη.
Η μάχη ήταν συνέχεια της μεγάλης μάχης του Λουλέ Μπουργκάς, όταν τα υποχωρούντα Οθωμανικά στρατεύματα σχημάτισαν την τελευταία αμυντική γραμμή τους πριν την Κωνσταντινούπολη, στην ευρύτερη περιοχή της Τσατάλτζας. Τα προελαύνοντα βουλγαρικά στρατεύματα υπό τον στρατηγό Ράντκο Δημητρίεφ προσπάθησαν να υπερκεράσουν την αμυντική αυτή γραμμή αλλά δεν τα κατάφεραν.
Τελικά οι Βούλγαροι, ύστερα από συνεχείς επιθέσεις στις οχυρώσεις των Οθωμανών δεν θα καταφέρουν να νικήσουν - για την ακρίβεια ο βουλγάρικος στρατός θα γνωρίσει την πρώτη μεγάλη ήττα του, μετά την σύστασή του το 1878 [3] - και η αμυντική γραμμή θα διαλυθεί με την λήξη του πολέμου τον Απρίλιο του 1913.
Η μάχη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τις νικηφόρες μάχες του Κιρκ Κιλισέ και του Λουλέ Μπουργκάς στο μέτωπο της Ανατολικής Θράκης οι Βούλγαροι και ενώ ταυτόχρονα πολιορκούσαν την Αδριανούπολη, προχώρησαν προς την Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να καταλάβουν την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Έτσι, αφήνοντας το πεδίο της μάχης του Λουλέ Μπουργκάς στις 3 Νοεμβρίου και αφού καταλάμβανε τη μία μετά την άλλη τις πόλεις που συναντούσε στο δρόμο του, ο βουλγάρικος στρατός έφτασε στις 13 Νοεμβρίου στην περιοχή της Τσατάλτζας. Η Τσατάλτζα που ήταν ήδη οχυρωματική γραμμή (δημιουργήθηκε από τους Ρώσους το 1877), ήταν πλήρως εξοπλισμένη με μόνιμα κανόνια, τσιμεντένιους τοίχους, και δίκτυο για τηλεπικοινωνίες πρόσφερε στον Οθωμανικό στρατό, μια ισχυρότατη αμυντική θέση.
Οι Βούλγαροι από την μεριά τους, με την 1η και 3η βουλγαρική στρατιά υπό τον στρατηγό Ράντκο Δημητρίεφ (της 3ης στρατιάς) και Βασίλι Κουντίσεφ (1η στρατιά), και με καλύτερο και πιο σύγχρονο πολεμικό εξοπλισμό από τους Οθωμανούς, ρίχτηκε στην μάχη, με αλλεπάληλες επιθέσεις. Οι Οθωμανοί αν και είχαν συνολικά 400.000 στρατιώτες ετοιμοπόλεμους, δεν μπόρεσαν να παρατάξουν παρά μόνο 70.000 τις πρώτες μέρες της μάχης, πολλοί εκ των οποίων άπειροι έφεδροι.
- Στις 17 Νοεμβρίου 1912 και στις 5 τα ξημερώματα, οι Βούλγαροι ξεκινούν την επίθεση, υποστηριζόμενοι από τα βλήματα των κανονιών, που κανονιοβολούσαν τις οχυρωματικές θέσεις των Οθωμανών, και καταφέρνουν να προχωρήσουν και να καταλάβουν μερικές θέσεις. Στις 13:30 το μεσημέρι και το Οθωμανικό ναυτικό μπήκε στις επιχειρήσεις βάλλοντας κατά των βουλγαρικών θέσεων, ενώ στο τέλος της ημέρας, οι Οθωμανοί αναχαιτίζουν τους Βούλγαρους, που χάνουν τώρα ότι είχαν κερδίσει πριν.
- Την νύχτα της 18ης Νοεμβρίου 1912 σε μια επιχείρηση - αστραπή των βουλγάρων, μια μικρή ομάδα, κατόρθωσε να διεισδύσει στις γραμμές των Οθωμανών, πολεμώντας με τις ξιφολόγχες μόνο, ενώ το τάγμα που τους ακολουθούσε, εισέβαλλε 500 μέτρα μέσα στις γραμμές του εχθρού. Όμως τις επόμενες δέκα ώρες της μάχης, οι Οθωμανοί κατάφεραν να αντεπιτεθούν και να οδηγήσουν τον βουλγάρικο στρατό σε οπισθοχώρηση από τις θέσεις του. Ωστόσο, οι Οθωμανοί δεν διατήρησαν το πλεονέκτημα αφού τελικά επέστρεψαν στις οχυρώσεις τους.
Σε αυτή τη στενάχωρη τοποθεσία οι Βούλγαροι δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα να υπερφαλαγγίσουν τους Οθωμανούς με γρήγορες κινήσεις. Η θάλασσα και από τις δύο πλευρές και τα βαριά πυροβόλα των τουρκικών πολεμικών πλοίων, που οριοθετούσαν την επίθεση σε μια περιορισμένη κεντρική πεδιάδα, επέτρεψαν στους Οθωμανούς να παραμείνουν στα χαρακώματα και τα αναχώματά τους, και από εκεί να βάλλουν με σταθερά πυρά κατά του επελαύνοντος βουλγαρικού ιππικού.[4] Μετά την αποτυχία της βουλγαρικής επίθεσης εναντίον των οχυρωμάτων της Τσατάλτζας οι Τούρκοι θεώρησαν τους Βούλγαρους ως τον χειρότερο αντίπαλό τους.[5]
Στις 20 Νοεμβρίου του 1912 άρχισαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των ανωτάτων αρχηγών για κατάπαυση του πυρός. Ο βούλγαρος αρχιστράτηγος Μιχαήλ Σαβόφ και ο Οθωμανός ομόλογός του Ναζίμ Πασά, υπέγραψαν μια ανακωχή, - η οποία συνόδευε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο κρατών για συμβιβασμό. Όταν οι διαπραγματεύσεις σε πολιτικό επίπεδο απέτυχαν, οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν και πάλι στις 3 Φεβρουαρίου του 1913, με την δεύτερη μάχη της Τσατάλτζας.
Πηγές - Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Edward J. Erickson: "Defeat in Detail: The Ottoman Army in the Balkans, 1912–1913", 2003, σελ. 134-135
- ↑ http://users.sch.gr/deshourmou/TSAKILI/tsatalza.htm
- ↑ Aleksandŭr Vŭchkov: "The Balkan War 1912-1913", 2005, σελ. 99-103
- ↑ (στα ελληνικά)National Geographic Society. Ιούνιος 2000.
- ↑ Παπαρρηγόπουλου, Κωνσταντίνου (1930). Ιστορία του ελληνικού έθνους. τόμος 8. σελ. 143.